Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

ΑΡΘΟΥΡ ΚΑΙΣΤΛΕΡ: TO ΜΗΔΕΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

ΑΡΘΟΥΡ ΚΑΙΣΛΕΡ
ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Σελ. 243
ΚΑΚΤΟΣ
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κάπνιζε o Ρουμπάσωφ και κύτταγε τα δάχτυλα του. H σιγή ήτανε τόσο απόλυτη, που άκουγες το τσιγαρόχαρτο έτσι ως και­γότανε. Τράβηξε μια βαθειά ρουφηξιά. Ανοησίες, σκέφτηκε. Φτηνορομάντσα. Ο ίδιος δεν πίστευε πως η « φυσική ρευστοποίηση » είχε και μια ρεαλιστική πλευρά. Ο θάνατος, ακόμα και ο δικός σου θάνατος, είναι μια αφαίρεση. Τώρα μπορεί εκεί κάτω να είχανε τελειώσει και ό,τι είναι περασμένο είναι πια πραγματικότητα. Όλα γύρω ήσανε βουβά και σκοτεινά και ο 402 είχε πάψει να χτυπάει.
Ω, και να στρίγγλιζε κάποιος εκεί έξω ξαφνικά, για να σπά­σει τούτη την αφύσικη σιωπή. Άρχισε να μυρίζει, εκεί γύρω του, γιατί από ώρα τώρα είχε στα ρουθούνια του τη μυρουδιά της Άρλοβα. Και τα τσιγάρα ακόμα ανάδιναν τη μυρουδιά της, γιατί έσουρνε την ταμπακέρα της πάντα μέσα στην τσάντα της και κάθε τσιγάρο είχε το άρωμα της πούδρας της.
Πάντα η σιωπή, και μονάχα το ελαφρό τρίξιμο του κρεββατιού κάθε που στριφογύριζε.
Σκέφτηκε να σηκωθή και ν' ανάψει άλλο τσιγάρο, μα να πάλι το χτύπημα πάνω στον τοίχο.
«ΕΡΧΟΝΤΑΙ».
Έστησε αυτί ο Ρουμπάσωφ, αλλά το μόνο που άκουσε ήτανε το αίμα που χτυπούσε στα μηνίγγια του. Καρτέραγε, και ή σιω­πή βάραινε, ώσπου στα τέλος πήρε τα γυαλιά του και χτύπησε :
ΔΕΝ  ΑΚΟΎΩ ΤΙΠΟΤΑ».
Πάλι, για λίγο, ο 402 δεν αποκρίθηκε, μα ξαφνικά άρχισε να χτυπάει δυνατά και απότομα :
«ΕΙΝΑΙ Ο 380. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
Ο Ρουμπάσωφ ανασηκώθηκε γοργά κι αμέσως κατάλαβε πως η είδηση είχε περάσει κιόλας από ένδεκα κελλιά σταλμένη από τους γειτόνους του 380. Οι κρατούμενοι στα κελλιά, ανάμεσα στο 380 και το 402, έκαναν μιαν ακουστική αλυσίδα μέσα στη σιω­πή και τη σκοτεινιά.Ήσαν αβοήθητοι, έτσι κλεισμένοι μέσα σε τέσσερεις τοίχους, κι αυτή ήταν η μόνη μορφή αλληλεγγύης που τους έδενε. Ο Ρουμπάσωφ πήδηξε από το στρώμα, γοργοπερπάτησε ξυπόλητος ως τον άλλο τοίχο, στάθηκε δίπλα στον κουβά κι άρχισε να χτυπάει στον 406 :
«ΠΡΟΣΟΧΗ. ΣΕ ΛΊΓΟ ΘΑ ΕΚΤΕΛΈΣΟΥΝΕ ΤΟΝ 380. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
Έστησε αυτί. Ο κουβάς βρωμολόγαγε κι η αποφορά είχε αντικαταστήσει στα ρουθούνια του το άρωμα της Άρλοβα. Από­κριση δεν πήρε, γι' αυτό περπάτησε γοργά ως το κρεββάτι του και τούτη τη φορά δεν χτύπησε με τα γυαλιά του, αλλά με τη γρο­θιά του :
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο 380;»
Πάλι δεν πήρε απόκριση. Κατάλαβε πως κι ο 402 θα πρέ­πει να πηγαινορχότανε σαν εκκρεμές ανάμεσα στους δυο τοίχους του κελλιού του. Στα ένδεκα κελλιά πέρα από αυτόν οι κρατούμε­νοι θα τρέχανε κι αυτοί αθόρυβα, ξυπόλητοι, ανάμεσα στους τοί­χους. Τώρα ο 402 ήτανε και πάλι στον δικό του τοίχο και ανάγ­γειλε :
«ΤΩΡΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑ­ΣΗ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
O Ρουμπάσωφ ρώτησε ξανά :
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ;»
Όμως ο  402 είχε ξαναφύγει. Δεν άξιζε να μεταδώσει το μή­νυμα στον Ριπ Βαν Ουίνκλ, κι όμως έτρεξε στην πλευρά του κου­βά και το μετέδωσε, λες και τον έσπρωχνε μια μυστική συναίσθη­ση καθήκοντος, μια παρόρμηση να μη διακοπή η αλυσίδα. Η γειτνίαση του κουβά του έφερε  αναγούλα. Γοργοπερπάτησε ως το κρεββάτι του και περίμενε. Έξω δεν ακουγόταν ούτε ο παραμι­κρός θόρυβος, μονάχα τα μηνύματα μέσα από τον τοίχο :
«ΚΡΑΥΓΑΖΕΙ ΒΟΗΘΕΙΑ».
«ΚΡΑΥΓΑΖΕΙ ΒΟΗΘΕΙΑ», μετάδωσε ο Ρουμπάσωφ στον 406. Έστησε αυτί μα δεν άκουγε τίποτα, και φοβότανε πως αν ήτανε να ξαναπάει ως τον κουβά θα έκανε εμετό.
«ΤΩΡΑ ΤΟΝ ΦΕΡΝΟΥΝ. ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΚΑΙ ΔΕΡΝΕΤΑΙ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ», χτύπησε ο 402.
«ΠΩΣ ΤΟΝ ΛΕΝΕ», ρώτησε ο Ρουμπάσωφ στα γρήγορα προτού ολοκληρώσει καν ο 402 τη φράση του και τούτη τη φορά πή­ρε απόκριση :
«ΜΠΟΓΚΡΩΦ. ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ». Τα πόδια του Ρουμπάσωφ άρχισαν να βαραίνουν. Έγειρε στον τοίχο και χτύπησε στον 406 :
«ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΟΓΚΡΩΦ — ΚΑΠΟΤΕ ΝΑΥΤΗΣ ΣΤΟ ΠΟΛΕΜΙ­ΚΟ ΠΟΤΕΜΚΙΝ — ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ — ΤΙΜΗΘΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΣΗΜΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑ­ΣΤΑΣΗΣ — ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ».
Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του, ξέρασε μέσα στον κουβά και τελείωσε τη μετάδοση:
«ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
Όχι, δεν μπορούσε να φέρει πίσω στη μνήμη τη μορφή του Μπογκρώφ, έβλεπε όμως το περίγραμμα αυτής της γιγάντιας σιλουέττας. Τα μακριά, ασουλούπωτα χέρια του, τις φακίδες στην πλακουτσωτή φάτσα του με την ανασηκωμένη μύτη. Κάποτε, ύστε­ρα από το 1905 που ήσανε και οι δύο στην εξορία, ζούσανε στο ίδιο δωμάτιο κι ο Ρουμπάσωφ τον είχε μάθει γραφή, ανάγνωση και στοιχειώδη ιστορική σκέψη. Από τότε, όπου κι αν ήταν ο Ρου­μπάσωφ, έπαιρνε δύο φορές τον χρόνο ένα χειρόγραφο μήνυμα που πάντα τέλειωνε με τούτα τα λόγια : « Ο σύντροφος σου, πιστός ως  τον τάφο, Μπογκρώφ ».
«ΕΡΧΟΝΤΑΙ», χτύπησε ο 402 βιαστικά και τόσο δυνατά που ο Ρουμπάσωφ το άκουσε μ' όλο που στεκόταν ακόμη δίπλα στον κουβά με το κεφάλι ακουμπημένο στον τοίχο. «ΣΤΑΣΟΥ ΣΤΟ ΜΑ­ΤΙ ΚΑΙ ΒΑΡΑ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
Ο Ρουμπάσωφ στηλώθηκε, και πέρασε το μήνυμα στον 406:
«ΣΤΑΣΟΥ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΚΑΙ ΒΑΡΑ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ. Ύστερα έτρεξε στην πόρτα και περίμενε. Όλα ήσανε σιωπηλά όπως και πριν.
Σε μερικά λεπτά ακούστηκε και πάλι το χτύπημα στον τοί­χο: «ΤΩΡΑ».
Από τον διάδρομο έφτασε ο βαρύς, υπόκωφος αχός του πνιχτού τυμπανισμού. Δεν ήταν ούτε κρούση ούτε σφυροκόπημα: οι κρατούμενοι των κελλιών, από το 380 ως το 402, που αποτελούσανε την ακουστική αλυσίδα και μνήσκανε πίσω από τις πόρτες σαν τι­μητικό άγημα μέσα στη σκοτεινιά, κατάφερναν να δημιουργήσουνε με ξεγελαστική ομοιότητα, μια υποτονισμένη και υποβλητική πέν­θιμη τυμπανοκρουσία, έτσι ως τη φέρνει ο άνεμος από μακρυά. Στεκόταν ο Ρουμπάσωφ, με το μάτι καρφωμένο στη θυρίδα. Συν­τάχτηκε με τον ρυθμό των άλλων κι άρχισε να νεκροσημαίνει χτυ­πώντας με τα δύο χέρια του την πόρτα. Ξαφνιάστηκε σαν διαπί­στωσε πως ο πνιχτός τυμπανισμός συνεχιζότανε και προς τα δε­ξιά, αρχίζοντας από το 406. Τούτο σήμαινε πως ο Ριπ Βαν Ουίνκλ κάτι είχε καταλάβει, γιατί κι αυτός αργοχτυπούσε. Ταυτόχρονα, στ' αριστερά του, ο Ρουμπάσωφ άκουσε, σε μιαν απόσταση που ήταν ακόμα μακρυά από το οπτικό του πεδίο, το κύλισμα της σι­δερένιας πόρτας πάνω στη ράγια. Το χτύπημα στ' αριστερά του έγινε λίγο δυνατώτερο κι ο Ρουμπάσωφ κατάλαβε πως είχαν ανοί­ξει τη σιδερένια πόρτα που χώριζε την απομόνωση από τα συνη­θισμένα κελλιά. Κάτι κλειδιά κουδούνισαν όταν έκλεισε πια η σι­δερένια πόρτα, ακούστηκαν βήματα που σίμωναν και κάτι γλυστρήματα και κάτι σουρσίματα πάνω στις πλάκες. Οι ρυθμικοί χτύ­ποι στ' αριστερά άρχισαν να δυναμώνουν κυματιστοί, ώσπου έφτασαν σε ένα σταθερό, πνιχτό κρεσέντο. Ο Ρουμπάσωφ ακόμα τίπο­τα δεν μπορούσε να δει, γιατί το οπτικό του πεδίο περιωριζόταν ανάμεσα στα κελλιά 401 και 407. Τα σουρσίματα και τα γλυστρήματα έφταναν τώρα πιο κοντά. Κάτι σαν βόγγο άκουσε, κάτι σαν οιμωγή, παιδιού οιμωγή, παιδιάστικη. Τα βήματα ακούγονταν γορ­γότερα. Το χτύπημα στ' αριστερά χαμήλωνε, ενώ αντίθετα φούν­τωνε στα δεξιά.
Χτύπαγε ο Ρουμπάσωφ. Είχε αρχίσει να χάνει σιγά - σιγά κάθε αίσθηση χώρου και χρόνου, έτσι ως τον έζωναν τούτα τα υπόκωφα ταμ - ταμ της ζούγκλας. Λες και στέκονταν κάτι πίθηκοι στα κλουβιά τους, πίσω από τα κάγκελλα, και χτύπαγαν το στέρ­νο ρυθμικά. Τότε κι ο Ρουμπάσωφ κόλλησε το μάτι στη θυρίδα και κάθε τόσο ανασηκωνότανε στ' ακροδάχτυλα, με τον ρυθμό που χτυπούσε. Όπως και πριν, το μόνο που έβλεπε ήτανε το θαμπό, κίτρινο φως του λαμπιονιού στον διάδρομο και τις σιδερένιες πόρ­τες από το 401 ως το 407.
Όμως, ο πνιχτός τυμπανισμός όλο και φούντωνε όσο σίμωνε η σουρτή αχή κι ο βόγγος. Ξαφνικά, κάτι θολές φιγούρες πέρασαν στο οπτικό του πεδίο. Νά τος! Έπαψε ο Ρουμπάσωφ να χτυπάει και κάρφωσε πάνω τους τη ματιά του. Λίγα δευτερόλεπτα και φύ­γανε.
Κι ό,τι είδε μέσα σε τούτα τα λίγα δευτερόλεπτα έμεινε βα­θιά χαραγμένο στη μνήμη του. Δυο αχνοφωτισμένες μορφές με στο­λή είχανε περάσει, πελώριες και ακαθόριστες. Ανάμεσα τους έσερ­ναν από τις μασχάλες κάποιον άλλον. Τούτος ο άλλος κρεμότανε στα χέρια τους, παράλυτος κι όμως άκαμπτος σαν αντρείκελο. Τεν­τωμένος, με το κεφάλι γερμένο μπροστά και την κοιλιά πρησμένη. Τα πόδια του σούρνονταν κι έτσι ως τα παπούτσια είχανε ξεφύγει από τα πόδια προξενούσαν τον εφιαλτικό τριγμό που ο Ρουμπά­σωφ είχε ακούσει ν' αντηχεί λίγο πριν στον διάδρομο. Τούφες από άσπρα μαλλιά κρέμονταν μπροστά στη μορφή του, έτσι ως ήτανε γερμένη προς τα κάτω με το στόμα ορθάνοιχτο, κι ο ιδρώτας έτρεχε πάνω τους, και το σάλιο κυλούσε από το στόμα ως κάτω στο πηγούνι. Όταν πια τον τράβηξαν πέρα από την πόρτα του Ρου­μπάσωφ, εκεί κατά τα δεξιά, προς τον διάδρομο, ο βόγγος και οι οιμωγές λες και σβήσανε για ν' αφήσουνε ν' ακουστή μόνο μια μακρινή ηχώ, όλη - όλη τρία φωνήεντα θρηνητικά: « Ου - α - ω». Μα φαίνεται πως πριν να στρίψουνε τη γωνιά, στην άκρη του διά­δρομου, έξω από το κουρείο, ο Μπογκρώφ θα πρέπει να ούρλια­ξε πιο έντονα, γιατί τούτη τη φορά ο Ρουμπάσωφ συνέλαβε όχι μονάχα τα φωνήεντα αλλά ολόκληρη τη λέξη. Ναι, την είχε ακού­σει καθαρά. Ήτανε το ίδιο του το όνομα : Ρου - μπά - σωφ.
Ύστερα, λες και είχε δοθή κάποιο σύνθημα, ξανάπεσε η σι­γή. Ο διάδρομος έμνησκε σαν πάντα αδειανός, σαν πάντα, και τα λαμπιόνια έκαιγαν σαν πάντα. Μοναχά από τον τοίχο του 406 ερ­χότανε το μήνυμα :
«ΑΘΛΙΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΞΕΣΗΚΩΘΗΤΕ».
Τώρα ο Ρουμπάσωφ είχε ξαπλώσει και πάλι στο κρεββάτι του καί δεν θυμότανε πως είχε φτάσει ως εκεί. Τα νεκροσήμαντρα αντηχούσαν ακόμα στ' αυτιά του, μα η σιωπή τώρα ήτανε σιωπή αληθινή, άδεια, ήρεμισμένη. Ό 402 θα πρέπει να κοιμότανε κι ο Μπογκρώφ — ετσι όπως τον είχανε καταντήσει — σίγουρα θα ήτα­νε πιά πεθαμένος.
« Ρουμπάσωφ, Ρουμπάσωφ... ». Τούτη η στερνή κραυγή ήτανε γραμμένη ανεξίτηλα στην ακουστική του μνήμη. Η οπτική εικό­να ήτανε λιγώτερο σκληρή. Του ήταν ακόμα δύσκολο να ταυτίσει τον Μπογκρώφ μ' εκείνο το άκαμπτο αντρείκελο με το μουσκεμέ­νο από ιδρώτα καί σάλια πρόσωπο και τα τεντωμένα σουρνάμενα πόδια που είχανε περάσει μπροστά από το οπτικό του πεδίο, εκεί­νες τις λίγες στιγμές. Τώρα και μόνο θυμήθηκε ξανά τα άσπρα μαλλιά. Τί τάχα να είχανε κάνει στον Μπογκρώφ; Τί είχανε κά­νει σε τούτον τον γεροδεμένο ναυτικό για να βγάζει μόνον αυτό το παιδιάστικο κλαψούρισμα; ...........

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου