........... Tην 29 Μαΐου /11 Ιουνίου , στις 10 π.μ (ο Ζοννάρ) ζητά από τον Ζαΐμη και του γνωστοποιεί την θέλησι των Δυνάμεων : - ο Βασιλεύς θα παραιτηθή γιατί παραβίασε το Σύνταγμα που έχουν εγγυηθή οι Προστάτιδες Δυνάμεις ' ο πρωτότοκος γυιός του, ο Πρίγκηψ- Διάδοχος Γεώργιος, δεν είναι (211) αποδεκτός για να τον αντικαταστήση στο Θρόνο- θα τον διαδεχθή ο δευτερότοκος γυιός του, ο Πρίγκηψ Αλέξανδρος.- Μερικά πολιτικά πρόσωπα που με την συμπεριφορά τους έγιναν ύποπτα στην Αντάντ, όπως ο τέως πρωθυπουργός Γούναρης, ο στρατηγός Δούσμανης, ο στρατηγός Μεταξάς και άλλοι ακόμη, θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος ' ο Ζαΐμης αντιτείνει ότι το Σύνταγμα δεν το επιτρέπει αυτό, άρα αγνοούσε ότι δεν γινόταν επίκλησι του Συντάγματος παρά μόνο προς εξυπηρέτησιν του Βενιζέλου.-Ο Ζοννάρ ζητεί αμνηστεία υπέρ των βενιζελικών που εδιώκοντο για τις προηγούμενες ταραχές- Ο Ζαΐμης ζητεί να περιληφθούν στην αμνηστεία όλοι εκείνοι που κατεδιώκοντο από την Προσωρινή Κυβέρνησι στη Θεσσαλονίκη.
Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α |
Σε περίπτωσι αντιστάσεως κατά της θελήσεως των Δυνάμεων, η καταστολή θα είναι αμείλικτη ' έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα. Θα προκηρυχθή αμέσως η Δημοκρατία (και το Σύνταγμα;) . Οι Δυνάμεις, είπε ο Ζοννάρ, δεν επιθυμούν να επαναφέρουν τον Βενιζέλο στην εξουσία (SIC) . Αφ' ότου συντελεσθή η ενότης της Ελλάδος, η Προσωρινή Κυβέρνησις της Θεσσαλονίκης θα θεωρηθή διαλυθείσα ' αργότερα μόνο, και δια της νομίμου, της συνταγματικής ( SIC ) οδού, Ο Βενιζέλος θα μπορέση να αναλάβη την διεύθυνσι των κοινών... Εκτός αν το τελεσίγραφο των Δυνάμεων δεν γίνη δεκτό... Στην περίπτωσι αύτη, ο Βενιζέλος θα γυρίση αμέσως... Ο μπαμπούλας! Και ο Ζοννάρ δίνει βαρύτατο τόνο στη φωνή του: «Το Αρράς, λέει, η γενέτειρα μου πατρίδα, ερημώθηκε από τους Γερμανούς! Όσο οδυνηρή και αν είναι για τη γαλλική καρδιά μου η σκέψις να διατάξω βομβαρδισμό κατά μιας ιστορικής πόλεως όπως η Αθήνα, εν τούτοις, αν λόγω αντιστάσεως ευρεθώ στην ανάγκη, θα φθάσω μέχρι που να μεταβάλω την Αθήνα σε νέο Αρράς!»
Ευτυχώς για τον Ζοννάρ ότι ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος δεν τον εξώθησε στην εσχάτη αυτή ανάγκη, να κάνη την Αθήνα δεύτερο Αρράς. Γιατί τότε θα άφηνε στην ιστορία όνομα ένδοξο!...
Ήλπιζε, άλλωστε, να μη φθάση έως εκεί και προσέδωσε ηπιώτερο τόνο στη φωνή του για να πείση τον Ζαΐμη για τις εξαίρετες διαθέσεις των Συμμάχων:-Εάν η κρίσι λυθή ειρηνικά, ο αποκλεισμός θα αρθή ' οι Δυνάμεις θα προστατεύσουν την ελευθερία και τις περιουσίες όλων των Ελλήνων ανεξαιρέτως και θ' αντιταχθούν κατά κάθε αντιποίνου ( SIC ) . -Οι Δυνάμεις είναι αποφασισμένες να σεβασθούν τη θέλησι του Ελληνικού Λαού να παραμείνη ουδέτερος- δεν θέλουν να τον παρασύρουν στον ευρωπαϊκό πόλεμο, ούτε να αναμιχθούν στην εσωτερική πολιτική της Ελλάδος (να τα διαβάζετε καλά αυτά φίλοι αναγνώστες!)' αλλά η αποδοχή της διακοινώσεώς τους θα κάνη δυνατό τον άμεσο κατευνασμό των πνευμάτων, θα βάλη τέρμα στις εμφύλιες διενέξεις, θα αποκαταστήση την ενότητα στο βασίλειο, θα επιτρέψη δε να αποβλέπη πάλι με ελπίδα στο μέλλον του Ελληνισμού.
Και ο Ζοννάρ πιέζει τον Ζαΐμη να αφοσιωθη στο έργο αυτό της εθνικής συνδιαλλαγής, για το όποιο αυτός είναι ο ενδεδειγμένος περισσότερο από κάθε άλλον... και του δίνει εικοσιτετράωρη προθεσμία για να απαντήση, δηλαδή μέχρι το μεσημέρι τής 30 Μαΐου/12 Ιουνίου.
Ο Ζαΐμης με κόπο κατώρθωσε να κρύψη την συγκίνησί του και την έκπληξί του ' υπήρχαν πράγματι πολλά εκπληκτικά στο τελεσίγραφο εκείνο. Εσκέφθη προς στιγμήν να υποβάλη την παραίτησί του ' αλλά είχε καθήκον απέναντι στον Βασιλέα και την Ελλάδα. Κατεβαίνοντας από τη «Δικαιοσύνη», είπε στον Ύπατο Αρμοστή ότι η Διακοίνωσις των Δυνάμεων θα υπεβάλλετο στο Συμβούλιο του Στέμματος.
***
Εν αναμονή της απαντήσεως, ελήφθησαν όλα τα μέτρα για την εκτέλεσι του σχεδίου: η Ελασσών, στην είσοδο της Θεσσαλίας, κατελήφθη ' επίσης και ο Ισθμός της Κορίνθου.
Τα συμμαχικά στρατεύματα έφθασαν προ του Πειραιώς και της Σαλαμίνος, αλλά έμειναν επάνω στα πλοία, για να μη δοθή η εντύπωσις ότι ασκείται πίεσις' δύο συντάγματα της 30ής μεραρχίας, το ρωσσικό σύνταγμα και σώμα πυροβολικού έτοιμο για απόβασι. Ο ναύαρχος Γκωσσέ ήταν στη θέσι του ' δεν πήγε στο Ζάππειο. Ο στρατηγός Σαρράϊγ επέβλεπε τα πάντα από τη Θεσσαλονίκη, στο πλευρό του Βενιζέλου.
Το Συμβούλιο του Στέμματος συνεκλήθη αμέσως' όπως και εκείνο που συνεκλήθη το Μάρτιο του 1915, και τούτο απετελέσθη από μιά δωδεκάδα σημαντικών πολιτικών και συγκεκριμένα από εκείνους που χρημάτισαν πρωθυπουργοί: Γούναρης, Δραγούμης, Λάμπρος, Δημητρακόπουλος, Καλογερόπουλος, Σκουλούδης, Στράτος. Όταν ο Ζαΐμης τους εγνωστοποίησε τη διακοίνωσι των Δυνάμεων, οι περισσότεροι συμβούλεψαν τον Βασιλέα να μη υποχωρήση' είχαν πολλά επιχειρήματα και ιδιαιτέρως ότι το Ελληνικό Έθνος του ήταν πιστά αφοσιωμένο.
Αλλά ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εσυλλογίσθη την Ελλάδα ' εάν (213) αντισταθή, η Ελλάς θα υποφέρη και άλλα ' γιατί να υποφέρη; Και πήρε την ακλόνητη απόφασί του:—Πιστός στην πολιτική της ουδετερότητας που ακολούθησε πάντα, δεν θέλει να έλθη σε σύγκρουσι με τη Γαλλία και την Αγγλία- θα φύγη λοιπόν, θα εγκαταλείψη την Ελλάδα μαζί με την Βασίλισσα, μαζί με τον καταδικασμένο σαν κι' αυτόν Διάδοχο και θ' αφήση το θρόνο στον δευτερότοκο γυιό του Πρίγκηπα Αλέξανδρο- η κυβέρνησις πρέπει να τήρηση την τάξι προς το συμφέρον της Χώρας- ο Ζαΐμης πρέπει να διατήρηση την εξουσία με την οποία προσφέρει στην Ελλάδα πολύτιμες υπηρεσίες.
Η συνεδρίασις ελύθη- όλοι έφυγαν κλαίγοντας- ο Πρίγκηψ Αλέξανδρος ανελύθη σε λυγμούς.
Η είδησις διεδόθη αμέσως στην πόλι' τα καταστήματα έκλεισαν σ' ένδειξι πένθους και μέσα στη νύχτα οι καμπάνες των εκκλησιών εκτυπούσαν πένθιμα. Ο Πρίγκηψ Ανδρέας επήγε στους στρατώνες για να καθησύχαση τους αξιωματικούς .
Ήταν η 11η Ιουνίου, δηλαδή η 29η Μαΐου με το παλαιό ημερολόγιο, η επέτειος του θανάτου του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου στις επάλξεις της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Γιατί η ελληνική ψυχή αναζητούσε τόσο μακρυά την οδυνηρή εκείνη ανάμνησι;
Την 30 Μαΐου/ 12 Ιουνίου, την 9 π.μ. ο Ζαΐμης γνωστοποίησε στον Ζοννάρ ότι «η Α. Μ. ο Βασιλεύς, μόνο για το συμφέρον της Ελλάδος φροντίζοντας, όπως πάντοτε, απεφάσισε να εγκαταλείψη την Χώρα μαζί με τον Διάδοχο και να υποδείξη σαν διάδοχο το δευτερότοκο γυιό του Αλέξανδρο».
Την ίδια ημέρα ο Βασιλεύς απευθύνει προς το Λαό το εξής διάγγελμα:
«Εκπληρών το καθήκον μου προς την Ελλάδα και μόνον το συμφέρον αυτής έχων προ οφθαλμών, υπείκω εις την ανάγκην, εγκαταλείπω μετά του Διαδόχου την φιλτάτην μου πατρίδα, αφήνω επί του Θρόνου τον υιόν μου Αλέξανδρον.
»Μακράν ευρισκόμενοι, θα διατηρήσωμεν, η Βασίλισσα και εγώ, την αυτήν αγάπην προς τον Ελληνικόν Λαόν.
»Σας παρακαλώ όλους να δεχθήτε την απόφασί μου με ηρεμίαν και γαλήνην ψυχής, έχοντες εμπιστοσύνην εις τον θεόν, του οποίου επικαλούμαι την εξ ύψους αντίληψιν επί του Έθνους. Και, ίνα μη η θυσία αύτη προς την Πατρίδα αποβή επί ματαίω, σας εξορκίζω όλους, αν αγαπάτε τον θεόν, αν αγαπάτε την πατρίδα σας, αν τέλος αγαπάτε εμέ, (214) να μη διαταράξετε καθόλου την τάξιν και να υποκύψετε. Η ελαχίστη παρέκκλισις, έστω και εξ υψηλού αισθήματος προερχομένη, δύναται σήμερον να επιφέρη τρομερά δεινά.
»Την στιγμήν αυτήν, η μεγαλυτέρα παρηγορία δια την Βασίλισσα; και δι' εμέ έγκειται εις την συμπάθειαν και την αφοσίωσιν την οποίαν πάντοτε επιδείξατε προς ημάς, κατά τας δυσχερείς, όπως και κατά τας ευτυχείς ημέρας».
Γαλήνη μιας εκλεκτής ψυχής που κάνη το καθήκον της μη έχοντας να λογοδοτήση παρά μόνο στο θεό, στην Πατρίδα και... στην Ιστορία. Ανωτέρα και ευγενής μορφή μεταξύ όλων των προσώπων του δράματος αυτού.
*
**
Καθ' όλη τη διάρκεια της νύκτας που ήταν ζεστή και θαυμάσια, λέει ο πρίγκηψ Νικόλαος, ακουγόταν έξω από τα Ανάκτορα η βοή του πλήθους που έμοιαζε με μακρυνό ήχο βροχής.
Όλη την ημέρα της 30 Μαίου/ 12 Ιουνίου ο λαός της Αθήνας εφρουρούσε γύρω από τον Βασιλέα του, για να τον εμποδίση να φύγη, όπως το 1915 όταν ήταν άρρωστος, για να εμποδίση το θάνατο του. Όπως ο χορός των γερόντων Θηβαίων μπροστά στον κτυπημένο από τη Μοίρα Οιδίποδα, έλεγε, επανελάμβανε τις τόσο συγκινητικές στον ενικό λιτανείες και οιμωγές: «Δεν θα σ' αφήσουμε να περάσης! Δεν θα σ' αφήσουμε να φύγης!»
Αντιπροσωπείες εργατών, χωρικών, παρουσιάζοντο από παντού για να προσφέρουν την αφοσίωσί τους, το αίμα τους. Ο Μαυρομιχάλης οδήγησε τους μανιάτες: «Δεν θ' αφήσουμε να σε πάρουν! Είσαι βασιλιάς μας! Είσαι δικός μας!» Και επανελάμβανε ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος: «Δεν έχετε λοιπόν εμπιστοσύνη στον Βασιλέα σας;» Εδέησε να φύγουν κλαίγοντας. Αξιωματικοί σε συμπαγείς μάζες έφθαναν, και προσέφεραν το ξίφος τους: «Δεν θα διαπράξωμεν τη δειλία να σ' αφήσωμε να φύγης, Συ, ο Βασιλεύς μας, ο Αρχηγός μας».—«Αφού είμαι βασιλεύς σας, αρχηγός σας, πρέπει να με υπακούσετε ' η πρωτίστη των αρετών σας πρέπει να είναι η πειθαρχία ' προπαντός δε όταν η διαταγή είναι σκληρή πρέπει να υπακούετε ' και είναι πάντοτε ευχάριστο να υπακούη κανείς σ' εκείνον που αγαπά! Αγαπάτε την Ελλάδα; Αγαπάτε τον Βασιλέα σας;» Και του φιλούσαν τα χέρια. Και έφευγαν κλαίγοντας σαν παιδιά.
Ο Ζαΐμης επολλαπλασίαζε τις προσπάθειες του, τις ανακοίνωσεις (215) του προς τον τύπο, για να κατευνάση τη συγκίνησι αυτή, της οποίας εφοβόταν την έκρηξι. Έλεγε: Η αναχώρησις του Βασιλέως είναι προσωρινή μόνο. Θα γυρίση όταν λήξη ο ευρωπαϊκός πόλεμος ' οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα μνησικακούν πια κατά της Ελλάδος- η Κυβέρνησις της Θεσσαλονίκης διελύθη... Μάταια. Ο λαός δεν είχε εμπιστοσύνη. Αισθανόταν ότι θα ήταν πολύ δυστυχής όταν ο Βασιλεύς δεν θα ήταν πια μαζί του' μεγάλο εθνικό πένθος.
Ο Ζοννάρ όταν επληροφορήθη, με έκπληξι αναμφίβολα,-τα αγνοούσε όλα αυτά!-απεβίβασε μερικά στρατεύματα με την πρόφασι ότι υπέφεραν από τον καύσωνα πάνω στα πλοία και είχαν ανάγκη από πόσιμο νερό. Τα ώθησε σιγά - σιγά προς την Αθήνα και ειδοποίησε τον Ζαΐμη ότι έπρεπε να φύγη ο Βασιλεύς. Αλλοιώς θα εχρησιμοποιούσε βία...
Ο λαός της Αθήνας πέρασε την νύκτα της 30ής προς την 31η Μαΐου γύρω από τα Ανάκτορα. Μία άμαξα εβγήκε' γινόταν η πρώτη δοκιμή: οι εύζωνοι της Ανακτορικής Φρουράς ερρίχθηκαν πρηνείς μπροστά της, αποφασισμένοι να διαμελισθούν μάλλον παρά ν' αφήσουν να περάση ο Βασιλεύς. Ο πρίγκηψ Νικόλαος και η πριγκήπισσα Ελένη, ο πρίγκηψ Ανδρέας και η πριγκήπισσα Αλίκη εμφανίσθηκαν παρακαλώντας να τους αφήσουν να περάσουν ' τους έσπρωξαν μέσα στον κήπο' τέλος εγύρισαν στα Ανάκτορα. Μετεχειρίσθησαν το κλασσικό στρατήγημα: βγήκε η βασιλική άμαξα με κατεβασμένα τα παραπετάσματα ' το πλήθος ώρμησε, εσπρώχθη, εσχημάτισε κλοιό: τρομερός συνωστισμός. Η άμαξα δεν επέρασε... Εν τω μεταξύ, από μια μικρή πόρτα, ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα πήραν το δρόμο για το Τατόι '. Επί πολύ δεν ήθελαν να το πιστέψουν στην Αθήνα ' τους ενόμιζαν κρυμμένους μέσα στα Ανάκτορα ' ήθελαν να τους δουν.
Τέλος εδέησε να πεισθούν ότι ήσαν στο Τατόϊ, στη βασιλική έπαυλι. Το Τατόϊ, 22 χιλιόμετρα από την Αθήνα. Όλη την ημέρα της 1/14 Ιουνίου, κατά πυκνές ομάδες, με κάθε μεταφορικό μέσο, ο λαός της Αθήνας κινείται προς το Τατόι ' θέλει να δη τον Βασιλέα. Αφού δεν μπορεί να τον κρατήση και θέλει να φύγη, αφού φεύγει, θέλει τουλάχιστον να τον δη για τελευταία φορά για να του πη: καλή αντάμωσι. Έρχονται αξιωματικοί ' γίνονται δεκτοί, προσφέρουν τη ζωή του υπέρ του Βασιλέως τους. Τους λέει: «Η ζωή σας ανήκει στην πατρίδα σας και όχι σε μένα... Δεν θα ήθελα ούτε μία σταγόνα αίματος να χυθή για μένα. Αφού η παρουσία μου στην Ελλάδα προκαλεί τη δυσπιστία των Δυνάμεων, το καθήκον μου ήταν να φύγω ' το δικό σας καθήκον είναι να υπηρετήσετε (216) την Χώρα σας. Η καρδιά μου ματώνει στη σκέψι ότι εγκαταλείπω σσς και τη Χώρα μου- αλλά πρέπει να ξέρετε καλά ότι, υποκύπτοντας, προσφέρω υψίστη υπηρεσία στη Χώρα αυτή, που τόσο αγαπώ και της οποίας τα συμφέροντα προσπάθησα πάντοτε να υπηρετήσω. Αυτό είναι και το δικό σας καθήκον».
Το απόγευμα, η Βασιλική Οικογένεια πήγε να προσευχηθή στον τάφο του Βασιλέως Γεωργίου Α', στο Παλαιόκαστρο, κοντά στο Τατόι.
Ο Ζοννάρ κατελήφθη από ανυπομονησία. Όλος αυτός ο αναβρασμός τον εξέπλησσε εξαιρετικά ' και αυτός επίσης είχε νομίσει ότι γύρω από τον Βασιλέα δεν ήταν παρά μία μικρή κλίκα γερμανοφίλων και συναντούσε ήδη ένα ολόκληρο λαό. Εδιδάσκετο, αλλά δεν ανησυχούσε. Εφοβήθη μήπως ο Βασιλεύς εξαφανισθή στα όρη προς την Θεσσαλία ή την Πελοπόννησο. Ο Βασιλεύς θα το μπορούσε, αν το ήθελε...
Ο Ύπατος Αρμοστής ειδοποίησε τον Ζαΐμη, ότι ο Βασιλεύς ώφειλε να αναχωρήση από το Τατόϊ μέσα στην 1/14 προς την 2/15 Ιουνίου, στις 2 μετά τα μεσάνυκτα. Ο Ζαΐμης παρετήρησε ότι η μικρή Πριγκήπισσα Αικατερίνη ήταν μόλις τεσσάρων ετών και θα ήταν απάνθρωπο να μεταφέρουν αυτό το παιδάκι σε τέτοια ώρα. Ο Ύπατος Αρμοστής υπέδειξε τότε την 8η π.μ. της 2/15 Ιουνίου ' ο Βασιλεύς και η Βασιλική Οικογένεια ώφειλαν να πάνε, για να επιβιβασθούν στο πλοίο, στον Ωρωπό, δώδεκα περίπου χιλιόμετρα από το Τατόϊ, στην ανατολική ακτή της Αττικής.
Στον Ωρωπό, το πρωΐ της 2/15 Ιουνίου, όλοι οι δρόμοι που ωδηγούσαν εκεί, γεμάτοι αξιωματικούς, υπαλλήλους, χωρικούς- η παραλία κατάμαυρη από τον κόσμο, η αποβάθρα σκεπασμένη με λουλούδια ' τα κοριτσάκια του ορφανοτροφείου παρατεταγμένα...
Ακούστε τι έγραψε ένας Γάλλος δημοσιογράφος, ο Εδουάρδος Ελσέ, που ήταν εκεί ' μου αρέσει, στην προσπάθεια μου αυτή υπέρ της αληθείας, να χρησιμοποιώ μαρτυρίες συμπατριωτών μου.
«Οι ψαράδες του μικρού συνοικισμού του Ωρωπού, εγονάτισαν κλαίγοντας στην παραλία.
»Έρχονταν να αποχαιρετίσουν τον Βασιλέα τους, τον οποίο εμείς επιβιβάζαμε στο πλοίο για την εξορία, την ημέρα εκείνη.
»Ήταν πτωχοί, απλοϊκοί άνθρωποι που δεν διαβάζουν εφημερίδες και δεν ξέρουν από πολιτική. Είχαν ένα Βασιλέα και τον έλεγαν πατέρα τους- γιατί παρέμειναν στη γλυκεία εγκαρδιότητα των (217) παλαιικών ηθών. Ησθάνοντο ένα βαρύ πένθος να υγραίνη τα μάτια τους, παρ' όλα τα μύρα των λουλουδιών.
»Χλωμοί και στενάζοντας, όμοιοι με τους βοσκούς των Θηβών, που ερρίχνοντο στα πόδια του Οιδίποδος και άφηναν αθώους στεναγμούς, ψιθυρίζοντας προσευχές, σαν μπροστά σε νεκρό.
»Και η θλίψις των ταπεινών ανθρώπων ήταν τόσο ειλικρινής, ώστε δεν ήταν δυνατό να κρατηθή και να μη συγκινηθή κανείς.
«Αξιωματικοί και στρατιώτες έκλαιγαν επίσης. Είχαν στρωθή στο έδαφος τάπητες σκεπασμένοι με κλαδιά δένδρων. Μικρά κορίτσια ήταν παρατεταγμένα και έρριχναν λουλούδια. Ρυθμικές ικεσίες ηκούοντο πένθιμα από μία γειτονική εκκλησούλα. Οι καμπάνες κτυπούσαν πένθιμα».
Η σελίδα είναι ωραία, συγκινητική, οφειλομένη δε στην πέννα ενός δημοσιογράφου, που τυχαίνει να είναι Γάλλος, δεν είναι ύποπτη φιλοφροσύνης προς τον Βασιλέα. Είναι όμως βέβαιο ότι οι πτωχοί εκείνοι άνθρωποι, που ήταν εκεί, δεν ήξεραν από πολιτική; Ήξεραν από πολιτική ' ήξεραν ότι ο Βασιλεύς είχε μεγαλώσει την Ελλάδα με τις ωραιότερες νίκες της ιστορίας της, οτι έφερε στο όνομά του και την καρδιά του το προαιώνιο όνειρο, ότι υπέφερε για την Ελλάδα και θα υποφέρη ακόμη. Αλλά ήταν έτοιμοι να υποφέρουν μαζί του και ήταν διατεθειμένοι να διατηρήσουν αθάνατη τη λατρεία του.
«Την αγαθήν μερίδα ελέξαντο».
Όταν ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα έφθασαν στην παραλία, μαζί με τον Διάδοχο, τον Πρίγκηπα Παύλο και τις Πριγκήπισσες Ελένη, Ειρήνη και την μικρή Αικατερίνη, τα γόνατα ελύγισαν και όλοι ξέσπασαν σε παράπονα: «Γιατί μας αφήνεις;». Όταν επροχώρησαν να επιβιβασθούν στη λέμβο, το πλήθος συνωθείτο γύρω από τον Βασιλέα, ήθελαν όλοι να τον αγγίξουν: «Γιατί φεύγεις; Να μας ξανάρθης!». Όταν η λέμβος απεσπάσθη από την αποβάθρα, πολλοί ερρίχθηκαν στη θάλασσα για να την κρατήσουν ' οι άλλοι ικέτευαν βλέποντας τη λέμβο να απομακρύνεται: «Να μας ξανάρθης!»...
Ο Βασιλεύς δεν θέλησε να φύγη με ξένο πλοίο. Επεβιβάσθη στη «Σφακτηρία»... Γρήγορη, με συνοδεία δύο γαλλικών τορπιλλοβόλων, η «Σφακτηρία» εγλύστρησε πάνω στα ήρεμα νερά προς την ανοικτή θάλασσα, προς την εξορία και πίσω της έσυρε για πολύ τα σύννεφα του καπνού, σαν μαντήλι που εκινείτο σ' αποχαιρετισμό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου