Ο ΜΠΑΛΑΦΑΡΑΣ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Έλληνες στρατιώτες γιορτάζουν τη μεγάλη νίκη του Σκρα |
ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ ΤΟ ΠΡΩΙ σήμερα μες στη ζέστη, είχαμε μιαν ανεπιθύμητην επίσκεψη. Έτσι του κατέβηκε του Μπαλαφάρα [1] να πάρει το επιτελείο του και νάρθει να επιθεωρήσει τον τομέα. Καταπόδι του ο Κοντούλης, ο ταγματάρχης του Μηχανικού, ο Πολίτης, ο δραγουμάνος του, ο γάλλος αξιωματικός του τομέα, κι ο λοχαγός μας φυσικά. Ο Μπαλαφάρας κάνει αυτές τις επίδειξες της παλικαριάς του δίχως κάσκα στο κεφάλι, με όλα τα χρυσαφικά στους ώμους και στο πηλίκιο. Όποτε τόνε χτυπήσει η λόξα παίρνει σβάρνα τα χαρακώματα, μέρα μεσημέρι, να δει « πως τα περνούν τα παιδιά του ». Η επιδειχτική περιφρόνηση αυτού του ανθρώπου προς το θάνατο είναι άλλο πράμα. Περπατά μες στο χαράκωμα με όλη την ησυχία του, μεγάλος κι αλύγιστος σαν πύργος, μ' ολάκερο το κεφάλι έξω από το προπέτασμα. Πάει κορδωμένος σαν σε παρέλαση. Δεν ξέρει κανείς τι να του θαμάξει. Την παλαβάδα ή την παλικαριά. Εννοείται πως κ' οι φουκαράδες οι αξιωματικοί που σέρνει μαζί του δεν κοτάνε να βγάλουν τσιμουδιά ενάντια σ' αυτές τις ανακεφαλιές. Τον ακολουθάνε λοιπόν και με την ψυχή στο στόμα αναγκάζουνται να περπατάνε κι αυτοί ολόρτοι και τεντωμένοι μέσα στην μπούκα του Περιστερίου.
Ο γάλλος αξιωματικός του τομέα μας γίνεται έξω φρενώ γι' αυτές τις ανισορροπίες, γιατί ξεσπούνε στην καμπούρα μας. Οι παρατηρητές απ' αντίκρυ διακρίνουν πολλές φορές το πηλίκιο του Μπαλαφάρα που αστραποβολά μες στον ήλιο με τα χρυσάφια του, τηλεφωνάνε στο πυροβολικό τους κι αρχίζει το γλέντι. Το χαράκωμα πολλές φορές γίνεται γης μαδιάμ από τις « γουρούνες ». Κι ο Μπαλαφάρας προχωρεί, σηκώνει αξιόπρεπα με τ' ανάστροφο του χεριού τις άκρες του μουστακιού του και προχωρεί.
— Δεν είναι τίποτα, λέει με την ξεσυρτή φωνή του που τονίζει όλες τις συλλαβές σα να τις επιθεωρεί. Είναι διεθνείς αβρότητες αυτές. Ο εχθρός τραβάει τιμητικές βολές προς τιμήν του Στρατηγού . . .
Αυτοί που τον συνοδεύουν είναι αναγκασμένοι να κάνουν πως γελούν μ' αυτά τ' αστεία, ο Θεός το ξέρει με τι λογής ανάκαρα. Μα πρέπει να δείξουν πως δεν πάνε παρακάτω στο κουράγιο, κι ας τους πάει πέντε κ' ένα. Το θάμα είναι πως ακόμα δεν του άγγισε τρίχα, μήτε μολύβι μήτε κανόνι. Τυχερός είναι, τ' αδιάκοπο περπάτημα είνα που τον κάνει «κινούμενο στόχο », δεν ξέρω. Αυτός μια φορά το πιστεύει πως δεν τόνε πιάνει το βόλι. Δεν λαβώθηκε ούτε στους Βαλκανικούς πολέμους που διοικούσε ένα τάγμα ευζωνάκια και τα ξέκαμε όλα σχεδόν σε μιάν επίθεση με τη λόγχη στο Μπιζάνι.
— Ο χάρος κυνηγά κείνους που τον αποφεύγουν, λέει. Είναι σαν τις ξεσκολισμένες κοκότες . . .
Αυτό λοιπόν το πανηγύρι των « τιμητικών βολών » τόχαμε και σήμερα με τον ερχομό του Μπαλαφάρα. Τον πήρανε μυρουδιά απ' αντίκρυ κι αρχίσανε βζζ-μπραγγ ! βζζ - μπραγγ ! να βαράνε το φτωχό μας χαράκωμα. Ο λοχαγός πρόλαβε, μόλις είδε τον Μπαλαφάρα, και διάταξε τους άντρες να τρυπώσουν όλοι στ' αμπριά. Μια στιγμή σκάει μια οβίδα έξω από το προκάλυμμα του χαρακώματος, στο μέρος του Στρατηγού. Μια πάξα της πήγε και χώθηκε σ' ένα γεώσακο και τίναξε χώματα πάνω στο πηλίκιο του.
Όλοι της συνοδείας του γένηκαν άσπροι σάν πανί. Ο Μπαλαφάρας σταμάτησε να μαλώσει αντίκρυ τους Βουλγάρους.
— Μα τ' είν' αυτά ! τ' είναι τώρ' αυτά ! Αυτό καταντά ασέβεια προς τους ανωτέρους !
Έβγαλε το πηλίκιο, το φύσηξε, το τίναξε με το νύχι από τον άμμο που τρύπωσε στάα χρυσά του κορδόνια κ'είπε στον υπασπιστή του ήσυχα - ήσυχα :
— Άιντε κάνε μου τη χάρη, κύριε υπασπιστά, πούσαι πιο σβέλτος και πιο νέος, να πεταχτείς μια στιγμή έξω από το χαράκωμα, να μου πάρεις κείνο το μεγάλο κομμάτι από το βλήμα, να δούμε . . . τι διαμετρήματος ήταν η λεγάμενη !
Αυτό πια ήταν που ήταν.
Οι αξιωματικοί κέρωσαν, κοιτάχτηκαν απελπισμένοι, κι ο υπασπιστής ο καημένος χαιρέτησε σαν τους Ρωμαίους μονομάχους και τοιμάστηκε να πηδήξει έξω. Για καλή του τύχη πετάχτηκε στη μέση ο γάλλος αξιωματικός. Με σεβασμό, μα και με ζωηρόν τόνο υπόδειξε στο Στρατηγό πως απαγορεύεται αυστηρά από τη Στρατιά να εκτίθεται έτσι άσκοπα η ζωή των στρατιωτικών, και πως θ' αναγκαστεί ν' αναφέρει όπου πρέπει αυτά που βλέπει εδώ σ' εμάς.
Ο Μπαλαφάρας τόνε χάιδεψε στη ράχη με τη χερούκλα του. — Καλά ντέε ! Δεν είπαμε δα, μον καμαράντ, και να χαλούμε καρδιές ! — και διάταξε τον αλλοσούσουμον από την τρομάρα του κύριο Πολίτη να μεταφράσει στο φραντσέζο αξιωματικό τα λόγια του, που τα συνόδευε με επεξηγηματικές χειρονομίες.
— Πες του, παιδί μου, πως εμείς οι Ρωμιοί, κι αυτοί εκεί αντίκρυ — οι λεβέντες — είμαστε παλιοί γνώριμοι και δεν παρεξηγιούμαστε. Δεν έχουμε συνόριση, πως ! Είναι παλιοί μακαντάσηδες, ντεζ ανσιέν κοννεσάνς, κομμάν !
Από την επίσκεψη του Μπαλαφάρα δεν είχαμε ευτυχώς κανένα θύμα. Μονάχα ένας λαβώθηκε στο μάτι από ένα λιθάρι που του σφεντόνισε η έκρηξη. Το κανονίδι βάσταξε ωστόσο όλο τ' απόγεμα. Όλη τη νύχτα ο λόχος, βλαστημώντας γενεές δεκατέσσερεις όλο το σόι του Μπαλαφάρα, ξημερώθηκε ξαναφκιάχνοντας τα χαλάσματα και καθαρίζοντας τα χώματα.
Ο γάλλος αξιωματικός του τομέα μας γίνεται έξω φρενώ γι' αυτές τις ανισορροπίες, γιατί ξεσπούνε στην καμπούρα μας. Οι παρατηρητές απ' αντίκρυ διακρίνουν πολλές φορές το πηλίκιο του Μπαλαφάρα που αστραποβολά μες στον ήλιο με τα χρυσάφια του, τηλεφωνάνε στο πυροβολικό τους κι αρχίζει το γλέντι. Το χαράκωμα πολλές φορές γίνεται γης μαδιάμ από τις « γουρούνες ». Κι ο Μπαλαφάρας προχωρεί, σηκώνει αξιόπρεπα με τ' ανάστροφο του χεριού τις άκρες του μουστακιού του και προχωρεί.
— Δεν είναι τίποτα, λέει με την ξεσυρτή φωνή του που τονίζει όλες τις συλλαβές σα να τις επιθεωρεί. Είναι διεθνείς αβρότητες αυτές. Ο εχθρός τραβάει τιμητικές βολές προς τιμήν του Στρατηγού . . .
Αυτοί που τον συνοδεύουν είναι αναγκασμένοι να κάνουν πως γελούν μ' αυτά τ' αστεία, ο Θεός το ξέρει με τι λογής ανάκαρα. Μα πρέπει να δείξουν πως δεν πάνε παρακάτω στο κουράγιο, κι ας τους πάει πέντε κ' ένα. Το θάμα είναι πως ακόμα δεν του άγγισε τρίχα, μήτε μολύβι μήτε κανόνι. Τυχερός είναι, τ' αδιάκοπο περπάτημα είνα που τον κάνει «κινούμενο στόχο », δεν ξέρω. Αυτός μια φορά το πιστεύει πως δεν τόνε πιάνει το βόλι. Δεν λαβώθηκε ούτε στους Βαλκανικούς πολέμους που διοικούσε ένα τάγμα ευζωνάκια και τα ξέκαμε όλα σχεδόν σε μιάν επίθεση με τη λόγχη στο Μπιζάνι.
— Ο χάρος κυνηγά κείνους που τον αποφεύγουν, λέει. Είναι σαν τις ξεσκολισμένες κοκότες . . .
Αυτό λοιπόν το πανηγύρι των « τιμητικών βολών » τόχαμε και σήμερα με τον ερχομό του Μπαλαφάρα. Τον πήρανε μυρουδιά απ' αντίκρυ κι αρχίσανε βζζ-μπραγγ ! βζζ - μπραγγ ! να βαράνε το φτωχό μας χαράκωμα. Ο λοχαγός πρόλαβε, μόλις είδε τον Μπαλαφάρα, και διάταξε τους άντρες να τρυπώσουν όλοι στ' αμπριά. Μια στιγμή σκάει μια οβίδα έξω από το προκάλυμμα του χαρακώματος, στο μέρος του Στρατηγού. Μια πάξα της πήγε και χώθηκε σ' ένα γεώσακο και τίναξε χώματα πάνω στο πηλίκιο του.
Όλοι της συνοδείας του γένηκαν άσπροι σάν πανί. Ο Μπαλαφάρας σταμάτησε να μαλώσει αντίκρυ τους Βουλγάρους.
— Μα τ' είν' αυτά ! τ' είναι τώρ' αυτά ! Αυτό καταντά ασέβεια προς τους ανωτέρους !
Έβγαλε το πηλίκιο, το φύσηξε, το τίναξε με το νύχι από τον άμμο που τρύπωσε στάα χρυσά του κορδόνια κ'είπε στον υπασπιστή του ήσυχα - ήσυχα :
— Άιντε κάνε μου τη χάρη, κύριε υπασπιστά, πούσαι πιο σβέλτος και πιο νέος, να πεταχτείς μια στιγμή έξω από το χαράκωμα, να μου πάρεις κείνο το μεγάλο κομμάτι από το βλήμα, να δούμε . . . τι διαμετρήματος ήταν η λεγάμενη !
Αυτό πια ήταν που ήταν.
Οι αξιωματικοί κέρωσαν, κοιτάχτηκαν απελπισμένοι, κι ο υπασπιστής ο καημένος χαιρέτησε σαν τους Ρωμαίους μονομάχους και τοιμάστηκε να πηδήξει έξω. Για καλή του τύχη πετάχτηκε στη μέση ο γάλλος αξιωματικός. Με σεβασμό, μα και με ζωηρόν τόνο υπόδειξε στο Στρατηγό πως απαγορεύεται αυστηρά από τη Στρατιά να εκτίθεται έτσι άσκοπα η ζωή των στρατιωτικών, και πως θ' αναγκαστεί ν' αναφέρει όπου πρέπει αυτά που βλέπει εδώ σ' εμάς.
Ο Μπαλαφάρας τόνε χάιδεψε στη ράχη με τη χερούκλα του. — Καλά ντέε ! Δεν είπαμε δα, μον καμαράντ, και να χαλούμε καρδιές ! — και διάταξε τον αλλοσούσουμον από την τρομάρα του κύριο Πολίτη να μεταφράσει στο φραντσέζο αξιωματικό τα λόγια του, που τα συνόδευε με επεξηγηματικές χειρονομίες.
— Πες του, παιδί μου, πως εμείς οι Ρωμιοί, κι αυτοί εκεί αντίκρυ — οι λεβέντες — είμαστε παλιοί γνώριμοι και δεν παρεξηγιούμαστε. Δεν έχουμε συνόριση, πως ! Είναι παλιοί μακαντάσηδες, ντεζ ανσιέν κοννεσάνς, κομμάν !
Από την επίσκεψη του Μπαλαφάρα δεν είχαμε ευτυχώς κανένα θύμα. Μονάχα ένας λαβώθηκε στο μάτι από ένα λιθάρι που του σφεντόνισε η έκρηξη. Το κανονίδι βάσταξε ωστόσο όλο τ' απόγεμα. Όλη τη νύχτα ο λόχος, βλαστημώντας γενεές δεκατέσσερεις όλο το σόι του Μπαλαφάρα, ξημερώθηκε ξαναφκιάχνοντας τα χαλάσματα και καθαρίζοντας τα χώματα.
ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙ που είχα όσο βαστούσε το κανονίδι ! Σα νύχτωσε πήγα και γω σέρνοντας το πόδι μαζί με τους άλλους στα έργα. Τράβηξα πέρα, στην άκρη του χαρακώματος. Εκεί που είναι η έβγαση των συρματοπλεγμάτων, κλεισμένη με τον αγκαθωτόν αχινό. Πήγα ψαχουλεύοντας στο μέρος που το χαράκωμα σηκώνεται όλο με γεώσακους. Εκεί. Στον τόπο που σερνόμουνα, κάθε φορά που μπορούσα, σαν κλέφτης και σαν εραστής, που άπλωνα το μπράτσο πίσω από έναν γεώσακο, έκλεινα τα μάτια και με κρυφό αναγάλλιο χάιδευα με τις ρώγες των δαχτυλιώ μου το άνθος της μυστικής παπαρούνας.
Τό χαράκωμα ήταν σέ κείνο το μέρος χάρβαλο, οι σάκοι ξεκοιλιασμένοι, σκορπισμένοι παντού. Ένας σίφουνας σα να πέρασε και τάκαμε όλα γης μαδιάμ. Μήτε σημαδάκι από την παπαρούνα μου. Ο πόλεμος τη βρήκε, την τσαλαπάτησε μ' όλη του τη χτηνωδία. Πήγα πίσω στ' αμπρί. Διάβαζα ένα ποίημα του Γιγάντη κ' έκλαιγα.
Και δεν ήξερα αν έκλαιγα για το Γιγάντη ή για το φτωχό λουλούδι που πήγε να μου φυτρώσει πάνω σ' ένα χαράκωμα, αντίκρυ στα πυροβολεία του Περιστερίου.
Όμως ο Μπαλαφάρας, εκείνος γυρίζει πάντα γεμάτος χρυσάφια, χωρίς να παθαίνει τίποτα. Ευχαριστημένος, χοντρός και άτρωτος . . .
{ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ: Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ}Τό χαράκωμα ήταν σέ κείνο το μέρος χάρβαλο, οι σάκοι ξεκοιλιασμένοι, σκορπισμένοι παντού. Ένας σίφουνας σα να πέρασε και τάκαμε όλα γης μαδιάμ. Μήτε σημαδάκι από την παπαρούνα μου. Ο πόλεμος τη βρήκε, την τσαλαπάτησε μ' όλη του τη χτηνωδία. Πήγα πίσω στ' αμπρί. Διάβαζα ένα ποίημα του Γιγάντη κ' έκλαιγα.
Και δεν ήξερα αν έκλαιγα για το Γιγάντη ή για το φτωχό λουλούδι που πήγε να μου φυτρώσει πάνω σ' ένα χαράκωμα, αντίκρυ στα πυροβολεία του Περιστερίου.
Όμως ο Μπαλαφάρας, εκείνος γυρίζει πάντα γεμάτος χρυσάφια, χωρίς να παθαίνει τίποτα. Ευχαριστημένος, χοντρός και άτρωτος . . .
[1] Σαφέστατη αναφορά στο στρατηγό Δημήτριο Ιωάννου Διοικητή της Μεραρχίας Αρχιπελάγους
Το παράπονο του Στρατηγού Ιωάννου.
Με τον Ιωάννου συνέβη τούτο το χαριτωμένο επεισόδιο : Είχε κατέβει για δουλειές από το Μέτωπο στην Αθήνα κ' έλαβε πρόσκληση του Βασιλέως να πάγη για πρόγευμα στο παλάτι του Τατογιού. Ο Αλέξανδρος έτρωγε πολύ απλά, ποτέ περισσότερα από δυο φαγητά, και δεν έπινε κρασί παρά παγωμένη κερκυραϊκή τσιτσιμπύρα, χειμώνα-καλοκαίρι. Σερβίρισαν λοιπόν κατά την ανακτορική συνήθεια, την ημέρα του γεύματος του Ιωάννου, πρώτα πιλάφι με γαρίδες κ' έπειτα μπιφτέκια. Όταν μετά το δεύτερο πιάτο παρουσιάστηκε το παγωτό, ο στρατηγός είπε στον Βασιλέα :
— «Επιτρέπεται, Μεγαλειότατε, να ρωτήσω κάτι για το τραπέζι που μου κάνετε; Τελειώσαμε;»
— «Βέβαια. Τί άλλο θέλεις;»
— «Με συγχωρείτε, αλλά πεινώ. Εγώ στο στρατηγείο μου καλοτρώω, Μεγαλειότατε. Είμαι, δα, κοτζάμ άντρας. Είπα λοιπόν μέσα μου : αφού εγώ στην ερημιά μαγειρεύω τέσσερα φαγητά, στο παλάτι θα μου δώσουν έξι. Για να μη χορτάσω γρήγορα, πήρα λίγο από τα δύο πρώτα και, έτσι που τα κατάφερα, τώρα πεινάω. Θέλετε να γυρίσω πίσω και να πω στα παιδιά του Μετώπου ότι μου έκαμε τραπέζι ο Βασιλιάς μας κ' έφυγα πεινασμένος;»
Ο Αλέξανδρος διάταξε γελώντας να ξαναρχίση το σερβίρισμα όσο να χορτάση ο στρατηγός.
Όταν, μετά πάροδον χρόνου, η τουρκική αντίδρασις επέβαλε την επέκτασιν της ελληνικής κατοχής, πέραν των ορίων της συνθήκης των Σεβρών προς την Προύσαν, συνέβη τούτο : Η μεραρχία της οποίας ηγείτο ο στρατηγός Ιωάννου, προελαύνουσα προς την Προύσαν, συνήντησε κοπάδια από πρόβατα και αγελάδας που απετέλουν τον εφοδιασμόν των τούρκων ατάκτων. Ήτο καθαρώς πολεμική λεία και εχρησιμοποιήθησαν δια την τροφοδότησιν του προελαύνοντος στρατού. Το πράγμα έφθασε μέχρι του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος ετηλεγράφησεν εις τον Στεργιάδην να καλέση τον Ιωάννου και να του ζητήση εξηγήσεις.
Όντως, ο Στεργιάδης εκάλεσε τον Ιωάννου, ο οποίος προσήλθεν εις το Διοικητήριον κρατών, ως πάντοτε, το μαστίγιόν του. Είπεν εις τον ιδιαίτερον γραμματέα του Στεργιάδη να τον αναγγείλη, εκρέμασε δ' εν τω μεταξύ το πηλήκιον και το μαστίγιόν του εις την κρεμάστραν. Ο ιδιαίτερος τον παρεκάλεσε να περιμένη μέχρις ότου εξέλθη ενας άλλος επισκέπτης. Δεν εχρειάσθη άλλωστε, να περιμένη επί πολύ. Είδεν έξαφνα ο στρατηγός ανοιγομένην την θύραν του γραφείου του υπάτου αρμοστού, τον ίδιον τον Στεργιάδην να εκδιώκη πυξ-λαξ ένα πολίτην και να κλείνη κατόπιν την πόρταν. Ο Ιωάννου έμεινεν εμβρόντητος. Εσηκώθη όμως αμέσως, εφόρεσε το πηλήκιόν του, επήρε δε και το μαστίγιόν εις το χέρι.
—Αφήστε τα, στρατηγέ μου, είπεν ο ιδιαίτερος, θα σας αναγγείλω αμέσως.
Ο Ιωάννου εκτύπησε δυο - τρεις φοράς το μαστίγιον εις τις μπόττες του και απήντησε :
—Όχι, θα το πάρω, μπορεί να μου χρειασθή.
Μετά δυο-τρία λεπτά ο ιδιαίτερος εξήλθεν από το γραφείον του Στεργιάδη και είπε προς τον Ιωάννου :
—Ο κ. Ύπατος Αρμοστής σας περιμένει.
Να διεβίβασεν άραγε ο ιδιαίτερος τα λόγια του Ιωάννου ; Πιθανόν διότι ουδέ νύξιν του έκαμεν ο Στεργιάδης περί του σκοπού δια τον οποίον τον εκάλεσε, αλλ' απλώς του εζήτησε πληροφορίας περί του στρατού και της καταστάσεως.
H εκδοχή του Στρατηγού Τρικούπη για τον τρόπο με τον οποίο παρέλαβε το Γ.Σώμα Στρατού από το Στρατηγό Ιωάννου.
Συμφώνως όθεν τη ληφθείση Διαταγή της Στρατιάς , μετέβην εις Προύσσαν και διηυθύνθην κατ΄ ευθείαν εις τα Γραφεία της Διοικήσεως του Γ' Σώματος Στρατού, ένθα ευρίσκετο ο Στρατηγός Ιωάννου. Άμα τη εισόδω μου, ο Στρατηγός Ιωάννου εφάνη ως εκπλαγείς. «Καλώς τον Στρατηγό, είπε" πώς απ' εδώ;». -Ήλθον να αναλάβω την Διοίκησιν του Σώματος Στρατού τω απήντησα.
-Μπα! έκαμεν εκείνος, ως έτι μάλλον εκπλησσόμενος- δεν έλαβον τοιαύτην Διαταγήν. (Κατόπιν έμαθον, ότι είχε λάβει ήδη την Διαταγήν).
Μετά μικράν συνομιλίαν απεχώρησα και εξελθών ετη-λεγράφησα σχετικώς εις την Στρατιάν.Την επομένην έλαβον κοινοποίησιν της προς τον Στρατηγόν Ιωάννου αποσταλείσης νεωτέρας Διαταγής της Στρατιάς, ήτις είχεν ως εξής:
«Παραδώσατε αμέσως την Διοίκησιν του Σώματος Στρατού εις τον Στρατηγόν Τρικούπην. Υπέχετε ευθύνην δια πάσαν βραδύτητα παραδόσεως».
Άμα τη λήψει της Διαταγής της Στρατιάς μετέβην παρά τω Στρατηγώ Ιωάννου και τον ηρώτησα εάν έλαβε την Διαταγήν.
-Μάλιστα, μοι απήντησε, αλλά δεν θα σοι παραδώσω την Διοίκησιν.
-Πώς; τω λέγω. Δεν θα εκτέλεσης την Διαταγήν της Στρατιάς;
-Εγώ θα υπακούσω εις τον Παπούλαν, ο οποίος είναι νεώτερος μου; ήτο η απάντησίς του.
-Εν τοιαύτη περιπτώσει, υπέλαβον, εάν ήμην εις την θέσιν σας, θα ανέφερον τηλεγραφικώς εις τον Υπουργόν των Στρατιωτικών, ότι κατόπιν διορισμού ως Διοικητού της Στρατιάς του Στρατηγού Παπούλα, νεωτέρου μου όντος, εγώ δεν δύναμαι να παραμένω ως Διοικητής Σώματος Στρατού, και διατάξατε εις τίνα θέλετε να παραδώσω την Διοίκησιν.
-Δηλαδή θέλεις να σοι παραδώσω την Διοίκησιν, μοι απήντησεν. Όχι, δεν σοι την παραδίδω, και εν ανάγκη θα έβγω εις το κλαρί. Πάντως, δεν σοι παραδίδω την Διοίκησιν.
Κατόπιν του επεισοδίου τούτου απεχώρησα του Στρατηγείου του Γ' Σώματος Στρατού.
Η κατάστασις ήτο δυσάρεστος. Οι αξιωματικοί είχον πληροφορηθή τα μεταξύ του Στρατηγού Ιωάννου και εμού διαμειφθέντα και ευρισκόμην εις δύσκολον θέσιν. Η χαώδης αύτη κατάστασις δεν ηδύνατο να εξακολουθήση και εσκέφθην, ότι η μόνη ενδεικνυομένη λύσις ήτο να ειδοποίηση η Στρατιά απ' ευθείας τας Μεραρχίας, ότι μοι ανετέθη η Διοίκησις του Γ' Σώματος Στρατού. Ανέφερον όθεν κρυπτογραφικώς εις την Στρατιάν περί των διαμειφθέντων εν Προύσση και προέτεινα την λύσιν ταύτην.
Την επομένην το εσπέρας, ενώ εγευμάτιζον εις το ξενοδοχείον μετά του Στρατηγού Χαραλάμπους Τσερούλη, Διοικητού Μεραρχίας, λαμβάνει αυτός και εγώ τηλεγραφικήν Διαταγήν της Στρατιάς, συντεταγμένην συμφώνως τη προτάσει μου. Μετά την ανάγνωσιν ταύτης ο Στρατηγός Τσερούλης μοί είπεν, ότι λυπείται δια τα συμβάντα και θα μεταβή προς συνάντησιν του Στρατηγού Ιωάννου, με παρεκάλεσε δε να αναμένω την επιστροφήν του, χωρίς να προβώ εις ουδεμίαν άλλην ενέργειαν.
Μετά ημίσειαν ώραν περίπου, επιστρέψας ο Στρατηγός Τσερούλης μοι ανεκοίνωσεν, ότι δυστυχώς ο Ιωάννου ήτο ανένδοτος και ότι επέμενεν εις την άρνησίν του να μοι παραδώση την Διοίκησιν.
Κατόπιν τούτου απέστειλα Διαταγήν προς τον εν Προύσση Φρούραρχον Αντισυνταγματάρχην Πυροβολικού Ι. Γαρέζον, όστις ήτο προσέτι γνωστός μοι ως υπηρετήσας προ ετών εις το Σύνταγμα μου, δια της οποίας διέτασσον, όπως διαθέση εν δωμάτιον του Φρουραρχείου εις το οποίον να εγκαταστήσω το Γραφείον του Γ' Σώματος Στρατού την πρωίαν της επομένης .
Την επομένην, λίαν πρωί, μετέβην εις το Φρουραρχείον, εγκατεστάθην εις το διατεθέν μοι Γραφείον και εξέδωκα Διαταγήν προς τας Μεραρχίας, δια της οποίας εγνωστοποίουν αυταίς, ότι κατόπιν Διαταγής της Στρατιάς ανέλαβον την Διοίκησιν του Γ' Σώματος Στρατού και ότι εφεξής ουδεμία Διαταγή του Σώματος θα ίσχυεν εάν δεν θα έφερεν ιδιόχειρον την υπογραφήν μου.
Απηύθυνα ετέραν Διαταγήν προς το Φρουραρχείον, ίνα μη αποστείλη πλέον φρουράν εις το Κατάστημα του Γ' Σώματος Στρατού, καθόσον από σήμερον, έγραφον, η Διοίκησις του Σώματος εγκαθίσταται εις το Φρουραρχείον.
Κοινοποίησις της Διαταγής ταύτης εγένετο και προς τον Στρατηγόν Ιωάννου.
Κατόπιν των άνω προσήλθεν εις το Γραφείον μου ο Υπασπιστής του Στρατηγού Ιωάννου, όστις με παρεκάλεσε να μεταβώ εις το Κατάστημα του Σώματος Στρατού, ίνα μοι παραδώση ο Στρατηγός την Διοίκησιν. Το μόνον, όπερ επιθυμεί ο Στρατηγός, μοι προσέθεσεν, είναι να διατηρήση το Γραφείον Α' επί τινας ημέρας, προς τακτοποίησιν προσωπικών του τινών ζητημάτων.
«Δυό σκούφιες σ' ένα κεφάλι δεν χωρούν», τω απήντησα. Ή αυτός θα είναι ή εγώ.
Τότε με παρεκάλεσε να αναμείνω επ' ολίγον την απάντησίν του.
Μετ' ολίγον επανέρχεται λέγων μοι, ότι ήλθεν, όπως με συνοδεύση εις το Γραφείον του Σώματος Στρατού, ένθα με ανέμενεν ο Στρατηγός.
Άμα εισήλθον εις το Γραφείον ο Ιωάννου ηγέρθη και μοι παρεχώρησε την θέσιν του.
Τω εξέφρασα την λύπην μου δια τα δυσάρεστα γεγονότα και επηκολούθησε μεταξύ μας μικρά φιλική συνομιλία. Αφού δε ικανοποίησα απάσας τας αιτήσεις του, ηγέρθη προς αναχώρησιν.
Από τη Πέργαμο στο Κιρκ Αγάτς
Αλλ' ο κύριος όγκος του τουρκικού Στρατού δεν έχει συντριβεί ακόμη - έχει οχυρωθεί στη γραμμή Μπαλουκεσέρ - Αδραμυτίου. Είναι οι επίλεκτες μονάδες του Κεμάλ κι ο Παρασκευόπουλος ανυπομονεί να τις τσακίσει. Μήνες περίμενε τη στιγμή αυτή και δεν θέλει να τη χάσει. Διατάζει τον Ιωάννου να μη σταματήσει ούτε στιγμή.Περιττό. Μετά την κατάληψη του Αξαρίου ο Ιωάννου στρέφει όλο τον όγκο των δυνάμεων του προς Βορρά. Ολόκληρο το Σώμα Στρατού Σμύρνης βρίσκεται σε προέλαση, η ημέρα είναι αποπνικτικά ζεστή κι ο κουρνιαχτός σκιάζει τον ήλιο.Και τότε δίνεται μια διαταγή μοναδική στα στρατιωτικά χρονικά. Ο Ιωάννου φωνάζει τον επιτελάρχη του και του λέγει:
- Θα μας φάει η σκόνη, κ. συνταγματάρχα... Το στρατηγείο να τεθεί επικεφαλής των προφυλακών.
Ο Σπυρόπουλος, ένας εκλεκτός αξιωματικός, μένει κατάπληκτος. Και τολμά ν' αντιμιλήσει:
- Μα, στρατηγέ μου, πώς είναι δυνατό;... Αυτό που ζητάτε είναι πολύ επικίνδυνο.
- Αυτό που σου λέω, Σπυρόπουλε, επιμένει ο Ιωάννου.
Και σπηρουνίζοντας το άλογο του προχωρεί προς τα εμπρός, ακολουθούμενος από τους επιτελείς του και τους ξένους στρατιωτικούς παρατηρητές, που δεν αισθάνονται καθόλου καλά. Είχε μια δραματική μεγαλοπρέπεια η προέλαση εκείνη. Χιλιάδες στρατιώτες, πεζοί και καβαλάρηδες, έτρεχαν ακάθεκτοι μέσα στον κάμπο.Τα σύννεφα της σκόνης τους προστάτευαν από το φλογερό ήλιο κι η τόλμη τους από τα τουρκικά βόλια. Σαν θύελλα έπεφταν πάνω στον εχθρό. Κι οι Τούρκοι έτρεχαν να κρυφτούν και να κρεμάσουν στα καφασωτά τους λευκά σεντόνια...
Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Το στρατηγείο έχει κυκλωθεί για καλά, η εξόντωση του είναι σχεδόν σίγουρη. Οι Τούρκοι έχουν αντιληφθεί, ότι δεν παγίδεψαν ένα τμήμα της προφυλακής μόνο, αλλά τον σωματάρχη με το επιτελείο του και εντείνουν τα πυρά τους. Η τύχη της επίθεσης κρίνεται στο πυρακτωμένο κάμπο της Χάρτας.
Οι αξιωματικοί του στρατηγείου δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Ένας μόνο παραμένει τελείως ατάραχος - περήφανος πάνω στ' άλογό του αναζητεί με τα κυάλια τις θέσεις του εχθρού. Είναι ο Ιωάννου, που θέλει ν' απολαύσει μ' όλες τις αισθήσεις του μια πραγματική μάχη - είχε βαρεθεί τους χάρτες και τις διαταγές.Αλλά τις στιγμές εκείνης της τέλειας απόλαυσης έρχεται να τις διαταράξει ένας νεαρός ταγματάρχης, που φτάνει καλπάζοντας:
- Στρατηγέ μου, ζητώ να μου διατεθούν 20 ιππείς, λέει ενώ με κόπο συγκρατεί το ατίθασο άλογο του.
- Τι θα τους κάνεις, μωρέ Ναπολέων;
- Θέλω να καταλάβω το χωριό, εκείνο, στ' αριστερά μας...
- Θα σκοτωθείς, βρε παιδί μου...
- Πρέπει να διώξουμε τους Τούρκους, γιατί μας κτυπούν με πολυβόλα.
- Πήγαινε κι ο Θεός μαζί σου.
Κι ο ταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας μετατίθεται προσωρινά στο ιππικό κι ορμά με γυμνό το ξίφος. Ο Ιωάννου παρακολουθεί με θαυμασμό τη μικρογραφία εκείνη της επέλασης - τους ιππείς μας να ορμούν, κραυγάζοντας, μέσα στη κόλαση της φωτιάς.Αλλά δεν ήταν γραφτό ν' απολαύσει την μάχη, που ο ίδιος επεδίωξε. Ένας άλλος ταγματάρχης σκαρφαλώνει, έφιππος κι αυτός, στο λόφο κι αναφέρει:
- Στρατηγέ μου, ζητώ την άδεια να καταλάβω το χωριό εκείνο προς Ανατολάς.
Μιλά βιαστικά, σαν να φοβάται μήπως χάσει την ευκαιρία ν' αναμετρηθεί με τον κίνδυνο. Ο Ιωάννου ξαφνιάζεται. Κι ο πολεμικός ανταποκριτής της «Πατρίδος» της Σμύρνης, που ήταν παρών, γράφει:
Τ' αυλακωμένο άπ τις κακουχίες του πολέμου πρόσωπό του έχασε ξάφνου την σκληράδα του. Τ' αετήσιο βλέμμα του θόλωσε άπ' την συγκίνηση. Κι' οι αξιωματικοί του τον άκουσαν να ψιθυρίζει:
«Που πάτε, βρε παιδιά μου;... Άμιλλα θανάτου αρχίσατε;»
Δεν είναι ο στρατηγός, που μιλά την στιγμή εκείνη - είναι ένας πατέρας, που βλέπει με στοργή και περηφάνεια τους ήρωες, που έφτιαξε. Ανησυχεί γι' αυτούς.Αλλά δεν μπορεί ν' αρνηθή στον ταγματάρχη Λεωνίδα Σπαή την εύνοια, που έδειξε προς τον Ζέρβα. Είναι κι' οι δυό γενναίοι των γενναίων».
Οι δύο ταυτόχρονες αντεπιθέσεις, του Ζέρβα προς τ' αριστερά, του Σπαή προς τα δεξιά, αποτρέπουν τον άμεσο κίνδυνο. Οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή - όσοι προφταίνουν να ξεφύγουν από τις σπάθες των ιππέων μας. Αλλ' η κατάσταση παραμένει σοβαρή - οι Τούρκοι στέλνουν ενισχύσεις. Και τότε ακούγεται ένας τρομερός θόρυβος. Στα μετόπισθεν έχουν πληροφορηθεί, ότι το στρατηγείο έπεσε σ'ενέδρα και τρέχουν, όσο μπορούν πιο γρήγορα. Το πεζικό, όμως αργεί. Κι ο ταγματάρχης Μάρκος Δράκος διατάζει τους πυροβολητές του να προχωρήσουν με ταχύτητα επέλασης - τα πυροβόλα τα έσερναν άλογα - την εποχή εκείνη. Και,ξεπερνώντας τους πεζούς, φθάνει πρώτος στο πεδίο της μάχης. Ο Σπυρόπουλος αναπνέει μ' ανακούφιση, αλλ' ο Ιωάννου γίνεται έξω φρενών:
- Πέστε σ' αυτόν τον τρελό να μη ρίξει, ορύεται. Θα μου τους διώξει τους Τούρκους... Τους θέλω ζωντανούς, μωρέ.
Αλλ' ο Δράκος κάνει πως δεν ακούει. Οι άνδρες του, πριν ακόμη ξεζέψουν τα πυροβόλα τους, αρχίζουν ομαδικά πυρά. Οι Τούρκοι συντρίβονται κι υποχωρούν,καταδιωκόμενοι από τους εξαγριωμένους ιππείς μας, που θερίζουν κεφάλια σαν στάχια. Η προέλαση συνεχίζεται με καινούργια ορμή κι ο Στρατός μας μπαίνει στο Κιρκ Αγάτς.
Οι Κεμαλικοί ήταν τόσο βέβαιοι, ότι θα εξόντωναν το στρατηγείο του Ιωάννου,ώστε έτρεξαν ν' αναγγείλουν το... χαρμόσυνο γεγονός, ενώ η μάχη συνεχίζεται ακόμη. Και θρασύδειλοι, όπως ήταν πάντοτε, εκείνοι, που δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ξεχύθηκαν στους δρόμους του Κιρκ Αγάτς, τράβηξαν τα μαχαίρια τους κι άρχισαν να απειλούν θεούς και δαίμονες, ενώ οι Χριστιανοί έτρεχαν να διπλομανταλωθούν και να θρηνήσουν τη συμφορά. Κι όταν οι στρατιώτες μας μπήκαν στο χωριό, το βρήκαν τελείως έρημο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει αλλ' οι Χριστιανοί παρέμεναν κρυμμένοι, πιστεύοντας ότι, τα ποδοβολητά, που ακούγονταν στο καλντερίμι, ήταν Τσέτες.
Έξαφνα, μια καμπάνα κτύπησε κι ο ήχος της ακούστηκε σαν χαρούμενο λαχτάρισμα -μια φωνή βροντερή αντήχησε: «Ήρθαν οι Έλληνες, μωρέ χωριανοί...» Για πότε το έρημο χωριό μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι; Για πότε οι τρομοκρατημένοι Χριστιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους; Οι παπάδες έτρεξαν να φορέσουν τ' αμφιά τους και βγήκαν ψάλλοντας «Τη Υπερμάχω». Οι γυναίκες άρπαξαν την Παναγία απ' τα εικονοστάσια και βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Στρατό μας. Μια καινούργια πατρίδα είχε ξεπεταχθεί ξαφνικά μέσα στα βάθη της Ανατολής, μπρος στους κατάπληκτους Τσολιάδες μας, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους - αυτός ήταν ο «αποικιακός πόλεμος», όπως βρέθηκαν χείλη ελληνικά να χαρακτηρίσουν τη μικρασιατική εκστρατεία.
- Θα μας φάει η σκόνη, κ. συνταγματάρχα... Το στρατηγείο να τεθεί επικεφαλής των προφυλακών.
Ο Σπυρόπουλος, ένας εκλεκτός αξιωματικός, μένει κατάπληκτος. Και τολμά ν' αντιμιλήσει:
- Μα, στρατηγέ μου, πώς είναι δυνατό;... Αυτό που ζητάτε είναι πολύ επικίνδυνο.
- Αυτό που σου λέω, Σπυρόπουλε, επιμένει ο Ιωάννου.
Και σπηρουνίζοντας το άλογο του προχωρεί προς τα εμπρός, ακολουθούμενος από τους επιτελείς του και τους ξένους στρατιωτικούς παρατηρητές, που δεν αισθάνονται καθόλου καλά. Είχε μια δραματική μεγαλοπρέπεια η προέλαση εκείνη. Χιλιάδες στρατιώτες, πεζοί και καβαλάρηδες, έτρεχαν ακάθεκτοι μέσα στον κάμπο.Τα σύννεφα της σκόνης τους προστάτευαν από το φλογερό ήλιο κι η τόλμη τους από τα τουρκικά βόλια. Σαν θύελλα έπεφταν πάνω στον εχθρό. Κι οι Τούρκοι έτρεχαν να κρυφτούν και να κρεμάσουν στα καφασωτά τους λευκά σεντόνια...
Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Το στρατηγείο έχει κυκλωθεί για καλά, η εξόντωση του είναι σχεδόν σίγουρη. Οι Τούρκοι έχουν αντιληφθεί, ότι δεν παγίδεψαν ένα τμήμα της προφυλακής μόνο, αλλά τον σωματάρχη με το επιτελείο του και εντείνουν τα πυρά τους. Η τύχη της επίθεσης κρίνεται στο πυρακτωμένο κάμπο της Χάρτας.
Οι αξιωματικοί του στρατηγείου δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Ένας μόνο παραμένει τελείως ατάραχος - περήφανος πάνω στ' άλογό του αναζητεί με τα κυάλια τις θέσεις του εχθρού. Είναι ο Ιωάννου, που θέλει ν' απολαύσει μ' όλες τις αισθήσεις του μια πραγματική μάχη - είχε βαρεθεί τους χάρτες και τις διαταγές.Αλλά τις στιγμές εκείνης της τέλειας απόλαυσης έρχεται να τις διαταράξει ένας νεαρός ταγματάρχης, που φτάνει καλπάζοντας:
- Στρατηγέ μου, ζητώ να μου διατεθούν 20 ιππείς, λέει ενώ με κόπο συγκρατεί το ατίθασο άλογο του.
- Τι θα τους κάνεις, μωρέ Ναπολέων;
- Θέλω να καταλάβω το χωριό, εκείνο, στ' αριστερά μας...
- Θα σκοτωθείς, βρε παιδί μου...
- Πρέπει να διώξουμε τους Τούρκους, γιατί μας κτυπούν με πολυβόλα.
- Πήγαινε κι ο Θεός μαζί σου.
Κι ο ταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας μετατίθεται προσωρινά στο ιππικό κι ορμά με γυμνό το ξίφος. Ο Ιωάννου παρακολουθεί με θαυμασμό τη μικρογραφία εκείνη της επέλασης - τους ιππείς μας να ορμούν, κραυγάζοντας, μέσα στη κόλαση της φωτιάς.Αλλά δεν ήταν γραφτό ν' απολαύσει την μάχη, που ο ίδιος επεδίωξε. Ένας άλλος ταγματάρχης σκαρφαλώνει, έφιππος κι αυτός, στο λόφο κι αναφέρει:
- Στρατηγέ μου, ζητώ την άδεια να καταλάβω το χωριό εκείνο προς Ανατολάς.
Μιλά βιαστικά, σαν να φοβάται μήπως χάσει την ευκαιρία ν' αναμετρηθεί με τον κίνδυνο. Ο Ιωάννου ξαφνιάζεται. Κι ο πολεμικός ανταποκριτής της «Πατρίδος» της Σμύρνης, που ήταν παρών, γράφει:
Τ' αυλακωμένο άπ τις κακουχίες του πολέμου πρόσωπό του έχασε ξάφνου την σκληράδα του. Τ' αετήσιο βλέμμα του θόλωσε άπ' την συγκίνηση. Κι' οι αξιωματικοί του τον άκουσαν να ψιθυρίζει:
«Που πάτε, βρε παιδιά μου;... Άμιλλα θανάτου αρχίσατε;»
Δεν είναι ο στρατηγός, που μιλά την στιγμή εκείνη - είναι ένας πατέρας, που βλέπει με στοργή και περηφάνεια τους ήρωες, που έφτιαξε. Ανησυχεί γι' αυτούς.Αλλά δεν μπορεί ν' αρνηθή στον ταγματάρχη Λεωνίδα Σπαή την εύνοια, που έδειξε προς τον Ζέρβα. Είναι κι' οι δυό γενναίοι των γενναίων».
Οι δύο ταυτόχρονες αντεπιθέσεις, του Ζέρβα προς τ' αριστερά, του Σπαή προς τα δεξιά, αποτρέπουν τον άμεσο κίνδυνο. Οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή - όσοι προφταίνουν να ξεφύγουν από τις σπάθες των ιππέων μας. Αλλ' η κατάσταση παραμένει σοβαρή - οι Τούρκοι στέλνουν ενισχύσεις. Και τότε ακούγεται ένας τρομερός θόρυβος. Στα μετόπισθεν έχουν πληροφορηθεί, ότι το στρατηγείο έπεσε σ'ενέδρα και τρέχουν, όσο μπορούν πιο γρήγορα. Το πεζικό, όμως αργεί. Κι ο ταγματάρχης Μάρκος Δράκος διατάζει τους πυροβολητές του να προχωρήσουν με ταχύτητα επέλασης - τα πυροβόλα τα έσερναν άλογα - την εποχή εκείνη. Και,ξεπερνώντας τους πεζούς, φθάνει πρώτος στο πεδίο της μάχης. Ο Σπυρόπουλος αναπνέει μ' ανακούφιση, αλλ' ο Ιωάννου γίνεται έξω φρενών:
- Πέστε σ' αυτόν τον τρελό να μη ρίξει, ορύεται. Θα μου τους διώξει τους Τούρκους... Τους θέλω ζωντανούς, μωρέ.
Αλλ' ο Δράκος κάνει πως δεν ακούει. Οι άνδρες του, πριν ακόμη ξεζέψουν τα πυροβόλα τους, αρχίζουν ομαδικά πυρά. Οι Τούρκοι συντρίβονται κι υποχωρούν,καταδιωκόμενοι από τους εξαγριωμένους ιππείς μας, που θερίζουν κεφάλια σαν στάχια. Η προέλαση συνεχίζεται με καινούργια ορμή κι ο Στρατός μας μπαίνει στο Κιρκ Αγάτς.
Οι Κεμαλικοί ήταν τόσο βέβαιοι, ότι θα εξόντωναν το στρατηγείο του Ιωάννου,ώστε έτρεξαν ν' αναγγείλουν το... χαρμόσυνο γεγονός, ενώ η μάχη συνεχίζεται ακόμη. Και θρασύδειλοι, όπως ήταν πάντοτε, εκείνοι, που δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ξεχύθηκαν στους δρόμους του Κιρκ Αγάτς, τράβηξαν τα μαχαίρια τους κι άρχισαν να απειλούν θεούς και δαίμονες, ενώ οι Χριστιανοί έτρεχαν να διπλομανταλωθούν και να θρηνήσουν τη συμφορά. Κι όταν οι στρατιώτες μας μπήκαν στο χωριό, το βρήκαν τελείως έρημο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει αλλ' οι Χριστιανοί παρέμεναν κρυμμένοι, πιστεύοντας ότι, τα ποδοβολητά, που ακούγονταν στο καλντερίμι, ήταν Τσέτες.
Έξαφνα, μια καμπάνα κτύπησε κι ο ήχος της ακούστηκε σαν χαρούμενο λαχτάρισμα -μια φωνή βροντερή αντήχησε: «Ήρθαν οι Έλληνες, μωρέ χωριανοί...» Για πότε το έρημο χωριό μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι; Για πότε οι τρομοκρατημένοι Χριστιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους; Οι παπάδες έτρεξαν να φορέσουν τ' αμφιά τους και βγήκαν ψάλλοντας «Τη Υπερμάχω». Οι γυναίκες άρπαξαν την Παναγία απ' τα εικονοστάσια και βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Στρατό μας. Μια καινούργια πατρίδα είχε ξεπεταχθεί ξαφνικά μέσα στα βάθη της Ανατολής, μπρος στους κατάπληκτους Τσολιάδες μας, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους - αυτός ήταν ο «αποικιακός πόλεμος», όπως βρέθηκαν χείλη ελληνικά να χαρακτηρίσουν τη μικρασιατική εκστρατεία.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου