Η λέξις «Έθνος» εινε πολύ παλαιά, εχρησιμοποίουν δε αυτήν επίσης καί οι αρχαίοι Έλληνες, αλλ' υπό διάφορον έννοιαν εκείνης με την οποίαν γίνεται χρήσις αυτής σήμερον εις την επιστήμην. Δια τούτο είναι αναγκαίον εν πρώτοις να λεχθούν ολίγα τινά δια να γίνη γνωστόν τι εσήμαινεν η λέξις αύτη εις την αρχαιότητα, και κατόπιν να εξηγηθή η σημερινή της έννοια.
Εις την αρχαιότητα η λέξις Έθνος εσήμαινεν απλώς είτε ομάδα ζώων ή ανθρώπων, είτε τους ασκούντας κοινήν τέχνην ή το αυτό επιτήδευμα, είτε εδήλου τας διαφόρους κατ' ιδίαν Έλληνικάς φυλάς. Ούτω πως ωμίλουν οι αρχαίοι δια «έθνεα ορνίθων», «έθνη εταίρων», «έθνεα νεκρών», ή έλεγον έθνος ραψωδών, ληστών, καί επομένως κατά την μαρτυρίαν του Πολυδεύκους, έθνος ευπατριδών, δημιουργών, γεωμόρων (όπως απεκλήθησαν αι τρεις τάξεις εις τας οποίας διήρεσεν ο Θησεύς τους κατοίκους της Αττικής), ή απεκάλουν τους Δωριείς «Δωρικόν έθνος», τους Πελασγούς «Πελασγικόν έθνος» κλπ. Ο Ηρόδοτος, μάλιστα, κάμνει χρήσιν καί του όρου «Ελληνικόν έθνος», αλλά δι' αυτού δεν εννοεί το σύνολον των Ελλήνων, τους οποίους ο Όμηρος ονομάζει «Αχαιούς», ο δε Αριστοτέλης «Πανέλληνας», αλλά μέρος μόνον του Ελληνικού λαού, και μάλιστα τους κατ' εξοχήν από παλαιοτάτης εποχής φέροντας τό όνομα τούτο Δωριείς, κατ' αντίθεσιν προς τους Ίωνας, τους οποίους καλεί «Πελασγικόν έθνος».
Η αιτία ένεκα της οποίας εις την αρχαίαν εποχήν η σημασία της λέξεως έθνος ήτο τόσον περιορισμένη, οφείλεται εις το ότι οι αρχαίοι Έλληνες ουδέποτε απετέλεσαν καθ' όλον τον μακρόν αυτών ιστορικόν βίον μίαν ολότητα, εν σύνολον ως κράτος. Είνε όμως χαρακτηριστικόν οι μεταξύ των διαφόρων λαών της αρχαίας Ελλάδος επιστεύετο εν τούτοι ότι υπάρχει μεταξύ των φυλετικός δεσμός, τον οποίον ενίσχυον ή ομογλωσσία, η λατρεία των αυτών θεών και η ύπαρξις κοινών ηθών και εθίμων δηλαδή στοιχεία εθνικού χαρακτήρος όπως θεωρούνται συνήθως ταύτα. Από την αντίληψιν αυτήν, η οποία επεκράτει μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων , εξηγείται αρκετά σαφώς και ο λόγος δια τον οποίον οι μεταξύ των πόλεμοι εθεωρούντο «εμφύλιοι» πόλεμοι.
Μετά τας ανωτέρω παρατηρήσεις καιρός είνε ν' αναπτυχθή κατωτέρω τί εννοούμεν σήμερον λέγοντες Έθνος. Ο πρώτος, ο οποίος επέτυχε να καθορίση επιτυχέστερον την έννοιαν του όρου αυτού, ώστε γενικώς σήμερον να διδάσκεται η γνώμη του, είνε ο Ιταλός Μαντσίνι, πολιτικός και καθηγητής διαφόρων ιταλικών Πανεπιστημίων κατά τον παρελθόντα αιώνα.. Κατά τον Μαντσίνι, λοιπόν, Έθνος είνε μία φυσική, κοινωνία ανθρώπων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ των δια της κοινής καταγωγής, της χώρας, την οποίαν κατοικούν, της γλώσσης την οποίαν ομιλούν, της θρησκείας την οποίαν πρεσβεύουν, των ηθών και των εθίμων, των κοινών ιστορικών αναμνήσεων και του κοινού παρελθόντος των, και οι οποίοι, επί πλέον, αισθάνονται ότι αποτελούν μίαν κοινωνικήν οντότητα και έχουν ακόμη την πεποίθησιν ότι ανήκουν εις αυτήν.
Αλλ' αν ήθελε κάνείς να ζυγίση επακριβώς εν έκαστον των γνωριστικών στοιχείων της εννοίας του έθνους, όπως ώρισεν αυτό ο Μαντσίνι, δεν θα εδυσκολεύετο να διαπιστώση ότι σχεδόν όλα, εκτός ενός μόνον, του τελευταίου, είνε σχετικής αξίας, και δια τούτο δεν ημπορεί κανέν απ' αυτά να θεωρηθή ως ακριβές γνώρισμα. Δια ν' αποδείξω την άλήθειαν του ισχυρισμού τούτου είνε ανάγκη να εξετάσω εν έκαστον χωριστά τα σημεία αυτά που συναποτελούν, όπως είδαμεν, την έννοιαν του έθνους κατά τον Μαντσίνι.
Η κοινή καταγωγή, είτε κατά το παρελθόν, είτε κατά την σύγχρονον εποχήν, των περισσοτέρων λαών της Ευρώπης δεν είνε δυνατόν ν' αποδειχθή, η δε επιστήμη βεβαιώνει ότι ιδίως τα νεώτερα έθνη είνε κράμα διαφόρων φυλών, ο αριθμός των οποίων είνε πολλάκις επί τοσούτον μεγαλείτερος όσον ανώτερος είνε ο πολιτισμός τούτου ή εκείνου του έθνους. Αρκεί να σημειωθή παραδειγματικώς, ότι το σύγχρονον ιταλικόν έθνος κατάγεται από τους Ετρούσκους, τους Ρωμαίους, τους Έλληνας, τους αρχαίους Γερμανούς κτλ. Επίσης το σύγχρονον γαλλικόν έθνος απέρρευσεν από τους Ρωμαίους, τους Βρεττανούς, τους αρχαίους Γερμανούς και από άλλας ακόμη φυλάς. Το ρωσσικόν έθνος εσχηματίσθη από διαφόρους σλαυϊκάς και μη σλαυϊκάς φυλάς. Το αμερικανικόν έθνος διεπλάσθη από όλας σχεδόν τας γνωστάς φυλάς. Το αγγλικόν έθνος οφείλει την ύπαρξίν του εις τους Αγγλοσάξωνας, τους Κέλτας, τους Δανούς, τους Νορμανδούς, το δε ισπανικόν έθνος εις τους Γότθους, τους Ιβήρους και εις άλλας ρομανικάς φυλάς.
Εις την αρχαιότητα η λέξις Έθνος εσήμαινεν απλώς είτε ομάδα ζώων ή ανθρώπων, είτε τους ασκούντας κοινήν τέχνην ή το αυτό επιτήδευμα, είτε εδήλου τας διαφόρους κατ' ιδίαν Έλληνικάς φυλάς. Ούτω πως ωμίλουν οι αρχαίοι δια «έθνεα ορνίθων», «έθνη εταίρων», «έθνεα νεκρών», ή έλεγον έθνος ραψωδών, ληστών, καί επομένως κατά την μαρτυρίαν του Πολυδεύκους, έθνος ευπατριδών, δημιουργών, γεωμόρων (όπως απεκλήθησαν αι τρεις τάξεις εις τας οποίας διήρεσεν ο Θησεύς τους κατοίκους της Αττικής), ή απεκάλουν τους Δωριείς «Δωρικόν έθνος», τους Πελασγούς «Πελασγικόν έθνος» κλπ. Ο Ηρόδοτος, μάλιστα, κάμνει χρήσιν καί του όρου «Ελληνικόν έθνος», αλλά δι' αυτού δεν εννοεί το σύνολον των Ελλήνων, τους οποίους ο Όμηρος ονομάζει «Αχαιούς», ο δε Αριστοτέλης «Πανέλληνας», αλλά μέρος μόνον του Ελληνικού λαού, και μάλιστα τους κατ' εξοχήν από παλαιοτάτης εποχής φέροντας τό όνομα τούτο Δωριείς, κατ' αντίθεσιν προς τους Ίωνας, τους οποίους καλεί «Πελασγικόν έθνος».
Η αιτία ένεκα της οποίας εις την αρχαίαν εποχήν η σημασία της λέξεως έθνος ήτο τόσον περιορισμένη, οφείλεται εις το ότι οι αρχαίοι Έλληνες ουδέποτε απετέλεσαν καθ' όλον τον μακρόν αυτών ιστορικόν βίον μίαν ολότητα, εν σύνολον ως κράτος. Είνε όμως χαρακτηριστικόν οι μεταξύ των διαφόρων λαών της αρχαίας Ελλάδος επιστεύετο εν τούτοι ότι υπάρχει μεταξύ των φυλετικός δεσμός, τον οποίον ενίσχυον ή ομογλωσσία, η λατρεία των αυτών θεών και η ύπαρξις κοινών ηθών και εθίμων δηλαδή στοιχεία εθνικού χαρακτήρος όπως θεωρούνται συνήθως ταύτα. Από την αντίληψιν αυτήν, η οποία επεκράτει μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων , εξηγείται αρκετά σαφώς και ο λόγος δια τον οποίον οι μεταξύ των πόλεμοι εθεωρούντο «εμφύλιοι» πόλεμοι.
Μετά τας ανωτέρω παρατηρήσεις καιρός είνε ν' αναπτυχθή κατωτέρω τί εννοούμεν σήμερον λέγοντες Έθνος. Ο πρώτος, ο οποίος επέτυχε να καθορίση επιτυχέστερον την έννοιαν του όρου αυτού, ώστε γενικώς σήμερον να διδάσκεται η γνώμη του, είνε ο Ιταλός Μαντσίνι, πολιτικός και καθηγητής διαφόρων ιταλικών Πανεπιστημίων κατά τον παρελθόντα αιώνα.. Κατά τον Μαντσίνι, λοιπόν, Έθνος είνε μία φυσική, κοινωνία ανθρώπων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ των δια της κοινής καταγωγής, της χώρας, την οποίαν κατοικούν, της γλώσσης την οποίαν ομιλούν, της θρησκείας την οποίαν πρεσβεύουν, των ηθών και των εθίμων, των κοινών ιστορικών αναμνήσεων και του κοινού παρελθόντος των, και οι οποίοι, επί πλέον, αισθάνονται ότι αποτελούν μίαν κοινωνικήν οντότητα και έχουν ακόμη την πεποίθησιν ότι ανήκουν εις αυτήν.
Αλλ' αν ήθελε κάνείς να ζυγίση επακριβώς εν έκαστον των γνωριστικών στοιχείων της εννοίας του έθνους, όπως ώρισεν αυτό ο Μαντσίνι, δεν θα εδυσκολεύετο να διαπιστώση ότι σχεδόν όλα, εκτός ενός μόνον, του τελευταίου, είνε σχετικής αξίας, και δια τούτο δεν ημπορεί κανέν απ' αυτά να θεωρηθή ως ακριβές γνώρισμα. Δια ν' αποδείξω την άλήθειαν του ισχυρισμού τούτου είνε ανάγκη να εξετάσω εν έκαστον χωριστά τα σημεία αυτά που συναποτελούν, όπως είδαμεν, την έννοιαν του έθνους κατά τον Μαντσίνι.
Η κοινή καταγωγή, είτε κατά το παρελθόν, είτε κατά την σύγχρονον εποχήν, των περισσοτέρων λαών της Ευρώπης δεν είνε δυνατόν ν' αποδειχθή, η δε επιστήμη βεβαιώνει ότι ιδίως τα νεώτερα έθνη είνε κράμα διαφόρων φυλών, ο αριθμός των οποίων είνε πολλάκις επί τοσούτον μεγαλείτερος όσον ανώτερος είνε ο πολιτισμός τούτου ή εκείνου του έθνους. Αρκεί να σημειωθή παραδειγματικώς, ότι το σύγχρονον ιταλικόν έθνος κατάγεται από τους Ετρούσκους, τους Ρωμαίους, τους Έλληνας, τους αρχαίους Γερμανούς κτλ. Επίσης το σύγχρονον γαλλικόν έθνος απέρρευσεν από τους Ρωμαίους, τους Βρεττανούς, τους αρχαίους Γερμανούς και από άλλας ακόμη φυλάς. Το ρωσσικόν έθνος εσχηματίσθη από διαφόρους σλαυϊκάς και μη σλαυϊκάς φυλάς. Το αμερικανικόν έθνος διεπλάσθη από όλας σχεδόν τας γνωστάς φυλάς. Το αγγλικόν έθνος οφείλει την ύπαρξίν του εις τους Αγγλοσάξωνας, τους Κέλτας, τους Δανούς, τους Νορμανδούς, το δε ισπανικόν έθνος εις τους Γότθους, τους Ιβήρους και εις άλλας ρομανικάς φυλάς.
Απ' αυτά τα παραδείγματα συνάγει κανείς το συμπέρασμα ότι είνε αδύνατον σήμερον να υποστηριχθή ότι γνωριστικόν στοιχείον του έθνους αποτελεί η κοινή καταγωγή, δια τούτο δε δικαιολογείται ο ισχυρισμός πολλών ότι ουδαμού σήμερον υφίσταται έθνος καταγόμενον από μίαν μόνον φυλήν, δηλαδή «καθαρόαιμον». Μάλιστα, υπάρχουν πολλοί οίτινες υποστηρίζουν, και δικαίως, ότι και ότε ακόμη ωρισμένον έθνος διετήρησε επί μακρόν χρόνον αμιγή την καταγωγήν του (όπως το ελληνικόν έθνος), πάλιν δεν είνε η κοινή καταγωγή η οποία το διατηρεί, αλλ' η πίστις των αποτελούντων αυτό εις την ίδέαν της εθνικής ενότητος.
Όσον αφορά την γλώσσαν, η οποία ομιλείται από τούτο ή εκείνο το έθνος, πάλιν είνε αδύνατον να υποστηριχθή ότι αποτελεί ιδιάζον στοιχείον της εννοίας του έθνους, και το πολύ μόνον ως δευτερευούσης φύσεως γνώρισμα ημπορεί να γίνη παραδεκτόν. Είνε χαρακτηριστικόν ότι την αγγλικήν γλώσσαν, επί παραδείγματι, ομιλούν ήμισυ δισεκατομμύριον ανθρώπων, Αμερικανοί, Αυστραλοί, Αφρικανοί κλπ., oι οποίοι ουδόλως ανήκουν εις το αγγλικόν έθνος. Και αν θα έπρεπε ν' αναφέρω εν αντίθετον παράδειγμα, υπενθυμίζω ότι οι κάτοικοι της Βρεττάνης και των Βοσγίων, αν και πιστεύουν ότι ανήκουν εις το γαλλικόν έθνος, εν τούτοις δεν ομιλούσι την γαλλικήν γλώσσαν παρά ως ξένην μόνον.
Με το ζήτημα της ομιλούμενης γλώσσης δέν εινε άσχετον και το γεγονός ότι μεταξύ των αποτελούντων εν έθνος ομιλούνται, παρά την ομοιόμορφον «επίσημον» γραπτήν γλώσσαν, και διάφορα γλωσσικά ιδιώματα, όπως τοιαύτα, ως γνωστόν, έχει και η ελληνική γλώσσα.
Δια την θρησκείαν ημπορεί να επαναληφθή περίπου ό,τι ελέχθη και δια την γλώσσαν. Όσον και αν είνε ιστορικώς βέβαιον ότι η θρησκεία εχώρισε και έφερε μάλιστα εις εμπόλεμον ρήξιν τους Βραχμάνας και τους Βουδιστάς, επίσης δε ότι διετήρησε το Ιουδαϊκόν έθνος και μετά την διάλυσιν του ιουδαϊκού Κράτους και την διασποράν των ομοθρήσκων του εις όλην σχεδόν την υφήλιον, είνε όμως επίσης αληθές ότι δεν ημπορεί ν' αποτελέση στοιχείον ασφαλές της εννοίας του έθνους, διότι πολλάκις εν και το αυτό έθνος έχει να επιδείξη οπαδούς διαφόρων θρησκευμάτων. Μόνον εις τά έθνη, τά οποία ευρίσκονται εις πολύ χαμηλόν έπίπεδον πολιτισμού, οι αποτελούντες αυτό πρεσβεύουν μίαν και την αυτήν θρησκείαν.
Όσον αφορά την γλώσσαν, η οποία ομιλείται από τούτο ή εκείνο το έθνος, πάλιν είνε αδύνατον να υποστηριχθή ότι αποτελεί ιδιάζον στοιχείον της εννοίας του έθνους, και το πολύ μόνον ως δευτερευούσης φύσεως γνώρισμα ημπορεί να γίνη παραδεκτόν. Είνε χαρακτηριστικόν ότι την αγγλικήν γλώσσαν, επί παραδείγματι, ομιλούν ήμισυ δισεκατομμύριον ανθρώπων, Αμερικανοί, Αυστραλοί, Αφρικανοί κλπ., oι οποίοι ουδόλως ανήκουν εις το αγγλικόν έθνος. Και αν θα έπρεπε ν' αναφέρω εν αντίθετον παράδειγμα, υπενθυμίζω ότι οι κάτοικοι της Βρεττάνης και των Βοσγίων, αν και πιστεύουν ότι ανήκουν εις το γαλλικόν έθνος, εν τούτοις δεν ομιλούσι την γαλλικήν γλώσσαν παρά ως ξένην μόνον.
Με το ζήτημα της ομιλούμενης γλώσσης δέν εινε άσχετον και το γεγονός ότι μεταξύ των αποτελούντων εν έθνος ομιλούνται, παρά την ομοιόμορφον «επίσημον» γραπτήν γλώσσαν, και διάφορα γλωσσικά ιδιώματα, όπως τοιαύτα, ως γνωστόν, έχει και η ελληνική γλώσσα.
Δια την θρησκείαν ημπορεί να επαναληφθή περίπου ό,τι ελέχθη και δια την γλώσσαν. Όσον και αν είνε ιστορικώς βέβαιον ότι η θρησκεία εχώρισε και έφερε μάλιστα εις εμπόλεμον ρήξιν τους Βραχμάνας και τους Βουδιστάς, επίσης δε ότι διετήρησε το Ιουδαϊκόν έθνος και μετά την διάλυσιν του ιουδαϊκού Κράτους και την διασποράν των ομοθρήσκων του εις όλην σχεδόν την υφήλιον, είνε όμως επίσης αληθές ότι δεν ημπορεί ν' αποτελέση στοιχείον ασφαλές της εννοίας του έθνους, διότι πολλάκις εν και το αυτό έθνος έχει να επιδείξη οπαδούς διαφόρων θρησκευμάτων. Μόνον εις τά έθνη, τά οποία ευρίσκονται εις πολύ χαμηλόν έπίπεδον πολιτισμού, οι αποτελούντες αυτό πρεσβεύουν μίαν και την αυτήν θρησκείαν.
Μολαταύτα όμως είνε δυνατόν ενίοτε η θρησκεία από κοινού μετά της γλώσσης να θεωρηθή ως στοιχείον του έθνους, αλλά μεμονωμένως, δηλαδή μόνη της η θρησκεία, ουδέποτε. Και δια να σημειώσω εν παράδειγμα αναφέρω ότι οι Κροάται και οι Σέρβοι ομιλούν την αυτήν γλώσσαν, αλλ' εκείνοι μέν είνε καθολικοί το θρήσκευμα, αυτοί δε ορθόδοξοι, και δια τούτο και οι μεν και οι δε πιστεύουν οτι αποτελούν ιδιαίτερα έθνη και όχι εν. Αντίθετον παράδειγμα, το οποίον, εξ άλλου, συνηγορεί υπέρ της γνώμης ότι η γλώσσα ημπορεί ενίοτε ν' αποτελέση στοιχείον του έθνους, παρέχουν οι Γερμανοί, οι οποίοι έχουν την πεποίθησιν ότι αποτελούν ίδιον έθνος, χωρίς να υπολογίζουν αν είνε καθολικοί ή διαμαρτυρόμενοι κλπ., επειδή ομιλούν την αυτήν γλώσσαν. Άλλο παράδειγμα, το οποίον δεν συμφωνεί ούτε προς το πρώτον ούτε προς το δεύτερον των ανωτέρω μνημονευθέντων, μας δίδουν οι Ελβετοί, οίτινες πιστεύουν ότι αποτελούν Ιδιον έθνος, αν και δεν έχουν την αυτήν κοινήν καταγωγήν, ούτε ομιλούν την αυτήν γλώσσαν, ούτε πρεσβεύουν την αυτήν θρησκείαν.
Αλλά και το άλλο στοιχείον, δηλαδή η χώρα δεν ημπορεί να ληφθή ως σοβαρόν γνωριστικόν στοιχείον του έθνους, επειδή ποτέ οι αποτελούντες εν έθνος δεν ζώσι και δεν διαμένουσιν εντός της αυτής χώρας, αλλ' είνε διεσπαρμένοι καθ' όλην την γην. Εάν συνέβαινεν όμως όλοι οι αποτελούντες εν ωρισμένον έθνος, να ευρίσκωνται εντός της αυτής χώρας, εν τοιαύτη περιπτώσει θ' απετέλουν, κατά πάσαν πιθανότητα, και ιδιαίτερον Κράτος, το οποίον τότε θα ήτο και «εθνικόν Κράτος». Το εθνικόν Κράτος θα εσήμαινεν ότι τα χωρικά όρια μιας πολιτικώς ωργανωμένης κοινωνίας ανθρώπων συμπίπτουν απολύτως προς τα όρια ενός έθνους, ότι επομένως εν έθνος θα ήτο ταυτοχρόνως Κράτος, και αντιστρόφως εν Κράτος θ' απετέλει ταυτοχρόνως και έθνος. Εν τούτοις, εθνικά Κράτη δεν υφίστανται σήμερον και είνε κοινώς γνωστόν ότι πολλά Κράτη σύγκεινται εκ διαφόρων εθνικών στοιχείων και υπάρχουν, εξ άλλου, πολλά έθνη τα οποία δεν αποτελούν Κράτη.
Αλλά και το άλλο στοιχείον, δηλαδή η χώρα δεν ημπορεί να ληφθή ως σοβαρόν γνωριστικόν στοιχείον του έθνους, επειδή ποτέ οι αποτελούντες εν έθνος δεν ζώσι και δεν διαμένουσιν εντός της αυτής χώρας, αλλ' είνε διεσπαρμένοι καθ' όλην την γην. Εάν συνέβαινεν όμως όλοι οι αποτελούντες εν ωρισμένον έθνος, να ευρίσκωνται εντός της αυτής χώρας, εν τοιαύτη περιπτώσει θ' απετέλουν, κατά πάσαν πιθανότητα, και ιδιαίτερον Κράτος, το οποίον τότε θα ήτο και «εθνικόν Κράτος». Το εθνικόν Κράτος θα εσήμαινεν ότι τα χωρικά όρια μιας πολιτικώς ωργανωμένης κοινωνίας ανθρώπων συμπίπτουν απολύτως προς τα όρια ενός έθνους, ότι επομένως εν έθνος θα ήτο ταυτοχρόνως Κράτος, και αντιστρόφως εν Κράτος θ' απετέλει ταυτοχρόνως και έθνος. Εν τούτοις, εθνικά Κράτη δεν υφίστανται σήμερον και είνε κοινώς γνωστόν ότι πολλά Κράτη σύγκεινται εκ διαφόρων εθνικών στοιχείων και υπάρχουν, εξ άλλου, πολλά έθνη τα οποία δεν αποτελούν Κράτη.
Σπουδαίον παράδειγμα Κράτους αποτελουμένου από διάφορα έθνη είχομεν μέχρι του τέλους του παγκοσμίου πολέμου την Αυστροουγγαρίαν, αλλά και σήμερον υπάρχουν τοιαύτα Κράτη, όπως λ. χ. η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία.
Εξ άλλου, η ταυτότης των ηθών και των εθίμων ως στοιχείον προσδιοριστικόν της εννοίας του έθνους δεν ημπορεί επίσης να γίνη δεκτόν, διότι είνε δυσαπόδεικτος, ιδίως προκειμένου περί μεγάλων εθνών. Εξ άλλου οι κατοικούντες εις τα βόρεια κλίματα ή εις τας μεσημβρινάς χώρας διακρίνονται μεταξύ των από απόψεως ηθών καί εθίμων, αν και ανήκουν εις το αυτό έθνος, εις την διαφοροποίησιν δε αυτήν επέδρασαν σοβαρώς καί επιδρούν έξακολουθητικώς οι ιδιάζοντες κλιματολογικοί όροι και αι ιδιαίτεραι τοπικαί συνθήκαι. Και αυτοί ακόμη οι όροι του βίου, ο τρόπος της διαίτης και της κατοικίας δεν δύνανται σήμερον τουλάχιστον, να αποτελέσουν σοβαρόν έρεισμα μιας τοιαύτης γνώμης.
Κατόπιν των όσων εξέθεσα ανωτέρω, από τα οποία καταδεικνύεται ότι είνε τολμηρόν να ζητώμεν να στηρίζωμεν την έννοιαν του έθνους εις στοιχεία των οποίων η αξία είνε αμφίβολος, και τα οποία εις την πραγματικότητα διαψεύδουν κάθε αντίθετον ελπίδα, έπεται ότι δεν μένει άλλο τίποτε να δεχθώμεν, ως άληθινόν γνώρισμα ενός έθνους παρά το ότι oι συναπαρτίζοντες αυτό πρέπει να αισθάνωνται ότι πράγματι αποτελούν εν κοινωνικόν σύνολον και να έχουν την πεποίθησιν ότι ανήκουν αναποσπάστως εις αυτό. Μόνον το στοιχείον αυτό ημπορεί να στηρίξη πραγματικά την έννοιαν του έθνους, και το στοιχείον αυτό είνε το αίσθημα και μόνον, από το οποίον κατέχονται οι αποτελούντες αυτό, αίσθημα το οποίον δεν σχετίζεται με τα ήθη και έθιμα εκείνων οίτινες πάλλονται απ' αυτό, την θρησκείαν ή την γλώσσαν την οποίαν έχουν οι ίδιοι, την χώραν την οποίαν κατοικούν ή την καταγωγήν των η οποία ημπορεί να είνε και να μη είνε κοινή, αίσθημα, τέλος, το οποίον παρήχθη από το κοινόν ιστορικόν παρελθόν των και από την κοινήν, καλήν ή κακήν, τύχην ήτις τους συνέδεσεν εις περασμένους καιρούς και ήτις τους κρατεί και σήμερον ηνωμένους δι' εν επίσης κοινόν μέλλον.
Εξ άλλου, η ταυτότης των ηθών και των εθίμων ως στοιχείον προσδιοριστικόν της εννοίας του έθνους δεν ημπορεί επίσης να γίνη δεκτόν, διότι είνε δυσαπόδεικτος, ιδίως προκειμένου περί μεγάλων εθνών. Εξ άλλου οι κατοικούντες εις τα βόρεια κλίματα ή εις τας μεσημβρινάς χώρας διακρίνονται μεταξύ των από απόψεως ηθών καί εθίμων, αν και ανήκουν εις το αυτό έθνος, εις την διαφοροποίησιν δε αυτήν επέδρασαν σοβαρώς καί επιδρούν έξακολουθητικώς οι ιδιάζοντες κλιματολογικοί όροι και αι ιδιαίτεραι τοπικαί συνθήκαι. Και αυτοί ακόμη οι όροι του βίου, ο τρόπος της διαίτης και της κατοικίας δεν δύνανται σήμερον τουλάχιστον, να αποτελέσουν σοβαρόν έρεισμα μιας τοιαύτης γνώμης.
Κατόπιν των όσων εξέθεσα ανωτέρω, από τα οποία καταδεικνύεται ότι είνε τολμηρόν να ζητώμεν να στηρίζωμεν την έννοιαν του έθνους εις στοιχεία των οποίων η αξία είνε αμφίβολος, και τα οποία εις την πραγματικότητα διαψεύδουν κάθε αντίθετον ελπίδα, έπεται ότι δεν μένει άλλο τίποτε να δεχθώμεν, ως άληθινόν γνώρισμα ενός έθνους παρά το ότι oι συναπαρτίζοντες αυτό πρέπει να αισθάνωνται ότι πράγματι αποτελούν εν κοινωνικόν σύνολον και να έχουν την πεποίθησιν ότι ανήκουν αναποσπάστως εις αυτό. Μόνον το στοιχείον αυτό ημπορεί να στηρίξη πραγματικά την έννοιαν του έθνους, και το στοιχείον αυτό είνε το αίσθημα και μόνον, από το οποίον κατέχονται οι αποτελούντες αυτό, αίσθημα το οποίον δεν σχετίζεται με τα ήθη και έθιμα εκείνων οίτινες πάλλονται απ' αυτό, την θρησκείαν ή την γλώσσαν την οποίαν έχουν οι ίδιοι, την χώραν την οποίαν κατοικούν ή την καταγωγήν των η οποία ημπορεί να είνε και να μη είνε κοινή, αίσθημα, τέλος, το οποίον παρήχθη από το κοινόν ιστορικόν παρελθόν των και από την κοινήν, καλήν ή κακήν, τύχην ήτις τους συνέδεσεν εις περασμένους καιρούς και ήτις τους κρατεί και σήμερον ηνωμένους δι' εν επίσης κοινόν μέλλον.
Υπό την εννοιαν αυτήν αντιλαμβάνεται και ο πολύς Ρενάν το έθνος, το οποίον, λέγει, ότι είνε μία μεγάλη ανθρώπινος κοινωνία, ήτις βασίζεται εις το συναίσθημα των αποτελούντων αυτήν περί των γενομένων μετά προθυμίας δια το σύνολον πράξεων, και εις συμφωνίαν αυτών όπως και εις τό μέλλον διαβιώσουν ηνωμένοι. «Εν έθνος αποτελεί μιαν ψυχήν», έλεγεν ο Ρενάν, παραθέτων τα εξής χαρακτηριστικά : «Πλήθος ανθρώπων υγιούς πνεύματος και παλλομένης καρδίας δημιουργεί ηθικόν συναίσθημα, το οποίον καλείται έθνος».
Δια τούτο ημπορεί να λεχθή ότι το έθνος είνε φαινόμενον της θελήσεως, ότι εν έθνος ζη διότι υπάρχει η θέλησις εις τους αποτελούντας αυτό δια να ζήση.
Δια τούτο ημπορεί να λεχθή ότι το έθνος είνε φαινόμενον της θελήσεως, ότι εν έθνος ζη διότι υπάρχει η θέλησις εις τους αποτελούντας αυτό δια να ζήση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου