(Το άρθρο αυτό με την υπογραφή του Γεώργιου Βλάχου δημοσιεύτηκε στις 25 Αυγούστου 1922 στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Το ίδιο άρθρο αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΠΑΤΡΙΣ" δώδεκα χρόνια αργότερα (27 Νοεμβρίου 1934)
Ένας κύριος εισέρχεται εις την Σχολήν των ευελπίδων, τρέφεται εκεί και εκπαιδεύεται, όπως όλοι οι μαθηταί, δι’ εξόδων σχεδόν του Κράτους. Γίνεται ανθυπολοχαγός, φορεί γαλόνια, του κάμουν σχήματα οι στρατιώται, παραμερίζουν οι πολίται όταν περνά, είναι αξιωματικός, παίρνει μισθόν. Προάγεται. Σήμερον λοχαγός, αύριον ταγματάρχης, μεθαύριον συνταγματάρχης, έπειτα αντιστράτηγος. Και τα έτη αυτά πληρώνεται, είναι σεβαστός, είναι σπουδαίος.
Το Κράτος εις το οποίον εστοίχισε τόσα, γυρίζει τον βλέπει, τον καμαρώνει: - Ιδού ένας κύριος, τον οποίον ανέθρεψα, εμεγάλωσα, ετίμησα, επλήρωσα, δια να τον έχω την στιγμήν της ανάγκης. Οιασδήποτε ανάγκης· αυτής την οποίαν κρίνω εγώ και υπέρ ης θα θυσιασθή ασυζητητί αυτός. Διότι θυσιάζονται άλλοι: χωρικοί, εργάται, άνθρωποι του γραφείου, πολίται και πολίται μηδεμίαν πραγματικήν έχοντες προς εμέ υποχρέωσιν, όταν εγώ το ζητήσω. Αυτά σκέπτεται το Κράτος.
Και η στιγμή έρχεται: Μία εκστρατεία και το Κράτος καλεί δεξιά και αριστερά τους Έλληνας· παιδιά δεκαοκτώ ετών, αφήνουν τα θρανία, άνθρωποι οικογενειάρχαι κλείνουν το σπίτι, το μαγαζί, ζώνονται τις παλάσκες, τον γυλιόν, τα φυσέκια, αποχαιρετούν άλλοι με ενθουσιασμόν, άλλοι με δάκρυα και στενοχώριαν, και τρέχουν εκεί που τους στέλλει το Κράτος. Πού πηγαίνουν; Δεν ερωτούν! Τι θα γίνει, δεν ξεύρουν. Εμπρός παιδιά! Και πηγαίνουν εμπρός. Σκοτωθήτε παιδιά! Και σκοτώνονται. Και όλοι είναι παιδιά; Όχι. Είναι και άνθρωποι προ πολλού καταθαλόντες θαρύν τον φόρον των θυσιών προς την πατρίδα, άνθρωποι κουρασθέντες από τα πολεμικά, άνθρωποι ξένοι και προς της νίκης τα αγαθά και προς της δόξης τα κέρδη. Εν τούτοις πηγαίνουν. Διότι έτσι είναι, διότι έτσι γίνεται. Διότι ο πολίτης δεν παζαρεύει με την Πατρίδα.
Τότε έρχεται και η σειρά του κ. Αντιστράτηγου:
- Περάστε, κ. Αντιστράτηγε. Σας χρειαζόμεθα. Αρχηγόν του στρατού. Αρχηγόν του Επιτελείου, αυτό ή εκείνο..., λέγει πνιγμένον από την ανάγκην το Κράτος.
- Δεν πάω, λέγει ο κ. Αντιστράτηγος.
- Διατί;
- Διότι η εκστρατεία αυτή δεν μου αρέσει. Διότι θα αποβή ολεθρία, διότι τα πράγματα θα πάνε έτσι κι έτσι... Και ο κ. Αντιστράτηγος προμαντεύει την καταστροφήν. Και το Κράτος; Το Κράτος το οποίον εφήρμοσε τον νόμον περί ληστείας διά να συλλάθει τους ανυποτάκτους της υπαίθρου της χώρας, το οποίον εφάνη αμείλικτον όταν κανείς τσοπάνης, πατήρ τεσσάρων ή πέντε τέκνων, δεν προσήλθεν εν καιρώ, κουνεί το κεφάλι του, μετρά τα έξοδα και τους μισθούς που επλήρωσε, καμαρώνει τα γαλόνια και τους βαθμούς και τον αφήνει και φεύγει.
Τότε εις την έξοδον τον συλλαμβάνει ένας δημοσιογράφος - ο δημοσιογράφος είναι εν ζωή και γράφει αυτήν την στιγμήν - και του λέγει:
- Κύριε Αντιστράτηγε, κάτι εκρυφάκουσα από την πόρτα: Θεωρείτε την εκστρατείαν καταστρεπτικήν; Έτσι την νομίζω και εγώ. Έρχεσθε σεις με το κύρος σας και εγώ με την πένναν μου, να το ειπούμε εις τον κόσμον; Διότι είναι φοβερόν, να ξέρετε ότι θα επέλθη μία καταστροφή και ούτε να πηγαίνετε να την καταστήσετε ίσως μικροτέραν, ούτε να επιχειρήτε να την σταματήσετε, εκ φόβου ότι θα χάσετε αγαθά της προφητείας.
Αλλ’ ο κ. Αντιστράτηγος θεωρεί τούτο καταστρεπτικόν. Και σιωπά και πηγαίνει εις το Φάληρον και κλειδώνεται και περιμένει. Τι περιμένει. Περιμένει ως κόραξ την καταστροφήν, τον θάνατον, από τον οποίον πρόκειται να τραφή η φιλοδοξία του. Κάτω εις τα πεδία των μαχών γίνονται λάθη. Ο Αντιστράτηγος τα γνωρίζει και σιωπά. Γίνονται επιχειρήσεις μέλλουσαι να φέρουν την προφητευθείσαν κατα στροφήν. Ο κ. Αντιστράτηγος τας γνωρίζει και σιωπά.
Και όταν η καταστροφή επήλθε, όταν κλαίουν όλα γύρω του όταν ο οίκος της Ελλάδος επληρώθη από τραυματίας, νεκρούς, πρόσφυγας, δυστυχίαν, ο κ. Αντιστράτηγος φορεί το φράκο του και της κτυπά την θύραν.
- Τι θέλετε;
- Είμαι ο κ. Αντιστράτηγος. Θέλω να γίνω πρωθυπουργός. Έχω τα χαρτιά μου εν τάξει: «Τα έχω ειπεί».
Αλλ’ η Ελλάς έχει εργασίαν, μαζεύει τα τέκνα της. Αν δεν είχε, θα έπαιρνε την σκούπαν και θα του έλεγε εκεί, εις την οδόν:
- Φύγε, απ’ εδώ. Άνθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα ράκη. Φυγ’ απ’ εδώ, ανυπότακτε στρατιώτατων αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμών της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτά θα έλεγε εις τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξάν δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα.