Κυριακή 14 Απριλίου 2013

ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ:Η ΣΙΔΗΡΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

62. ΤΑ ΥΨΗ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΘΗ
Δεν είχε τελειώση τον λόγον του, ότε ήκουσα υψηλά, ε­πάνω από το κεφάλι μου, ένα μούγκρισμα τρομερόν. Επερνούσεν ένα θηρίον του αέρος, ένα όρνεον, που ωμοίαζε με τα μεγάλα πτηνά, και όμως είχε κάτι διαφορετικόν.
Ο Δαίμων παρετήρησε την έκπληξίν μου, και επρόλαβε την ερώτησιν :
— Δεν είνε όρνεαν αυτό που βλέπεις' άνθρωπος είνε εκεί μέσα. Είνε μία μηχανή, που την ενέπνευσεν η πονηρία η ιδι­κή μου, μεταμορφωθείσα εις μεγαλοφυϊαν ίδικήν του. Έτσι, εμιμήθη την ιδιότητα του ορνέου, δια να ανεβή υψηλότερα από τους άλλους ανθρώπους, και να τους βλάψη ανάνδρως απ' επάνω.
»Πρέπει να γνωρίζης, ότι τα πτερά του σώματος έχουν αντίστροφον ηθικήν από τα πτερά της ψυχής: όσον μεγαλύτερα είνε τα πτερά του σώματος, τόσον και περισσότερον βλά­πτουν την Ζωήν και όσον μεγαλύτερα είνε τα πτερά της ψυ­χής, τόσον και περισσότερον την ωφελούν. Παρατήρησε τα πτερωτά ζώα : αυτά, που ανεβαίνουν εις μεγαλύτερα ύψη, είνε και τα θηριωδέστερα. Αυτά εμιμήθη ο άνθρωπος : αφή­ρεσε πτερά από την ιδίαν ψυχήν του. Έτσι έγινε και θηρίον του αέρος. Τώρα δεν μένει άλλο, παρά να εύρη μέσον δια ν' ανεβή υψηλότερα, να ταράξη και την προαιώνιον γαλήνην του αιθέρος και να ενσπείρη μεταξύ των Άστρων τον «ιμπεριαλισμόν», την απληστίαν και την μεγαλομανίαν, ώστε κα­θένα και από αυτά να επαναστατήση κατά του αιωνίου νόμου των «αλληλεπιδράσεων» και να διεκδική από Ήλίους την κυριαρχίαν επί του Απείρου!
— Και πώς κατωρθώθη αυτό τό τρομερόν θαύμα;
— Συνειργάσθησαν προς τούτο δύο μεγάλοι δόλιοι Χρεωκόποι : η Ιδεολογία και η Επιστήμη.
— Τί είνε «Ιδεολογία»;
— Φαντάσου ένα ωραίον λευκόν χειρόκτιον, που εφευρέθη δια να κρύπτη τα νύχια, καθώς και κάθε κηλίδα που ημ­πορεί να έχη το ανθρώπινο χέρι. Όλοι θαμβώνονται από την λευκότητα του χειροκτίου αυτού, και πιστεύουν σοβαρώς, ότι είνε ένα με το δέρμα, μολονότι γνωρίζουν πάλιν οι ίδιοι, ότι το χειρόκτιον είνε ευτελές σκυλλοτόμαρον, που έλευκάνθη μέσα εις βρωμερά βυρσοδεψεία. Αυτή είναι η Ιδεολογία. 
»Αλλά μη νομίσης ότι αυτό είναι εκδήλωσις της ανθρωπίνης πονηρίας μόνον είνε γενική πονηρία όλης της φύσεως, που μεταχειρίζεται τα υπό απείρους μορφάς εκφραζόμενον ωραίον ως παγίδα, δια να φθείρη και ν' ανανεώνη κατά τρόπον απλούστερον και ολιγώτερον πολυσύνθετον.
»Θά ημπορούσα να σου δείξω αναριθμήτους εικόνας εις κάθε βήμα σου' και ιδού αμέσως μία απ' αυτάς.
Μου έδειξεν ένα δένδρον εις την κορυφήν του ετραγουδούσεν αμέριμνα ένα ωραίον πουλί, καθισμένον κοντά εις ένα ωραίον Άνθος'  εις την βάσιν του δένδρου ήτο κουλουριασμένον ένα ογκώδες Φείδι, που είχε στρέψη το βλέμμα του προς το πουλί, και το επαρατηρούσεν ατενώς. Γύρω από το Πουλί επετούσεν ένα ωραίον Έντομον και διηυθύνετο προς το Άνθος, δια να ροφήση τό μέλι του.
Ερωτά ο Δαίμων :
— Δεν είνε ωραίον αυτό το Άνθος, που είνε κοντά εις το πουλί;
— Πολύ ωραίον.
— Δεν είνε ωραίον το Έντομον με τα πτερά του, που λάμπουν εις τον ήλιον;
— Αλήθεια, ωραιότατον.
— Δεν λαλεί το Πουλί αρμονικά;
— Πάρα πολύ.
— Δεν είνε αξιοθαύμαστος η γοητεία, που ακτινοβολούν τα μάτια του Φειδίου αυτού;
— Ω , ναι' πολύ θαυμαστή· την αισθάνομαι και εγώ ακόμη.— Λοιπόν, κύτταξε αυτά τα ωραία πράγματα πόσον αρνητικώς συναρτώνται μεταξύ των.
Εκίνησε το παντοδύναμον χέρι του ο Δαίμων εις στιγμήν, που το Έντομον εκάθιζεν επάνω εις το Άνθος καΙ ήρχιζε να απομυζά το μέλι του' το Πουλί, που εκάθητο πλησίον, εσταμάτησε το άσμά του και έχαψε το Έντομον και το μέλι που είχε ροφήση' ευθύς αισθάνεται ζάλην από την γοητείαν του Φειδίου, κλονίζεται, χάνει την ισορροπίαν και πίπτει, ακριβώς μέσα εις το ανοικτόν στόμα του Φειδίου, που το είχε γοητεύση με το βλέμμα του. Τώρα το Φείδι έτρωγε ταυτοχρόνως το Πουλί, το Έντομον και το μέλι του Άνθους!...
Εγέλασε το Φάσμα και μου είπεν :
— Είδες; από την κορυφήν του δένδρου έως την ρίζαν του εμεαολάβησαν, ένα γενικόν θύμα, το Άνθος, και τριών ειδών φαγάδες «ιδεολόγοι»: Το Έντομον, που επήγαινε να γλυκανθή με το μέλι του Άνθους και να του ελαττώση την ζωϊκότητα· μία ιδεολογία ' το Πουλί, που ετραγουδούσε τόσον ωραία, αλλά δεν παρέλειψε να διακόψη το άσμά του, δια να οφετερισθή την ξένη ν ζωήν : άλλη ιδεολογία' και το Φείδι, που άκτινοβουλουσαν τά μάτια του γηοτείαν, δια να ικανοποιή ευκολώτερα τον προορισμόν των δοντιών του : άλλη ιδεολογία.
»Όλα αυτά μαζύ αποτελούν μίαν ωραίαν αλληλουχίαν από καταστροφάς' αδιάφορον αν τας επιβάλλη η οικονομία της φύσεως. Εδώ έχει γίνη πρόωρος αβαρία, διότι το Άνθος και το Έντομον και το Πουλί είxov ακόμη υποχρεωτικόν στάδιον βίου, το οποίον διέκοψε η ορμή της αμοιβαίας αντιδράσεως.
»Λοιπόν αυτή είνε και η ουσία της Ιδεολογίας : μέλι δια την γεύσιν, άσμα δια την ακοήν, γοητεία δια την δράσιν δηλαδή ένα διαρκές δόλωμα των αισθήσεων του άλλου, δια να συλλαμβάνεται ευκολώτερα εις μίαν παγίδα, να έρχεται δε κατόπιν ο τελευταίος και να επωφεληται από όλας ομού τας προηγουμένας φθοράς. Εννοείται όμως ότι είνε φαινομενικώς «τελευταίος», διότι ευρίσκεται καϊ αυτός μέσα εις τον κύκλον της αλληλοεξοντώσεως.
»Ούτως όμως ή άλλως, δι' όλα αυτά απαιτείται μία γοητεία, η οποία δια μεν τον βίον των Ζώων ονομάζεται ειλικρινώς «Αλληλοφάγωμα», δια δε τον βίον των Ανθρώπων ονομάζεται υπούλως «Ιδεολογία».
»Ταυτοχρόνως όμως με αυτήν συνεργεί και άλλος εγκληματίας, αθωότερος αυτός και όμως περισσότερον ένοχος : η Επιστήμη.
»Είδες τον Άνθρωπον — Όρνεον τώρα έλα να ιδής και τον Άνθρωπον — Κήτος.
Τότε με ετύλιξεν εις το σκιερόν σώμα του, και ακαριαίως με κατέβασεν εις τον βυθόν της θαλάσσης.
— Κύτταξε και εδώ, είπε' βλέπεις; άνθρωπος είνε μέσα εις αυτό το κήτος, που εκρύφθη εδώ κάτω δια να βλάψη τους άλλους ανθρώπους, ανάνδρως και απ' εδώ. Εν ονόματι της Επιστήμης επολιόρκησε την Ζωήν μεταξύ μιας ανανδρίας απ' Επάνω και μιας ανανδρίας από Κάτω. Εκεί επάνω εξευτελίζει το Ύψος· εδώ κάτω εξευτελίζει το Βάθος. Ο Αετός και ο Καρχαρίας δεν έχουν πλέον θέσιν εις τας κατοικίας των. Τώρα δεν μένει άλλο δι' αυτά τα θηρία, παρά να καταφύγουν εις τας πόλεις, να κατακερματίσουν τους Διανοουμένους και να καθαρίσουν τας Ακαδημίας, αι οποίαι ηθικώς και πνευματικώς εχρεωκόπησαν δια παντός.
— Μολαταύτα, διέκοψα, εγώ ήκουσα να λέγουν ότι ο Άνθρωπος είνε το ευγενέστερον από όλα τα ζώα.
— Ήκουσες και ζώα να το λέγουν αυτό;
— Όχι, ανθρώπους ήκουσα.
Ο Άνθρωπος, κατακτήσας τον προφορικόν και τον γραπτόν λόγον, κατορθώνει να πείση τον εαυτόν του, ότι εις το βασίλειον των ζώων κατέχει την ευγενεστέραν βαθμίδα. Εαν όμως αι Τίγρεις και Κροκόδειλοι εγνώριζον ανάγνωσιν και γραφήν, η ταξινόμησις των ζώων κατά βαθμόν ευγενείας θα ήτο πολύ διαφορετική!...

(Επιστροφή)




 










 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου