ΑΡΘΟΥΡ ΚΑΙΣΛΕΡ ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ Σελ. 243 ΚΑΚΤΟΣ |
Ω, και να στρίγγλιζε κάποιος εκεί έξω ξαφνικά, για να σπάσει τούτη την αφύσικη σιωπή. Άρχισε να μυρίζει, εκεί γύρω του, γιατί από ώρα τώρα είχε στα ρουθούνια του τη μυρουδιά της Άρλοβα. Και τα τσιγάρα ακόμα ανάδιναν τη μυρουδιά της, γιατί έσουρνε την ταμπακέρα της πάντα μέσα στην τσάντα της και κάθε τσιγάρο είχε το άρωμα της πούδρας της.
Πάντα η σιωπή, και μονάχα το ελαφρό τρίξιμο του κρεββατιού κάθε που στριφογύριζε.
Σκέφτηκε να σηκωθή και ν' ανάψει άλλο τσιγάρο, μα να πάλι το χτύπημα πάνω στον τοίχο.
«ΕΡΧΟΝΤΑΙ».
Έστησε αυτί ο Ρουμπάσωφ, αλλά το μόνο που άκουσε ήτανε το αίμα που χτυπούσε στα μηνίγγια του. Καρτέραγε, και ή σιωπή βάραινε, ώσπου στα τέλος πήρε τα γυαλιά του και χτύπησε :
ΔΕΝ ΑΚΟΎΩ ΤΙΠΟΤΑ».
Πάλι, για λίγο, ο 402 δεν αποκρίθηκε, μα ξαφνικά άρχισε να χτυπάει δυνατά και απότομα :
«ΕΙΝΑΙ Ο 380. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
Ο Ρουμπάσωφ ανασηκώθηκε γοργά κι αμέσως κατάλαβε πως η είδηση είχε περάσει κιόλας από ένδεκα κελλιά σταλμένη από τους γειτόνους του 380. Οι κρατούμενοι στα κελλιά, ανάμεσα στο 380 και το 402, έκαναν μιαν ακουστική αλυσίδα μέσα στη σιωπή και τη σκοτεινιά.Ήσαν αβοήθητοι, έτσι κλεισμένοι μέσα σε τέσσερεις τοίχους, κι αυτή ήταν η μόνη μορφή αλληλεγγύης που τους έδενε. Ο Ρουμπάσωφ πήδηξε από το στρώμα, γοργοπερπάτησε ξυπόλητος ως τον άλλο τοίχο, στάθηκε δίπλα στον κουβά κι άρχισε να χτυπάει στον 406 :
«ΠΡΟΣΟΧΗ. ΣΕ ΛΊΓΟ ΘΑ ΕΚΤΕΛΈΣΟΥΝΕ ΤΟΝ 380. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
Έστησε αυτί. Ο κουβάς βρωμολόγαγε κι η αποφορά είχε αντικαταστήσει στα ρουθούνια του το άρωμα της Άρλοβα. Απόκριση δεν πήρε, γι' αυτό περπάτησε γοργά ως το κρεββάτι του και τούτη τη φορά δεν χτύπησε με τα γυαλιά του, αλλά με τη γροθιά του :
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο 380;»
Πάλι δεν πήρε απόκριση. Κατάλαβε πως κι ο 402 θα πρέπει να πηγαινορχότανε σαν εκκρεμές ανάμεσα στους δυο τοίχους του κελλιού του. Στα ένδεκα κελλιά πέρα από αυτόν οι κρατούμενοι θα τρέχανε κι αυτοί αθόρυβα, ξυπόλητοι, ανάμεσα στους τοίχους. Τώρα ο 402 ήτανε και πάλι στον δικό του τοίχο και ανάγγειλε :
«ΤΩΡΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
O Ρουμπάσωφ ρώτησε ξανά :
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ;»
Όμως ο 402 είχε ξαναφύγει. Δεν άξιζε να μεταδώσει το μήνυμα στον Ριπ Βαν Ουίνκλ, κι όμως έτρεξε στην πλευρά του κουβά και το μετέδωσε, λες και τον έσπρωχνε μια μυστική συναίσθηση καθήκοντος, μια παρόρμηση να μη διακοπή η αλυσίδα. Η γειτνίαση του κουβά του έφερε αναγούλα. Γοργοπερπάτησε ως το κρεββάτι του και περίμενε. Έξω δεν ακουγόταν ούτε ο παραμικρός θόρυβος, μονάχα τα μηνύματα μέσα από τον τοίχο :
«ΚΡΑΥΓΑΖΕΙ ΒΟΗΘΕΙΑ».
«ΚΡΑΥΓΑΖΕΙ ΒΟΗΘΕΙΑ», μετάδωσε ο Ρουμπάσωφ στον 406. Έστησε αυτί μα δεν άκουγε τίποτα, και φοβότανε πως αν ήτανε να ξαναπάει ως τον κουβά θα έκανε εμετό.
«ΤΩΡΑ ΤΟΝ ΦΕΡΝΟΥΝ. ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΚΑΙ ΔΕΡΝΕΤΑΙ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ», χτύπησε ο 402.
«ΠΩΣ ΤΟΝ ΛΕΝΕ», ρώτησε ο Ρουμπάσωφ στα γρήγορα προτού ολοκληρώσει καν ο 402 τη φράση του και τούτη τη φορά πήρε απόκριση :
«ΜΠΟΓΚΡΩΦ. ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ». Τα πόδια του Ρουμπάσωφ άρχισαν να βαραίνουν. Έγειρε στον τοίχο και χτύπησε στον 406 :
«ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΟΓΚΡΩΦ — ΚΑΠΟΤΕ ΝΑΥΤΗΣ ΣΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΠΟΤΕΜΚΙΝ — ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ — ΤΙΜΗΘΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΣΗΜΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ — ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ».
Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του, ξέρασε μέσα στον κουβά και τελείωσε τη μετάδοση:
«ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
Όχι, δεν μπορούσε να φέρει πίσω στη μνήμη τη μορφή του Μπογκρώφ, έβλεπε όμως το περίγραμμα αυτής της γιγάντιας σιλουέττας. Τα μακριά, ασουλούπωτα χέρια του, τις φακίδες στην πλακουτσωτή φάτσα του με την ανασηκωμένη μύτη. Κάποτε, ύστερα από το 1905 που ήσανε και οι δύο στην εξορία, ζούσανε στο ίδιο δωμάτιο κι ο Ρουμπάσωφ τον είχε μάθει γραφή, ανάγνωση και στοιχειώδη ιστορική σκέψη. Από τότε, όπου κι αν ήταν ο Ρουμπάσωφ, έπαιρνε δύο φορές τον χρόνο ένα χειρόγραφο μήνυμα που πάντα τέλειωνε με τούτα τα λόγια : « Ο σύντροφος σου, πιστός ως τον τάφο, Μπογκρώφ ».
«ΕΡΧΟΝΤΑΙ», χτύπησε ο 402 βιαστικά και τόσο δυνατά που ο Ρουμπάσωφ το άκουσε μ' όλο που στεκόταν ακόμη δίπλα στον κουβά με το κεφάλι ακουμπημένο στον τοίχο. «ΣΤΑΣΟΥ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΚΑΙ ΒΑΡΑ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ».
Ο Ρουμπάσωφ στηλώθηκε, και πέρασε το μήνυμα στον 406:
«ΣΤΑΣΟΥ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΚΑΙ ΒΑΡΑ. ΠΕΣ ΤΟ ΔΙΠΛΑ. Ύστερα έτρεξε στην πόρτα και περίμενε. Όλα ήσανε σιωπηλά όπως και πριν.
Σε μερικά λεπτά ακούστηκε και πάλι το χτύπημα στον τοίχο: «ΤΩΡΑ».
Από τον διάδρομο έφτασε ο βαρύς, υπόκωφος αχός του πνιχτού τυμπανισμού. Δεν ήταν ούτε κρούση ούτε σφυροκόπημα: οι κρατούμενοι των κελλιών, από το 380 ως το 402, που αποτελούσανε την ακουστική αλυσίδα και μνήσκανε πίσω από τις πόρτες σαν τιμητικό άγημα μέσα στη σκοτεινιά, κατάφερναν να δημιουργήσουνε με ξεγελαστική ομοιότητα, μια υποτονισμένη και υποβλητική πένθιμη τυμπανοκρουσία, έτσι ως τη φέρνει ο άνεμος από μακρυά. Στεκόταν ο Ρουμπάσωφ, με το μάτι καρφωμένο στη θυρίδα. Συντάχτηκε με τον ρυθμό των άλλων κι άρχισε να νεκροσημαίνει χτυπώντας με τα δύο χέρια του την πόρτα. Ξαφνιάστηκε σαν διαπίστωσε πως ο πνιχτός τυμπανισμός συνεχιζότανε και προς τα δεξιά, αρχίζοντας από το 406. Τούτο σήμαινε πως ο Ριπ Βαν Ουίνκλ κάτι είχε καταλάβει, γιατί κι αυτός αργοχτυπούσε. Ταυτόχρονα, στ' αριστερά του, ο Ρουμπάσωφ άκουσε, σε μιαν απόσταση που ήταν ακόμα μακρυά από το οπτικό του πεδίο, το κύλισμα της σιδερένιας πόρτας πάνω στη ράγια. Το χτύπημα στ' αριστερά του έγινε λίγο δυνατώτερο κι ο Ρουμπάσωφ κατάλαβε πως είχαν ανοίξει τη σιδερένια πόρτα που χώριζε την απομόνωση από τα συνηθισμένα κελλιά. Κάτι κλειδιά κουδούνισαν όταν έκλεισε πια η σιδερένια πόρτα, ακούστηκαν βήματα που σίμωναν και κάτι γλυστρήματα και κάτι σουρσίματα πάνω στις πλάκες. Οι ρυθμικοί χτύποι στ' αριστερά άρχισαν να δυναμώνουν κυματιστοί, ώσπου έφτασαν σε ένα σταθερό, πνιχτό κρεσέντο. Ο Ρουμπάσωφ ακόμα τίποτα δεν μπορούσε να δει, γιατί το οπτικό του πεδίο περιωριζόταν ανάμεσα στα κελλιά 401 και 407. Τα σουρσίματα και τα γλυστρήματα έφταναν τώρα πιο κοντά. Κάτι σαν βόγγο άκουσε, κάτι σαν οιμωγή, παιδιού οιμωγή, παιδιάστικη. Τα βήματα ακούγονταν γοργότερα. Το χτύπημα στ' αριστερά χαμήλωνε, ενώ αντίθετα φούντωνε στα δεξιά.
Χτύπαγε ο Ρουμπάσωφ. Είχε αρχίσει να χάνει σιγά - σιγά κάθε αίσθηση χώρου και χρόνου, έτσι ως τον έζωναν τούτα τα υπόκωφα ταμ - ταμ της ζούγκλας. Λες και στέκονταν κάτι πίθηκοι στα κλουβιά τους, πίσω από τα κάγκελλα, και χτύπαγαν το στέρνο ρυθμικά. Τότε κι ο Ρουμπάσωφ κόλλησε το μάτι στη θυρίδα και κάθε τόσο ανασηκωνότανε στ' ακροδάχτυλα, με τον ρυθμό που χτυπούσε. Όπως και πριν, το μόνο που έβλεπε ήτανε το θαμπό, κίτρινο φως του λαμπιονιού στον διάδρομο και τις σιδερένιες πόρτες από το 401 ως το 407.
Όμως, ο πνιχτός τυμπανισμός όλο και φούντωνε όσο σίμωνε η σουρτή αχή κι ο βόγγος. Ξαφνικά, κάτι θολές φιγούρες πέρασαν στο οπτικό του πεδίο. Νά τος! Έπαψε ο Ρουμπάσωφ να χτυπάει και κάρφωσε πάνω τους τη ματιά του. Λίγα δευτερόλεπτα και φύγανε.
Κι ό,τι είδε μέσα σε τούτα τα λίγα δευτερόλεπτα έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη του. Δυο αχνοφωτισμένες μορφές με στολή είχανε περάσει, πελώριες και ακαθόριστες. Ανάμεσα τους έσερναν από τις μασχάλες κάποιον άλλον. Τούτος ο άλλος κρεμότανε στα χέρια τους, παράλυτος κι όμως άκαμπτος σαν αντρείκελο. Τεντωμένος, με το κεφάλι γερμένο μπροστά και την κοιλιά πρησμένη. Τα πόδια του σούρνονταν κι έτσι ως τα παπούτσια είχανε ξεφύγει από τα πόδια προξενούσαν τον εφιαλτικό τριγμό που ο Ρουμπάσωφ είχε ακούσει ν' αντηχεί λίγο πριν στον διάδρομο. Τούφες από άσπρα μαλλιά κρέμονταν μπροστά στη μορφή του, έτσι ως ήτανε γερμένη προς τα κάτω με το στόμα ορθάνοιχτο, κι ο ιδρώτας έτρεχε πάνω τους, και το σάλιο κυλούσε από το στόμα ως κάτω στο πηγούνι. Όταν πια τον τράβηξαν πέρα από την πόρτα του Ρουμπάσωφ, εκεί κατά τα δεξιά, προς τον διάδρομο, ο βόγγος και οι οιμωγές λες και σβήσανε για ν' αφήσουνε ν' ακουστή μόνο μια μακρινή ηχώ, όλη - όλη τρία φωνήεντα θρηνητικά: « Ου - α - ω». Μα φαίνεται πως πριν να στρίψουνε τη γωνιά, στην άκρη του διάδρομου, έξω από το κουρείο, ο Μπογκρώφ θα πρέπει να ούρλιαξε πιο έντονα, γιατί τούτη τη φορά ο Ρουμπάσωφ συνέλαβε όχι μονάχα τα φωνήεντα αλλά ολόκληρη τη λέξη. Ναι, την είχε ακούσει καθαρά. Ήτανε το ίδιο του το όνομα : Ρου - μπά - σωφ.
Ύστερα, λες και είχε δοθή κάποιο σύνθημα, ξανάπεσε η σιγή. Ο διάδρομος έμνησκε σαν πάντα αδειανός, σαν πάντα, και τα λαμπιόνια έκαιγαν σαν πάντα. Μοναχά από τον τοίχο του 406 ερχότανε το μήνυμα :
«ΑΘΛΙΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΞΕΣΗΚΩΘΗΤΕ».
Τώρα ο Ρουμπάσωφ είχε ξαπλώσει και πάλι στο κρεββάτι του καί δεν θυμότανε πως είχε φτάσει ως εκεί. Τα νεκροσήμαντρα αντηχούσαν ακόμα στ' αυτιά του, μα η σιωπή τώρα ήτανε σιωπή αληθινή, άδεια, ήρεμισμένη. Ό 402 θα πρέπει να κοιμότανε κι ο Μπογκρώφ — ετσι όπως τον είχανε καταντήσει — σίγουρα θα ήτανε πιά πεθαμένος.
« Ρουμπάσωφ, Ρουμπάσωφ... ». Τούτη η στερνή κραυγή ήτανε γραμμένη ανεξίτηλα στην ακουστική του μνήμη. Η οπτική εικόνα ήτανε λιγώτερο σκληρή. Του ήταν ακόμα δύσκολο να ταυτίσει τον Μπογκρώφ μ' εκείνο το άκαμπτο αντρείκελο με το μουσκεμένο από ιδρώτα καί σάλια πρόσωπο και τα τεντωμένα σουρνάμενα πόδια που είχανε περάσει μπροστά από το οπτικό του πεδίο, εκείνες τις λίγες στιγμές. Τώρα και μόνο θυμήθηκε ξανά τα άσπρα μαλλιά. Τί τάχα να είχανε κάνει στον Μπογκρώφ; Τί είχανε κάνει σε τούτον τον γεροδεμένο ναυτικό για να βγάζει μόνον αυτό το παιδιάστικο κλαψούρισμα; ...........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου