III
Η ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ
Βάσει των αναγνωρισθεισών εν τοις διαφόροις συνεδρίοις και περιληφθεισών μεταγενεστέρως εν τω Χάρτη Εργασίας αρχών, εξεδόθησαν οι νόμοι της συνδικαλιστικής και συντεχνιακής οργανώσεως.
Ο πρώτος νόμος, εκδοθείς έτος προ του Χάρτου, είναι ο της 3 Απριλίου 1926 αρ. 563 : «περί της εννόμου ρυθμίσεως των συλλογικών σχέσεων εργασίας» ηκολουθήθη δε υπό κανόνων «περί νομικής πειθαρχίας και συλλογικών σχέσεων εργασίας» περιεχομένων εις Β. Δ. αρ. 1130 της 1 Ιουλίου 1926.
Ο νόμος ούτος εχαρακτηρίσθη υπό του Μουσολίνι «ως ο πλέον θαρραλέος, τολμηρός και καινοτόμος όλων των φασιστικών νόμων, διότι πραγματοποιεί την κοινωνικήν δικαιοσύνην, ως βασικήν επιδίωξιν του κορπορατισμού. Δια του νόμου τούτου, λέγει, το δημοκρατικοφιλελεύθερον Κράτος, το αδιάφορον απέναντι του συνδικαλιστικού φαινομένου ετάφη και εις την θέσιν του εδημιουργήσαμεν το Συνδικαλιστικόν και Συντεχνιακόν Κράτος».
Πράγματι οι κορπορατισταί υπερηφανεύονται θεωρούντες ότι η κοινωνική νομοθεσία των υπερέχει των νομοθεσιών των δημοκρατικών κρατών, «Η ριζοσπαστική και σοσιαλίζουσα Γαλλία, λέγει ο Rossoni (διάλεξις Βερολίνου 29.4.36), δεν υπερέβη ποτέ τον νόμον της του 1884, όστις νομικώς αξίζει ακόμη ολιγώτερον της περιφήμου «καταχωρήσεως των συνδικάτων» την οποίαν απεδέχθη εις ωρισμένην στιγμήν ο μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός και ο χριστιανικός συνδικαλισμός. Η Γαλλική Δημοκρατία είχε πάντοτε τον κρυφόν φόβον μήπως εισαγάγη δια της συνδικαλιστικής οργανώσεως τον δούρειον ίππον εντός του Κράτους. Η δε Αγγλία δεν έκαμε ποτέ τι περισσότερον σχετικώς με τας Trade Unions».
Ο Νόμος 563 περιλαμβάνει άρθρα 23 και διαιρείται εις 3 κεφάλαια : Περί νομικής αναγνωρίσεως των συνδικάτων και περί συλλογικών συμβολαίων εργασίας, περί δικαστηρίων εργασίας, περί λοκ άουτ και απεργίας.
Το Β. Δ. 1130 της 1 Ιουλίου 1926 περιλαμβάνει 103 άρθρα και διαιρείται εις 7 μέρη : Περί συνδικαλιστικών ενώσεων πρώτου βαθμού (σύστασις και νομική αναγνώρισις· οργάνωσις και διοίκησις· εισφοραί· επίβλεψις και κηδεμονία). Περί συνδικαλιστικών ενώσεων δευτέρου βαθμού (Ομοσπονδίαι και Συνομοσπονδίαι). Περί των κεντρικών οργάνων συνδέσεως (Συντεχνίαι). Περί συλλογικών συμβολαίων εργασίας. Περί συλλογικών διαφορών εργασίας (σύστασις Δικαστηρίου εργασίας , αγωγή, αρμοδιότης, διαδικασία, αποφάσεις, ένδικα μέσα) . Περί ενώσεως των υπαλλήλων του Κράτους κλπ. Περί αδικημάτων και ποινών.Κατωτέρω δίδομεν περίληψιν των ανωτέρω Νόμου και Διατάγματος, εξακολουθούντων να αποτελούν την βάσιν της οικονομικής οργανώσεως εν Ιταλία, παρά τας μεταγενεστέρας τροποποιήσεις, όλως λεπτομερειακάς άλλως τε. (45)
Η σωματειακή Οργάνωσις . Τα επαγγελματικά σωματεία αναγνωρίζονται νομίμως δια Β.Δ , προτάσει του αρμοδίου Υπουργού από συμφώνου με τον Υπουργ. Εσωτερικών , ακουομένου του Συμβουλίου Επικρατείας , υπό τας κάτωθι προϋποθέσεις: α) Προκειμένου περί συνδικάτων εργοδοτών να είναι εκουσίως εγγεγραμμένα μέλη απασχολούντα τουλάχιστον το δέκατον των εν τη περιφέρεια εργαζομένων εις επιχειρήσεις του είδους δια το οποίον έχουν συσταθή. Προκειμένου περί συνδικάτων εργαζομένων να συγκεντρώνουν το δέκατον των εργαζομένων εις το σχετικόν επάγγελμα.
β) Ν' αποβλέπουν εκτός των σκοπών της προστασίας των οικονομικών και ηθικών συμφερόντων των μελών των και εις την περίθαλψιν, τεχνικήν μόρφωσιν και εν γένει εκπαίδευσιν ως και εις την ηθικήν και εθνικήν αυτών αγωγήν.
γ) Οι διευθύνοντες τα συνδικάτα, ως και οι υπάλληλοι αυτών, να παρέχουν εγγυήσεις ικανότητος, ηθικής και στερεάς εθνικής πίστεως. (Νόμος 563 αρθρ. 1 και 4. Β. Δ. 1130 άρθρ.17) -(Σημ. Τούτο αποδεικνύεται συνήθως διά της εγγραφής των εις το φασιστικόν κόμμα...)
Υπό τας ανωτέρω προϋποθέσεις δύνανται ν' αναγνωρίζονται και ενώσεις ελευθέρων επαγγελματιών , επιστημόνων και καλλιτεχνών.(Νομ. αρ. 2)
Των επαγγελματικών σωματείων δύνανται να μετέχουν, απαγορευομένης της αρνήσεως εισδοχής, πολίται αμφοτέρων των φύλων συμπληρόσαντες το 18 έτος , καλής ηθικής και πολιτικής διαγωγής, ωε επίσης εμπορικαί εταιρείαι και νομικά πρόσωπα, εφόσον οι διευθυνταί και διαχειρισταί αυτών είναι επίσης καλής ηθικής και πολιτικής διαγωγής.
Ξένοι διαμένοντες από δεκαετίας εν τη χώρα δύνανται να γίνουν δεκτοί ως μέλη, δεν δύνανται όμως να εκλεγώσιν ή διορισθώσιν εις ιθυνούσας θέσεις (Β.Δ αρ 1 και 2). Αι υπηρεσίαι του Κράτους , δήμων, κοινοτήτων και δημοσίων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων , του αυτονόμου οργανισμού σιδηροδρόμων του Κράτους , των ταχυδρομικών κ.λ.π υπηρεσιών , του Ταμείου παρακαταθηκών και δανείων , της εκδοτικής Τραπέζης, ταμιευτηρίων, ημικρατικών ιδρυμάτων και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου , δεν δύνανται να μετέχουν των συνδικάτων εργοδοτών , ούτε υπόκεινται εις τας διατάξεις περί συλλογικών συμβολαίων και δικαστηρίου εργασίας. Σωματεία των υπαλλήλων των άνω νομικών προσώπων δεν δύνανται ν΄αναγνωρισθώσιν ειμή υπό ωρισμένους περιορισμούς. Εξαιρούνται αι αυτόνομοι δημοτικοποιημέναι επιχειρήσεις και το προσωπικόν αυτών (Δ. αρ.3)
Βιοτέχναι και μικρέμποροι εργαζόμενοι οι ίδιοι μεσίται, παραγγελιοδόχοι, πράκτορες, στερούμενοι του ευεργετήματος των συλλογικών συμβολαίων , ως και οι άμεσοι καλλιεργηταί αγροτικών κτημάτων και κολλήγοι, συνιστούν χωριστά συνδικάτα.(Δ.5)
Ο πρώτος νόμος, εκδοθείς έτος προ του Χάρτου, είναι ο της 3 Απριλίου 1926 αρ. 563 : «περί της εννόμου ρυθμίσεως των συλλογικών σχέσεων εργασίας» ηκολουθήθη δε υπό κανόνων «περί νομικής πειθαρχίας και συλλογικών σχέσεων εργασίας» περιεχομένων εις Β. Δ. αρ. 1130 της 1 Ιουλίου 1926.
Ο νόμος ούτος εχαρακτηρίσθη υπό του Μουσολίνι «ως ο πλέον θαρραλέος, τολμηρός και καινοτόμος όλων των φασιστικών νόμων, διότι πραγματοποιεί την κοινωνικήν δικαιοσύνην, ως βασικήν επιδίωξιν του κορπορατισμού. Δια του νόμου τούτου, λέγει, το δημοκρατικοφιλελεύθερον Κράτος, το αδιάφορον απέναντι του συνδικαλιστικού φαινομένου ετάφη και εις την θέσιν του εδημιουργήσαμεν το Συνδικαλιστικόν και Συντεχνιακόν Κράτος».
Πράγματι οι κορπορατισταί υπερηφανεύονται θεωρούντες ότι η κοινωνική νομοθεσία των υπερέχει των νομοθεσιών των δημοκρατικών κρατών, «Η ριζοσπαστική και σοσιαλίζουσα Γαλλία, λέγει ο Rossoni (διάλεξις Βερολίνου 29.4.36), δεν υπερέβη ποτέ τον νόμον της του 1884, όστις νομικώς αξίζει ακόμη ολιγώτερον της περιφήμου «καταχωρήσεως των συνδικάτων» την οποίαν απεδέχθη εις ωρισμένην στιγμήν ο μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός και ο χριστιανικός συνδικαλισμός. Η Γαλλική Δημοκρατία είχε πάντοτε τον κρυφόν φόβον μήπως εισαγάγη δια της συνδικαλιστικής οργανώσεως τον δούρειον ίππον εντός του Κράτους. Η δε Αγγλία δεν έκαμε ποτέ τι περισσότερον σχετικώς με τας Trade Unions».
Ο Νόμος 563 περιλαμβάνει άρθρα 23 και διαιρείται εις 3 κεφάλαια : Περί νομικής αναγνωρίσεως των συνδικάτων και περί συλλογικών συμβολαίων εργασίας, περί δικαστηρίων εργασίας, περί λοκ άουτ και απεργίας.
Το Β. Δ. 1130 της 1 Ιουλίου 1926 περιλαμβάνει 103 άρθρα και διαιρείται εις 7 μέρη : Περί συνδικαλιστικών ενώσεων πρώτου βαθμού (σύστασις και νομική αναγνώρισις· οργάνωσις και διοίκησις· εισφοραί· επίβλεψις και κηδεμονία). Περί συνδικαλιστικών ενώσεων δευτέρου βαθμού (Ομοσπονδίαι και Συνομοσπονδίαι). Περί των κεντρικών οργάνων συνδέσεως (Συντεχνίαι). Περί συλλογικών συμβολαίων εργασίας. Περί συλλογικών διαφορών εργασίας (σύστασις Δικαστηρίου εργασίας , αγωγή, αρμοδιότης, διαδικασία, αποφάσεις, ένδικα μέσα) . Περί ενώσεως των υπαλλήλων του Κράτους κλπ. Περί αδικημάτων και ποινών.Κατωτέρω δίδομεν περίληψιν των ανωτέρω Νόμου και Διατάγματος, εξακολουθούντων να αποτελούν την βάσιν της οικονομικής οργανώσεως εν Ιταλία, παρά τας μεταγενεστέρας τροποποιήσεις, όλως λεπτομερειακάς άλλως τε. (45)
Η σωματειακή Οργάνωσις . Τα επαγγελματικά σωματεία αναγνωρίζονται νομίμως δια Β.Δ , προτάσει του αρμοδίου Υπουργού από συμφώνου με τον Υπουργ. Εσωτερικών , ακουομένου του Συμβουλίου Επικρατείας , υπό τας κάτωθι προϋποθέσεις: α) Προκειμένου περί συνδικάτων εργοδοτών να είναι εκουσίως εγγεγραμμένα μέλη απασχολούντα τουλάχιστον το δέκατον των εν τη περιφέρεια εργαζομένων εις επιχειρήσεις του είδους δια το οποίον έχουν συσταθή. Προκειμένου περί συνδικάτων εργαζομένων να συγκεντρώνουν το δέκατον των εργαζομένων εις το σχετικόν επάγγελμα.
β) Ν' αποβλέπουν εκτός των σκοπών της προστασίας των οικονομικών και ηθικών συμφερόντων των μελών των και εις την περίθαλψιν, τεχνικήν μόρφωσιν και εν γένει εκπαίδευσιν ως και εις την ηθικήν και εθνικήν αυτών αγωγήν.
γ) Οι διευθύνοντες τα συνδικάτα, ως και οι υπάλληλοι αυτών, να παρέχουν εγγυήσεις ικανότητος, ηθικής και στερεάς εθνικής πίστεως. (Νόμος 563 αρθρ. 1 και 4. Β. Δ. 1130 άρθρ.17) -(Σημ. Τούτο αποδεικνύεται συνήθως διά της εγγραφής των εις το φασιστικόν κόμμα...)
Υπό τας ανωτέρω προϋποθέσεις δύνανται ν' αναγνωρίζονται και ενώσεις ελευθέρων επαγγελματιών , επιστημόνων και καλλιτεχνών.(Νομ. αρ. 2)
Των επαγγελματικών σωματείων δύνανται να μετέχουν, απαγορευομένης της αρνήσεως εισδοχής, πολίται αμφοτέρων των φύλων συμπληρόσαντες το 18 έτος , καλής ηθικής και πολιτικής διαγωγής, ωε επίσης εμπορικαί εταιρείαι και νομικά πρόσωπα, εφόσον οι διευθυνταί και διαχειρισταί αυτών είναι επίσης καλής ηθικής και πολιτικής διαγωγής.
Ξένοι διαμένοντες από δεκαετίας εν τη χώρα δύνανται να γίνουν δεκτοί ως μέλη, δεν δύνανται όμως να εκλεγώσιν ή διορισθώσιν εις ιθυνούσας θέσεις (Β.Δ αρ 1 και 2). Αι υπηρεσίαι του Κράτους , δήμων, κοινοτήτων και δημοσίων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων , του αυτονόμου οργανισμού σιδηροδρόμων του Κράτους , των ταχυδρομικών κ.λ.π υπηρεσιών , του Ταμείου παρακαταθηκών και δανείων , της εκδοτικής Τραπέζης, ταμιευτηρίων, ημικρατικών ιδρυμάτων και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου , δεν δύνανται να μετέχουν των συνδικάτων εργοδοτών , ούτε υπόκεινται εις τας διατάξεις περί συλλογικών συμβολαίων και δικαστηρίου εργασίας. Σωματεία των υπαλλήλων των άνω νομικών προσώπων δεν δύνανται ν΄αναγνωρισθώσιν ειμή υπό ωρισμένους περιορισμούς. Εξαιρούνται αι αυτόνομοι δημοτικοποιημέναι επιχειρήσεις και το προσωπικόν αυτών (Δ. αρ.3)
Βιοτέχναι και μικρέμποροι εργαζόμενοι οι ίδιοι μεσίται, παραγγελιοδόχοι, πράκτορες, στερούμενοι του ευεργετήματος των συλλογικών συμβολαίων , ως και οι άμεσοι καλλιεργηταί αγροτικών κτημάτων και κολλήγοι, συνιστούν χωριστά συνδικάτα.(Δ.5)
Δεν δύνανται να μετάσχωσι του αυτού συνδικάτου διανοητικώς και χειρωνακτικώς
εργαζόμενοι έστω και υπηρετούντες εις επιχείρησιν της αυτής κατηγορίας,
Διευθυνταί τεχνικοί και διοικητικοί,
προϊστάμενοι υπηρεσιών κλπ. στελέχη, συνιστούν ιδιαίτερα συνδικάτα, υπαγόμενα
ομοσπονδιακώς εις τας ενώσεις εργοδοτών (Δ. 5 και 6.) Ομοίως εις ιδιαίτερα
σωματεία συγκροτούνται αι συνεργατικαί ενώσεις, διακρινόμεναι τόσον των
επιχειρήσεων όσων και των εργατικών συνδικάτων (Δ. 8.). Αύται συνιστούν ίδιον Οργανισμόν.
Επιστήμονες και καλλιτέχναι υπηρετούντες εις επιχειρήσεις βιομηχανικάς, εμπορικάς,
τραπεζιτικάς κλπ. είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών ενώσεων όσον άφορα τ'
αποτελέσματα των συλλογικών συμβολαίων, δυνάμενοι εξ άλλου ν' ανήκουν και εις
τα σωματεία ελευθέρων επαγγελματιών- και καλλιτεχνών, (Δ. 11).
Τα Σωματεία γενικώς δεν δύνανται να εξασκήσουν εμπορίαν ούτε έχουν ανάμιξιν
εις την διαχείρισιν και διοίκησιν των
επιχειρήσεων των μελών των. (Δ. 22).
Τα επαγγελματικά σωματεία οφείλουν να περιλαμβάνουν μόνον εργοδότας ή μόνον
εργάτας δύνανται, δε να ενωθώσιν, διατηρούμενης πάντοτε της κεχωρισμένης
αντιπροσωπεύσεως εργοδοτών και εργατών, εις Ομοσπονδίας και Συνομοσπονδίας—-σωματειακάς
οργανώσεις ανωτέρου βαθμού —αποτελούσας ωσαύτως νομικά πρόσωπα, εχούσας
πειθαρχικήν έξουσίαν επί των υπ' αυτάς σωματείων και διεπομένας υπό των ιδίων
κανόνων επιβλέψεως και κηδεμονίας (Ν. 3. Δ. 32 — 41).
Τα συνδικάτα αποτελούν τον πρώτον βαθμόν της συντεχνιακής οργανώσεως
εκπροσωπούντα τα συμφέροντα των μελών των, εργοδοτών ή εργαζομένων, εις καθωρισμένας
περιφερείας, δήμους, επαρχίας ή νομούς.
Η ένωσις όλων των τοπικών συνδικάτων της ιδίας οικονομικής κατηγορίας
αποτελεί την ομοσπονδιακήν γνώσιν, ήτις περιλαμβάνει ολόκληρον την επαγγελματικήν
κλάσιν, εις ολόκληρον την χώραν, η δ' ένωσις
των Ομοσπονδιών αποτελεί την Συνομοσπονδίαν ήτις περιλαμβάνει ολόκληρον τον κλάδον
της παραγωγής. Ούτω τα διάφορα τοπικά συνδικάτα εργοδοτών ή εργαζομένων εις
επάγγελμά τι αποτελούν την Εθνικήν Ομοσπονδίαν του επαγγέλματος τούτου, αι δε
διάφοροι ομοσπονδίαι των διαφόρων επαγγελμάτων τούτων αποτελούν την Συνομοσπονδίαν
του κλάδου.
Τοιαύτας Συνομοσπονδίας το Β. Δ. Ιουλίου
1926 καθώριζεν δια μεν τους εργοδότας πέντε (βιομηχάνων, γεωργών, εμπόρων,
μεταφορών ξηράς και ποταμών, τραπεζιτών) δια δε τους εργαζομένους εξ (υπαλλήλων
και εργατών βιομηχανίας, γεωργίας, εμπορίου, θαλασσίων και εναερίων μεταφορών,
μεταφορών ξηράς, τραπεζιτικών) και μίαν δια τους ελευθέρους επαγγελματίας και
καλλιτέχνας, δυναμένας να αποτελέσωσι δύο Γενικάς Συνομοσπονδίας (εργοδοτών και
εργαζομένων).
Το 1928 διελύθησαν αι δύο Γεν. Συνομοσπονδίαι και παρέμειναν ανασυγκροτηθείσαι
αι 13 Συνομοσπονδίαι, απαγορευθείσης της
συγκροτήσεως Γενικών Συνομοσπονδιών, προς. αποφυγήν δημιουργίας ανωτέρων
οργανισμών αντιθέτων συμφερόντων υπενθυμιζόντων και δυναμένων να καταλήξωσιν εις
την «πάλην των τάξεων».
Μετά την ίδρυσιν των Συντεχνιών (Ν. 5
Φεβρουαρίου ,1934) και συμφώνως τω άρθρ. 7 του νόμου τούτου καθ' ο «τα
εις Συντεχνίαν συνηνωμένα επαγγελματικά σωματεία καθίστανται αυτόνομα εις το
συνδικαλιστικόν πεδίον αλλ' εξακολουθούν υπαγόμενα εις τας σχετικάς των
Συνομοσπονδίας» και κατόπιν της αναθέσεως ωρισμένων αρμοδιοτήτων εις τα νέα
όργανα, αι Συνομοσπονδίαι περιωρίσθησαν εις 9 διά Β.Δ. της 16 Αυγούστου 1934 τας εξής :
1) Συνομοσπονδία Γεωργών (ομοσπονδίαι 4 μέλη 850.000 αντιπροσωπευόμενοι
3.900,000)
2) Συνομοσπονδία εργαζομένων Γεωργίας (Ομοσπονδίαι 4 μέλη
2.200.000—2.800.000)
3) Συνομοσπονδία Βιομηχάνων (ομοσπονδίαι 45. μέλη 85.000—160.000)
4) Συνομοσπονδία εργαζομένων εν τη Βιομηχανία (ομοσπονδίαι 20 μέλη
2,200.000— 3.400.000)
5) Συνομοσπονδία έμπορων (ομοσπονδίαι 37 μέλη 560.000—910.000.
6) Συνομοσπονδία εργαζομένων εμπορίου .(ομοσπονδίαι 5 μέλη 405. 000—870.000).
7) Συνομοσπονδία Επιχειρήσεων Πίστεως και Ασφαλειών (ομοσπονδίαι 12 μέλη
9.000—15.000) .
8) Συνομοσπονδία εργαζομένων εις Πιστωτικά και Ασφαλιστικά Ιδρύματα (ομοσπονδίαι
4 μέλη 46.000-62.000) και
9) Συνομοσπονδία ελευθέρων επαγγελματιών και καλλιτεχνών (σωματεία 21 μέλη
122.000 αντ. 172.000)
Αι υπόλοιποι 4 (συνομοσπονδίαι μεταφορών) υπεβιβάσθησαν εις ομοσπονδίας.
Ήτοι εν συνόλω, κατά στατιστικήν 31
Δεκ. 1935, περιλαμβάνουσαν και χειροτέχνας και ιδιοκτήτας: Συνομοσπονδίαι
εργοδοτών μέλη 1,862.406 επί 9.963.604 αντιπροσωπευομένων.
Συνομοσπονδίαι εργαζομένων, ελευθέρων επαγγελματιών και καλλιτεχνών μέλη
4.973.277 επί 7.267.737 αντιπροσωπευομένων. Αι συνεργατικαί ανήρχοντο εις 15.647 με μέλη 3.317,790 (Feuille d' Inform. Corp. Aρ. 4. Aπρίλ. 1936).
Τα νομίμως αναγνωρισθέντα συνδικάτα αποτελούν πρόσωπα δημοσίου δικαίου και αντιπροσωπεύουσι νομίμως πάντας τους εργοδότας ή εργάτας, ελευθέρους επαγγελματίας κλπ, τους ανήκοντας εις την κατηγορίαν διά την οποίαν συνεστήθησαν, είτε εγγεγραμμένους είτε μη εις αυτά, (Ν, 5). Επί τούτων έχουσι δικαίωμα επιβολής εισφοράς ετησίας, εισπραττομένης διά παρακρατήσεως, εφαρμοζομένου του νόμου εισπράξεως δημοτικών φόρων, μη υπερβαινούσης διά τους εργοδότας την αμοιβήν μιας ημέρας εργασίας δι' έκαστον των υπ' αυτών απασχολούμενον εργαζόμενον και διά τους εργάτας κλπ. την αμοιβήν των μιας ημέρας εργασίας. ('Ίδε και νεώτερον Β.Δ. 1.12.1930).
Το δέκατον τουλάχιστον των εσόδων τούτων, αποτελεί εγγυητικόν κεφάλαιον των αναλαμβανομένων υπό των συνδικάτων υποχρεώσεων εκ των συλλογικών συμβολαίων εργασίας,υπευθύνων διά τας ζημίας εκ της μη εκτελέσεως των υποχρεώσεων τούτων εις περίπτωσιν αμελείας των, ή και εις τας περιπτώσεις καθ' ας ρητώς ηγγυήθησαν ως αλληλεγγύως υπεύθυνα. Αι εισφοραί χρησιμεύουν εις εκπλήρωσιν των καθηκόντων περιθάλψεως των μελών και εις συμμετοχήν εις τα έξοδα των διαφόρων Ιδρυμάτων κοινού ενδιαφέροντος και του Υπουργείου Συντεχνιών. Αι δαπάναι αύται είναι υποχρεωτικαί (Δ. 18).
Τα νομίμως ανεγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία υποδεικνύουσι τους αντιπροσώπους των εργοδοτών ή εργατών εις τας ανωτέρας οργανώσεις και συμβούλια ως και την Βουλήν, διά των Συνομοσπονδιών των. (Νομ. 2.9.1928 αρ 47 και 51).
Δεν δύναται ν' αναγνωρισθή νομίμως δι' εκάστην κατηγορίαν εργοδοτών, εργαζομένων, ελευθέρων επαγγελματιών και καλλιτεχνών ειμή εν και μόνον σωματείον (Ν. 6) ως επίσης και μία και μόνη Ομοσπονδία ή Συνομοσπονδία.
Δεν αναγνωρίζονται σωματεία έχοντα, άνευ κυβερνητικής αδείας δεσμούς ή εξαρτήσεις προς τοιαύτα διεθνούς χαρακτήρας, (Ν.6) ούτε εκείνα ων η αναγνώρισις δεν ήθελεν κριθή σκόπιμος πολιτικώς, οικονομικώς ή κοινωνικώς (Δ. 13), Η έγκρισις του διορισμού ή της εκλογής των Προέδρων και Γραμματέων γίνεται διά Β. Δ. και είναι ανακλητή. (Ν. 7). Τα σωματεία τα ασκούντα την δράσιν των εντός περιφερειών κοινοτήτων, επαρχιών ή νομών υπόκεινται εις την επίβλεψιν του Νομάρχου και της Διοικητικής επαρχιακής επιτροπής, τα ευρυτέρας περιφερείας υπόκεινται εις την επίβλεψιν του αρμοδίου Υπουργού (Ν. 8), εγκρινόντων προϋπολογισμούς, οργανισμούς, και δαπάνας τινάς και εισφοράς. (Δ. 30). Η αναγνώρισις είναι ανακλητή και τα διοικητικά συμβούλια των δύνανται να διαλυθούν υπό του Υπουργείου (Ν.9).
Τα σωματεία των υπηρετούντων εις το Κράτος, τους Δήμους και τα δημόσια ιδρύματα θέλουν διέπεσθαι υπό ιδιαιτέρων διατάξεων. Σωματεία, αξιωματικών, υπαξιωματικών, στρατιωτικών, στρατιωτών των ενόπλων δυνάμεων, δικαστικών, διοικητικών, καθηγητών ανωτέρας και μέσης εκπαιδεύσεως, και υπαλλήλων των υπουργείων Εξωτερικών και Αποικιών και του Βασιλικού Οίκου, απαγορεύονται επί ποινή και εκπτώσει εκ του βαθμού των μετεχόντων. (Ν. 11).
Συλλογικά Συμβόλαια εργασίας. Αι νομίμως ανεγνωρίσμέναι επαγγελματικαί ενώσεις οφείλουν να ρυθμίζουν διά συλλογικών συμβολαίων τας σχέσεις εργασίας μεταξύ των κατηγοριών τας οποίας αντιπροσωπεύουν (Χάρτης αρθρ. 11).
Τα Συλλογικά συμβόλαια εργασίας έχουσιν ισχύν έναντι όλων των εργοδοτών, εργατών κλπ, της κατηγορίας, είτε μελών των συνδικάτων είτε μη, καταρτίζονται υπό των συνδικάτων εγκρινόμενα υπό των ομοσπονδιών ή και απ' ευθείας υπό τούτων εφόσον ενδιαφέρουν ευρυτέρας περιφερείας, αντίγραφον δε τούτων κατατίθεται παρά τη Νομαρχία ή τω Υπουργείω, αναλόγως προς την περιφερειακήν έκτασιν του σωματείου, δημοσιευόμενον εις το Επαρχιακόν Δελτίον ή την Εφημερίδα του Κράτους αναλόγως. (Ν. 10 Δ. 48—60 Νόμος 6.5.28 αρθρ. 1, 2, 8 κλπ.)
Τα συντεχνιακά όργανα έχουσι το δικαίωμα εκδόσεως διατάξεων συμβιβαζουσών τα συμφέροντα των συμβαλλομένων προς άλληλα και ταύτα προς τα της παραγωγής. Οι κανόνες ούτοι έχουσιν ισχύν συλλογικών συμβολαίων, τροποποιούντες και ήδη υπάρχοντα τοιαύτα. (Δ, 56.57) ο εργαζόμενος όμως δεν στερείται της προστασίας των υπαρχόντων νόμων αν ούτοι είναι πλεονεκτικότεροι δι' αυτόν.
Τα συλλογικά συμβόλαια είναι υποχρεωτικά, οι παραβαίνοντες δε ταύτα, εργοδόται ή εργαζόμενοι, ως και τους γενικούς κανόνας ους ώρισαν τυχόν αι ομοσπονδίαι, κλπ. είναι αστικώς υπεύθυνοι έναντι των συνομολογησάντων το συμβόλαιον σωματείων (Ν. 10).
Τοιαύτα συλλογικά συμβόλαια έχουν καταρτισθή (1936) υπέρ τας δεκαπέντε χιλιάδας εξ ων υπερχίλια γενικά δι' όλον το Κράτος.
Δικαστήριον εργασίας. Αι σχετικαί με την (ρύθμισιν των συλλογικών σχέσεων εργασίας διαφοραί αι αφορώσαι τα συλλογικά συμβόλαια εργασίας, τας κειμένας διατάξεις ή την εφαρμογήν νέων όρων εργασίας, υπάγονται εις την αρμοδιότητα των Εφετείων, λειτουργούντων ως Δικαστηρίων Εργασίας. (Χάρτης αρ. 4. Ν. 13. Β. Δ. 61-86).
Δια την λειτουργίαν των Εφετείων ως Δικαστηρίων Εργασίας συγκροτείται εις έκαστον των 16 Εφετείων του Κράτους ειδικόν τμήμα εκ τριών δικαστών, εξ ων εις πρόεδρος τμήματος και δύο εφέται, εις τους οποίους προστίθενται ως εμπειρογνώμονες, δύο επαγγελματίαι ειδικοί επι των ζητημάτων της παραγωγής και της εργασίας (Ν. 14) εκ πίνακος καταρτιζομένου κατ' Εφετεία.
Το Δικαστήριον εργασίας δικάζει κατά τας αρχάς της ισότητας, συνδιαλλάσσον τα αντιτιθέμενα συμφέροντα προστάτευαν εν πάσει περιπτώσει τ' ανώτερα συμφέροντα της παραγωγής.
Το Δικαστήριον διά του Προέδρου οφείλει να προσπαθήση να επιβάλη δίκαιον συμβιβασμόν. Εάν επιτευχθή συνδιαλλαγή γίνεται μνεία εν τοις πρακτικοίς, άτινα επέχουν τότε θέσιν συλλογικού συμβολαίου.
Αι αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργασίας υπόκεινται εις αναίρεσιν ενώπιον του Ακυρωτικού, μόνον διά τους προβλεπομένους υπό της πολιτικής δικονομίας λόγους (Ν. 16. Β. Δ. 86-91).
Η αγωγή διά τας διαφοράς ή την διατύπωσιν νέων όρων εργασίας, ασκείται υπό των ανεγνωρισμένων σωματείων και κατά τούτων ή και παρά του Εισαγγελέως, οσάκις επιβάλλεται υπό του δημοσίου συμφέροντος. Δεν επιτρέπεται όμως δικαστική ενέργεια εάν υπαρχουσών τυχόν ανωτέρων σωματειακών οργανώσεων, δεν προσεπάθησαν αύται να λύσωσι συμβιβαστικώς τας διαφοράς.
Αι αποφάσεις έχουν γενικήν ισχύν και δημοσιεύονται αναλόγως εις το Επαρχιακόν Δελτίον ή την Εφημερίδα του Κράτους, παράγουσαι όλα τα έννομα αποτελέσματα των συλλογικών Συμβολαίων. (Ν. 17. Δ. 61—91).
Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των διατάξεων του κοινού δικαίου περί της αστικής ευθύνης διά την μη εκτέλεσιν των αποφάσεων του Δικαστηρίου εργασίας, επιβάλλεται φυλάκισις μέχρις έτους μεν μετά προστίμου 500 λιρεττών εις τους εργοδότας και εργάτας, μέχρι διετίας δε και προστίμου 10.000 λιρεττών εις τους διευθύνοντας σωματεία, εφαρμοζόμενης της διατάξεως του Ποινικού Κώδικος περί συρροής αδικημάτων όταν εις την μη εκτέλεσιν των αποφάσεων του δικαστηρίου εργασίας προστίθεται το αδίκημα του Λοκ άουτ ή της απεργίας. (Ν 22.).
Απεργίαι. Λοκ άουτ.Το κλείσιμον των εργοστασίων και η απεργία απαγορεύονται προβλεπομένων ποινών 10—100 χιλ. λιρεττών διά τους εργοδότας και 100—1.000 διά τους υπαλλήλους και εργάτας, Οι αρχηγοί τιμωρούνται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών και με πρόστιμον (Ν. 18),
Οι εξαρτώμενοι από το Κράτος και οι ασκούντες επιχειρήσεις δημοσίας ανάγκης υπόκεινται και τιμωρούνται με αυστηροτέρας ποινάς και μέχρι ειρκτής τριών ετών, εάν προέκυψεν κίνδυνος προσώπων ή θάνατος εκ της διακοπής της εργασίας, απαγορευομένης διά τριετίαν τουλάχιστον της ασκήσεως δημοσίων υπηρεσιών (Ν. 19). Τας κατηγορίας υπηρεσιών δημοσίας ανάγκης καθορίζει ο Υπουργός Συντεχνιών διά διατάγματος βάσει του οποίου οι δήμοι συντάσσουν πίνακας των ούτω χαρακτηριζομένων. Υγειονομικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, γεωμέτραι και γεωργικοί τεχνικοί, θεωρούνται πάντοτε εκτελούντες υπηρεσίαν δημοσίας ανάγκης. (Δ. 97—98).
Επίσης τιμωρούνται δημόσιοι λειτουργοί κλπ. αποφεύγοντες να πράξωσι ό,τι δύνανται προς εξακολούθησιν ή επανάληψιν διακοπτόμενης εργασίας.
Όταν η διακοπή της εργασίας ή και αντικανονική παροχή ταύτης γίνεται επί σκοπώ εκβιάσεως ή επηρεασμού οργάνων ή συμβουλίων του Κράτους, δήμων κλπ. οι αρχηγοί τιμωρούνται με ειρκτήν μέχρις επτά ετών. (Ν. 22. Δ. 95—99).
Τα σωματεία των υπηρετούντων εις το Κράτος, τους Δήμους και τα δημόσια ιδρύματα θέλουν διέπεσθαι υπό ιδιαιτέρων διατάξεων. Σωματεία, αξιωματικών, υπαξιωματικών, στρατιωτικών, στρατιωτών των ενόπλων δυνάμεων, δικαστικών, διοικητικών, καθηγητών ανωτέρας και μέσης εκπαιδεύσεως, και υπαλλήλων των υπουργείων Εξωτερικών και Αποικιών και του Βασιλικού Οίκου, απαγορεύονται επί ποινή και εκπτώσει εκ του βαθμού των μετεχόντων. (Ν. 11).
Συλλογικά Συμβόλαια εργασίας. Αι νομίμως ανεγνωρίσμέναι επαγγελματικαί ενώσεις οφείλουν να ρυθμίζουν διά συλλογικών συμβολαίων τας σχέσεις εργασίας μεταξύ των κατηγοριών τας οποίας αντιπροσωπεύουν (Χάρτης αρθρ. 11).
Τα Συλλογικά συμβόλαια εργασίας έχουσιν ισχύν έναντι όλων των εργοδοτών, εργατών κλπ, της κατηγορίας, είτε μελών των συνδικάτων είτε μη, καταρτίζονται υπό των συνδικάτων εγκρινόμενα υπό των ομοσπονδιών ή και απ' ευθείας υπό τούτων εφόσον ενδιαφέρουν ευρυτέρας περιφερείας, αντίγραφον δε τούτων κατατίθεται παρά τη Νομαρχία ή τω Υπουργείω, αναλόγως προς την περιφερειακήν έκτασιν του σωματείου, δημοσιευόμενον εις το Επαρχιακόν Δελτίον ή την Εφημερίδα του Κράτους αναλόγως. (Ν. 10 Δ. 48—60 Νόμος 6.5.28 αρθρ. 1, 2, 8 κλπ.)
Τα συντεχνιακά όργανα έχουσι το δικαίωμα εκδόσεως διατάξεων συμβιβαζουσών τα συμφέροντα των συμβαλλομένων προς άλληλα και ταύτα προς τα της παραγωγής. Οι κανόνες ούτοι έχουσιν ισχύν συλλογικών συμβολαίων, τροποποιούντες και ήδη υπάρχοντα τοιαύτα. (Δ, 56.57) ο εργαζόμενος όμως δεν στερείται της προστασίας των υπαρχόντων νόμων αν ούτοι είναι πλεονεκτικότεροι δι' αυτόν.
Τα συλλογικά συμβόλαια είναι υποχρεωτικά, οι παραβαίνοντες δε ταύτα, εργοδόται ή εργαζόμενοι, ως και τους γενικούς κανόνας ους ώρισαν τυχόν αι ομοσπονδίαι, κλπ. είναι αστικώς υπεύθυνοι έναντι των συνομολογησάντων το συμβόλαιον σωματείων (Ν. 10).
Τοιαύτα συλλογικά συμβόλαια έχουν καταρτισθή (1936) υπέρ τας δεκαπέντε χιλιάδας εξ ων υπερχίλια γενικά δι' όλον το Κράτος.
Δικαστήριον εργασίας. Αι σχετικαί με την (ρύθμισιν των συλλογικών σχέσεων εργασίας διαφοραί αι αφορώσαι τα συλλογικά συμβόλαια εργασίας, τας κειμένας διατάξεις ή την εφαρμογήν νέων όρων εργασίας, υπάγονται εις την αρμοδιότητα των Εφετείων, λειτουργούντων ως Δικαστηρίων Εργασίας. (Χάρτης αρ. 4. Ν. 13. Β. Δ. 61-86).
Δια την λειτουργίαν των Εφετείων ως Δικαστηρίων Εργασίας συγκροτείται εις έκαστον των 16 Εφετείων του Κράτους ειδικόν τμήμα εκ τριών δικαστών, εξ ων εις πρόεδρος τμήματος και δύο εφέται, εις τους οποίους προστίθενται ως εμπειρογνώμονες, δύο επαγγελματίαι ειδικοί επι των ζητημάτων της παραγωγής και της εργασίας (Ν. 14) εκ πίνακος καταρτιζομένου κατ' Εφετεία.
Το Δικαστήριον εργασίας δικάζει κατά τας αρχάς της ισότητας, συνδιαλλάσσον τα αντιτιθέμενα συμφέροντα προστάτευαν εν πάσει περιπτώσει τ' ανώτερα συμφέροντα της παραγωγής.
Το Δικαστήριον διά του Προέδρου οφείλει να προσπαθήση να επιβάλη δίκαιον συμβιβασμόν. Εάν επιτευχθή συνδιαλλαγή γίνεται μνεία εν τοις πρακτικοίς, άτινα επέχουν τότε θέσιν συλλογικού συμβολαίου.
Αι αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργασίας υπόκεινται εις αναίρεσιν ενώπιον του Ακυρωτικού, μόνον διά τους προβλεπομένους υπό της πολιτικής δικονομίας λόγους (Ν. 16. Β. Δ. 86-91).
Η αγωγή διά τας διαφοράς ή την διατύπωσιν νέων όρων εργασίας, ασκείται υπό των ανεγνωρισμένων σωματείων και κατά τούτων ή και παρά του Εισαγγελέως, οσάκις επιβάλλεται υπό του δημοσίου συμφέροντος. Δεν επιτρέπεται όμως δικαστική ενέργεια εάν υπαρχουσών τυχόν ανωτέρων σωματειακών οργανώσεων, δεν προσεπάθησαν αύται να λύσωσι συμβιβαστικώς τας διαφοράς.
Αι αποφάσεις έχουν γενικήν ισχύν και δημοσιεύονται αναλόγως εις το Επαρχιακόν Δελτίον ή την Εφημερίδα του Κράτους, παράγουσαι όλα τα έννομα αποτελέσματα των συλλογικών Συμβολαίων. (Ν. 17. Δ. 61—91).
Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των διατάξεων του κοινού δικαίου περί της αστικής ευθύνης διά την μη εκτέλεσιν των αποφάσεων του Δικαστηρίου εργασίας, επιβάλλεται φυλάκισις μέχρις έτους μεν μετά προστίμου 500 λιρεττών εις τους εργοδότας και εργάτας, μέχρι διετίας δε και προστίμου 10.000 λιρεττών εις τους διευθύνοντας σωματεία, εφαρμοζόμενης της διατάξεως του Ποινικού Κώδικος περί συρροής αδικημάτων όταν εις την μη εκτέλεσιν των αποφάσεων του δικαστηρίου εργασίας προστίθεται το αδίκημα του Λοκ άουτ ή της απεργίας. (Ν 22.).
Απεργίαι. Λοκ άουτ.Το κλείσιμον των εργοστασίων και η απεργία απαγορεύονται προβλεπομένων ποινών 10—100 χιλ. λιρεττών διά τους εργοδότας και 100—1.000 διά τους υπαλλήλους και εργάτας, Οι αρχηγοί τιμωρούνται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών και με πρόστιμον (Ν. 18),
Οι εξαρτώμενοι από το Κράτος και οι ασκούντες επιχειρήσεις δημοσίας ανάγκης υπόκεινται και τιμωρούνται με αυστηροτέρας ποινάς και μέχρι ειρκτής τριών ετών, εάν προέκυψεν κίνδυνος προσώπων ή θάνατος εκ της διακοπής της εργασίας, απαγορευομένης διά τριετίαν τουλάχιστον της ασκήσεως δημοσίων υπηρεσιών (Ν. 19). Τας κατηγορίας υπηρεσιών δημοσίας ανάγκης καθορίζει ο Υπουργός Συντεχνιών διά διατάγματος βάσει του οποίου οι δήμοι συντάσσουν πίνακας των ούτω χαρακτηριζομένων. Υγειονομικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, γεωμέτραι και γεωργικοί τεχνικοί, θεωρούνται πάντοτε εκτελούντες υπηρεσίαν δημοσίας ανάγκης. (Δ. 97—98).
Επίσης τιμωρούνται δημόσιοι λειτουργοί κλπ. αποφεύγοντες να πράξωσι ό,τι δύνανται προς εξακολούθησιν ή επανάληψιν διακοπτόμενης εργασίας.
Όταν η διακοπή της εργασίας ή και αντικανονική παροχή ταύτης γίνεται επί σκοπώ εκβιάσεως ή επηρεασμού οργάνων ή συμβουλίων του Κράτους, δήμων κλπ. οι αρχηγοί τιμωρούνται με ειρκτήν μέχρις επτά ετών. (Ν. 22. Δ. 95—99).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου