Είχε τελειώσει ο εσπερινός των Εισοδίων. Ο νεωκόρος Αντρέας αμπάρωσε με τη βοήθεια του επιτρόπου την είσοδο, μετά έσβυσε τα κεριά, σχεδόν όλες τις καντήλες, και βγήκε απ' τη βορεινή πόρτα, που τη διπλοκλείδωσε. Η νύχτα κατέβαινε, η σκάλα, η αυλή, η πύλη, εγκαταλείπονταν απ' την ισχυρότατη συντεχνία των ζητιάνων και τους όχι λιγότερο ισχυρούς πραματευτάδες εικονισμάτων και φυλαχτών. Ώσπου να φτάσει στο σπίτι, σκοτάδι αδιαπέραστο είχε απλωθεί στο χωριό. Αφού έφαγε, έμαθε τα καλά νέα από περαστικούς που είχαν ακούσει το ράδιο του καφενείου, αλλ' η χαρά κράτησε λίγο, γιατί πλάγιασε κι ευθύς αποκοιμήθηκε. Συνήθως έκανε μια βόλτα ως το λιμάνι, για να δει τι γίνεται, αλλά τώρα η Τήνος, όπως ολόκληρη η Ελλάδα, βουτηγμένη στο σκοτάδι, κοιμότανε νωρίς επειδή ήτανε πόλεμος.
Ήτανε περασμένα μεσάνυχτα και ψυχή ζωντανή έξω δεν εσάλευε, όταν χτύποι αλλεπάλληλοι στο παράθυρο, όπως του φάνηκε, τονέ ξύπνησαν. Φώναξε, «Ποιος;», αλλά δεν έλαβ' απάντηση. Έγυρ' έξω απ' το κρεβάτι και άκουσε…..Το πάφλασμα των κυμάτων στο γιαλό και στο χαλασμένο μώλο, ο αχός του πελάγου και το αεράκι που φυσάει τέτοια ώρα στο παραθαλάσσιο, ήτανε ψίθυροι, απαλοί σα χάδια στο νησί, και δεν αρκούσανε για να ξυπνήσει ένας Αντρέας τόσο υπναράς, που συχνά χρειαζόταν τράβηγμα για να βγει απ' το βασίλειο του Μορφέως. Εξ άλλου, αισθανόταν υγιέστατος…..Μήπως ήτανε συναγερμός;…..Μα αν ήταν, ο παρατηρητής θα ξαναχτυπούσε και θα περίμενε, όπως έκανε πάντα, να τόνε δει να φεύγει τρέχοντας για να σημάνει τις καμπάνες, προτού ξαναπάρει τη θέση του στο παρατηρητήριο. Επιτέλους σηκώθηκε κι άνοιξε το παντζούρι. Στον όρμο ήταν ησυχία και ερημιά. Η υγρασία του έδωσε ρίγος` έσβυσε το λυχνάρι και κουκουλωνόταν, όταν άκουσε μια φωνή, τη φωνή της συνειδήσεως. Του είπε ότι γυρεύει υπεκφυγές και ότι, αν είναι συναγερμός, για να μη χάσει το χουζούρι του αυτός, οι χωριανοί του ίσως κινδυνέψουν. Και δεύτερη φωνή ακούστηκε που τον φοβέριζε αν δεν έκανε αυτό που τον είχανε τάξει. Σηκώθηκε περίτρομος, φόρεσε το παλτό του, κι έτρεξε καταδιωκόμενος απ' το φάσμα της ευθύνης, που την έτρεμε, όπως οι περισσότεροι.
Πίσ' απ' τα ανατολικά βουνά του νησιού, το τελευταίο τέταρτο του φεγγαριού ετοιμαζόταν ν' ανατείλει και να ντύσει το Αιγαίο στα χρυσά. Αλλά και οι πολλοί ήλιοι, οι τόσο μακρυνοί, που η μικρή τους λάμψη μαρτυρεί το μέγεθος της δημιουργίας, φέγγαν αρκετά για να μπορέσει ο Αντρέας να πάει τρέχοντας, μήπως τονέ προλάβουνε τ' αεροπλάνα, στη Μεγαλόχαρη, και, με το σκοινί στα χέρια, περίμενε.
Ήτανε θαυμάσια νύχτα, χωρίς κρύο, με σύννεφα σκορπισμένα στον ουρανό, σα μαύρα χάσματα της αστροφεγγιάς, Ορατό απ' το καμπαναριό, το στερέωμα έμενε αγνό, τα πρωταρχικά του στοιχεία αλώβητα απ' τα έργα της μεγαλοφυίας, αφού τα μόνα πετάμενα που φάνηκαν κοντά στον Αντρέα, ήταν άκακα κουνούπια. Με αίσθημα ανακούφισης, αλλά και δυσαρέσκειας για το λάθος, ο Αντρέας ξαναβρήκε το κρεβάτι του, αλλ' όχι και τον ύπνο του. Μόλις πλάγιασε, νάτηνε πάλι η αγωνία ότι κάποιος τόνε γύρευε, τον ήθελε, ότι κάπου έπρεπε να πάει, ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Ξαναγύρισε στην εκκλησιά, ξεκλείδωσε τη βορεινή πορτούλα κι άρχισε επιθεώρηση του εσωτερικού, μήπως είχαν πάθει τίποτα το σπίτι ή η περιουσία της Θεοτόκου. Είχε ακούσ' ιστορίες για τηλεπάθεια και κακά προαισθήματα, και κανένας δε θα του 'βγαζε τώρα απ' το νου ότι η αγωνία αυτή ήτανε μήνυμα κακού.
Στη βασιλική μέσα καίανε δυο καντήλες, μια στο τέμπλο, η άλλη μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης, λιγοστός φωτισμός που δε φαινόταν απ' έξω. Οι κύκλοι του φωτός αυτών των καντηλιών ήταν τόσο περιορισμένοι, που και το εσωτερικό της εκκλησίας έμενε στο σκοτάδι. Ο Αντρέας έφερε με μέθοδο βόλτα όλες τις γωνιές, και ο φωτεινός κύκλος του κλεφτοφάναρου που κρατούσε δεν παρέλειψε κανένα απ' τα αναθήματα και τ' αφιερώματα που αιωρούνται απ' την οροφή και γεμίζουν, από ενάμισυ ανθρώπινο μπόι κι απάνω, τον αέρα. Ο φόβος της κλοπής λιγόστευε, αλλ' όταν τέλειωσε το γύρο χωρίς να σημειώσει την παραμικρή ανωμαλία, η αγωνία, αντί να φύγει, έγινε πιο δυνατή.
Ήτανε περασμένα μεσάνυχτα και ψυχή ζωντανή έξω δεν εσάλευε, όταν χτύποι αλλεπάλληλοι στο παράθυρο, όπως του φάνηκε, τονέ ξύπνησαν. Φώναξε, «Ποιος;», αλλά δεν έλαβ' απάντηση. Έγυρ' έξω απ' το κρεβάτι και άκουσε…..Το πάφλασμα των κυμάτων στο γιαλό και στο χαλασμένο μώλο, ο αχός του πελάγου και το αεράκι που φυσάει τέτοια ώρα στο παραθαλάσσιο, ήτανε ψίθυροι, απαλοί σα χάδια στο νησί, και δεν αρκούσανε για να ξυπνήσει ένας Αντρέας τόσο υπναράς, που συχνά χρειαζόταν τράβηγμα για να βγει απ' το βασίλειο του Μορφέως. Εξ άλλου, αισθανόταν υγιέστατος…..Μήπως ήτανε συναγερμός;…..Μα αν ήταν, ο παρατηρητής θα ξαναχτυπούσε και θα περίμενε, όπως έκανε πάντα, να τόνε δει να φεύγει τρέχοντας για να σημάνει τις καμπάνες, προτού ξαναπάρει τη θέση του στο παρατηρητήριο. Επιτέλους σηκώθηκε κι άνοιξε το παντζούρι. Στον όρμο ήταν ησυχία και ερημιά. Η υγρασία του έδωσε ρίγος` έσβυσε το λυχνάρι και κουκουλωνόταν, όταν άκουσε μια φωνή, τη φωνή της συνειδήσεως. Του είπε ότι γυρεύει υπεκφυγές και ότι, αν είναι συναγερμός, για να μη χάσει το χουζούρι του αυτός, οι χωριανοί του ίσως κινδυνέψουν. Και δεύτερη φωνή ακούστηκε που τον φοβέριζε αν δεν έκανε αυτό που τον είχανε τάξει. Σηκώθηκε περίτρομος, φόρεσε το παλτό του, κι έτρεξε καταδιωκόμενος απ' το φάσμα της ευθύνης, που την έτρεμε, όπως οι περισσότεροι.
Πίσ' απ' τα ανατολικά βουνά του νησιού, το τελευταίο τέταρτο του φεγγαριού ετοιμαζόταν ν' ανατείλει και να ντύσει το Αιγαίο στα χρυσά. Αλλά και οι πολλοί ήλιοι, οι τόσο μακρυνοί, που η μικρή τους λάμψη μαρτυρεί το μέγεθος της δημιουργίας, φέγγαν αρκετά για να μπορέσει ο Αντρέας να πάει τρέχοντας, μήπως τονέ προλάβουνε τ' αεροπλάνα, στη Μεγαλόχαρη, και, με το σκοινί στα χέρια, περίμενε.
Ήτανε θαυμάσια νύχτα, χωρίς κρύο, με σύννεφα σκορπισμένα στον ουρανό, σα μαύρα χάσματα της αστροφεγγιάς, Ορατό απ' το καμπαναριό, το στερέωμα έμενε αγνό, τα πρωταρχικά του στοιχεία αλώβητα απ' τα έργα της μεγαλοφυίας, αφού τα μόνα πετάμενα που φάνηκαν κοντά στον Αντρέα, ήταν άκακα κουνούπια. Με αίσθημα ανακούφισης, αλλά και δυσαρέσκειας για το λάθος, ο Αντρέας ξαναβρήκε το κρεβάτι του, αλλ' όχι και τον ύπνο του. Μόλις πλάγιασε, νάτηνε πάλι η αγωνία ότι κάποιος τόνε γύρευε, τον ήθελε, ότι κάπου έπρεπε να πάει, ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Ξαναγύρισε στην εκκλησιά, ξεκλείδωσε τη βορεινή πορτούλα κι άρχισε επιθεώρηση του εσωτερικού, μήπως είχαν πάθει τίποτα το σπίτι ή η περιουσία της Θεοτόκου. Είχε ακούσ' ιστορίες για τηλεπάθεια και κακά προαισθήματα, και κανένας δε θα του 'βγαζε τώρα απ' το νου ότι η αγωνία αυτή ήτανε μήνυμα κακού.
Στη βασιλική μέσα καίανε δυο καντήλες, μια στο τέμπλο, η άλλη μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης, λιγοστός φωτισμός που δε φαινόταν απ' έξω. Οι κύκλοι του φωτός αυτών των καντηλιών ήταν τόσο περιορισμένοι, που και το εσωτερικό της εκκλησίας έμενε στο σκοτάδι. Ο Αντρέας έφερε με μέθοδο βόλτα όλες τις γωνιές, και ο φωτεινός κύκλος του κλεφτοφάναρου που κρατούσε δεν παρέλειψε κανένα απ' τα αναθήματα και τ' αφιερώματα που αιωρούνται απ' την οροφή και γεμίζουν, από ενάμισυ ανθρώπινο μπόι κι απάνω, τον αέρα. Ο φόβος της κλοπής λιγόστευε, αλλ' όταν τέλειωσε το γύρο χωρίς να σημειώσει την παραμικρή ανωμαλία, η αγωνία, αντί να φύγει, έγινε πιο δυνατή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου