ΙΙ
Η ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος (1921) αναγράφει ότι: «ο φασισμός δεν δύναται ν' αμφισβητήση το ιστορικό γεγονός της αναπτύξεως των συνδικάτων, θέλει όμως συντονίσει την δράσιν αυτών με τους εθνικούς σκοπούς».
Το Σωματείον θεωρείται αναγκαίον και αναπόφευκτον ως εκ τούτου δε αναγνωρίζεται υπό του Κράτους, καθιστάμενον ούτω από άτακτος δύναμις, νόμιμος και αποδοτική και τίθενται εις το περιεχόμενόν του όχι μόνον οικονομικοί αλλά και πνευματικοί σκοποί τεχνικής αναπτύξεως, μορφώσεως και κοινωνικής προνοίας. (30) Η αναγνώρισις των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχει υψηλήν κοινωνικήν και πολιτικήν σημασίαν, εφόσον καθιστά τα συνδικάτα τμήματα και όργανα του Κράτους, εξασφαλίζουσα αρμονικήν και ειρηνικήν συνύπαρξιν των τάξεων και αρτιωτέραν οργάνωσιν της παραγωγής και της διανομής του πλούτου. Το Κράτος αντικαθιστών τον «πολίτην» με τον «εργαζόμενον» και αναγνωρίζον την ισοτιμίαν του Κεφαλαίου και της Εργασίας, δια της διακηρύξεώς του ότι πας εργαζόμενος είναι ενεργός συνεργάτης της επιχειρήσεως, αντικαθιστά την πάλην των τάξεων δια της συνεργασίας των «κατηγοριών της παραγωγής».
Το πρόγραμμα και αι αρχαί της συντεχνιακής οργανώσεως είναι αι ακόλουθοι κατά τον Χάρτην Εργασίας :
Άρθρ. 2. «Η εργασία υφ' όλας τας μορφάς της, οργανωτικάς και εκτελεστικάς, διανοητικάς, τεχνικάς και χειρωνακτικάς, αποτελεί κοινωνικόν καθήκον. Ως εκ του λόγου τούτου, και μόνον ως εκ του λόγου τούτου, προστατεύεται υπό του Κράτους. Το σύνολον της παραγωγής είναι ενιαίον από εθνικής απόψεως, οι αντικειμενικοί της σκοποί είναι επίσης ενιαίοι και συνοψίζονται εις την ευημερίαν των ατόμων και την ανάπτυξιν της εθνικής ισχύος».
Η εργασία θεωρείται ότι «αποτελεί τον υπέρτατον τίτλον νομιμοποιήσεως του πολιτικού δικαιώματος των ανθρώπων» και κοινωνική υποχρέωσις διότι ενδιαφέρει το Έθνος. Παύει συνεπώς να είναι «ελευθέρα» και το Κράτος την επιτηρεί και την προστατεύει.
Εις τον λόγον του της 10.11.34 ο Μουσολίνι έλεγε: «Ο παρελθών αιών προεκήρυξε την ισότητα των πολιτών έναντι, του Νόμου τουθ' όπερ απετέλεσε κολοσσαίαν κατάκτησιν. Ο Φασιστικός αιών διατηρεί και ενισχύει την αρχήν ταύτην αλλά προσθέτει και ετέραν εξ ίσου βασικήν: την της ισότητος των ανθρώπων απέναντι της εργασίας, θεωρουμένης ως καθήκοντος και ως δικαιότατος, ως χαράς δημιουργικής, ήτις θέλει ευρύνει και εξευγενίσει την ύπαρξιν και όχι να την θανατώνη ή να την πιέζη. Μία τοιαύτη βασική ισότης, δεν αποκλείει ,αλλ' αντιθέτως απαιτεί, την πλήρη διάκρισιν των ιεραρχιών από απόψεως λειτουργιών, αμοιβής καί ευθυνών. (31)
Ως εκ τούτου ο άνεργος θεωρείται άχθος της κοινωνίας και εχθρός του Έθνους και αν δεν καταδικάζεται εις ασιτίαν ως εν Ρωσσία, καταδικάζεται να παραμένη αμέτοχος της κοινωνικής ζωής και της πολιτικής δράσεως. Ορθόν να σημειωθή η διαφορά μεταξύ του ιταλικού νόμου, όστις θέτει την «εργασίαν— κοινωνικόν καθήκον» επί επιπέδου ηθικού και του ρωσσικού όστις καθορίζει τήν έργασίαν υποχρεωτικήν δι' όλους «δια να εξολοθρευθούν αι παράσιτοι τάξεις της κοινωνίας» καί κηρύσσει ως αρχήν το του Παύλου « ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω». (Ρωσσικός Συνταγμ. Χάρτης 10 Ιουλίου 1918 αρθρ. 3 καί 18) (32).
Εκτός τούτου όμως εκ της διακηρύξεως ταύτης προκύπτει ότι το Κράτος οφείλει να φροντίζη δια την απασχόλησιν εις εργασίαν, προς τούτο δε ίδρυσεν τα «Γραφεία τοποθετήσεως ανέργων» περί ων κατωτέρω. Κατά λογικήν εξ άλλου συνέπειαν εφόσον η εργασία αποτελεί καθήκον και υποχρέωσιν, δεν υπάρχει η ελευθερία της απεργίας και του λόκ άουτ. (Ίδε κατωτέρω Ν. 3 Απρ. 1926). Οι κορπορατισταί «ανανεώνοντες»τον καπιταλισμόν, μετατρέποντες αυτόν εις «συντεχνιακόν», εξισούντες το κεφάλαιον και την εργασίαν, μεταρρυθμίζοντες την ιδιοκτησίαν και κηρύσσοντες τα δικαιώματα της εργασίας, θεωρούν ότι εισάγουν προοδευτικάς αρχάς,δημοκρατικωτέρας των αρχών των δημοκρατικών κρατών. «Η λεγομένη κοινωνική νομοθεσία της Δημοκρατίας και του ρεφορμισμού, —λέγει ο Ροσσόνι, άνωθι,— ενώ αναγνωρίζει — εις όλα τα κράτη— συγκεκριμένως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δεν αναγνωρίζει ειμή αορίστως το δικαίωμα της εργασίας και το δικαίωμα εις εργασίαν».
Η σωματειακή οργάνωσις καθορίζεται, δια των κάτωθι άρθρων:
Άρθρ.3 «Η συνδικαλιστική ή επαγγελματική οργάνωσις είναι ελευθέρα. Αλλά μόνον το νομίμως ανεγνωρισμένον και υποκείμενον εις τον έλεγχον του Κράτους συνδίκατον, δικαιούται ν' αντιπροσωπεύη ολόκληρον την κατηγορίαν των εργοδοτών ή των εργαζομένων δια την οποίαν συνεστήθη, να προστατεύη έναντι του Κράτους και των άλλων επαγγελματικών ενώσεων τα συμφέροντα αυτής, να συνομολογή συλλογικά συμβόλαια εργασίας, υποχρεωτικά δι' όλους τους ανήκοντας εις την κατηγορίαν, να επιβάλλη εις αυτούς εισφοράς και να ενασκή ως προς αυτούς κατ' εξουσιοδότησιν λειτουργίας δημοσίου ενδιαφέροντος».
Η εγγραφή εις τας επαγγελματικάς οργανώσεις είναι ελευθέρα υπό τας προϋποθέσεις του Νόμου. Αι οργανώσεις αποτελούν πρόσωπα δημοσίου χαρακτήρος, αναγνωρίζεται δε μία και μόνη ,δι' εκάστην κατηγορίαν, έχουσα το δικαίωμα αντιπροσωπεύσεως ολοκλήρου της κατηγορίας (33).
Απόροια της διακηρύξεις ότι η εργασία αποτελεί κοινωνικόν καθήκον είναι η ίδρυσις του Δικαστηρίου εργασίας και η υποχρέωσις του Κράτους επεμβάσεως κανονιστικώς εις τας διαφοράς εργασίας.
Άρθρ.4. «Η αλληλεγγύη μεταξύ των διαφόρων συντελεστών της παραγωγής, ευρίσκει την συγκεκριμένην έκφρασίν της εν τω συλλογικώ συμβολαίω της εργασίας, δια της συνδιαλλαγής των αντιθέτων συμφερόντων εργοδοτών και εργαζομένων και της υποταγής αυτών εις τα ανώτερα συμφέροντα της παραγωγής».
Άρθρ. 5. «Το Δικαστήριον της εργασίας είναι το όργανον δια του οποίου το Κράτος επεμβαίνει προς διακανονισμόν των διαφορών εργασίας, αφορωσών είτε την τήρησιν συμβάσεων και άλλων υπαρχουσών διατάξεων είτε τον καθορισμόν νέων όρων εργασίας» (34).
Ούτω ο κορπορατισμός εισάγει την αλληλεγγύην και αλληλεξαρτησίαν των τάξεων ή μάλλον των «κατηγοριών της παραγωγής», ως τας αποκαλεί, αποφεύγων την διάκρισιν της κοινωνίας εις «τάξεις».
Άρθρ. 6. «Αι νομίμως ανεγνωρισμέναι επαγγελματικαί ενώσεις εξασφαλίζουσι την νομικήν ισότητα μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, συγκρατούσι την πειθαρχίαν της παραγωγής και της εργασίας και προωθούσι την τελειοποίησιν αυτών. Αι συντεχνίαι αποτελούσι την ενιαίαν οργάνωσιν των δυνάμεων της παραγωγής των οποίων εκπροσωπούσι ολοκληρωτικώς τα συμφέροντα. Ως εκ της ολοκληρωτικής ταύτης εκπροσωπήσεως και επειδή τα συμφέροντα της παραγωγής είναι εθνικά, αι συντεχνίαι αναγνωρίζονται υπό του Νόμου ως κρατικά όργανα. Ως εκπρόσωποι των ενιαίων συμφερόντων της παραγωγής, αι συντεχνίαι δύνανται να καθορίζωσι κανόνας υποχρεωτικούς επί της πειθαρχίας των σχέσεων της εργασίας ως και επί του συντονισμού της παραγωγής, οσάκις ήθελον λάβει την αναγκαίαν εξουσιοδότησιν παρά των υπ' αυτάς συνηνωμένων σωματείων».
Η Γαλλική επανάστασις κατέστρεψεν τα προνόμια της καταγωγής αλλά ο φιλελευθερισμός υπεκατέστησεν εις ταύτα τα προνόμια του κεφαλαίου (35) όπερ ομολογουμένως είναι περισσότερον αγροίκον στερούμενον της καταγωγικής ευγενείας. Ο κορπορατισμός κηρύσσει και την νομικήν ισότητα μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας και συμβιβάζει τα συμφέροντα των παραγωγικών κατηγοριών δια των ειδικών οργάνων του συστήματος: των νομίμως ανεγνωρισμένων σωματείων (επαγγελματικών ενώσεων), των Συντεχνιών (οργάνων του Κράτους), του Δικαστηρίου Εργασίας και του Υπουργείου Συντεχνιών. (36)
Άρθρ. 7. «Το συντεχνιακόν Κράτος θεωρεί την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν εν τω πεδίω της παραγωγής ως το αποτελεσματικώτερον και χρησιμώτερον μέσον προς το συμφέρον του Έθνους. Της ιδιωτικής οργανώσεως της παραγωγής ούσης λειτουργίας εθνικού ενδιαφέροντος, ο οργανωτής της επιχειρήσεως είναι υπεύθυνος έναντι του Κράτους δια την κατεύθυνσιν της παραγωγής. Εκ της συνεργασίας των παραγωγικών δυνάμεων απορρέει αμοιβαιότης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ τούτων. Ο εργαζόμενος, τεχνικός, υπάλληλος ή εργάτης είναι ενεργός συνεργάτης της οικονομικής επιχειρήσεως, της οποίας η διεύθυνσις ανήκει εις τον εργοδότην όστις και έχει την σχετικήν ευθύνην».
«Η διακήρυξις ότι η ιδιωτική οργάνωσις της παραγωγής είναι λειτουργία δημοσίου ενδιαφέροντος και ότι ο επιχειρηματίας είναι υπεύθυνος απέναντι του Κράτους, δίδει, λέγει ο καθηγητής Ugο Spiritο, το θανάσιμον πλήγμα εις την φιλελευθέραν αντίληψιν επί της ιδιοκτησίας. Εις την διακήρυξιν ταύτην, ήτις είναι η βάσις της νέας οικονομικής επιστήμης,περιλαμβάνεται ολόκληρον το πολιτικόν, ηθικόν και θρησκευτικόν νόημα του φασισμού. Η Γαλλική Επανάστασις εσήμανε την απελευθέρωσιν του ατόμου από το καταπιεστικόν και αντιτεθέμενον εις τους πολίτας Κράτος, η Φασιστική εκφράζει την θέλησιν να ιδρυθή το Κράτος όπερ να είναι αύτο τούτο το Έθνος εν τη οργανική του ζωή, ώστε να ταυτίζωνται οργανισμός και όργανα.
Και η ταύτισις γίνεται, προ παντός δια της μεταμορφώσεως του θεσμού της ιδιοκτησίας, δια των αναρχικών και εγωιστικών αξιώσεων της οποίας εξέφρασεν τας ατομικιστικάς της αρχάς η Γαλλική Επανάστασις και δια της μετατροπής της οποίας εν πνεύματι δημοσιότητος, βέβαιοί την ανωτέραν ηθικήν της αξίαν η Φασιστική Επανάστασις. (U. Spirito Capitalismo e corporatismo).
Η ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος (1921) αναγράφει ότι: «ο φασισμός δεν δύναται ν' αμφισβητήση το ιστορικό γεγονός της αναπτύξεως των συνδικάτων, θέλει όμως συντονίσει την δράσιν αυτών με τους εθνικούς σκοπούς».
Το Σωματείον θεωρείται αναγκαίον και αναπόφευκτον ως εκ τούτου δε αναγνωρίζεται υπό του Κράτους, καθιστάμενον ούτω από άτακτος δύναμις, νόμιμος και αποδοτική και τίθενται εις το περιεχόμενόν του όχι μόνον οικονομικοί αλλά και πνευματικοί σκοποί τεχνικής αναπτύξεως, μορφώσεως και κοινωνικής προνοίας. (30) Η αναγνώρισις των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχει υψηλήν κοινωνικήν και πολιτικήν σημασίαν, εφόσον καθιστά τα συνδικάτα τμήματα και όργανα του Κράτους, εξασφαλίζουσα αρμονικήν και ειρηνικήν συνύπαρξιν των τάξεων και αρτιωτέραν οργάνωσιν της παραγωγής και της διανομής του πλούτου. Το Κράτος αντικαθιστών τον «πολίτην» με τον «εργαζόμενον» και αναγνωρίζον την ισοτιμίαν του Κεφαλαίου και της Εργασίας, δια της διακηρύξεώς του ότι πας εργαζόμενος είναι ενεργός συνεργάτης της επιχειρήσεως, αντικαθιστά την πάλην των τάξεων δια της συνεργασίας των «κατηγοριών της παραγωγής».
Το πρόγραμμα και αι αρχαί της συντεχνιακής οργανώσεως είναι αι ακόλουθοι κατά τον Χάρτην Εργασίας :
Άρθρ. 2. «Η εργασία υφ' όλας τας μορφάς της, οργανωτικάς και εκτελεστικάς, διανοητικάς, τεχνικάς και χειρωνακτικάς, αποτελεί κοινωνικόν καθήκον. Ως εκ του λόγου τούτου, και μόνον ως εκ του λόγου τούτου, προστατεύεται υπό του Κράτους. Το σύνολον της παραγωγής είναι ενιαίον από εθνικής απόψεως, οι αντικειμενικοί της σκοποί είναι επίσης ενιαίοι και συνοψίζονται εις την ευημερίαν των ατόμων και την ανάπτυξιν της εθνικής ισχύος».
Η εργασία θεωρείται ότι «αποτελεί τον υπέρτατον τίτλον νομιμοποιήσεως του πολιτικού δικαιώματος των ανθρώπων» και κοινωνική υποχρέωσις διότι ενδιαφέρει το Έθνος. Παύει συνεπώς να είναι «ελευθέρα» και το Κράτος την επιτηρεί και την προστατεύει.
Εις τον λόγον του της 10.11.34 ο Μουσολίνι έλεγε: «Ο παρελθών αιών προεκήρυξε την ισότητα των πολιτών έναντι, του Νόμου τουθ' όπερ απετέλεσε κολοσσαίαν κατάκτησιν. Ο Φασιστικός αιών διατηρεί και ενισχύει την αρχήν ταύτην αλλά προσθέτει και ετέραν εξ ίσου βασικήν: την της ισότητος των ανθρώπων απέναντι της εργασίας, θεωρουμένης ως καθήκοντος και ως δικαιότατος, ως χαράς δημιουργικής, ήτις θέλει ευρύνει και εξευγενίσει την ύπαρξιν και όχι να την θανατώνη ή να την πιέζη. Μία τοιαύτη βασική ισότης, δεν αποκλείει ,αλλ' αντιθέτως απαιτεί, την πλήρη διάκρισιν των ιεραρχιών από απόψεως λειτουργιών, αμοιβής καί ευθυνών. (31)
Ως εκ τούτου ο άνεργος θεωρείται άχθος της κοινωνίας και εχθρός του Έθνους και αν δεν καταδικάζεται εις ασιτίαν ως εν Ρωσσία, καταδικάζεται να παραμένη αμέτοχος της κοινωνικής ζωής και της πολιτικής δράσεως. Ορθόν να σημειωθή η διαφορά μεταξύ του ιταλικού νόμου, όστις θέτει την «εργασίαν— κοινωνικόν καθήκον» επί επιπέδου ηθικού και του ρωσσικού όστις καθορίζει τήν έργασίαν υποχρεωτικήν δι' όλους «δια να εξολοθρευθούν αι παράσιτοι τάξεις της κοινωνίας» καί κηρύσσει ως αρχήν το του Παύλου « ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω». (Ρωσσικός Συνταγμ. Χάρτης 10 Ιουλίου 1918 αρθρ. 3 καί 18) (32).
Εκτός τούτου όμως εκ της διακηρύξεως ταύτης προκύπτει ότι το Κράτος οφείλει να φροντίζη δια την απασχόλησιν εις εργασίαν, προς τούτο δε ίδρυσεν τα «Γραφεία τοποθετήσεως ανέργων» περί ων κατωτέρω. Κατά λογικήν εξ άλλου συνέπειαν εφόσον η εργασία αποτελεί καθήκον και υποχρέωσιν, δεν υπάρχει η ελευθερία της απεργίας και του λόκ άουτ. (Ίδε κατωτέρω Ν. 3 Απρ. 1926). Οι κορπορατισταί «ανανεώνοντες»τον καπιταλισμόν, μετατρέποντες αυτόν εις «συντεχνιακόν», εξισούντες το κεφάλαιον και την εργασίαν, μεταρρυθμίζοντες την ιδιοκτησίαν και κηρύσσοντες τα δικαιώματα της εργασίας, θεωρούν ότι εισάγουν προοδευτικάς αρχάς,δημοκρατικωτέρας των αρχών των δημοκρατικών κρατών. «Η λεγομένη κοινωνική νομοθεσία της Δημοκρατίας και του ρεφορμισμού, —λέγει ο Ροσσόνι, άνωθι,— ενώ αναγνωρίζει — εις όλα τα κράτη— συγκεκριμένως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δεν αναγνωρίζει ειμή αορίστως το δικαίωμα της εργασίας και το δικαίωμα εις εργασίαν».
Η σωματειακή οργάνωσις καθορίζεται, δια των κάτωθι άρθρων:
Άρθρ.3 «Η συνδικαλιστική ή επαγγελματική οργάνωσις είναι ελευθέρα. Αλλά μόνον το νομίμως ανεγνωρισμένον και υποκείμενον εις τον έλεγχον του Κράτους συνδίκατον, δικαιούται ν' αντιπροσωπεύη ολόκληρον την κατηγορίαν των εργοδοτών ή των εργαζομένων δια την οποίαν συνεστήθη, να προστατεύη έναντι του Κράτους και των άλλων επαγγελματικών ενώσεων τα συμφέροντα αυτής, να συνομολογή συλλογικά συμβόλαια εργασίας, υποχρεωτικά δι' όλους τους ανήκοντας εις την κατηγορίαν, να επιβάλλη εις αυτούς εισφοράς και να ενασκή ως προς αυτούς κατ' εξουσιοδότησιν λειτουργίας δημοσίου ενδιαφέροντος».
Η εγγραφή εις τας επαγγελματικάς οργανώσεις είναι ελευθέρα υπό τας προϋποθέσεις του Νόμου. Αι οργανώσεις αποτελούν πρόσωπα δημοσίου χαρακτήρος, αναγνωρίζεται δε μία και μόνη ,δι' εκάστην κατηγορίαν, έχουσα το δικαίωμα αντιπροσωπεύσεως ολοκλήρου της κατηγορίας (33).
Απόροια της διακηρύξεις ότι η εργασία αποτελεί κοινωνικόν καθήκον είναι η ίδρυσις του Δικαστηρίου εργασίας και η υποχρέωσις του Κράτους επεμβάσεως κανονιστικώς εις τας διαφοράς εργασίας.
Άρθρ.4. «Η αλληλεγγύη μεταξύ των διαφόρων συντελεστών της παραγωγής, ευρίσκει την συγκεκριμένην έκφρασίν της εν τω συλλογικώ συμβολαίω της εργασίας, δια της συνδιαλλαγής των αντιθέτων συμφερόντων εργοδοτών και εργαζομένων και της υποταγής αυτών εις τα ανώτερα συμφέροντα της παραγωγής».
Άρθρ. 5. «Το Δικαστήριον της εργασίας είναι το όργανον δια του οποίου το Κράτος επεμβαίνει προς διακανονισμόν των διαφορών εργασίας, αφορωσών είτε την τήρησιν συμβάσεων και άλλων υπαρχουσών διατάξεων είτε τον καθορισμόν νέων όρων εργασίας» (34).
Ούτω ο κορπορατισμός εισάγει την αλληλεγγύην και αλληλεξαρτησίαν των τάξεων ή μάλλον των «κατηγοριών της παραγωγής», ως τας αποκαλεί, αποφεύγων την διάκρισιν της κοινωνίας εις «τάξεις».
Άρθρ. 6. «Αι νομίμως ανεγνωρισμέναι επαγγελματικαί ενώσεις εξασφαλίζουσι την νομικήν ισότητα μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, συγκρατούσι την πειθαρχίαν της παραγωγής και της εργασίας και προωθούσι την τελειοποίησιν αυτών. Αι συντεχνίαι αποτελούσι την ενιαίαν οργάνωσιν των δυνάμεων της παραγωγής των οποίων εκπροσωπούσι ολοκληρωτικώς τα συμφέροντα. Ως εκ της ολοκληρωτικής ταύτης εκπροσωπήσεως και επειδή τα συμφέροντα της παραγωγής είναι εθνικά, αι συντεχνίαι αναγνωρίζονται υπό του Νόμου ως κρατικά όργανα. Ως εκπρόσωποι των ενιαίων συμφερόντων της παραγωγής, αι συντεχνίαι δύνανται να καθορίζωσι κανόνας υποχρεωτικούς επί της πειθαρχίας των σχέσεων της εργασίας ως και επί του συντονισμού της παραγωγής, οσάκις ήθελον λάβει την αναγκαίαν εξουσιοδότησιν παρά των υπ' αυτάς συνηνωμένων σωματείων».
Η Γαλλική επανάστασις κατέστρεψεν τα προνόμια της καταγωγής αλλά ο φιλελευθερισμός υπεκατέστησεν εις ταύτα τα προνόμια του κεφαλαίου (35) όπερ ομολογουμένως είναι περισσότερον αγροίκον στερούμενον της καταγωγικής ευγενείας. Ο κορπορατισμός κηρύσσει και την νομικήν ισότητα μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας και συμβιβάζει τα συμφέροντα των παραγωγικών κατηγοριών δια των ειδικών οργάνων του συστήματος: των νομίμως ανεγνωρισμένων σωματείων (επαγγελματικών ενώσεων), των Συντεχνιών (οργάνων του Κράτους), του Δικαστηρίου Εργασίας και του Υπουργείου Συντεχνιών. (36)
Άρθρ. 7. «Το συντεχνιακόν Κράτος θεωρεί την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν εν τω πεδίω της παραγωγής ως το αποτελεσματικώτερον και χρησιμώτερον μέσον προς το συμφέρον του Έθνους. Της ιδιωτικής οργανώσεως της παραγωγής ούσης λειτουργίας εθνικού ενδιαφέροντος, ο οργανωτής της επιχειρήσεως είναι υπεύθυνος έναντι του Κράτους δια την κατεύθυνσιν της παραγωγής. Εκ της συνεργασίας των παραγωγικών δυνάμεων απορρέει αμοιβαιότης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ τούτων. Ο εργαζόμενος, τεχνικός, υπάλληλος ή εργάτης είναι ενεργός συνεργάτης της οικονομικής επιχειρήσεως, της οποίας η διεύθυνσις ανήκει εις τον εργοδότην όστις και έχει την σχετικήν ευθύνην».
«Η διακήρυξις ότι η ιδιωτική οργάνωσις της παραγωγής είναι λειτουργία δημοσίου ενδιαφέροντος και ότι ο επιχειρηματίας είναι υπεύθυνος απέναντι του Κράτους, δίδει, λέγει ο καθηγητής Ugο Spiritο, το θανάσιμον πλήγμα εις την φιλελευθέραν αντίληψιν επί της ιδιοκτησίας. Εις την διακήρυξιν ταύτην, ήτις είναι η βάσις της νέας οικονομικής επιστήμης,περιλαμβάνεται ολόκληρον το πολιτικόν, ηθικόν και θρησκευτικόν νόημα του φασισμού. Η Γαλλική Επανάστασις εσήμανε την απελευθέρωσιν του ατόμου από το καταπιεστικόν και αντιτεθέμενον εις τους πολίτας Κράτος, η Φασιστική εκφράζει την θέλησιν να ιδρυθή το Κράτος όπερ να είναι αύτο τούτο το Έθνος εν τη οργανική του ζωή, ώστε να ταυτίζωνται οργανισμός και όργανα.
Και η ταύτισις γίνεται, προ παντός δια της μεταμορφώσεως του θεσμού της ιδιοκτησίας, δια των αναρχικών και εγωιστικών αξιώσεων της οποίας εξέφρασεν τας ατομικιστικάς της αρχάς η Γαλλική Επανάστασις και δια της μετατροπής της οποίας εν πνεύματι δημοσιότητος, βέβαιοί την ανωτέραν ηθικήν της αξίαν η Φασιστική Επανάστασις. (U. Spirito Capitalismo e corporatismo).
Άρθρ. 8. «Αι επαγγελματικαί ενώσεις των εργοδοτών έχουν την υποχρέωσιν να προάγωσι δι' όλων των μέσων την αύξησιν της παραγωγής, την τελειοποίησιν αυτής και την ελάττωσιν των τιμών. Αι αντιπροσωπείαι των ασκούντων ελεύθερον επάγγελμα ή τέχνην και αι ενώσεις των εξαρτωμένων εκ του δημοσίου, συντρέχουσιν εις την προάσπισιν των συμφερόντων της τέχνης, της επιστήμης και των γραμμάτων, εις την τελειοποίησιν της παραγωγής και εις την επίτευξιν των ηθικών, σκοπών της συντεχνιακής οργανώσεως».
Άρθρ. 9. «Η επέμβασις του Κράτους εις την οικονομικήν παραγωγήν επέρχεται μόνον όταν ελλείπει ή είναι ανεπαρκής η ιδιωτική πρωτοβουλία ή όταν απειλούνται πολιτικά συμφέροντα του Κράτους. Η τοιαύτη επέμβασις δύναται να προσλάβη την μορφήν ελέγχου, ενθαρρύνσεως ή και άμεσου διαχειρίσεως».
Ο Κορπορατισμός θέτει ούτω επί βάθρου ισότητος το κεφάλαιον και την εργασίαν και το Κράτος δεν είναι «εις τας διαταγάς του ενός ή του άλλου αλλά υπεράνω όλων» (Μουσολίνι) και εγγυητής αυτής της ισότητος, η δε νομοθεσία του «δεν είναι ούτε αντιπρολεταριακή, ούτε αντικαπιταλιστική, αλλά νομοθεσία κοινωνικής ισορροπίας» .(Rocco)
Διατηρεί την ατομικήν πρωτοβουλίαν και την ιδιοκτησίαν επειδή θεωρεί το ατομικόν συμφέρον ως κίνητρον της προόδου και τούτο όχι χάριν του ατόμου αλλά χάριν των ούτω προαγομένων εθνικών συμφερόντων. Αλλ' επειδή ο κορπορατισμός δεν πιστεύει, όπως οι φιλελεύθεροι ότι το άτομον επιτυγχάνον το ίδιον συμφέρον εξυπηρετεί αυτομάτως και τό «γενικόν συμφέρον όπερ είναι το άθροισμα των κατ' ιδίαν συμφερόντων», δια τούτο το άτομον δεν εγκαταλείπεται ελεύθερον, δηλαδή ανοργάνωτον και άνευ ελέγχου, αλλά τελεί υπό την κηδεμονίαν του Κράτους και είναι υπεύθυνον δια την διεύθυνσιν της περιουσίας του έναντι τούτου, επεμβαίνοντος υπό μορφήν ελέγχου, ενθαρρύνσεως ή και αμέσου διαχειρίσεως, δηλαδή αφαιρέσεως της διαχειρίσεως της ιδιωτικής επιχειρήσεως.
Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν, «όλως εξαιρετικώς» (37) διατείνονται οι κορπορατισταί, το Κράτος καθίσταται οικονομική οντότης αναπληρούσα το άτομον, ενώ εν Ρωσσία το Κράτος είναι κατ' αρχήν οικονομική οντότης, διαχειριζομένη δια λογαριασμόν του ατόμου. Εις τον Φασισμόν το άτομον διαχειρίζεται δια λογαριασμόν του Έθνους, δι' ο και είναι υπεύθυνον δια την διαχείρισίν του απέναντι του Κράτους, έχοντος δικαίωμα λήψεως μέτρων προστασίας των συμφερόντων του συνόλου.
Η καθιέρωσις ευθύνης τόσον δια το κεφάλαιον όσον και την εργασίαν είναι εκ των κεφαλαιωδεστέρας σημασίας διαφορών του κορπορατισμού , με τας άλλας οικονομικάς θεωρίας. Ούτε η φιλελευθέρα οικονομία, ουδεμίαν αντίληψιν καθήκοντος επιβάλλουσα, αντιθέτως δ' αφίνουσα το άτομον ελεύθερον εν τη επιδιώξει του συμφέροντος του και αδιαφορούσα δια το συλλογικόν συμφέρον, ούτε η σοσιαλιστική οικονομία, αποστερούσα το άτομον οιασδήποτε πρωτοβουλίας, ηδύναντο να περιλάβουν την αντίληψιν της ευθύνης του ατόμου. Η κορπορατική οικονομία, αντιθέτως, αναθέτουσα τας οικονομικάς λειτουργίας εις τα άτομα -ως είδος εντολής διαχειρίσεως- δύναται να αξιοί ευθύνην και λογοδοσίαν, εξ ονόματος του Έθνους, δια την προαγωγήν των συμφερόντων της παραγωγής.
Άρθρ. 10. «Επί των συλλογικών διαφορών της εργασίας η δικαστική ενέργεια δεν δύναται να ασκηθή εάν προηγουμένως το συντεχνιακόν όργανον δεν επεχείρησεν απόπειραν συνδιαλλαγής. Επί των ατομικών διαφορών των αφορωσών την ερμηνείαν και την εφαρμογήν των συλλογικών συμβολαίων εργασίας, αι επαγγελματικαί ενώσεις δύνανται να προσφέρωσι την μεσολάβησίν των δια την συνδιαλλαγήν. Η αρμοδιότης δια τας τοιαύτας διαφοράς, ανήκει εις την τακτικήν δικαιοσύνην επικουρουμένην υπό παρέδρων προτεινομένων υπό των ενδιαφερομένων επαγγελματικών ενώσεων» (38).
Ακολουθούν διατάξεις «περί Συλλογικών Συμβολαίων και εγγυήσεως της εργασίας», καθιερούσαι στάδιον δοκιμασίας δια τους δια πρώτην προσλαμβανομένους, και καθορίζουσαι τους όρους εν γένει της εργασίας, την αντιμισθίαν, αποζημίωσιν και διακοπάς.
Άρθρ. 11. «Αι Επαγγελματικαί ενώσεις έχουσι την υποχρέωσιν να ρυθμίζωσι δια συλλογικών συμβολαίων, τας σχέσεις της εργασίας μεταξύ των κατηγοριών των εργοδοτών και εργαζομένων τας οποίας αντιπροσωπεύουσι. Το Συλλογικόν συμβόλαιον εργασίας καταρτίζεται μεταξύ ενώσεων πρώτου βαθμού υπό την οδηγίαν και τον έλεγχον των κεντρικών οργανώσεων, πλην του δικαιώματος της τροποποιήσεως εκ μέρους οργανώσεως ανωτέρου βαθμού, εις τας υπό του νόμου και των καταστατικών προβλεπομένας περιπτώσεις. Παν συλλογικόν συμβόλαιον εργασίας δέον να περιλαμβάνει, επί ποινής ακυρότητος, ακριβείς διατάξεις επί των πειθαρχικών σχέσεων, επί του χρόνου της δοκιμασίας, επί του μέτρου και της πληρωμής, της αντιμισθίας και επί των ωρών εργασίας» (39).
Άρθρ. 12. «Η δράσις του Συνδικάτου, το συνδιαλλακτικόν έργον των συντεχνιακών οργάνων και η απόφασις του Δικαστηρίου της εργασίας, εγγυώνται την προσαρμογήν των ημερομισθίων εις τας κανονικάς απαιτήσεις της ζωής, εις τας δυνατότητας της παραγωγής και εις την απόδοσιν της εργασίας. Ο καθορισμός του ημερομισθίου παραμένει εκτός παντός γενικού κανόνος και ανατίθεται εις συμφωνίαν των ενδιαφερομένων δια των συλλογικών συμβολαίων».
Άρθρ. 13. «Τα συγκεντρούμένα στοιχεία υπό των δημοσίων Αρχών, του κεντρικού Ινστιτούτου στατιστικής και των νομίμως ανεγνωρισμένων επαγγελματικών ενώσεων, ως προς τας συνθήκας της παραγωγής και της εργασίας και την κατάσταση της χρηματαγοράς και τας μεταβολάς των συνθηκών της ζωής των εργαζομένων, συναρμοζόμενα και επεξεργαζόμενα υπό του Υπουργείου των Συντεχνιών, θέλουν αποτελεί τον γνώμονα δια την προσαρμογήν των συμφερόντων των διαφόρων κατηγοριών και τάξεων μεταξύ των και τούτων προς το ανώτερον συμφέρον της παραγωγής».
Άρθρ. 14. «Η αντιμισθία δέον ν' ανταποκρίνεται, εν τη μάλλον αρμοζούση μορφή, προς τας ανάγκας του εργαζομένου και της επιχειρήσεως. Όταν η αμοιβή κανονίζεται κατ' αποκοπήν και η εκκαθάρισις γίνεται κατά περιόδους υπερβαινούσας το δεκαπενθήμερον, δέον να παρέχωνται ανάλογοι προκαταβολαί δεκαπενθήμεροι ή εβδομαδιαίαι. Η μη συντελουμένη ανά κανονικά χρονικά διαστήματα νυκτερινή εργασία θέλει αμείβεσθαι δια ποσοστού επί πλέον της ημερησίας τοιαύτης. Όταν η εργασία αμείβεται κατ' αποκοπήν, η διατίμησις της μονάδος δέον να καθορίζεται κατά τρόπον ώστε εις τον φιλόπονον εργάτην κανονικής εργατικής ικανότητος, να επιτρέπεται η απόλαυσις ελαχίστου κέρδους επί πλέον της βασικής πληρωμής.»
Άρθρ. 15. «Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα καθ' εβδομάδα αναπαύσεως συμπιπτούσης με την Κυριακήν. Τα συλλογικά συμβόλαια θέλουν εφαρμόζει την αρχήν ταύτην λαμβάνοντα υπ' όψει τας κειμένας διατάξεις των τόμων, τας τεχνικάς ανάγκας των επιχειρήσεων και εντός των ορίων των αναγκών τούτων θα φροντίζουν να παραμένουν σεβασταί αι πολιτικαί και θρησκευτικαί εορταί κατά τας τοπικάς παραδόσεις. Αι ώραι εργασίας δέον να τηρώνται αυστηρώς και εντατικώς υπό του εργαζομένου (40).
Άρθ. 16 «Μετά ενός έτους αδιάλειπτον υπηρεσίαν ο εργαζόμενος εις επιχειρήσεις συνεχούς εργασίας, δικαιούται ετησίως εις περίοδον αναπαύσεως μετ' αποδοχών».
Άρθρ. 17. «Εις τας επιχειρήσεις συνεχούς εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται εν περιπτώσει λύσεως των σχέσεων εργασίας συνεπεία απολύσεως μη εξ υπαιτιότητος του, εις αποζημίωσιν ανάλογον προς τα έτη υπηρεσίας του. Τοιαύτη αποζημίωσις οφείλεται ωσαύτως εν περιπτώσει θανάτου του εργαζομένου.»
Άρθρ. 18. «Εις τας επιχειρήσεις συνεχούς εργασίας, η μεταβίβασις της διοικήσεως δεν διαλύει την σύμβασιν εργασίας και το ανήκον εις αυτάς προσωπικόν διατηρεί τα δικαιώματα του απέναντι του νέου ιδιοκτήτου. Επίσης η ασθένεια του εργαζομένου η οποία δεν υπερβαίνει ωρισμένην διάρκειαν, δεν διαλύει το συμβόλαιον εργασίας. Η κλήσις υπό τα όπλα ή εις την υπηρεσίαν της Φρουράς Εθνικής Ασφαλείας, δεν αποτελεί αιτίαν απολύσεως.
Εφ' όσον ο εργαζόμενος είναι συνεργάτης του ιδιοκτήτου εν τη επιχειρήσει, προέρχονται αι ακόλουθοι κοινωνικής μορφής συνέπειαι :
Δεν θίγεται ο εργαζόμενος εκ της αλλαγής του προσώπου του ιδιοκτήτου, είτε μεταβιβάσαντος την ιδιοκτησίαν της επιχειρήσεως, είτε αφαιρεθείσης αυτώ ταύτης, καθόσον το πρόσωπον του επιχειρηματίου δεν αποτελεί φαινόμενον ίδιον, αλλ' είναι εν εκ των στοιχείων της επιχειρήσεως, εχούσης ζωήν ανεξάρτητον της διαθέσεως ή και της ζωής είτε των εργαζομένων εις αυτήν, είτε και αυτού του ιδιοκτήτου της.
Αναγνωρίζεται δικαίωμα απολήψεως αποδοχών εις περιπτώσεις ασθενειών ή κλήσεων υπό τα όπλα.
Αναγνωρίζεται δικαίωμα αποζημιώσεως εν περιπτώσει απολύσεως ή και θανάτου.
Αναγνωρίζεται δικαίωμα αναπαύσεως καθ' εβδομάδα και διακοπών μακροτέρας διαρκείας.
Προβλέπεται ασφάλεια ατυχημάτων, ασθενειών, μητρότητος και ανεργίας, των εξόδων καταβαλλομένων κατά το μεγαλείτερον ποσοστόν υπό των επιχειρήσεων. (41)
Εξ άλλου εφόσον η εργασία είναι κοινωνικόν καθήκον, προέρχονται αι ακόλουθοι συνέπειαι: Ότι παύει αύτη να είναι εμπόρευμα κανονιζόμενον με τον νόμον της ποοσφοράς καί ζητήσεως.
Ότι δεν έχει τις το δικαίωμα να μη εργάζεται, εξ ου και η απαγόρευσις των απεργιών και του λοκ άουτ, μέσων βιαίων αυτοπροστασίας των συμφερόντων, διότι εφόσον υπάρχουν δικαστήρια εργασίας προς επίλυσιν των διαφορών, η απ' ευθείας λύσις αποτελεί αυτοδικίαν.
Ότι το Κράτος οφείλει να προνοή, δια των γραφείων ανεργίας και της εκτελέσεως δημοσίων έργων, εις την εξεύρεσιν εργασίας.
Ότι το ημερομίσθιον οφείλει ν' ανταποκρίνεται εις δικαίας ανάγκας και ως τοιαύται θεωρητέαι αι «κανονικαί απαιτήσεις της ζωής», δυνάμενον ν' ανέλθη αναλόγως των δυνατοτήτων της παραγωγής, αλλά μη δυνάμενον να κατέλθη κάτω των κανονικών απαιτήσεων της ζωής, εν συνδυασμώ και με την εργατικήν απόδοσιν, ήτις αμείβεται πλήρως, του αντιθέτου θεωρουμένου ως κατάχρησις, (42) σύμφωνα με την αντίληψιν ότι τα διάφορα συντρέχοντα εις την παραγωγήν στοιχεία δικαιούνται κατ' ίσον μέτρον διανομής και των κερδών.
Είναι τελείως αντίθετος ο περί μισθών νόμος της φιλελευθέρας οικονομίας, όστις καθώριζεν ότι υπαρχούσης προσφοράς εργασίας η αμοιβή της δύναται να κατέλθη και κάτω του απαραιτήτου δια την συντήρησιν ορίου, «αφού δεν χρειάζεται να ζουν πλέον όλοι» !
Άρθρ. 19. «Αι παραβάσεις της πειθαρχίας, αι πράξεις αι διαταράσσουσαι την κανονικήν λειτουργίαν της επιχειρήσεως, αι διαπραττόμεναι υπό των αναλαμβανόντων εργασίαν, τιμωρούνται αναλόγως της βαρύτητας αυτών με πρόστιμον, προσωρινήν απόλυσιν ή και εις σοβαροτέρας περιπτώσεις με άμεσον απόλυσιν άνευ αποζημιώσεως. Θέλουν καθορισθή αι περιπτώσεις υφ' ας ο εργοδότης θα δύναται να επιβάλλη πρόστιμον, προσωρινήν απόλυσιν ή άμεσον απόλυσιν άνευ αποζημιώσεως».
Η διάταξις αύτη προέρχεται εκ της προηγηθείσης, της ευθύνης του διευθύνοντος απέναντι του Κράτους δια την κατεύθυνσιν της επιχειρήσεως, όστις και ο αρμόδιος να κρίνη επί των παραπτωμάτων, συμφώνως όμως με κανονισμόν και κριτήριον καθοριζόμενον υπό του Κράτους.
Άρθρ. 20. «Ο εργαζόμενος κατά την πρώτην αυτού πρόσληψιν υποχρεούται εις περίοδον δοκιμασίας, κατά την οποίαν το δικαίωμα διαλύσεως του συμβολαίου είναι αμοιβαίον με μόνην πληρωμήν αντιμισθίας δια τον χρόνον καθ' ον πράγματι η εργασία παρεσχέθη».
Άρθρ. 21. «Το συλλογικόν συμβόλαιον εργασίας εκτείνει τα ευεργετήματα και τας διατάξεις του και εις τους οικιακούς εργάτας. Ιδιαίτεραι διατάξεις θα καθορισθώσιν υπό του Κράτους προς εξασφάλισιν της επιβλέψεως και υγιεινής της κατ' οίκον εργασίας».
Ακολουθούν διατάξεις περί «Γραφείων τοποθετήσεως ανέργων», καθόσον το φαινόμενον της ανεργίας ενδιαφέρει το Κράτος, αφού αχρηστοποιούνται παραγωγικαί δυνάμεις.
Άρθρ. 22. «Το Κράτος διαπιστώνει και ελέγχει το φαινόμενον της απασχολήσεως και ανεργίας των εργαζομένων, ως συνολικήν ένδειξιν των συνθηκών της παραγωγής».
Άρθρ. 23. «Τα γραφεία τοποθετήσεως ανέργων ιδρύονται βάσει αρχής ισότητος υπό τον έλεγχον των συντεχνιακών οργάνων του Κράτους. Οι εργοδόται έχουσι την υποχρέωσιν της προσλήψεως των εργαζομένων μέσω των ειρημένων γραφείων. Εις τούτους παρέχεται η ευχέρεια της εκλογής εκ των εγγεγραμμένων εις τους καταλόγους, προτιμωμένων των ανηκόντων εις το κόμμα και τα φασιστικά συνδικάτα αναλόγως της αρχαιότητος της εγγραφής».(43).
Τα Γραφεία τοποθετήσεως διαπιστώνουν την «προσφοράν και ζήτησιν» της εργασίας, προβλέπονται δε αυστηρά πρόστιμα δια τας απ' ευθείας προσλήψεις εργατών. (Β.Δ. 29.3.28 τροπ.1929)
Άρθρ.—24. « Αι επαγγελματικαί ενώσεις των εργαζομένων έχουσιν υποχρέωσιν ασκήσεως επιλογής μεταξύ των μελών των επί σκοπώ εξυψώσεως της τεχνικής ικανότητος και της ηθικής αξίας αυτών».
Άρθρ.—25. «Τα συντεχνιακά όργανα επιβλέπουν επί της εφαρμογής των νόμων περί προλήψεως ατυχημάτων και αστυνομίας της εργασίας εκ μέρους των υπαγομένων εις τας υπ' αυτάς συνηνωμένας επαγγελματικάς ενώσεις». (44).
Διακρίνονται μεταξύ άλλων αι Ιταλικαί επαγγελματικαί ενώσεις, των κοινών σωματείων εκ του ότι δεν ασχολούνται μόνον με τα οικονομικά συμφέροντα των μελών των, αλλά, ως ηθικά πρόσωπα, περιλαμβάνουν εν τη δράσει των και την ηθικήν και τεχνικήν τελειοποίησιν αυτών, αποβλέποντα εις την εργασίαν όχι ως εις σκληράν καταδίκην, αλλ' ως εις κοινωνικήν λειτουργίαν δημοσίου ενδιαφέροντος.
«Εάν ο παρελθών αιών ήτο ο αιών της δυνάμεως του καπιταλισμού, ο παρών εικοστός αιών είναι ο αιών της δυνάμεως και της δόξης της εργασίας» είπεν ο Μουσολίνι εις τους εργάτας του Μιλάνου την 6 Οκτ. 1934.
«Η εργασία, είχεν ήδη είπη ούτος από του 1919 εις τους εργάτας του Dalmine, καθιέρωσεν το δικαίωμα να μην είναι πλέον κόπος και απελπισία αλλά υπερηφάνεια, δημιουργία και κατάκτησις ελευθέρων ανθρώπων εντός της ελευθέρας πατρίδος, θα φθάσετε εις μίαν εποχήν -αγνοώ εάν ευρίσκεται πλησίον ή μακράν- κατά την οποίαν θα εξασκήσετε κύρια λειτουργήματα εν τη νεωτέρα κοινωνία....«Δεν είσθε σεις οι πτωχοί , οι ταπεινοί, οι παρίαι, κατά την παλαιάν ρητορικήν του φιλολογικού σοσιαλισμού.Είσθε οι παραγωγοί και εν ονόματι αυτής της ιδιότητος ζητείτε το δικαίωμα της διαπραγματεύσεως ως ίσοι με τους βιομηχάνους».
Και ήδη το Φασιστικόν κόμμα εφαρμόζει τας αντιλήψεις ταύτας του αρχηγού του.
Ο Κορπορατισμός θέτει ούτω επί βάθρου ισότητος το κεφάλαιον και την εργασίαν και το Κράτος δεν είναι «εις τας διαταγάς του ενός ή του άλλου αλλά υπεράνω όλων» (Μουσολίνι) και εγγυητής αυτής της ισότητος, η δε νομοθεσία του «δεν είναι ούτε αντιπρολεταριακή, ούτε αντικαπιταλιστική, αλλά νομοθεσία κοινωνικής ισορροπίας» .(Rocco)
Διατηρεί την ατομικήν πρωτοβουλίαν και την ιδιοκτησίαν επειδή θεωρεί το ατομικόν συμφέρον ως κίνητρον της προόδου και τούτο όχι χάριν του ατόμου αλλά χάριν των ούτω προαγομένων εθνικών συμφερόντων. Αλλ' επειδή ο κορπορατισμός δεν πιστεύει, όπως οι φιλελεύθεροι ότι το άτομον επιτυγχάνον το ίδιον συμφέρον εξυπηρετεί αυτομάτως και τό «γενικόν συμφέρον όπερ είναι το άθροισμα των κατ' ιδίαν συμφερόντων», δια τούτο το άτομον δεν εγκαταλείπεται ελεύθερον, δηλαδή ανοργάνωτον και άνευ ελέγχου, αλλά τελεί υπό την κηδεμονίαν του Κράτους και είναι υπεύθυνον δια την διεύθυνσιν της περιουσίας του έναντι τούτου, επεμβαίνοντος υπό μορφήν ελέγχου, ενθαρρύνσεως ή και αμέσου διαχειρίσεως, δηλαδή αφαιρέσεως της διαχειρίσεως της ιδιωτικής επιχειρήσεως.
Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν, «όλως εξαιρετικώς» (37) διατείνονται οι κορπορατισταί, το Κράτος καθίσταται οικονομική οντότης αναπληρούσα το άτομον, ενώ εν Ρωσσία το Κράτος είναι κατ' αρχήν οικονομική οντότης, διαχειριζομένη δια λογαριασμόν του ατόμου. Εις τον Φασισμόν το άτομον διαχειρίζεται δια λογαριασμόν του Έθνους, δι' ο και είναι υπεύθυνον δια την διαχείρισίν του απέναντι του Κράτους, έχοντος δικαίωμα λήψεως μέτρων προστασίας των συμφερόντων του συνόλου.
Η καθιέρωσις ευθύνης τόσον δια το κεφάλαιον όσον και την εργασίαν είναι εκ των κεφαλαιωδεστέρας σημασίας διαφορών του κορπορατισμού , με τας άλλας οικονομικάς θεωρίας. Ούτε η φιλελευθέρα οικονομία, ουδεμίαν αντίληψιν καθήκοντος επιβάλλουσα, αντιθέτως δ' αφίνουσα το άτομον ελεύθερον εν τη επιδιώξει του συμφέροντος του και αδιαφορούσα δια το συλλογικόν συμφέρον, ούτε η σοσιαλιστική οικονομία, αποστερούσα το άτομον οιασδήποτε πρωτοβουλίας, ηδύναντο να περιλάβουν την αντίληψιν της ευθύνης του ατόμου. Η κορπορατική οικονομία, αντιθέτως, αναθέτουσα τας οικονομικάς λειτουργίας εις τα άτομα -ως είδος εντολής διαχειρίσεως- δύναται να αξιοί ευθύνην και λογοδοσίαν, εξ ονόματος του Έθνους, δια την προαγωγήν των συμφερόντων της παραγωγής.
Άρθρ. 10. «Επί των συλλογικών διαφορών της εργασίας η δικαστική ενέργεια δεν δύναται να ασκηθή εάν προηγουμένως το συντεχνιακόν όργανον δεν επεχείρησεν απόπειραν συνδιαλλαγής. Επί των ατομικών διαφορών των αφορωσών την ερμηνείαν και την εφαρμογήν των συλλογικών συμβολαίων εργασίας, αι επαγγελματικαί ενώσεις δύνανται να προσφέρωσι την μεσολάβησίν των δια την συνδιαλλαγήν. Η αρμοδιότης δια τας τοιαύτας διαφοράς, ανήκει εις την τακτικήν δικαιοσύνην επικουρουμένην υπό παρέδρων προτεινομένων υπό των ενδιαφερομένων επαγγελματικών ενώσεων» (38).
Ακολουθούν διατάξεις «περί Συλλογικών Συμβολαίων και εγγυήσεως της εργασίας», καθιερούσαι στάδιον δοκιμασίας δια τους δια πρώτην προσλαμβανομένους, και καθορίζουσαι τους όρους εν γένει της εργασίας, την αντιμισθίαν, αποζημίωσιν και διακοπάς.
Άρθρ. 11. «Αι Επαγγελματικαί ενώσεις έχουσι την υποχρέωσιν να ρυθμίζωσι δια συλλογικών συμβολαίων, τας σχέσεις της εργασίας μεταξύ των κατηγοριών των εργοδοτών και εργαζομένων τας οποίας αντιπροσωπεύουσι. Το Συλλογικόν συμβόλαιον εργασίας καταρτίζεται μεταξύ ενώσεων πρώτου βαθμού υπό την οδηγίαν και τον έλεγχον των κεντρικών οργανώσεων, πλην του δικαιώματος της τροποποιήσεως εκ μέρους οργανώσεως ανωτέρου βαθμού, εις τας υπό του νόμου και των καταστατικών προβλεπομένας περιπτώσεις. Παν συλλογικόν συμβόλαιον εργασίας δέον να περιλαμβάνει, επί ποινής ακυρότητος, ακριβείς διατάξεις επί των πειθαρχικών σχέσεων, επί του χρόνου της δοκιμασίας, επί του μέτρου και της πληρωμής, της αντιμισθίας και επί των ωρών εργασίας» (39).
Άρθρ. 12. «Η δράσις του Συνδικάτου, το συνδιαλλακτικόν έργον των συντεχνιακών οργάνων και η απόφασις του Δικαστηρίου της εργασίας, εγγυώνται την προσαρμογήν των ημερομισθίων εις τας κανονικάς απαιτήσεις της ζωής, εις τας δυνατότητας της παραγωγής και εις την απόδοσιν της εργασίας. Ο καθορισμός του ημερομισθίου παραμένει εκτός παντός γενικού κανόνος και ανατίθεται εις συμφωνίαν των ενδιαφερομένων δια των συλλογικών συμβολαίων».
Άρθρ. 13. «Τα συγκεντρούμένα στοιχεία υπό των δημοσίων Αρχών, του κεντρικού Ινστιτούτου στατιστικής και των νομίμως ανεγνωρισμένων επαγγελματικών ενώσεων, ως προς τας συνθήκας της παραγωγής και της εργασίας και την κατάσταση της χρηματαγοράς και τας μεταβολάς των συνθηκών της ζωής των εργαζομένων, συναρμοζόμενα και επεξεργαζόμενα υπό του Υπουργείου των Συντεχνιών, θέλουν αποτελεί τον γνώμονα δια την προσαρμογήν των συμφερόντων των διαφόρων κατηγοριών και τάξεων μεταξύ των και τούτων προς το ανώτερον συμφέρον της παραγωγής».
Άρθρ. 14. «Η αντιμισθία δέον ν' ανταποκρίνεται, εν τη μάλλον αρμοζούση μορφή, προς τας ανάγκας του εργαζομένου και της επιχειρήσεως. Όταν η αμοιβή κανονίζεται κατ' αποκοπήν και η εκκαθάρισις γίνεται κατά περιόδους υπερβαινούσας το δεκαπενθήμερον, δέον να παρέχωνται ανάλογοι προκαταβολαί δεκαπενθήμεροι ή εβδομαδιαίαι. Η μη συντελουμένη ανά κανονικά χρονικά διαστήματα νυκτερινή εργασία θέλει αμείβεσθαι δια ποσοστού επί πλέον της ημερησίας τοιαύτης. Όταν η εργασία αμείβεται κατ' αποκοπήν, η διατίμησις της μονάδος δέον να καθορίζεται κατά τρόπον ώστε εις τον φιλόπονον εργάτην κανονικής εργατικής ικανότητος, να επιτρέπεται η απόλαυσις ελαχίστου κέρδους επί πλέον της βασικής πληρωμής.»
Άρθρ. 15. «Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα καθ' εβδομάδα αναπαύσεως συμπιπτούσης με την Κυριακήν. Τα συλλογικά συμβόλαια θέλουν εφαρμόζει την αρχήν ταύτην λαμβάνοντα υπ' όψει τας κειμένας διατάξεις των τόμων, τας τεχνικάς ανάγκας των επιχειρήσεων και εντός των ορίων των αναγκών τούτων θα φροντίζουν να παραμένουν σεβασταί αι πολιτικαί και θρησκευτικαί εορταί κατά τας τοπικάς παραδόσεις. Αι ώραι εργασίας δέον να τηρώνται αυστηρώς και εντατικώς υπό του εργαζομένου (40).
Άρθ. 16 «Μετά ενός έτους αδιάλειπτον υπηρεσίαν ο εργαζόμενος εις επιχειρήσεις συνεχούς εργασίας, δικαιούται ετησίως εις περίοδον αναπαύσεως μετ' αποδοχών».
Άρθρ. 17. «Εις τας επιχειρήσεις συνεχούς εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται εν περιπτώσει λύσεως των σχέσεων εργασίας συνεπεία απολύσεως μη εξ υπαιτιότητος του, εις αποζημίωσιν ανάλογον προς τα έτη υπηρεσίας του. Τοιαύτη αποζημίωσις οφείλεται ωσαύτως εν περιπτώσει θανάτου του εργαζομένου.»
Άρθρ. 18. «Εις τας επιχειρήσεις συνεχούς εργασίας, η μεταβίβασις της διοικήσεως δεν διαλύει την σύμβασιν εργασίας και το ανήκον εις αυτάς προσωπικόν διατηρεί τα δικαιώματα του απέναντι του νέου ιδιοκτήτου. Επίσης η ασθένεια του εργαζομένου η οποία δεν υπερβαίνει ωρισμένην διάρκειαν, δεν διαλύει το συμβόλαιον εργασίας. Η κλήσις υπό τα όπλα ή εις την υπηρεσίαν της Φρουράς Εθνικής Ασφαλείας, δεν αποτελεί αιτίαν απολύσεως.
Εφ' όσον ο εργαζόμενος είναι συνεργάτης του ιδιοκτήτου εν τη επιχειρήσει, προέρχονται αι ακόλουθοι κοινωνικής μορφής συνέπειαι :
Δεν θίγεται ο εργαζόμενος εκ της αλλαγής του προσώπου του ιδιοκτήτου, είτε μεταβιβάσαντος την ιδιοκτησίαν της επιχειρήσεως, είτε αφαιρεθείσης αυτώ ταύτης, καθόσον το πρόσωπον του επιχειρηματίου δεν αποτελεί φαινόμενον ίδιον, αλλ' είναι εν εκ των στοιχείων της επιχειρήσεως, εχούσης ζωήν ανεξάρτητον της διαθέσεως ή και της ζωής είτε των εργαζομένων εις αυτήν, είτε και αυτού του ιδιοκτήτου της.
Αναγνωρίζεται δικαίωμα απολήψεως αποδοχών εις περιπτώσεις ασθενειών ή κλήσεων υπό τα όπλα.
Αναγνωρίζεται δικαίωμα αποζημιώσεως εν περιπτώσει απολύσεως ή και θανάτου.
Αναγνωρίζεται δικαίωμα αναπαύσεως καθ' εβδομάδα και διακοπών μακροτέρας διαρκείας.
Προβλέπεται ασφάλεια ατυχημάτων, ασθενειών, μητρότητος και ανεργίας, των εξόδων καταβαλλομένων κατά το μεγαλείτερον ποσοστόν υπό των επιχειρήσεων. (41)
Εξ άλλου εφόσον η εργασία είναι κοινωνικόν καθήκον, προέρχονται αι ακόλουθοι συνέπειαι: Ότι παύει αύτη να είναι εμπόρευμα κανονιζόμενον με τον νόμον της ποοσφοράς καί ζητήσεως.
Ότι δεν έχει τις το δικαίωμα να μη εργάζεται, εξ ου και η απαγόρευσις των απεργιών και του λοκ άουτ, μέσων βιαίων αυτοπροστασίας των συμφερόντων, διότι εφόσον υπάρχουν δικαστήρια εργασίας προς επίλυσιν των διαφορών, η απ' ευθείας λύσις αποτελεί αυτοδικίαν.
Ότι το Κράτος οφείλει να προνοή, δια των γραφείων ανεργίας και της εκτελέσεως δημοσίων έργων, εις την εξεύρεσιν εργασίας.
Ότι το ημερομίσθιον οφείλει ν' ανταποκρίνεται εις δικαίας ανάγκας και ως τοιαύται θεωρητέαι αι «κανονικαί απαιτήσεις της ζωής», δυνάμενον ν' ανέλθη αναλόγως των δυνατοτήτων της παραγωγής, αλλά μη δυνάμενον να κατέλθη κάτω των κανονικών απαιτήσεων της ζωής, εν συνδυασμώ και με την εργατικήν απόδοσιν, ήτις αμείβεται πλήρως, του αντιθέτου θεωρουμένου ως κατάχρησις, (42) σύμφωνα με την αντίληψιν ότι τα διάφορα συντρέχοντα εις την παραγωγήν στοιχεία δικαιούνται κατ' ίσον μέτρον διανομής και των κερδών.
Είναι τελείως αντίθετος ο περί μισθών νόμος της φιλελευθέρας οικονομίας, όστις καθώριζεν ότι υπαρχούσης προσφοράς εργασίας η αμοιβή της δύναται να κατέλθη και κάτω του απαραιτήτου δια την συντήρησιν ορίου, «αφού δεν χρειάζεται να ζουν πλέον όλοι» !
Άρθρ. 19. «Αι παραβάσεις της πειθαρχίας, αι πράξεις αι διαταράσσουσαι την κανονικήν λειτουργίαν της επιχειρήσεως, αι διαπραττόμεναι υπό των αναλαμβανόντων εργασίαν, τιμωρούνται αναλόγως της βαρύτητας αυτών με πρόστιμον, προσωρινήν απόλυσιν ή και εις σοβαροτέρας περιπτώσεις με άμεσον απόλυσιν άνευ αποζημιώσεως. Θέλουν καθορισθή αι περιπτώσεις υφ' ας ο εργοδότης θα δύναται να επιβάλλη πρόστιμον, προσωρινήν απόλυσιν ή άμεσον απόλυσιν άνευ αποζημιώσεως».
Η διάταξις αύτη προέρχεται εκ της προηγηθείσης, της ευθύνης του διευθύνοντος απέναντι του Κράτους δια την κατεύθυνσιν της επιχειρήσεως, όστις και ο αρμόδιος να κρίνη επί των παραπτωμάτων, συμφώνως όμως με κανονισμόν και κριτήριον καθοριζόμενον υπό του Κράτους.
Άρθρ. 20. «Ο εργαζόμενος κατά την πρώτην αυτού πρόσληψιν υποχρεούται εις περίοδον δοκιμασίας, κατά την οποίαν το δικαίωμα διαλύσεως του συμβολαίου είναι αμοιβαίον με μόνην πληρωμήν αντιμισθίας δια τον χρόνον καθ' ον πράγματι η εργασία παρεσχέθη».
Άρθρ. 21. «Το συλλογικόν συμβόλαιον εργασίας εκτείνει τα ευεργετήματα και τας διατάξεις του και εις τους οικιακούς εργάτας. Ιδιαίτεραι διατάξεις θα καθορισθώσιν υπό του Κράτους προς εξασφάλισιν της επιβλέψεως και υγιεινής της κατ' οίκον εργασίας».
Ακολουθούν διατάξεις περί «Γραφείων τοποθετήσεως ανέργων», καθόσον το φαινόμενον της ανεργίας ενδιαφέρει το Κράτος, αφού αχρηστοποιούνται παραγωγικαί δυνάμεις.
Άρθρ. 22. «Το Κράτος διαπιστώνει και ελέγχει το φαινόμενον της απασχολήσεως και ανεργίας των εργαζομένων, ως συνολικήν ένδειξιν των συνθηκών της παραγωγής».
Άρθρ. 23. «Τα γραφεία τοποθετήσεως ανέργων ιδρύονται βάσει αρχής ισότητος υπό τον έλεγχον των συντεχνιακών οργάνων του Κράτους. Οι εργοδόται έχουσι την υποχρέωσιν της προσλήψεως των εργαζομένων μέσω των ειρημένων γραφείων. Εις τούτους παρέχεται η ευχέρεια της εκλογής εκ των εγγεγραμμένων εις τους καταλόγους, προτιμωμένων των ανηκόντων εις το κόμμα και τα φασιστικά συνδικάτα αναλόγως της αρχαιότητος της εγγραφής».(43).
Τα Γραφεία τοποθετήσεως διαπιστώνουν την «προσφοράν και ζήτησιν» της εργασίας, προβλέπονται δε αυστηρά πρόστιμα δια τας απ' ευθείας προσλήψεις εργατών. (Β.Δ. 29.3.28 τροπ.1929)
Άρθρ.—24. « Αι επαγγελματικαί ενώσεις των εργαζομένων έχουσιν υποχρέωσιν ασκήσεως επιλογής μεταξύ των μελών των επί σκοπώ εξυψώσεως της τεχνικής ικανότητος και της ηθικής αξίας αυτών».
Άρθρ.—25. «Τα συντεχνιακά όργανα επιβλέπουν επί της εφαρμογής των νόμων περί προλήψεως ατυχημάτων και αστυνομίας της εργασίας εκ μέρους των υπαγομένων εις τας υπ' αυτάς συνηνωμένας επαγγελματικάς ενώσεις». (44).
Διακρίνονται μεταξύ άλλων αι Ιταλικαί επαγγελματικαί ενώσεις, των κοινών σωματείων εκ του ότι δεν ασχολούνται μόνον με τα οικονομικά συμφέροντα των μελών των, αλλά, ως ηθικά πρόσωπα, περιλαμβάνουν εν τη δράσει των και την ηθικήν και τεχνικήν τελειοποίησιν αυτών, αποβλέποντα εις την εργασίαν όχι ως εις σκληράν καταδίκην, αλλ' ως εις κοινωνικήν λειτουργίαν δημοσίου ενδιαφέροντος.
«Εάν ο παρελθών αιών ήτο ο αιών της δυνάμεως του καπιταλισμού, ο παρών εικοστός αιών είναι ο αιών της δυνάμεως και της δόξης της εργασίας» είπεν ο Μουσολίνι εις τους εργάτας του Μιλάνου την 6 Οκτ. 1934.
«Η εργασία, είχεν ήδη είπη ούτος από του 1919 εις τους εργάτας του Dalmine, καθιέρωσεν το δικαίωμα να μην είναι πλέον κόπος και απελπισία αλλά υπερηφάνεια, δημιουργία και κατάκτησις ελευθέρων ανθρώπων εντός της ελευθέρας πατρίδος, θα φθάσετε εις μίαν εποχήν -αγνοώ εάν ευρίσκεται πλησίον ή μακράν- κατά την οποίαν θα εξασκήσετε κύρια λειτουργήματα εν τη νεωτέρα κοινωνία....«Δεν είσθε σεις οι πτωχοί , οι ταπεινοί, οι παρίαι, κατά την παλαιάν ρητορικήν του φιλολογικού σοσιαλισμού.Είσθε οι παραγωγοί και εν ονόματι αυτής της ιδιότητος ζητείτε το δικαίωμα της διαπραγματεύσεως ως ίσοι με τους βιομηχάνους».
Και ήδη το Φασιστικόν κόμμα εφαρμόζει τας αντιλήψεις ταύτας του αρχηγού του.
Υποσημειώσεις:
32.«Ο κορπορατισμός εισάγει νέαν Ηθικήν : Η εργασία χάνει τας προλεταριακάς καί«μισθαρνωτικάς ιδιότητας αι οποίαι την εξηυτέλιζον». Ε Rossoni. Άνωθι.
33. Ίδε Ν. 563 της 3Απριλίου 1926 «Περί εννόμου ρυθμίσεως των συλλογικών σχέσεων της εργασίας» άρθρ . 1 — 11 καί Β.Δ.της 1 Ιουλίου 1926 «περί νομικής πειθαρχίας των συλλογικών σχέσεων εργασίας»αρθρ. 1—41 (κατωτέρω).
34. Ίδε Ν. 563 άρθρ 13-17 και Β. Δ 1 Ιουλίοο1926 άρθρ. 61—91. Εν Ελλάδι έχουν εισαχθή άνευ ουσιώδους εφαρμογής προς το παρόν,τα Συλλογικά Συμβόλαια εργασίας δια του Ν. 16.11.35 κλ. ως επίσης και η υποχρεωτική Διαιτησία δια τας διαφοράς εργασίας Ν. 16.11.85 και Β. Δ. 18.6.36«περί επιτροπών διαιτησίας» αλλ' ελλείπει το αν'αλογον πλαίσιον .Ίδε κατωτέρω περί ελληνικής εργατικής νομοθεσίας.
35. Grillenzoni. άν. σ.71.
36. O Ν. 5 Φεβρ. 1934 (Ίδε κατωτέρω) καθώρισεν επακριβέστερον τας αρμοδιότητας των Συντεχνιών.
32.«Ο κορπορατισμός εισάγει νέαν Ηθικήν : Η εργασία χάνει τας προλεταριακάς καί«μισθαρνωτικάς ιδιότητας αι οποίαι την εξηυτέλιζον». Ε Rossoni. Άνωθι.
33. Ίδε Ν. 563 της 3Απριλίου 1926 «Περί εννόμου ρυθμίσεως των συλλογικών σχέσεων της εργασίας» άρθρ . 1 — 11 καί Β.Δ.της 1 Ιουλίου 1926 «περί νομικής πειθαρχίας των συλλογικών σχέσεων εργασίας»αρθρ. 1—41 (κατωτέρω).
34. Ίδε Ν. 563 άρθρ 13-17 και Β. Δ 1 Ιουλίοο1926 άρθρ. 61—91. Εν Ελλάδι έχουν εισαχθή άνευ ουσιώδους εφαρμογής προς το παρόν,τα Συλλογικά Συμβόλαια εργασίας δια του Ν. 16.11.35 κλ. ως επίσης και η υποχρεωτική Διαιτησία δια τας διαφοράς εργασίας Ν. 16.11.85 και Β. Δ. 18.6.36«περί επιτροπών διαιτησίας» αλλ' ελλείπει το αν'αλογον πλαίσιον .Ίδε κατωτέρω περί ελληνικής εργατικής νομοθεσίας.
35. Grillenzoni. άν. σ.71.
36. O Ν. 5 Φεβρ. 1934 (Ίδε κατωτέρω) καθώρισεν επακριβέστερον τας αρμοδιότητας των Συντεχνιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου