Η περιγραφή
των τελευταίων ωρών των καταδικασμένων σε θάνατο δύο στρατηγών , από άγνωστο
αυτόπτη μάρτυρα, που υπογράφει σαν ΑΘΗΝΑΙΟΣ δημοσιεύτηκε
στην Ελληνική εφημερίδα της Νέας Υόρκης "ΑΤΛΑΝΤΙΣ". Το ίδιο κείμενο
αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΣ
ΚΟΣΜΟΣ των Αθηνών στις 29 Ιουνίου 1935.
Πολύ δραματική ήτο η εκτέλεσις της θανατικής ποινής του αντιστρατήγου Παπούλα και υποστρατήγου Κοιμήση , καταδικασθέντων εις θάνατον ως αρχηγών της επαναστατικής οργανώσεως "Δημοκρατική Άμυνα " ήτις σκοπόν είχε να βοηθήση τους στρατιωτικούς επαναστάτας, εξοπλίζουσα όχλον και τρομοκρατούσα τους Αθηναίους.
Το υπό τη προεδρία του υποστράτηγου της Αεροπορίας κ. Ρέππα Στρατοδικείον το οποίο καταδίκασε σε θάνατο τους στρατηγούς Παπούλα και Κοιμήση |
Την νύκτα της 23 Απριλίου εξαιρετική κίνησις παρετηρείτο επί του "Αβέρωφ" και εις τας πέριξ οδούς. Τα φώτα των φυλακών όπως εφαίνοντο από μακρυά, ετρεμόσβυναν εν τω μεταξύ μαρτυρούντα κατάστασιν ασυνήθη. Τί εγίνετο λοιπόν εκεί μέσα;
Κατορθώνομεν να πλησιάσωμεν και να πληροφορηθώμεν. Ο διευθυντής των φυλακών κ. Τριανταφυλλίδης είχε διαβεβαιώσει προ ολίγου τους δύο στρατηγούς ότι δεν θα εξετελούντο την νύκτα εκείνην, και οι δύο κατάδικοι είχον κατακλιθή εις το κελί των κατόπιν της διαβεβαιώσεως αυτής και εκοιμώντο ήσυχοι. Πράγματι δεν υπήρχε καμμία είδησις μέχρι της στιγμής εκείνης.
Ο υποφρούραρχος συνταγματάρχης κ. Αλεξόπουλος είχε λάβει από ενωρίς όλα τα κατάλληλα μέτρα επί τη προόψει ενδεχομένης εκτελέσεως. Την 2αν όμως πρωινήν ώραν διετάχθη τηλεφωνικώς υπό του αντιστρατήγου αρχηγού του Α Σώματος Στρατού κ. Παναγιωτάκου να αναστείλη όλα τα ληφθέντα μέτρα διότι πιθανότατα δεν θα εγίνετο η εκτέλεσις. Ο κ. Αλεξανδρόπουλος συνεμορφώθη με την διαταγήν του κ. Παναγιωτάκου. Ολίγον όμως αργότερον έλαβεν νέαν διαταγήν του ιδίου.
Κατορθώνομεν να πλησιάσωμεν και να πληροφορηθώμεν. Ο διευθυντής των φυλακών κ. Τριανταφυλλίδης είχε διαβεβαιώσει προ ολίγου τους δύο στρατηγούς ότι δεν θα εξετελούντο την νύκτα εκείνην, και οι δύο κατάδικοι είχον κατακλιθή εις το κελί των κατόπιν της διαβεβαιώσεως αυτής και εκοιμώντο ήσυχοι. Πράγματι δεν υπήρχε καμμία είδησις μέχρι της στιγμής εκείνης.
Ο υποφρούραρχος συνταγματάρχης κ. Αλεξόπουλος είχε λάβει από ενωρίς όλα τα κατάλληλα μέτρα επί τη προόψει ενδεχομένης εκτελέσεως. Την 2αν όμως πρωινήν ώραν διετάχθη τηλεφωνικώς υπό του αντιστρατήγου αρχηγού του Α Σώματος Στρατού κ. Παναγιωτάκου να αναστείλη όλα τα ληφθέντα μέτρα διότι πιθανότατα δεν θα εγίνετο η εκτέλεσις. Ο κ. Αλεξανδρόπουλος συνεμορφώθη με την διαταγήν του κ. Παναγιωτάκου. Ολίγον όμως αργότερον έλαβεν νέαν διαταγήν του ιδίου.
-Να εκτελεσθούν το ταχύτερον .
Ήτο η ώρα 2.40 π.μ .Τί είχε συμβή εν τω μεταξύ δια να δοθή η νέα αυτή διαταγή και να ανακληθή η προηγούμενη διαταγή; Μυστήριον.
Ήτο η ώρα 2.40 π.μ .Τί είχε συμβή εν τω μεταξύ δια να δοθή η νέα αυτή διαταγή και να ανακληθή η προηγούμενη διαταγή; Μυστήριον.
Ο αντισυνταγματάρχης Ασημακόπουλος (αριστερά) με το δικαστικό σύμβουλο Γαρέζο. |
-Είναι αδύνατον να παραστώ , λέγει, εις την τρομεράν αυτήν σκηνήν.
Ο κ. υποφρούραρχος υπενθυμίζει τότε εις τον κ. Ασημακόπουλον τας συνεπείας της αρνήσεώς του. Αλλ' ο κ. Ασημακόπουλος απαντά :
-Εν γνώσει των συνεπειών της αρνήσεώς μου , αρνούμαι!
Αναζητεί κατόπιν τούτου ο κ. Αλεξόπουλος τον συμπαρασταθέντα εις την δίκην δια το δικονομικόν μέρος ως βοηθόν Κυβερνητικόν Επίτροπον , δικαστικόν σύμβουλον κ. Γαρέζον , τον ευρίσκει δε εις την οικίαν του και ημίγυμνον σχεδόν τον απάγει και τον φέρει εις τας φυλακάς. Ήτο η ώρα 3η πρωινή πλεόν. Αλλά και πάλιν νέαι δυσκολίαι παρουσιάζονται. Έλειπεν ο ιερεύς των φυλακών . Και αναζητείται και ευρίσκεται άλλος από το 1ον πεζικόν σύνταγμα. Τώρα έμεινε πλέον μόνον η ανακοίνωσης της επικειμένης εκτελέσεως εις τους μελλοθανάτους., οι οποίοι εκοιμώντο εν τω μεταξύ ήσυχοι, έχοντας πστεύσει εις την αφ' εσπέρας δοθείσαν διαβεβαίωσιν του κ.Τριανταφυλλίδη. Ποίος όμως θα έκανε την ανακοίνωσιν προς τους μελλοθανάτους;
Αντιστράτηγος Παπούλας |
Υποστράτηγος Κοιμήσης. |
Αποφασίζεται τέλος,
όπως η αφύπνισις των μελλοθανάτων και η
ανακοίνωσις γίνη δι' ενός φύλακος.
Ο φύλαξ ανέρχεται μετά δύο λεπτά και εισέρχεται εις το κελλί
όπου εκοιμώντο οι δύο στρατηγοί.
Αφυπνίζει πρώτον τον Πάπούλαν.
-Στρατηγέ μου ξυπνήστε .
Ο Παπούλας ξεπετιέται
αμέσως έντρομος. Αλλά συγχρόνως
σχεδόν ξεπετιέται και ο Κοιμήσης, ο
οποίος μειδιών ερωτά τον φύλακα:
-Τι, θα κοιμηθούμε δια παντός;
-Τι συμβαίνει λοιπόν ; ερωτά ο Παπούλας .
-Ντυθήτε στρατηγέ
μου, απαντά ο φύλαξ , και κατεβήτε.
Δεν εχρειάζετο τίποτε
περισσότερον . Ο Παπούλας κλονίζεται προς στιγμήν (είναι 78 ετών), αλλά
σπεύδει και τον υποβαστάζει ο Κοιμήσης. Επανευρίσκουν ταχέως τας
αισθήσεις και το θάρρος των αμφότεροι ,
ενδύονται και κατέρχονται μετ'
ολίγον εις το προαύλιον όπου τους αναμένουν ο υποφρούραρχος , ο
κυβερνητικός επίτροπος και άλλοι τινές αξιωματικοί.
Νεκρική σιγή βασιλεύει την ώραν εκείνην. Οι μελλοθάνατοι ζητούν να προσευχηθούν εις τον ναΐσκον των φυλακών. Και έως ότου εισέλθη πρώτος ο ιερεύς και ετοιμάση τα Άχραντα Μυστήρια , των οποίων θα κοινωνήσουν οι δύο στρατηγοί δέχονται ένα σιγαρέττον εκ μέρους του υποφρουράρχου και το καπνίζουν απνευστί.
'Επειτα εισέρχονται εις την εκκλησίαν , κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων και ασπάζονται κατόπιν τα εικονίσματα.
Εξέρχονται ακολούθως εις το προαύλιον πάλιν και ο Κοιμήσης ερωτά:
-Έτοιμοι;
Αλλά παρεμβαίνει αποτόμως ο Παπούλας και απευθυνόμενος προς τον υποφρούραρχον λέγει:
-Εδώ μέσα στην ίδια φυλακή κρατείται και το παιδί μου. Θέλετε να μου επιτρέψετε να το δω για τελευταία φορά;
Ο διευθυντής των φυλακών και ο υποφρούραρχος συγκατατίθενται. Και αποστέλλεται ένας φύλαξ δια να φέρη από το κελλί του τον υιόν Παπούλαν. Παρέρχονται ελάχιστα λεπτά εν σιγή. Και μετ' ολίγον από το βάθος ενός ισογείου διαδρόμου , ο οποίος οδηγεί εις το προαύλιον , ακούεται δονούσα την γαλήνην της νυκτός μία σπαρακτική κραυγή:
-Πατέραααααααα!
-Παιδί μου , φωνάζει ο Παπούλας αμέσως .
Και πριν παρέλθουν δευτερόλεπτα φαίνεται τρέχων προς το κέντρον του προαυλίου έξαλλος ο υιός. Ρίπτεται ολολύζων εις την ανοικτήν αγκάλην του μελλοθανάτου πατρός του... Και ενούνται έτσι αμφότεροι εις ένα ατελείωτον εναγκαλισμόν....
Όλοι οι παριστάμενοι κλαίομεν . Ο υποφρούραρχος , ο κυβερνητικός επίτροπος σπογγίζουν τα μάτια των. Και δεν αποφασίζει κανείς να διαχωρίση το τραγικόν κείνο σύμπλεγμα του καταδίκου υιού και του μελλοθανάτου πατρός , το οποίον παρατείνεται επί πολλά λεπτά.
Ένας υπενωματάρχης τους διαχωρίζει τέλος.
Ο υιός απάγεται μετά τούτο και οι μελλοθάνατοι οδηγούνται έξω των φυλακών.
Εξέρχονται ακολούθως εις το προαύλιον πάλιν και ο Κοιμήσης ερωτά:
-Έτοιμοι;
Αλλά παρεμβαίνει αποτόμως ο Παπούλας και απευθυνόμενος προς τον υποφρούραρχον λέγει:
-Εδώ μέσα στην ίδια φυλακή κρατείται και το παιδί μου. Θέλετε να μου επιτρέψετε να το δω για τελευταία φορά;
Ο διευθυντής των φυλακών και ο υποφρούραρχος συγκατατίθενται. Και αποστέλλεται ένας φύλαξ δια να φέρη από το κελλί του τον υιόν Παπούλαν. Παρέρχονται ελάχιστα λεπτά εν σιγή. Και μετ' ολίγον από το βάθος ενός ισογείου διαδρόμου , ο οποίος οδηγεί εις το προαύλιον , ακούεται δονούσα την γαλήνην της νυκτός μία σπαρακτική κραυγή:
-Πατέραααααααα!
-Παιδί μου , φωνάζει ο Παπούλας αμέσως .
Και πριν παρέλθουν δευτερόλεπτα φαίνεται τρέχων προς το κέντρον του προαυλίου έξαλλος ο υιός. Ρίπτεται ολολύζων εις την ανοικτήν αγκάλην του μελλοθανάτου πατρός του... Και ενούνται έτσι αμφότεροι εις ένα ατελείωτον εναγκαλισμόν....
Όλοι οι παριστάμενοι κλαίομεν . Ο υποφρούραρχος , ο κυβερνητικός επίτροπος σπογγίζουν τα μάτια των. Και δεν αποφασίζει κανείς να διαχωρίση το τραγικόν κείνο σύμπλεγμα του καταδίκου υιού και του μελλοθανάτου πατρός , το οποίον παρατείνεται επί πολλά λεπτά.
Ένας υπενωματάρχης τους διαχωρίζει τέλος.
Ο υιός απάγεται μετά τούτο και οι μελλοθάνατοι οδηγούνται έξω των φυλακών.
Eις την κεντρικήν είσοδον των
φυλακών αναμένουν ήδη από πολλής ώρας
πέντε αυτοκίνητα. Του πρώτου τούτων
επιβιβάζεται το απόσπασμα φαντάρων και του δευτέρου απόσπασμα
χωροφυλάκων. Του τρίτου, επιβιβάζονται
οι μελλοθάνατοι με τον ιερέα, ο
οποίος έχει αρχίσει να αναγιγνώσκη εν τω μεταξύ τας νεκροσίμους ευχάς.
Τα τρία πρώτα αυτοκίνητα
αυτοκίνητα εκκινούν.
Ο ιερεύς ψάλλει:
-Άμωμοι εν οδώ αλληλούια.....
Η πομπή κατευθύνεται προς την οδόν Μεσογείων .Κάμπτει όμως
μετ' ολίγον προς τον συνοικισμόν Ζωγράφου
και σταματά μετ' ου πολύ προ του ερημικού νεκροταφείου , εις μικράν απόστασιν από της Καισαριανής .
Είναι ακόμη νυξ. Την ερημικήν περιοχήν φωτίζει αμυδρώς το
φεγγάρι που είναι εις το τελευταίον του
τέταρτον .Από μακράν ακούονται μόλις τα πρωινά λαλήματα του πετεινού.Γλυκοχαράζει.
Ο υποφρούραρχος , ο κυβερνητικός επίτροπος και οι λοιποί επί
κεφαλής κατέρχονται πρώτοι του
αυτοκινήτου των και συνεννοούνται....
Θα γίνη αμέσως η εκτέλεσις με το φως των προβολέων των αυτοκινήτων; Ή
εφ' όσον είναι ήδη 4.30 η ώρα θα είναι καλλίτερον να περιμένουν το ξημέρωμα; Αποφασίζουν εν τέλει το δεύτερον
.Και διατάσσουν να μη αποβιβασθούν εν τω μεταξύ οι μελλοθάνατοι εκ του
αυτοκινήτου των. Η αγωνία των δύο στρατηγών παρατείνεται έτσι . Ο ιερεύς σιγοψάλλει πάντοτε δίπλα των.
Αλλά τα αποσπάσματα εις το μεταξύ ετοιμάζονται .Δύο
αποσπάσματα από 14 χωροφύλακες το καθένα. Από ένα δια τον κάθε μελλοθάνατον . Εξευρίσκεται εν τω μεταξύ και ο κατάλληλος χώρος της
εκτελέσεως . Και την 5ην πρωινήν ώραν
ακριβώς ο Παπούλας και ο Κοιμήσης καταβιβάζονται εκ του αυτοκινήτου των. Είχε
αρχίσει να φωτίζη πλατειά πλέον και εις την αυγινήν εκείνην γαλήνην το δράμα
προσελάμβανεν εξαιρετικήν
τραγικότητα και μεγαλοπρέπειαν
ταυτοχρόνως.
Οι δύο μελλοθάνατοι οδηγήθησαν εις τον ωρισμένον χώρον και ετοποθετήθησαν εις απόστασιν 15 μέτρων ο ένας από τον άλλον.
Απέναντί του καθ' ενός και εις απόστασιν 20 μέτρων παρετάχθη αμέσως ανά ένα εκ των δύο ως άνω αποσπασμάτων από 14 χωροφύλακας.
Επλησίασε τότε ο κυβερνητικός επίτροπος κ. Γαρέζος
όπως αναγνώση την απόφασιν του στρατοδικείου.
Οι επικεφαλής των αποσπασμάτων διατάσσουν προσοχήν. Και λαμβάνουν τότε στάσιν προσοχής μαζί με τ' απόσπασμα και οι μελλοθάνατοι επίσης.
Ο κ. Γαρέζος περαίνει την ανάγνωσιν της αποφάσεως. Και οι
επικεφαλής των αποσπασμάτων διατάσσουν:
-Παρά πόδα αρμ!
Έπειτα ερωτούν τους
μελλοθανάτους ποίαι είναι αι τελευταίαι θελήσεις των. Και απαντά μόνον ο Κοιμήσης λέγων:
-Παρακαλώ να ταφώ εις
το Μαρούσι.
Οι επί κεφαλής δίνουν τότε νέο παράγγελμα :
-Φέρτε αρμ!
Και αμέσως κατόπιν:
-Επί σκοπόν!
Οι χωροφύλακες των αποσπασμάτων προτείνουν τα όπλα . Αλλά την στιγμήν
εκείνην ακριβώς ο Παπούλας προτείνει την δεξιάν χείραν και φωνάζει :
-Σταθήτε . ΄Εχω να ειπώ κάτι. Φωνάξτε , παρακαλώ, τον κ.υποφρούραρχον
, διότι θέλω να ακούση και αυτός,
Ο κ. Αλεξόπουλος , ο οποίος είχεν απομακρυνθή ολίγον εν τω μεταξύ καλείται και
πλησιάζει πράγματι. Και τότε ο Παπούλας
, απευθυνόμενος προς τους χωροφύλακας ,
είπε τα εξής ολίγα λόγια επί λέξει:
"Παιδιά μου , δεν έχω παράπονο μαζί σας , διότι εκτελείτε την διαταγήν που ελάβατε και καλά κάμνετε. Θέλω
να διακηρύξω την τελευταίαν στιγμήν της της ζωής μου πως ότι έκανα
το έκαμα για το καλό της Πατρίδος. Δεν είμαι προδότης! Ετίμησα τα
Ελληνικά όπλα και περιήγαγα τα Ελληνικά
χρώματα παντού.".
Εις το σημείον αυτό
παρατηρείται κάποια συγκίνησις
μεταξύ των χωροφυλάκων των
αποσπασμάτων . Και ο κ. Αλεξόπουλος θέλων να προλάβη επέκτασίν της, διακόπτει
τότε τον Παπούλαν και λέγει:
-Ναι στρατηγέ, αλλά εις τα τελευταία έτη του βίου σας επροδώσατε
την Πατρίδα και εζητήσατε να την διαιρέσητε!
-Οχι δεν την επρόδωσα! Ζήτω η Πατρίς , φωνάζει ο Παπούλας.
-Ζήτω η Πατρίς , φωνάζει συγχρόνως και ο Κοιμήσης ,
υψώνων το δεξί χέρι και το κεφάλι
υπερηφάνως!
-Επί σκοπόν, παραγγέλλει ο επικεφαλής.
-Πυρ!
Και οι δύο στρατηγοί κυλιούνται μετά ένα δευτερόλεπτον
νεκροί εις το χώμα. Οι επικεφαλής
πλησιάζουν και ρίπτουν τας χαριστικάς
βολάς. Ένα φορείον του Ερυθρού Σταυρού παρέλαβεν ακολούθως τα δύο πτώματα και
τα μετέφερεν εις το Νεκροταφείον. ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου