Κείμενον της επιδοθείσης, την πρωίαν της 6ης Απριλίου 1941, διακοινώσεως εκ μέρους της Γερμανικής Κυβερνήσεως προς τον εν Βερολίνω Πρεσβευτήν της Α. Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος.
«Από της ενάρξεως του πολέμου, του επιβληθέντος εις την Γερμανίαν δια της κηρύξεως πολέμου εκ μέρους της Αγγλίας και της Γαλλίας, η Κυβέρνησις του Reich εξέφρασε πάντοτε σαφώς και απεριφράστως την επιθυμίαν, όπως η στρατιωτική σύρραξις περιορισθή μεταξύ των εμπολέμων κρατών και ιδίως όπως παραμείνη εκτός πολέμου η περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου. Μετά της αυτής σαφηνείας διεκήρυξε κατ' επανάληψιν, ότι θα αντετάσσετο αμέσως δι' όλων των εις την διάθεσιν αυτής πολεμικών μέσων, εις πάσαν από μέρους των Άγγλων απόπειραν μεταφοράς του πολέμου και εις άλλας χώρας.
Δια της καταστροφής των αγγλικών εκστρατευτικών δυνάμεων και την εκδίωξιν των υπολειμμάτων τούτων εκ της Νορβηγίας και της Γαλλίας, η ήπειρος μας είχεν εκκαθαρισθή τελείως από τα βρεττανικά στρατεύματα. Εκ τούτου ανέκυπτε δι όλα τα ευρωπαϊκά κράτη το κοινόν συμφέρον, όπως διατηρηθή απολύτως η επιτευχθείσα απομάκρυνσις της Αγγλίας εκ της ηπειρωτικής Ευρώπης, πράγμα, όπερ απετέλει την πλέον ασφαλή εγγύησιν της ειρήνης εν Ευρώπη και όπως μη αφεθή ουδείς Άγγλος στρατιώτης να θέση πλέον πόδα επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Το πρόβλημα τούτο ετίθετο και δια τον ελληνικόν λαόν, καθ' ον ακριβώς τρόπον ετίθετο και δια τους λοιπούς λαούς τής ηπείρου, είναι δε προφανές άτι εάν η Ελληνική Κυβέρνησις ετήρη ειλικρινή και αυστηράν ουδετερότητα, θα προσηρμόζετο απολύτως προς την κατάστασιν. Η στάσις αύτη ήτο απολύτως φυσική δια την Ελλάδα και ανταπεκρίνετο προς τα ζωτικά συμφέροντα αυτής, τοσούτω μάλλον, καθ' όσον ουδείς των εμπολέμων ηδύνατο να έχη όντως ζωτικόν συμφέρον να εμπλέξει εις τας πολεμικάς επιχειρήσεις αυτού χώραν, ευρισκομένην μακράν του πραγματικού θεάτρου του πολέμου. Ούτως, η Γερμανία και η Ιταλία ουδέποτε ηξίωσαν άλλό τι οπό μέρους της Ελλάδος, ειμή την τήρησιν γνησίας ουδετερότητος.
'Οθεν τυγχάνει μάλλον ακατανόητον το γεγονός, ότι παρά ταύτα, η Ελληνική Κυβέρνησις εγκατέλειψε την διαγραφομένην εις αυτήν σαφώς στάσιν και ούτως εισήλθεν εις οδόν, ήτις ήτο φυσικόν να εκθέση θάττον ή βράδιον τον λαόν αυτής εις σοβαρούς κινδύνους. Γνωρίζομεν σήμερον ότι η Ελλάς πράγματι εγκατέλειψε την στάσιν της ουδετερότητος από της εκρήξεως του πολέμου κατά Σεπτέμβριον 1939 και έλαβε θέσιν, κατ' αρχάς κρυφίως, είτα δε ολονέν και εμφανέστερον, υπέρ των εχθρών της Γερμανίας και δη υπέρ της Αγγλίας.
Μέχρι ποίου σημείου η ελληνική πολιτική επηρεάζετο και προ της εκρήξεως του πολέμου εκ των εις τους κόλπους της Ελληνικής Κυβερνήσεως επικρατουσών συμπαθειών προς την Αγγλίαν, αποδεικνύει και μόνον το γεγονός, ότι κατ' Απρίλιον 1939, η Ελλάς απεδέχθη πολιτικήν εγγύησιν των Δυτικών Δυνάμεων. Κατόπιν της λίαν γνωστής πείρας, της κτηθείσης εκ των αγγλικών εγγυήσεων, έδει να γνωρίζη σαφώς ότι ούτως ενεργούσα, έθετε κατ' ανάγκην την χώραν αυτής υπό αγγλικήν εξάρτησιν και ότι μοιραίως θα ευρίσκετο περιπεπλεγμένη εις τα ήδη υφιστάμενα τότε αγγλικά σχέδια κυκλώσεως της Γερμανίας.
Η τάσις αύτη εξεδηλώθη το πρώτον εμφανώς μετά την έκρηξιν του πολέμου κατ' Οκτώβριον 1939, ότε η Ελληνική Κυβέρνησις ηρνήθη και να συζητήση καν το ενδεχόμενον παρατάσεως του συμφώνου φιλίας μετά της Ιταλίας, ούτινος η ισχύς έληγε κατά το έτος τούτο. Την ιδίαν εποχήν, περιήλθον εις την κατοχήν της Κυβερνήσεως του Reich στοιχεία, κατά τα όποια η δια της βρεττανικής συνδρομής εγκατασταθείσα τότε εις την αρχήν Ελληνική Κυβέρνησις, από της εγκαθιδρύσεως αυτής εις την εξουσίαν, είχεν αναλάβει ευρείας υποχρεώσεις έναντι της αγγλικής πολιτικής.
Εάν επί του σημείου τούτου υπελείπετο εισέτι και η ελαχίστη αμφιβολία, τα επίσημα έγγραφα, τα ευρεθέντα εις την La Charite της Γαλλίας και τα οποία εδόθησαν ήδη εις δημοσιότητα, αποδεικνύουσι κατά τον πλέον αναμφισβήτητον τρόπον την σαφώς εναντίον του Άξονος θέσιν, ην έλαβεν η Ελλάς από της εκρήξεως του πολέμου. Εκ των επισήμων τούτων στοιχείων του Γαλλικού Γενικού Επιτελείου και της Γαλλικής Κυβερνήσεως προκύπτει η ακόλουθος εικών περί της αληθούς πολιτικής, την οποίαν ηκολούθησε μυστικώς η Ελληνική Κυβέρνησις.
1.—Ήδη, από του Σεπτεμβρίου 1939, το ελληνικόν Γενικόν Επιτελείον απέστειλεν εις Άγκυραν τον συνταγματάρχην Δόβαν, ίνα έλθη εις επαφήν μετά του στρατηγού Weygand, αρχιστρατήγου του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος εν τη Εγγύς Ανατολή.
2.—Την 18ην Σεπτεμβρίου 1939, ο εν Παρισίοις Έλλην Πρεσβευτής Πολίτης, έδωκε την διαβεβαίωσιν, ότι η Ελλάς δεν επεθύμει να ανανεώση την συνθήκην φιλίας μετά της Ιταλίας, την εκπνέουσαν τον Οκτώβριον,ειμή μόνον «εφ' όσον η τοιαύτη συμφωνία δεν θα απετέλει κώλυμα εις την δημιουργίαν ανατολικού μετώπου».
3. — Κατά τας αρχάς Οκτωβρίου 1939, ο Υφυπουργός επί των Εξωτερικών Μαυρουδής, εδήλωσεν εις τον εν Αθήναις Γάλλον Πρεσβευτήν, ότι η Ελλάς, όχι μόνον δεν θα ημπόδιζε απόβασιν των Συμμάχων εις Θεσσαλονίκην, αλλά τουναντίον θα υπεστήριζεν ενεργώς ταύτην, υπό την μόνην προϋπόθεσιν ότι η επιτυχία των επιχειρήσεων θα ήτο εξησφαλισμένη.
4 —Η λαβούσα χώραν κατά τα τέλη Οκτωβρίου 1939 επαφή μεταξύ του εν Αθήναις Γάλλου Στρατιωτικού Ακολούθου και του Έλληνος Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, κατέληξε, την 4ην Δεκεμβρίου 1939, εις την ρητήν επιθυμίαν του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου περί ενάρξεως στρατιωτικών διαπραγματεύσεων ως και εις την αποστολήν εις Ελλάδα του συνταγματάρχου τού Γαλλικού Γενικού Επιτελείου, Mariot.
5. — Εις σημείωμα του στρατηγού Gamelin, υπό ημερομηνίαν 4 Ιανουαρίου 1940, αναφέρεται ότι ο Αρχηγός του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου κατέστησε γνωστόν ότι ήτο εις θέσιν να εγγυηθή την αποβίβασιν διασυμμαχικού εκστρατευτικού σώματος εν Θεσσαλονίκη, υπό την επιφύλαξιν επαρκούς υποστηρίξεως δι' αεροπορικών δυνάμεων και δια μέσων αντιαεροπορικής αμύνης. Η Κυβέρνησις του Reich, καίτοι τελούσα προ πολλού εν γνώσει των στοιχείων τούτων, άτινα επεβάρυνον σοβαρώς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ανέμεινε μεθ' υπερμέτρου υπομονής και μακροθυμίας την περαιτέρω εξέλιξιν της ελληνικής πολιτικής. Και όταν η Ελλάς έθεσε προς τούτοις εις την διάθεσιν του βρεττανικού ναυτικού βάσεις επί των νήσων αυτής και η Ιταλία, η σύμμαχος του Γερμανικού Reich, εν όψει της στάσεως ταύτης, ήτις δεν ήτο πλέον στάσις ουδετέρου κράτους, εξηναγκάσθη εις στρατιωτικήν δράσιν εναντίον της Ελλάδος, η Γερμανία ετήρησε στάσιν αναμονής. Την στάσιν ταύτην υπηγόρευσεν η ειλικρινής ελπίς του γερμανικού λαού, όστις μέχρι τότε διεπνέετο αποκλειστικώς υπό αισθημάτων φιλίας δια τον ελληνικόν λαόν, ότι η Ελλάς θα αντελαμβάνετο τελικώς τα αληθή συμφέροντα αυτής και ότι η Ελληνική Κυβέρνησις, παρ' όλα όσα συνέβησαν, θα εύρισκε την ευκαιρίαν να επανέλθη εις την αληθή ουδετερότητα. Υπό το πνεύμα τούτο, ο Υπουργός επί των Εξωτερικών του Reich, von Ribbentrop, εις συνομιλίαν, ην έσχε, την 26ην Αυγούστου 1940, εν Fuschl μετά του Έλληνος Πρεσβευτού, έδωκεν εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν υπό σοβαρόν τύπον την συμβουλήν, όπως εγκατελείψη την μεροληπτικώς ευμενή προς την Αγγλίαν στάσιν. Πέρα τούτου όμως η Ελληνική Κυβέρνησις προειδοποιήθη δια των εις επανειλημμένας περιπτώσεις γενομένων δημοσία δηλώσεων αυτού του Fuhrer, ότι εν ουδεμία περιπτώσει θα καθίστατο ανεκτή η εγκατάστασις βρεττανικών στρατιωτικών δυνάμεων επί ελληνικού εδάφους. Υπενθυμίζομεν μεταξύ άλλων επί του σημείου τούτου τον λόγον, τον εκφωνηθέντα υπό του Fuhrer την 30ήν Ιανουαρίου 1941, εν τω οποίω αναφέρονται τα εξής: «. . . . Ίσως στηρίζουσιν ελπίδας επί των Βαλκανίων, αλλ' ουδ' εκεί βλέπω τύχην δια τούτους, διότι ένα πράγμα είναι βέβαιον: Οπουδήποτε εμφανισθή η Αγγλία, θα επιτεθώμεν εναντίον αυτής, είμεθα δε αρκούντως ισχυροί ώστε να το πράξωμεν».
Η Ελληνική Κυβέρνησις περιεφρόνησεν απάσας τας προειδοποιήσεις ταύτας, επί πλέον δε — πρέπει να τονισθή τούτο σαφώς ενταύθα — ουδέποτε απετάθη προς την Κυβέρνηοτν του Reich, έστω και δια να συζήτηση απλώς μετ΄ αυτής, την δυνατότητα επανόδου της Ελλάδος εις την ουδετερότητα. Η αιτία ήτο προφανής. Η Ελλάς είχεν ήδη αφεθή να παρασυρθή πολύ μακράν υπό της αγγλικής πολιτικής της επεκτάσεως του πολέμου και δεν ήτο πλέον κυρία των αποφάσεων αυτής. Αύται τη υπηγορεύοντο μάλλον τότε υπό της Αγγλικής Κυβερνήσεως. Τα πράγματα έφθασαν εις τοιούτον σημείον, ώστε η Ελληνική Κυβέρνησις, ήτις αρχικώς, μετά την έναρξιν του κατά της Ιταλίας πολέμου, είχε περιορισθή εις την συνδρομήν βρεττανικών τεχνικών σχηματισμών αεροπορίας, υπεχρεώθη μετ' ολίγον, εκ της ανάγκης των πραγμάτων, να προχώρηση περαιτέρω προς την οδόν ταύτην. Μικρόν μετά την κατάληψιν της Κρήτης, τα πράγματα έλαβον τοιαύτην έξέλιξιν, ώστε συγκεκροτημένοι σχηματισμοί βρεττανικών στρατευμάτων απεβιβάσθησαν εις την Ελλάδα και κατέλαβον πάντα τα σπουδαία στρατηγικά σημεία τής χώρας. Αι δηλώσεις, αι γενόμεναι από καιρού εις καιρόν υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως και δια των οποίων επεχείρει αύτη να αρνηθή τα γεγονότα ταύτα, δεν δύνανται να θεωρηθώσιν, ειμή νέα απόδειξις της ανειλικρινείας και της εξαρτήσεως ταύτης εκ της Αγγλίας.
Απο τινων εβδομάδων, ουδεμία πλέον δύναται να υπάρξη αμφιβολία ότι η Αγγλία προσπαθεί να δημιουργήση εν Ελλάδι νέον μέτωπον κατά της Γερμανίας — του είδους της κατά τον Παγκόσμιον Πόλεμον αποβάσεως εν Θεσσαλονίκη — ίνα προβή εκείθεν εις μίαν τελευταίαν απόπειραν επαναφοράς του πολέμου εις την Ευρώπην. Από της απόψεως αυτής, αι ειδήσεις, κατά τας οποίας η διοίκηση των εν Ελλάδι δρωσών αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων απεκατέστησε σύνδεσμον μετά του εν Βελιγραδίω Γενικού Επιτελείου, προσλαμβάνουσιν ίδιαιτέραν σημασίαν. Κατά τας τελευταίας όμως ημέρας, η Ελλάς κατέστη πλέον φανερόν πεδίον δράσεως των αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων. Επί του παρόντος οι Άγγλοι ενεργούσιν εκεί σοβαράς σημασίας στρατηγικάς κινήσεις και μεταφοράς στρατευμάτων, ειδήσεις δ' εξ Αμερικής επιβεβαιούσιν ότι αγγλικά στρατεύματα δυνάμεως 200.000 ανδρών, ευρίσκονται ήδη έτοιμα προς δράσιν εν Ελλάδι.
Ούτως, η Ελλάς, ήτις υπήρξε το μόνον κράτος της Ευρώπης, το όποιον επέτρεψε και πάλιν εις τα αγγλικά στρατεύματα να θέσωσι πόδα επί του ευρωπαϊκού εδάφους, ανέλαβεν έναντι της ευρωπαϊκής κοινότητος βαρείαν ευθύνην. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ελληνικός λαός δεν φέρει ευθύνην δια την τοιαύτην εξέλιξιν των πραγμάτων. Κατ' ακολουθίαν είναι έτι μεγαλυτέρα η ευθύνη, η βαρύνουσα, την παρούσαν Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ένεκα της παρ' αυτής ακολουθουμένης ασυνέτου πολιτικής. Η Ελληνική Κυβέρνησις εδημιούργησε τοιουτοτρόπως κατάστασιν, έναντι της οποίας η Γερμανία δεν δύναται να παραμείνη πλέον αδρανής επί. μακρόν. Ως εκ της αιτίας ταύτης, η Κυβέρνησις του Reich έδωκεν ήδη διαταγάς προς τα στρατεύματα αυτής, όπως εκδιώξωσι τας βρεττανικάς δυνάμεις εκ του ελληνικού εδάφους. Πάσα αντίστασις, προβαλλόμενη εις τον Γερμανικόν Στρατόν, θα · συντριβή αμειλίκτως.
Η Κυβέρνησις τού Reich, καθιστώσα τούτο γνωστόν εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, τονίζει ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθρός του ελληνικού λαού και ότι είναι μακράν του γερμανικού λαού η πρόθεσις όπως πολεμήση και καταστρέψη τον ελληνικόν λαόν ως τοιούτον. Το πλήγμα, όπερ η Γερμανία είναι ηναγκασμένη να καταφέρη επί του ελληνικού εδάφους, στρέφεται κατά της Αγγλίας. Η Κυβέρνησις του Reich είναι πεπεισμένη, ότι εκδιώκουσα ταχέως τους παρεισάκτους Άγγλους εξ Ελλάδος, προσφέρει αποφασιστικήν υπηρεσίαν πρωτίστως εις τον ελληνικόν λαόν και την ευρωπαϊκήν κοινότητα.
Εύστοχα ο Ιωάννης Κολιόπουλος διαπιστώνει: Πολύ πιθανό , η κρίση του Απριλίου 1941 δεν θα γίνει ποτέ γνωστή σε όλη την έκτασή της . Από τις πηγές που αναφέρονται στη περίοδο αυτή , άλλες παραμένουν απρόσιτες στο μελετητή και άλλες χάθηκαν ή καταστράφηκαν κατά την υποχώρηση του στρατού και την αναχώρηση της Κυβέρνησης από την Αθήνα. Τα διαθέσιμα και προσιτά στοιχεία , καθώς και οι μαρτυρίες των συγχρόνων, δε δίνουν την πλήρη εικόνα της κρίσης , παρά μόνο το περίγραμμά της , φωτίζοντας μερικά τις πτυχές του δράματος. Αξίζει όμως, ακόμη και αν δεν είναι δυνατό να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα , να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις στο βαθμό που επιτρέπουν τα στοιχεία που είναι στη διάθεση του σύγχρονου μελετητή.
ΑπάντησηΔιαγραφή