Δίχως χρονολ.έκδοσης Σελ.234 |
Aπό παντού ακούγονταν απελπισμένες κραυγές πεινασμένων. Αμέτρητα σκελετωμένα χέρια απλώνονταν μπροστά στους περαστικούς των δρόμων, με την ελπίδα κάποιας ανύπαρκτης βοήθειας. Η Αθήνα πεινούσε και κρύωνε φοβερά. Εκατοντάδες εξαθλιωμένα ανθρώπινα πλάσματα κάθε ηλικίας και φύλου έσερναν με αγωνία τα βήματα τους. Πάσχιζαν με μια ύστατη προσ πάθεια να ξεφύγουν το άγριο αγκάλιασμα του θανάτου -που τα κυνηγούσε μέσα στο παγερό ξεροβόρι. Άραγε θα τα κατάφερναν; Αλλοίμονο ! ! ! Η μοίρα αυτών των δυστυχισμένων υπάρξεων ήταν σκληρή όπως σκληρή ήταν και η καρδιά εκείνων που παρακολουθούσαν με απάθεια το μαρτύριο τους.
Θλιβερό ήταν το θέαμα των πεινασμένων παιδιών που ζάρωναν πικραμένα στις γωνιές των πεζοδρομίων δίχως συμπόνοια και στοργή. Ακόμα θλιβερότερο ήταν το θέαμα των ανθρώπων που σκάλιζαν τα σκουπίδια και τους τενεκέδες των πα ρόδων και των στενών με την ελπίδα πως όλο και κάτι θα εύρισκαν να ξεγελάσουν την αβάσταχτη πείνα που τους θέριζε. Αλήθεια, να είχαν την καλή τύχη. να γευτούν τη νοστιμιά κάποιας μουχλιασμένης πατάτας ή κάποιου σάπιου πορτοκαλιού; Τα δυστυχισμένα αυτά ανθρώπινα πλάσματα, έτσι όπως ήσαν σκελετοί από την πολύκαιρη ασιτία και όπως τρεμούλιαζαν από την πα γωνιά του χειμώνα έτοιμα να σωριαστούν πεθαμένα, έδιναν την πιο φριχτή εικόνα εκείνης της μαύρης εποχής.
Ήταν αδύνατο να περιγράψη κανείς αυτό που έβλεπε μπροστά του σαν δοκίμαζε να περάση ακόμη και από τις πιο καλύτερες συνοικίες της Αθήνας. Καλομαθημένες κυρίες του Κολωνακίου, σεβάσμιες νοικοκυρές των Εξαρχείων, της Κυψέλης, του Παγκρατίου, κατηφόριζαν αδιάκοπα κρατώντας στα χέρια τους κάποιο αδειανό καλαθάκι. Αγωνίζονταν με την ψυχή στο στόμα να βρουν να αγοράσουν κάτι μα έστω λίγες σταφίδες, μια λαχανίδα πού αγοραζόταν κι' εκείνη με χρυσάφι αληθινό. Κοπέλλες μέ πρόσωπα ωχρά και μαραμένα, με χέρια και πόδια από σκέτο δέρμα και κόκκαλο, δρασκέλιζαν τα πεζοδρόμια σαν να βιάζονταν νά προλάβουν κάτι, να πιαστούν από κάποια κυνηγημένη ελπίδα, προτού τ' αγκαλιάση στη μέση του δρόμου ο θάνατος.
Ήταν τόσο ηρωϊκά αλλά και τόσο αστεία αυτά τα ανθρώπινα σκιάχτρα στην προσπάθεια τους ν' αντισταθούν στο δυνατό θάνατο.
με ανθρώπινα κουφάρια και κρατούσε σέ θανάσιμη αγωνία την άτυχη πρωτεύουσα της Ελλάδος πού αιφνιδιάστηκε από την άγρια λεηλασία των κατακτητών της,
Τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστή και τα λίγα χρήματα που κυκλοφορούσαν στα χέρια του πολύ λαού, ήταν αδύνατο ν' ανταποκριθούν στη φοβερή εκείνη έλλειψη που γινόταν πιο φοβερότερη από τη μαύρη αγορά.
Αντίθετα άφθονο χαρτονόμισμα πληθωρικής έκδοσης κυκλοφορούσε στα χέρια των κατακτητών που με την. . . έντιμο, συναλλαγή τους αποστράγγιζαν τα πάντα και άνοιγαν το δρόμο της λαϊκής δυστυχίας. Χιλιάδες τόννοι αγαθών «εμπλοκάροντο» για τις ανάγκες των στρατιωτών του Χίτλερ και ακόμη για! τις ανάγκες τού Γερμανικού λαού στην ίδια του την πατρίδα. Έτσι μετά την λεηλασία των Τραπεζών και των άλλων Ιδρυμάτων, μετά τη δέσμευση της παραγωγής και τη κατάσχεση των αποθηκών τροφίμων ερχόταν ή μέθοδος του πληθωρικού χαρτο νομίσματος για να αντικαταστήση την ωμή ληστεία. Τί σημασία. είχε αν έτσι θα καταδικαζόταν ένας ολόκληρος κόσμος σε αργό θάνατο; Αρκεί να μην εστερείτο ο υπερούσιος λαός, πού ό Χίτλερ προώριζε για την πανανθρώπινη κηδεμονία. 'Αλλά δεν έφθανε μόνο αυτό. Οι ροδοκόκκινοι και καλοθρεμμένοι στρατιώτες του Χίτλερ, αυτά τα κουρδισμένα ανθρώπινα ρομπότ από τη μια-μεριά και οι θλιβεροί κομπάρσοι του Μουσολίνι από την άλλη, αλώνιζαν την πολιτεία ζητώντας παντού την ευκαιρία του φτηνού έρωτα με τον πιο ελεεινό τρόπο.
Με ένα κομμάτι μαύρο Γερμανικό ψωμί ή με μια μικρή άσπρη ιταλική μπανιότα οι ιππότες της «νέας τάξεως» δεν εδίσταζαν να παζαρεύουν στη μέση του δρόμου την τιμή μιας πεινασμένης κοπελίτσας. Δυστυχώς η φοβερή και αβάσταχτη πείνα είχε λυγίσει τα ορφανά και απροστάτευτα θηλυκά του λαού. Εδώ πλέον που ο πατριωτισμός έχανε τη σημασία του και το μίσος κατά των κατακτητών γινόταν «Ικεσία» ερχόταν ό σκληρός Φρiτς ή ο δυνατός Πιέρρο να ασελγήσουν πάνω στα αθώα θύματα του κατατρεγμού και της ανάγκης.
Γενικά ένας βάρβαρος και ανήθικος δεσποτισμός είχε βαλθή να ανατρέψη συθέμελα μια κοινωνία, ένα Έθνος πού είχε γαλουχηθή με αρχές και με παραδόσεις αιώνων.
Κανένα λοιπόν δείγμα καλωσύνης και ανθρωπιάς στους πα γερούς δρόμους της Αθήνας. Παντού κατήφεια και θλίψη. Παντού φόβος και θάνατος. Ένα απέραντο μοιρολόγι και μια σπαρακτική κραυγή υψωνόταν σ' εκείνο το μολυβένιο ουρανό που την σκέπαζε. Ένας λαός αθώος μα και γενναίος, παραδομένος.(19) στην αναλγησία των κατακτητών του και αποκαμωμένος από το αβάστακτο μαρτύριο των στερήσεων που του επέβαλαν οι αδίστακτοι εκείνοι, περνούσε τις πιο χειρότερες μέρες της ζωής του.
Και όλα αυτά σε μια εποχή που θα μπορούσε να καυχηθή για την πρόοδο της και για τα έργα του πολιτισμού της. Ακόμη και για το σεβασμό που έδειχνε στο αθάνατο Ελληνικό πνεύμα με τις σύγχρονες Ολυμπιάδες της.
Μα αν το αρχαίο Ολυμπιακό πνεύμα και τα λευκά μάρμαρα του Παρθενώνα είχαν πάψει να υπάρχουν για τους κατακτητές αυτούς, όμως δεν έπαψαν να υπάρχουν για τούς πραγματικούς κληρονόμους τους. Τούς δυνάμωναν τη θέληση στον αγώνα εναντίον της βίας, τους έδιναν κουράγιο και τους εθέρμαιναν την ελπίδα του γρήγορου εθνικού λυτρωμού. Πονεμένοι αλλά υπερήφανοι σκλάβοι οι Έλληνες, είχαν μεσα τους κρυφή την ελπίδα και την πίστη πως σίγουρα θα ερχόταν η ημέρα της Εθνικής τους λευτεριάς και πως η απαίσια εκείνη σημαία που ανέμιζε αγέρωχη πάνω στο ιερό κάστρο της παγκόσμιας ελπίδας θα κατέβαινε ντροπιασμένη. Και άλλες σημαίες εκυμάτισαν στο παρελθόν στη θέση της. Μα καμμία δεν κράτησε. Καμμιά δεν μπόρεσε ν' αντέξη στη λάμψη και στο μεγαλείο εκείνου τού χώρου με τα λευκά μάρμαρα και τους σιωπηλούς βράχους. Γιατί εκεί κρυβόταν η ψυχή ενός υπέροχου και ακατάβλητου λαού κι' εκεί χτυπούσε η γενναία καρδιά του πριν από χιλιάδες χρόνια.
**
Πλησίαζε να νυχτώση και οι λιγοστοί διαβάτες της οδού Αγίου Μάρκου βιάζονταν να φθάσουν στα σπίτια τους. Η κυκλοφορία θα σταματούσε στις πέντε (5) και οι αργοπορημένοι Αθηναίοι πολύ καλά ήξεραν πως δεν θα ξέμπλεκαν εύκολα από τις μάντρες της Γκεσταπό. Έπειτα εκείνη την ήμερα τα πράγματα ήσαν πολύ σκούρα. Δυο μεγάλες ανατινάξεις από Έλληνες πατριώτες, είχαν κάνει τούς Γερμανούς σωστά θηρία. Η μια είχε γίνει τα ξημερώματα στο λιμάνι τού Πειραιά σ' ένα: μεγάλο Γερμανικό φορτηγό και η άλλη το μεσημέρι σχεδόν, σε μια αποθήκη στρατιωτικών εφοδίων, κοντά στο σταθμό Λαρίσης.
Μα δεν ήταν μονάχα αυτό. Πεινασμένος όχλος είχε επιχειρήσει μια απελπισμένη εξόρμηση «ντου» όπως έλεγε, σ' ένα με γάλο αρτοποιείο του Παγκρατίου πού δούλευε για λογαριασμό του στρατού κατοχής. Όλα αυτά τα είχαν μάθει οι βιαστικοί διαβάτες και πιο (20)...........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου