Φωτιά, τσεκούρι, φόνοι, μαύρο αίμα
και χαλασμός και γδύμνια καί αντάρα,
προστάζει η Βία, ο Τύραννος, το Ψέμμα,
-φριχτή κατάρα -!
Κι ό,τι εστύλωσε άξια ως τα τώρα
ο κόπος κι ο ίδρωτας της ευνομίας,
γέρνει λιγάει και ρεύει, μέσ' 'ς τη μπόρα
της ανομίας.
Συντρίμμι αμόρφωτο, άγνωστο στα μάτια,
της Πολιτείας το μέλαθρο' κι η σκόνη
που χρυσοθώρηα έστόλιζε παλάτια,
στάχτη 'ναι μόνη.
Βούρκος η κρήνη, όπου ήσυχα κυλούσε
τό καθαρό νερό του πτολιέθρου,
καί της προόδου η φλόγα που εφεγγούσε,
καπνός ολέθρου.
Σ' ένα συμπόσιο φαύλο, όλα χαθήκαν...
Σβύσαν τα φώτα που άναψαν οι χρόνοι
κι οι αγαθοί εργάτες ναρκωθήκαν,
μ' άκρατο αφιόνι.
Ερμιά, σκοτάδι, πίσα, απελπισία.
Κι οιμωγές πόνου, πείνας, πένθους...ξάφνω,
πίσω από μια κολόνα θαυμασία,
το φως δεν ψάχνω.
Θεία, κάτασπρη, αγνή, καθάρια αχτίδα
φεγγοβολά, κι η λάμψι της θαμπώνει
και ζωντανεύει η απόσβυστη ελπίδα
και δυναμώνει!
Και δυναμώνει και θεριεύει... Νάτη!
Και πιο απαίσια δείχνει τα συντρίμμια...
Ξυπνάει λαμπρή, τον ναρκωμένο εργάτη,
μέσ' στα ψωφίμια!
Ξυπνά ο εργάτης, πέρασεν η μάνη,
(οι Φαυλοκράτες ψόφιοι) ορθοποδίζει,
στο χέρι αδράχνει τίμια την σκαπάνη
και καθαρίζει.
Καινούργια Αυγή η λευκή μικρούλα αχτίδα,
καινούργια Αυγή τρανή και φωτοδότρα,
στην ξεραΐλα βγαίνει αγνή η χλωρίδα
και ζωοδότρα.
Φως στους εργάτες, φως που όλους φτερώνει
μέσ' στη δουλειά την ίσια, όξ' απ' τις λόξες,
κι ο ΠΡΩΤΕΡΓΑΤΗΣ μπρος ξανά, πυργώνει
καινούργιες Δόξες!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου