ΑΓΑΠΗΤΕ σύντροφε εκδότη. Θέλω να σας γράψω για το κακό που μας κάνουν οι ασυνείδητες γυναίκες. Βασίζομαι σ' εσάς που τριγυρνώντας στα μέτωπα του εμφύλιου πολέμου είχατε σημειώσει πως δε θα παραλείψετε το σταθμό Φαστόβ, αυτόν που βρίσκεται κάπου μακριά, πέρα από βουνά κι΄από λαγκάδια. Για το σταθμόν αυτό που σας λέω, μπορεί να γράψει κανείς πολλά, μα — όπως λέμε στην απλή μας γλώσσα —εγώ θα σας γράψω μόνο για τα όσα είδα με τα μάτια μου. Εδώ κι' εφτά μέρες, μιαν ήσυχη κι' αξιοσημείωτη νύχτα, το δοξασμένο τραίνο του Ιππικού μας σταμάτησε εκεί, φορτωμένο με αγωνιστές. Όλους μας μας φλόγιζε ο πόθος να βοηθήσουμε στην κοινή υπόθεση. Τραβούσαμε γραμμή για το Μπερντίτσεβ. Όμως, βλέπουμε πως το τραίνο δεν εννοεί να το κουνήσει απ' τη θέση του. Οι μαχητές μας άρχισαν ν' ανησυχούν, να κρυφομιλούν μεταξύ τους — τί σημαίνει αυτή ή καθυστέρηση;
Ο λόγος αυτής της στάσης που καθυστερούσε την κοινή υπόθεση, ήταν μεγάλος —ήταν αυτοί οι μαυραγορίτες, αυτοί οι μισητοί εχθροί, που ανάμεσα τους ήταν κι' ενας αμέτρητος αριθμός γυναικών. Όλοι αυτοί κατάφεραν να ξεγελάσουν τη σιδηροδρομική αρχή, ξεχύθηκαν στο σταθμό, πιάστηκαν άφοβα από τα χερούλια του τραίνου, αυτοί οι μισητοί εχθροί, έτρεχαν πάνω στη σιδερένια στέγη, τριγύριζαν και φώναζαν, κι' ο καθένας τους βαστούσε στα χέρια του το περιζήτητο αλάτι [1] που έφτανε ως πέντε πούτια [2] στο κάθε τσουβάλι. Μα δε βάσταξε πολύ ο θρίαμβος αυτών των παραδόπιστων. H πρωτοβουλία των μαχητών που βγήκανε απ' τα βαγόνια έδωσε ευκαιρία στη σιδηροδρομική αρχή, αφού πρώτα βρίστηκε, να πάρει λίγη ανάσα. Μόνο οι γυναίκες με τα ταγάρια τους έμειναν εκεί. Από συμπόνια, οι μαχητές βόλεψαν μερικές απ' αυτές στα βαγόνια, άλλες πάλι τις άφησαν εξω. .
Το ίδιο και στο δικό μας βαγόνι, του δεύτερου λόχου, παρουσιάστηκαν δυο κοπέλες, κι' όταν χτύπησε το κουδούνι, μας ζύγωσε και μια παχιά γυναίκα μ' ένα μωρό στα χέρια:
—Αφήστε με, καλοί μου κοζάκοι, άρχισε να λέει. Όλο τον πόλεμο βασανίζομαι στους σταθμούς με το μωρό στα χέρια, και τώρα θέλω να ιδώ τον άντρα μου, μα ειν' αδύνατο να ταξιδέψει κανείς με το τραίνο. Μπας και δεν τ' αξίζω, καλοί μου κοζάκοι;
— Άκουσε, γυναίκα, της λέω, ό,τι πει ο λόχος, αυτό θα ειν' η τύχη σου.
Το λοιπόν, στράφηκα στο λόχο, και τους λέω πως η παχιά γυναίκα παρακαλεί να πάει στον άντρα της, εκεί που την περιμένει, με το μικρό που στ' αλήθεια κρατάει μαζί της.
— Ποιά είναι η γνώμη σας; Να την αφήσουμε ή όχι;
— Ασ' την! φωνάζουν τα παιδιά. Ύστερ' από μας δε θά θελήσει τον άντρα της ...
—Όχι, λέω μ' αρκετή ευγένεια, σέβομαι το λόχο, μ' απορώ ακούοντας από σας τέτοιες βαρβατίλες. Θυμηθείτε τη ζωή σας, κι' εσείς είσαστε κάποτε παιδιά με τις μανάδες σας... Και τότε θα ιδείτε πως δεν κάνει να μιλάτε έτσι...
Οι κοζάκοι, αφού μίλησαν μεταξύ τους και είπαν τι πειστικός που είν' αυτός ο Μπαλμάσεβ, άφησαν τη γυναίκα να μπει στο βαγόνι. Εκείνη μπαίνει και μας γιομίζει μ' ευχαριστίες. Κι' ο καθένας τους, χτυπημένος στο φιλότιμο απ' τα λόγια μου, τη βοηθάει. Κι' όλο της λένε κάτι τέτοια:—Κάτσε, κυρά μου, στη γωνιά, και χάιδεψε το μωρό σου σα μάνα. Κανείς δε θα σ' αγγίξει, και θα φτάσεις στον άντρα σου, όπως το θέλεις. Βασιζόμαστε σε σένα και σ' όλες τις μανάδες πως θα μας μεγαλώσετε νέα γενιά, γιατί οι μεγάλοι γέρνουν και τα βλαστάρια είναι σπάνια. Είδαμε συφορές, κυρά μου, και στην πραγματική υπηρεσία και στην ανάπαψη μας. Η πείνα μας πάτησε, το κρύο μας έκαψε... Κάτσε δω, κυρά μου, χωρίς φόβο.
Με το τρίτο κουδούνι το τραίνο ξεκίνησε. Η όμορφη νύχτα μας σκέπασε σα σκηνή. Πάνω της ήταν τ' αστραφτερά αστέρια. Κι' οι μαχητές φέρνανε στη θύμηση τους τη νύχτα και τα πράσινα άστρα του Κουμπάν, κι' ήταν η σκέψη τούτη γρήγορη σαν πουλί. Οι ρόδες χτυπούν τα-τα-ράχ, τα-τα-ραχ...
Ύστερ' από ώρα, όταν η νύχτα παραχώρησε τη θέση της στην κόκκινη αυγή, με ζύγωσαν οι κοζάκοι που μ' έβλεπαν να κάθομαι άϋπνος κι' άκεφος.
— Μπαλμάσεβ, . μου λένε, γιατί είσαι γιομάτος από τόση πλήξη και κάθεσαι άϋπνος;
—Σας προσκυνώ, συναγωνιστές, και σας ζητώ συμπάθιο, μα, επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια σ' αυτή τη γυναίκα...
Τρέμοντας σύγκορμα, σηκώνομαι απ' τη θέση που ήμουν ξαπλωμένος, κι΄ απ' όπου ο ύπνος, είχε φύγει σαν το λύκο μπροστά σ' ένα κοπάδι αγριεμένα σκυλιά, τη ζυγώνω, παίρνω απ' τα χέρια της το παιδί, σκίζω τις φασκιές του και τα κουρέλια του, και βγάζω ένα σωστό πούτι αλάτι!
— Να ένα περίεργο, μωρό, σύντροφοι, που δε ζητάει βυζί, που δε βρέχεται πάνω του, και δεν ξυπνάει τον κόσμο με τα κλάματα του...
—Να με σχωράτε, καλοί μου κοζάκοι, μπαίνει η γυναίκα στη μέση με μεγάλη ψυχραιμία, δε σας κορόιδεψα εγώ, η κακία μου σας κορόιδεψε...
—Ο Μπαλμάσεβ θα συχωρέσει την κακία σου, αποκρίνομαι στη γυναίκα, ο Μπαλμάσεβ δε σκοτίζεται γι αυτό , γιατί παίρνει τόσα, όσα έδωσε. Όμως κυρά, κοίταξε τους κοζάκους που σ' ανυψώσανε σαν εργαζόμενη μάνα της δημοκρατίας. Κοίταξε αυτά τα δυο κορίτσια που κλαίνε τώρα γιατί τα κακομεταχειριστήκαμε αυτή τη νύχτα. Κοίταξε τις γυναίκες μας στο καρπερό Κουμπάν που λιώνουν χωρίς τους άντρες τους, κι' αυτοί, έρημοι σαν κι' αυτές, άθελα βιάζουν τα κορίτσια που περνούν στη ζωή τους... Κι' εσένα δε σ' αγγίξανε, την ανάξια, μ' όλο που θάπρεπε να τόχαν κάνει... Κοίταξε τη Ρωσία που την πλακώνει ο πόνος... Κι' εκείνη μου λέει:
— Έχασα τ' αλάτι μου και δε φοβάμαι τώρα την αλήθεια. Εσείς δε σκοτίζεστε για τη Ρωσία, εσείς πάτε να γλιτώσετε τους τσιφούτες, τον Λένιν και τον Τρότσκυ...
— Τώρα δε μιλάμε για τους τσιφούτες, βλαβερή, πολίτισσα. Οι τσιφούτες δεν έχουν σχέση μ' αυτά, Μια που έγινε λόγος, δε θα πω για τον Λένιν, όμως ο Τρότσκυ είναι ο τρελός γιος του νομάρχη του Ταμπώβ, και, μ' όλο που είναι από άλλη τάξη, πήρε το μέρος της εργατιάς. Σα νάμαστε κατάδικοι στο κάτεργο, αυτοί μας βάζουν στο λεύτερο δρόμο της ζωής, κι΄ εσύ, σιχαμερή γυναίκα, είσαι πιο εχθρός από κείνον τον άσπρο στρατηγό που με το κοφτερό σπαθί του μας φοβερίζει απ' το ακριβό του άλογο... Εκείνος φαίνεται απ' όλες τις μεριές, κι' ο εργάτης έχει την ελπίδα να τον σφάξει κάποτε, εσένα όμως, κακορίζικη γυναίκα, με τα παιδάκια σου τα παράξενα, που δε ζητάνε ψωμί... —εσύ δε φαίνεσαι,, σαν τον ψύλλο, εσύ δαγκάνεις, δαγκάνεις, δαγκάνεις...
Και παραδέχομαι ειλικρινά πως την πέταξα τούτη τη γυναίκα, την ώρα που το τραίνο έτρεχε κάτω από ένα βουναλάκι. Αυτή όμως, σαν πολύ πρόστυχη, κάθησε λίγο, τίναξε τις φούστες της και τράβηξε τον άτιμο δρόμο της. Και βλέποντας την απείραχτη, και την απερίγραπτη Ρωσία τριγύρω της, και τα χωράφια των μουζίκων χωρίς στάχια, και τα κορίτσια τα πειραγμένα, και τους συντρόφους, που πολλοί απ' αυτούς πάνε στο μέτωπο και λίγοι γυρίζουν, θέλησα να πηδήσω απ το βαγόνι και να αποτελειώσω ή τον εαυτό μου ή αυτήν. 'Όμως οι κοζάκοι με λυπήθηκαν και μου είπαν:
— Χτύπησε την με το ντουφέκι.
Ξεκρέμασ' από τον τοίχο το πιστό μου όπλο και ξέπλυνα αυτό το λεκέ απ' το πρόσωπο της εργατικής γης και της δημοκρατίας.
Κι' εμείς, οι μαχητές του δεύτερου λόχου, ορκιζόμαστε μπροστά σας, αγαπητέ σύντροφε εκδότη, και μπροστά σας, αγαπητοί σύντροφοι που δουλεύετε στη σύνταξη, να χτυπούμε αλύπητα όλους τους προδότες που μας τραβούν στο λάκκο, και θέλουν να κάνουν το ποτάμι να τρέξει προς τα πίσω, και να στρώσουν τη Ρωσία με πτώματα και με μαραμένο χόρτο.
Για όλους τους μαχητές του δεύτερου λόχου.
ΝΙΚΗΤΑΣ ΜΠΑΛΜΑΣΕΒ στρατιώτης της Επανάστασης.
Υποσημειώσεις:
[1] Την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη έλλειψη άπο αλάτι. και το χρησιμοποιούσαν και σα μέσο συναλλαγής.
[2] 82 κιλά.
(Επιστροφή)
Ο λόγος αυτής της στάσης που καθυστερούσε την κοινή υπόθεση, ήταν μεγάλος —ήταν αυτοί οι μαυραγορίτες, αυτοί οι μισητοί εχθροί, που ανάμεσα τους ήταν κι' ενας αμέτρητος αριθμός γυναικών. Όλοι αυτοί κατάφεραν να ξεγελάσουν τη σιδηροδρομική αρχή, ξεχύθηκαν στο σταθμό, πιάστηκαν άφοβα από τα χερούλια του τραίνου, αυτοί οι μισητοί εχθροί, έτρεχαν πάνω στη σιδερένια στέγη, τριγύριζαν και φώναζαν, κι' ο καθένας τους βαστούσε στα χέρια του το περιζήτητο αλάτι [1] που έφτανε ως πέντε πούτια [2] στο κάθε τσουβάλι. Μα δε βάσταξε πολύ ο θρίαμβος αυτών των παραδόπιστων. H πρωτοβουλία των μαχητών που βγήκανε απ' τα βαγόνια έδωσε ευκαιρία στη σιδηροδρομική αρχή, αφού πρώτα βρίστηκε, να πάρει λίγη ανάσα. Μόνο οι γυναίκες με τα ταγάρια τους έμειναν εκεί. Από συμπόνια, οι μαχητές βόλεψαν μερικές απ' αυτές στα βαγόνια, άλλες πάλι τις άφησαν εξω. .
Το ίδιο και στο δικό μας βαγόνι, του δεύτερου λόχου, παρουσιάστηκαν δυο κοπέλες, κι' όταν χτύπησε το κουδούνι, μας ζύγωσε και μια παχιά γυναίκα μ' ένα μωρό στα χέρια:
—Αφήστε με, καλοί μου κοζάκοι, άρχισε να λέει. Όλο τον πόλεμο βασανίζομαι στους σταθμούς με το μωρό στα χέρια, και τώρα θέλω να ιδώ τον άντρα μου, μα ειν' αδύνατο να ταξιδέψει κανείς με το τραίνο. Μπας και δεν τ' αξίζω, καλοί μου κοζάκοι;
— Άκουσε, γυναίκα, της λέω, ό,τι πει ο λόχος, αυτό θα ειν' η τύχη σου.
Το λοιπόν, στράφηκα στο λόχο, και τους λέω πως η παχιά γυναίκα παρακαλεί να πάει στον άντρα της, εκεί που την περιμένει, με το μικρό που στ' αλήθεια κρατάει μαζί της.
— Ποιά είναι η γνώμη σας; Να την αφήσουμε ή όχι;
— Ασ' την! φωνάζουν τα παιδιά. Ύστερ' από μας δε θά θελήσει τον άντρα της ...
—Όχι, λέω μ' αρκετή ευγένεια, σέβομαι το λόχο, μ' απορώ ακούοντας από σας τέτοιες βαρβατίλες. Θυμηθείτε τη ζωή σας, κι' εσείς είσαστε κάποτε παιδιά με τις μανάδες σας... Και τότε θα ιδείτε πως δεν κάνει να μιλάτε έτσι...
Οι κοζάκοι, αφού μίλησαν μεταξύ τους και είπαν τι πειστικός που είν' αυτός ο Μπαλμάσεβ, άφησαν τη γυναίκα να μπει στο βαγόνι. Εκείνη μπαίνει και μας γιομίζει μ' ευχαριστίες. Κι' ο καθένας τους, χτυπημένος στο φιλότιμο απ' τα λόγια μου, τη βοηθάει. Κι' όλο της λένε κάτι τέτοια:—Κάτσε, κυρά μου, στη γωνιά, και χάιδεψε το μωρό σου σα μάνα. Κανείς δε θα σ' αγγίξει, και θα φτάσεις στον άντρα σου, όπως το θέλεις. Βασιζόμαστε σε σένα και σ' όλες τις μανάδες πως θα μας μεγαλώσετε νέα γενιά, γιατί οι μεγάλοι γέρνουν και τα βλαστάρια είναι σπάνια. Είδαμε συφορές, κυρά μου, και στην πραγματική υπηρεσία και στην ανάπαψη μας. Η πείνα μας πάτησε, το κρύο μας έκαψε... Κάτσε δω, κυρά μου, χωρίς φόβο.
Με το τρίτο κουδούνι το τραίνο ξεκίνησε. Η όμορφη νύχτα μας σκέπασε σα σκηνή. Πάνω της ήταν τ' αστραφτερά αστέρια. Κι' οι μαχητές φέρνανε στη θύμηση τους τη νύχτα και τα πράσινα άστρα του Κουμπάν, κι' ήταν η σκέψη τούτη γρήγορη σαν πουλί. Οι ρόδες χτυπούν τα-τα-ράχ, τα-τα-ραχ...
Ύστερ' από ώρα, όταν η νύχτα παραχώρησε τη θέση της στην κόκκινη αυγή, με ζύγωσαν οι κοζάκοι που μ' έβλεπαν να κάθομαι άϋπνος κι' άκεφος.
— Μπαλμάσεβ, . μου λένε, γιατί είσαι γιομάτος από τόση πλήξη και κάθεσαι άϋπνος;
—Σας προσκυνώ, συναγωνιστές, και σας ζητώ συμπάθιο, μα, επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια σ' αυτή τη γυναίκα...
Τρέμοντας σύγκορμα, σηκώνομαι απ' τη θέση που ήμουν ξαπλωμένος, κι΄ απ' όπου ο ύπνος, είχε φύγει σαν το λύκο μπροστά σ' ένα κοπάδι αγριεμένα σκυλιά, τη ζυγώνω, παίρνω απ' τα χέρια της το παιδί, σκίζω τις φασκιές του και τα κουρέλια του, και βγάζω ένα σωστό πούτι αλάτι!
— Να ένα περίεργο, μωρό, σύντροφοι, που δε ζητάει βυζί, που δε βρέχεται πάνω του, και δεν ξυπνάει τον κόσμο με τα κλάματα του...
—Να με σχωράτε, καλοί μου κοζάκοι, μπαίνει η γυναίκα στη μέση με μεγάλη ψυχραιμία, δε σας κορόιδεψα εγώ, η κακία μου σας κορόιδεψε...
—Ο Μπαλμάσεβ θα συχωρέσει την κακία σου, αποκρίνομαι στη γυναίκα, ο Μπαλμάσεβ δε σκοτίζεται γι αυτό , γιατί παίρνει τόσα, όσα έδωσε. Όμως κυρά, κοίταξε τους κοζάκους που σ' ανυψώσανε σαν εργαζόμενη μάνα της δημοκρατίας. Κοίταξε αυτά τα δυο κορίτσια που κλαίνε τώρα γιατί τα κακομεταχειριστήκαμε αυτή τη νύχτα. Κοίταξε τις γυναίκες μας στο καρπερό Κουμπάν που λιώνουν χωρίς τους άντρες τους, κι' αυτοί, έρημοι σαν κι' αυτές, άθελα βιάζουν τα κορίτσια που περνούν στη ζωή τους... Κι' εσένα δε σ' αγγίξανε, την ανάξια, μ' όλο που θάπρεπε να τόχαν κάνει... Κοίταξε τη Ρωσία που την πλακώνει ο πόνος... Κι' εκείνη μου λέει:
— Έχασα τ' αλάτι μου και δε φοβάμαι τώρα την αλήθεια. Εσείς δε σκοτίζεστε για τη Ρωσία, εσείς πάτε να γλιτώσετε τους τσιφούτες, τον Λένιν και τον Τρότσκυ...
— Τώρα δε μιλάμε για τους τσιφούτες, βλαβερή, πολίτισσα. Οι τσιφούτες δεν έχουν σχέση μ' αυτά, Μια που έγινε λόγος, δε θα πω για τον Λένιν, όμως ο Τρότσκυ είναι ο τρελός γιος του νομάρχη του Ταμπώβ, και, μ' όλο που είναι από άλλη τάξη, πήρε το μέρος της εργατιάς. Σα νάμαστε κατάδικοι στο κάτεργο, αυτοί μας βάζουν στο λεύτερο δρόμο της ζωής, κι΄ εσύ, σιχαμερή γυναίκα, είσαι πιο εχθρός από κείνον τον άσπρο στρατηγό που με το κοφτερό σπαθί του μας φοβερίζει απ' το ακριβό του άλογο... Εκείνος φαίνεται απ' όλες τις μεριές, κι' ο εργάτης έχει την ελπίδα να τον σφάξει κάποτε, εσένα όμως, κακορίζικη γυναίκα, με τα παιδάκια σου τα παράξενα, που δε ζητάνε ψωμί... —εσύ δε φαίνεσαι,, σαν τον ψύλλο, εσύ δαγκάνεις, δαγκάνεις, δαγκάνεις...
Και παραδέχομαι ειλικρινά πως την πέταξα τούτη τη γυναίκα, την ώρα που το τραίνο έτρεχε κάτω από ένα βουναλάκι. Αυτή όμως, σαν πολύ πρόστυχη, κάθησε λίγο, τίναξε τις φούστες της και τράβηξε τον άτιμο δρόμο της. Και βλέποντας την απείραχτη, και την απερίγραπτη Ρωσία τριγύρω της, και τα χωράφια των μουζίκων χωρίς στάχια, και τα κορίτσια τα πειραγμένα, και τους συντρόφους, που πολλοί απ' αυτούς πάνε στο μέτωπο και λίγοι γυρίζουν, θέλησα να πηδήσω απ το βαγόνι και να αποτελειώσω ή τον εαυτό μου ή αυτήν. 'Όμως οι κοζάκοι με λυπήθηκαν και μου είπαν:
— Χτύπησε την με το ντουφέκι.
Ξεκρέμασ' από τον τοίχο το πιστό μου όπλο και ξέπλυνα αυτό το λεκέ απ' το πρόσωπο της εργατικής γης και της δημοκρατίας.
Κι' εμείς, οι μαχητές του δεύτερου λόχου, ορκιζόμαστε μπροστά σας, αγαπητέ σύντροφε εκδότη, και μπροστά σας, αγαπητοί σύντροφοι που δουλεύετε στη σύνταξη, να χτυπούμε αλύπητα όλους τους προδότες που μας τραβούν στο λάκκο, και θέλουν να κάνουν το ποτάμι να τρέξει προς τα πίσω, και να στρώσουν τη Ρωσία με πτώματα και με μαραμένο χόρτο.
Για όλους τους μαχητές του δεύτερου λόχου.
ΝΙΚΗΤΑΣ ΜΠΑΛΜΑΣΕΒ στρατιώτης της Επανάστασης.
Υποσημειώσεις:
[1] Την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη έλλειψη άπο αλάτι. και το χρησιμοποιούσαν και σα μέσο συναλλαγής.
[2] 82 κιλά.
(Επιστροφή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου