Για τη μελλοντική διαμόρφωση της γερμανικής εξαγωγής εμπορευμάτων , η ενίσχυση από την εξαγωγή τους θα είναι τόσο σπουδαία και συνεχώς απαραίτητη, όσο και στις προηγούμενες δεκαετίες. Και απέναντι στις χώρες του Ευρωπαϊκου μεγάλου χώρου δεν θα μπορέσουμε ν' αποφύγουμε την υποχρέωση, να συμμετάσχουμε με κεφάλαια στις επενδύσεις, οι οποίες οφείλουν να υλοποιηθούν για την ανάπτυξη των φυσικών παραγωγικών τους δυνάμεων.
Τυπικό παράδειγμα παρέχουν και πάλι οι αγροτικές χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Οι οικονομικές τους δυνάμεις είναι η γεωργία, η δασοκομία και τα μεταλλεία. Η ικανότητα απόδοσης όλων αυτών των κλάδων μπορεί να αυξηθεί σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό , προϋποθέτει όμως τη κατασκευή νέων εγκαταστάσεων και τη προμήθεια μηχανών, καθώς επίσης και τη βελτίωση των οδών συγκοινωνίας , δίχως τις οποίες δεν μπορεί να υλοποιηθούν εντατικές οικονομικές συναλλαγές με τις όμορες χώρες.
Η εκμετάλλευση του φυσικού οικονομικού πλούτου μέσα από τις οικείες μόνο δυνάμεις θα σήμαινε ατελείωτη επιβράδυνση της ιδρυτικής λειτουργίας, ενώ απεναντίας με τη βοήθεια του γερμανικού κεφαλαίου είναι δυνατή μία επιτάχυνση, αποβαίνουσα εξ ίσου επωφελής και για τα δύο μέρη. Χώρες οι οποίες παράγουν πρώτες ύλες, μέσα από την ανάληψη χρεών , για λόγους σκοπιμοτητας, αποβαίνουν πλουσιότερες.
Από τη πλευρά της η Γερμανία, σαν πιστώτρια χώρα, αποκτά τα πλεονεκτήματα της εξασφαλίσεως αγορών για τη τοποθέτηση της πλεονάζουσας βιομηχανικής παραγωγής της και συγχρόνως, κατά την ανταλλαγή, το πλεονέκτημα του ανεφοδιασμού με τη μορφή πρώτων υλών και ειδών διατροφής, από τα οποία έχει πρόσθετες ανάγκες και των οποίων η παραγωγή έχει αυξηθεί με τη βοήθεια των δικών της κεφαλαίων.
Θα ρωτήσετε: πλεονάζουσα βιομηχανική παραγωγή;
Θα ρωτήσετε: πλεονάζουσα βιομηχανική παραγωγή;
Μάλιστα. Σήμερα δεν υπάρχει, αλλά μπορεί αν γίνει λόγος γι αυτή στη περίπτωση, που οι εθνικές ανάγκες έχουν καλυφθεί τελείως και ταυτόχρονα οι ελεύθερες δυνατότητες της βιομηχανίας ζητούν απασχόληση. Θα πρέπει όμως να φθάσουμε σε παρόμοια πλεονάσματα αποδόσεων, - ακόμη και μέσα από το στραγγαλισμό των καταναλωτικών μας τάσεων προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Μόνο έτσι απολαμβάνουμε τα εις εμπορεύματα πλεονάσματα της εξαγωγής, που είναι και και οι μοναδικοί φορείς της εξαγωγής κεφαλαίων. Δεν υπάρχει άλλη λύσις στο πρόβλημα των ανταλλαγών. Η Γερμανία δε διαθέτει αποθέματα εξαγωγής κεφαλαίων υπό την μορφή χρυσού ή συναλλάγματος. Εξαγωγή κεφαλαίων δύναται να διενεργηθεί μόνο στη περίπτωση που θα παραιτούμεθα μέχρι ενός ορισμένου βαθμού από την άμεση είσπραξη του αντιτίμου των εξαγωγών μας, αφήνοντας δηλαδή στο εξωτερικό, μέρος των κερδών μας από την εξαγωγή .
Κάτω από το πρίσμα των συμψηφιστικών συναλλαγών κάτι τέτοιο πρακτικά σημαίνει, ότι στο κλήριγκ πρέπει να υπάρχουν γερμανικά ενεργά υπόλοιπα, τα οποία δεν θέλομε να συμψηφίσουμε με άμεσες προμήθειες από μια άλλη χώρα. Ο συμψηφισμός δεν. συντελείται με πράξεις πάνω στα εμπορεύματα αλλά με πράξεις πάνω στα κεφάλαια.
Το υπόλοιπο του κλήριγκ λαμβάνει τη μορφή πιστώσεων και δανείων μέσης και μακράς διαρκείας και σταδιακά τοκίζεται και επιστρέφεται από τη συμβαλλόμενη χώρα με τη μορφή εμπορευμάτων. Στη Γερμανία η εξεύρεση των αναγκαίων μέσων θα έπρεπε να συντελεσθεί μέσα από τη μεσολάβηση των Τραπεζών για την έκδοση συνήθων αξιών, μέσα από τη προεξόφληση των οποίων να μπορούν να πληρωθούν οι Γερμανοί κατασκευαστές των εξαχθέντων ειδών, των οποίων το αντίτιμο των αξιών αυτών θα πληρώσει στο μέλλον η χρεώστρια χώρα.
Στη προκειμένη περίπτωση μπορούν να εφαρμοστούν οι μάλλον ποικίλες μορφές τραπεζιτικής ενδιάμεσης χρηματοδότησης.
Το συμπέρασμα των σκέψεων αυτών είναι, ότι η γερμανική ενεργή επί του κεφαλαίου πολιτική, σαν σκοπός της εξωτερικής οικονομίας, δεν μπορεί ποτέ να περιορισθεί στην εξέλιξη των καθαρών χρηματοδοτικών εργασιών, αλλά πρέπει πάντοτε να υπολογιστεί σε άμεση σχέση με ανταλλακτικές εργασίες που βασίζονται σε εμπορεύματα αντιμετωπιζόμενα σαν οικονομική συμπλήρωση κατά μία έννοια της εθνικό-οικονομικής ανταλλαγής υπηρεσιών. Στο γεγονός αυτό οφείλεται επίσης και ένας περιορισμός της έκτασής της , όπως αυτός καταφαίνεται , θεώμενος από της αγοράς κεφαλαίου του εσωτερικού, εκ του συναγωνισμού των πολυαρίθμων μνηστήρων κεφαλαίου.
Ποσότητες εξαχθέντων κεφαλαίων, όπως ο μέσος όρος της τριαντάχρονης περιόδου από το 1885 μέχρι του 1913, δεν θα καταφέρουμε να τις ππροσεγγίσουμε τουλάχιστον στην αρχή. Τότε επι γραμματίων 57,2 δισεκατομμυρίων μάρκων, τα οποία κατά τη περίοδο αυτή εξεδόθησαν στη Γερμανία, 13,δ δισεκατομμύρια μάρκα, δηλαδή όχι λιγότερων από 24ο/ο, αντιστοιχούσαν σε αξίες του εξωτερικού . Σ΄αυτά προστέθηκαν άλλες σημαντικές τοποθετήσεις κεφαλαίων στο εξωτερικό, τα οποία δεν έλαβαν χώρα με τη μορφή αποκτήσεως γραμματίων, αλλά με τη μορφή συμμετοχών ή ιδρύσεων. Μέρος αυτών των τοποθετήσεων στο εξωτερικό θα επιστραφεί στη Γερμανία με την επανόρθωση της αδικίας των Βερσαλλιών.
Αλλά και με ουσιαστικά μικρότερη κλίμακα ποσών θα μπορούμε να προσδοκούμε υψηλό οικονομικό αποτέλεσμα από την εξαγωγή των κεφαλαίων αν επιλέξουμε σωστα τους δρομους πάνω στους οποίους τα κατευθύνουμε .
Η εξαγωγή κεφαλαίων πρέπει ν' αποβλέπει μόνον σε χώρες, των οποίων η διαμόρφωση -αποτελεί φυσική συμπλήρωση γιά την ίδια τους την οικονομία όπως επίσης και για την οικονομία χωρών που είναι φιλικά προσκείμενοι σε μας.
Βοήθεια με τη μορφή κεφαλαίων για την ανάπτυξη των οικονομικών δυνάμεων μπορεί γενικά να συντελεσθεί με επιτυχία μόνο μεταξύ χωρών που βρίσκονται σε διαφορετικές βαθμίδες εξέλιξης .
Εξ άλλου η Γερμανία, με την ιδιότητα της μελλοντικής πιστώτριας χώρας, δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις απέναντι σε τρίτους — όπως σα παράδειγμα η Αγγλική Αυτοκρατορία από τις συμβάσεις της Οττάβας —οι οποίες παρεμποδίζουν να κινηθούν ελεύθερα οι δυνατότητες μιας υφιστάμενης ήδη συμπλήρωσης του οικονομικού μηχανισμού. Οφείλουμε να είμαστε πανέτοιμοι να δεχθούμε την εξαγωγή τών χρεωστριών χωρών, τών οποίων πάλιν ή παραγωγή πρέπει να προσαρμοσθεί σε μεγάλο βαθμό πάνω στις ανάγκες .μας. Οι ηγέτες της εμπορικής -πολιτικής της χώρας πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τις ανάγκες αυτές. Χώρα, στην οποία οι συνθήκες της υπαγορεύουν να μη δέχεται τις εξαγωγές άλλων χωρών, θα κάμει καλύτερα να μη γίνει πιστώτρια χώρα. Επί του προκειμένου η πείρα των Ηνωμένων Πολιτειών ομιλεί τη σαφέστερη γλώσσα.
Σήμερα η επιλογή των χωρών για τη κατεύθυνση της ενεργού πολιτικής επί των κεφαλαίων δεν παρουσιάζει τη παραμικρή δυσκολία για τη Γερμανία .Πριν από το 1914 η γερμανικη εξαγωγή κεφαλαίων είχε καταστήσει πεδίο δράσεώς της ολόκληρο τον κόσμον, το τόξο ετεινόταν μέχρι των εσχατιών της Ασίας και της Νοτίου Αμερικής. Σήμερα ο ευρωπαϊκός χώρος προσφέρει εις τηνπολιτική σφαίρα της επιρροής μας άφθονες και συμφέρουσες δυνατότητες για τη πλήρωση του πλαισίου της αποδοτικής μας ικανότητας. Τά προβλήματα που αναμένουν εδώ την λύση, είναι τόσον μεγάλα, ώστε, πέρα από εμάς , και οι πολύ εξελιγμένες γειτωνικές σε εμάς χώρες θα βρουν εύρυ πεδίοευκαιριών για την εξαγωγή των κεφαλαίων τους. Ας αναλογισθούμε μόνον μία ανάπτυξη των συγκοινωνιών που θα λαμβάνει πρόμοια των αναγκών του μεγάλου χώρου στο σύνολό του. Ακόμη και σήμερα η κύρια σιδηροδρομική γραμμή που από το Βουκουρέστι μέσω Ουγγαρίας οδηγεί στη .Γερμανία είναι απλή κατά το μεγαλύτερό της τμήμα. Ακριβώς αυτή η συνεργασία με τους ευρωπαίους γείτονες μας. των οποίων οι χώρες μπορούν νά υπολογίζονται σα χώρες εξαγωγής κεφαλαίων, θα συντέλεσει στη ταχύτερη ανάπτυξη των δυνάμεων του ευρωπαίκου χώρου στο σύνολό του και προς όφελος όλων.
Η Γερμανία θα συγκεντρώσει τις εξαγωγές των εμπορευμάτων της , οι οποίες βαδίζουν παράλληλα με τις εξαγωγές κεφαλαίων, όχι μόνον επι των πολυτίμων ειδών κατανάλωσης, αλλά προ πάντων επί των αγαθών παραγωγής, πράγμα που κατά τα τελευταία χρόνια συνέβη σε αύξουσα κλίμακα. Είναι πάντοτε αναγκαίο, όπως οι προς ανάπτυξη βιομηχανίες επιλέγονται σε συνδυασμό με τις οργανικές συνθήκες της ενδιαφερόμενης εθνικής οικονομίας. Στο μεταξύ έγινε πασίγνωστο, ότι άδικα διατυπώνεται η ένσταση, κατά την οποία μέσα από τη εκβιομηχάνιση των χωρών, οι οποίες παράγουν τις πρώτες ύλες, απειλούνται οι βιομηχανικές εξαγωγές των παλαιών βιομηχανικών χωρών . Η εκβιομηχάνιση των παραγουσών πρώτες ύλες χωρών θα έχει τα μεγαλύτερα αποτελέσματα τόσο για τη Γερμανία όσο και γι'αυτές τις ίδιες τις χώρες , εάν η εκβιομηχάνιση αυτή είναι σε θέση να συντελεσθεί μέσα στα όρια του ευρωπαϊκού χώρου πάνω στη βάση ενός μεγάλου πανευρωπαικού σχεδίου . Εάν πρόκειται να επιληφθούμε τέτοιων μεγάλων προβλημάτων, πρέπει να έχουμεν υπόψη ότι αυτά δεν απαιτούν μόνον την δημιουργίαν αναλόγων προϋποθέσεων υπο τη μορφή της αναγκαίας ικανότητας αποδόσεως της γερμανικής οικονομίας, αλλά και τη μόρφωση ανθρώπων, οι οποίοι θα συνδυάζουν με την γνώση των οικονομιών της αλλοδαπής και τα αναγκαία προσωπικά προτερήματα.
Το συμπέρασμα των σκέψεων αυτών είναι, ότι η γερμανική ενεργή επί του κεφαλαίου πολιτική, σαν σκοπός της εξωτερικής οικονομίας, δεν μπορεί ποτέ να περιορισθεί στην εξέλιξη των καθαρών χρηματοδοτικών εργασιών, αλλά πρέπει πάντοτε να υπολογιστεί σε άμεση σχέση με ανταλλακτικές εργασίες που βασίζονται σε εμπορεύματα αντιμετωπιζόμενα σαν οικονομική συμπλήρωση κατά μία έννοια της εθνικό-οικονομικής ανταλλαγής υπηρεσιών. Στο γεγονός αυτό οφείλεται επίσης και ένας περιορισμός της έκτασής της , όπως αυτός καταφαίνεται , θεώμενος από της αγοράς κεφαλαίου του εσωτερικού, εκ του συναγωνισμού των πολυαρίθμων μνηστήρων κεφαλαίου.
Ποσότητες εξαχθέντων κεφαλαίων, όπως ο μέσος όρος της τριαντάχρονης περιόδου από το 1885 μέχρι του 1913, δεν θα καταφέρουμε να τις ππροσεγγίσουμε τουλάχιστον στην αρχή. Τότε επι γραμματίων 57,2 δισεκατομμυρίων μάρκων, τα οποία κατά τη περίοδο αυτή εξεδόθησαν στη Γερμανία, 13,δ δισεκατομμύρια μάρκα, δηλαδή όχι λιγότερων από 24ο/ο, αντιστοιχούσαν σε αξίες του εξωτερικού . Σ΄αυτά προστέθηκαν άλλες σημαντικές τοποθετήσεις κεφαλαίων στο εξωτερικό, τα οποία δεν έλαβαν χώρα με τη μορφή αποκτήσεως γραμματίων, αλλά με τη μορφή συμμετοχών ή ιδρύσεων. Μέρος αυτών των τοποθετήσεων στο εξωτερικό θα επιστραφεί στη Γερμανία με την επανόρθωση της αδικίας των Βερσαλλιών.
Αλλά και με ουσιαστικά μικρότερη κλίμακα ποσών θα μπορούμε να προσδοκούμε υψηλό οικονομικό αποτέλεσμα από την εξαγωγή των κεφαλαίων αν επιλέξουμε σωστα τους δρομους πάνω στους οποίους τα κατευθύνουμε .
Η εξαγωγή κεφαλαίων πρέπει ν' αποβλέπει μόνον σε χώρες, των οποίων η διαμόρφωση -αποτελεί φυσική συμπλήρωση γιά την ίδια τους την οικονομία όπως επίσης και για την οικονομία χωρών που είναι φιλικά προσκείμενοι σε μας.
Βοήθεια με τη μορφή κεφαλαίων για την ανάπτυξη των οικονομικών δυνάμεων μπορεί γενικά να συντελεσθεί με επιτυχία μόνο μεταξύ χωρών που βρίσκονται σε διαφορετικές βαθμίδες εξέλιξης .
Εξ άλλου η Γερμανία, με την ιδιότητα της μελλοντικής πιστώτριας χώρας, δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις απέναντι σε τρίτους — όπως σα παράδειγμα η Αγγλική Αυτοκρατορία από τις συμβάσεις της Οττάβας —οι οποίες παρεμποδίζουν να κινηθούν ελεύθερα οι δυνατότητες μιας υφιστάμενης ήδη συμπλήρωσης του οικονομικού μηχανισμού. Οφείλουμε να είμαστε πανέτοιμοι να δεχθούμε την εξαγωγή τών χρεωστριών χωρών, τών οποίων πάλιν ή παραγωγή πρέπει να προσαρμοσθεί σε μεγάλο βαθμό πάνω στις ανάγκες .μας. Οι ηγέτες της εμπορικής -πολιτικής της χώρας πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τις ανάγκες αυτές. Χώρα, στην οποία οι συνθήκες της υπαγορεύουν να μη δέχεται τις εξαγωγές άλλων χωρών, θα κάμει καλύτερα να μη γίνει πιστώτρια χώρα. Επί του προκειμένου η πείρα των Ηνωμένων Πολιτειών ομιλεί τη σαφέστερη γλώσσα.
Σήμερα η επιλογή των χωρών για τη κατεύθυνση της ενεργού πολιτικής επί των κεφαλαίων δεν παρουσιάζει τη παραμικρή δυσκολία για τη Γερμανία .Πριν από το 1914 η γερμανικη εξαγωγή κεφαλαίων είχε καταστήσει πεδίο δράσεώς της ολόκληρο τον κόσμον, το τόξο ετεινόταν μέχρι των εσχατιών της Ασίας και της Νοτίου Αμερικής. Σήμερα ο ευρωπαϊκός χώρος προσφέρει εις τηνπολιτική σφαίρα της επιρροής μας άφθονες και συμφέρουσες δυνατότητες για τη πλήρωση του πλαισίου της αποδοτικής μας ικανότητας. Τά προβλήματα που αναμένουν εδώ την λύση, είναι τόσον μεγάλα, ώστε, πέρα από εμάς , και οι πολύ εξελιγμένες γειτωνικές σε εμάς χώρες θα βρουν εύρυ πεδίοευκαιριών για την εξαγωγή των κεφαλαίων τους. Ας αναλογισθούμε μόνον μία ανάπτυξη των συγκοινωνιών που θα λαμβάνει πρόμοια των αναγκών του μεγάλου χώρου στο σύνολό του. Ακόμη και σήμερα η κύρια σιδηροδρομική γραμμή που από το Βουκουρέστι μέσω Ουγγαρίας οδηγεί στη .Γερμανία είναι απλή κατά το μεγαλύτερό της τμήμα. Ακριβώς αυτή η συνεργασία με τους ευρωπαίους γείτονες μας. των οποίων οι χώρες μπορούν νά υπολογίζονται σα χώρες εξαγωγής κεφαλαίων, θα συντέλεσει στη ταχύτερη ανάπτυξη των δυνάμεων του ευρωπαίκου χώρου στο σύνολό του και προς όφελος όλων.
Η Γερμανία θα συγκεντρώσει τις εξαγωγές των εμπορευμάτων της , οι οποίες βαδίζουν παράλληλα με τις εξαγωγές κεφαλαίων, όχι μόνον επι των πολυτίμων ειδών κατανάλωσης, αλλά προ πάντων επί των αγαθών παραγωγής, πράγμα που κατά τα τελευταία χρόνια συνέβη σε αύξουσα κλίμακα. Είναι πάντοτε αναγκαίο, όπως οι προς ανάπτυξη βιομηχανίες επιλέγονται σε συνδυασμό με τις οργανικές συνθήκες της ενδιαφερόμενης εθνικής οικονομίας. Στο μεταξύ έγινε πασίγνωστο, ότι άδικα διατυπώνεται η ένσταση, κατά την οποία μέσα από τη εκβιομηχάνιση των χωρών, οι οποίες παράγουν τις πρώτες ύλες, απειλούνται οι βιομηχανικές εξαγωγές των παλαιών βιομηχανικών χωρών . Η εκβιομηχάνιση των παραγουσών πρώτες ύλες χωρών θα έχει τα μεγαλύτερα αποτελέσματα τόσο για τη Γερμανία όσο και γι'αυτές τις ίδιες τις χώρες , εάν η εκβιομηχάνιση αυτή είναι σε θέση να συντελεσθεί μέσα στα όρια του ευρωπαϊκού χώρου πάνω στη βάση ενός μεγάλου πανευρωπαικού σχεδίου . Εάν πρόκειται να επιληφθούμε τέτοιων μεγάλων προβλημάτων, πρέπει να έχουμεν υπόψη ότι αυτά δεν απαιτούν μόνον την δημιουργίαν αναλόγων προϋποθέσεων υπο τη μορφή της αναγκαίας ικανότητας αποδόσεως της γερμανικής οικονομίας, αλλά και τη μόρφωση ανθρώπων, οι οποίοι θα συνδυάζουν με την γνώση των οικονομιών της αλλοδαπής και τα αναγκαία προσωπικά προτερήματα.
(Απόσπασμα από τη διάλεξη που δόθηκε στο Γερμανικό Ινστιτούτο της Τραπεζιτικής Επιστήμης και των Τραπεζιτικών Ζητημάτων την 25 Οκτωβρίου 1940)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου