II
Το χωριό Τσαβντίρ Χισσάρ βρίσκεται δίπλα στο δημόσιο δρόμο Κιουταχείας-Ουσάκ. Σπίτια λιγοστά, όλα καμωμένα με τούβλα άψητα, χαμηλά, με μικρούς φεγγίτες φυλακής για παράθυρα. Όπως σ' όλα τα χωρία του εσωτερικού της Μ. Ασίας έτσι και σ' αυτό βασιλεύει η φτώχεια, η κακομοιριά και η πειό σιχαμερή ακαθαρσία.
Ένα ποτάμι το χωρίζει στη μέση με μια γέφυρα χονδρή. Είνε καμωμένη από χονδρότατα λευκά μάρμαρα αρχαία. Απ' εδώ και απ' εκεί της γέφυρας, στο ποτάμι μέσα και στης άκρες, πλήθος από γιγαντιαίες πλάκες μαρμάρινες με γράμματα αρχαία Ελληνικά. Πάνω σ' αυτά πλένουν οι Τουρκάλες. Στην άκρη του χωριού ένας δρόμος στενός με μάρμαρα και κολώνες οδηγούν σε μια άλλη Αθήνα. Για μια στιγμή δεν πίστευα τα μάτια μου. Η Αθήνα ήλθε εδώ ή το χωριουδάκι στην Αθήνα ; Και πως αυτός εδώ ο Παρθενών χτίστηκε ; Πότε και από ποιούς ; Ας τον ιδούμε όμως από κοντά.
Τα ερείπια που έχουμε μπρος μας είνε όμοια τελείως με τα του Παρθενώνος. Ο ίδιος ρυθμός, αι ίδιαι στήλαι. Στην ανατολική πλευρά σώζονται όρθιαι 10 στήλαι όμοιαι με τας του Ολυμπίου Διός. Η βορεία έχει μονάχα 5. Όλες η άλλες βρίσκονται γκρεμισμένες εδώ κι' εκεί. Εσωτερικώς σώζεται ολόκληρος ο Α και Β τοίχος του Ναού. Σε μια πλάκα του ναού βρίσκεται μια επιγραφή μισοσβυσμένη. Να, μερικά απ' όσα γράφει « Ο Άρχων των Πανελλήνων και ιερεύς του Θεού Αδριανού πανελληνί.... και αγωνοθέτης των μεγάλων πανελληνίων... Πανέλληνες τοις επί της Ασίας Έλλησι Χαίρειν. Ούλπιον Απολήϊον Εύρυκλέα τον Αιζανίτην... ..υπέρ αυτού και τη Πατρίδι . . .." Πανέλληνες ! Από χιλιάδες χρόνια γραμμένη!
Πόσο περήφανοι ήσαν εκείνοι .Εκεί που τα νομίζουμε βάθη της Μ. Ασίας δεν ήταν παρά ένας ναός των γενναίων Πανελλήνων.Πόσο μεγάλοι ήταν εκείνοι. Και χάσαμε τη πειό παληά μας πατρίδα.Ξαφνικά τα μάτια μας στρέφονται προς άλλο ένα θαύμα . Περί τα 300 μέτρα μακρυά και αντικρύ από το ναό αντικρύζουμε ένα θέατρο, το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού των Αθηνών. Πηγαίνοντας προς την είσοδό του περνούμε από πλατύτερο δρόμο που απ' εδώ και απ' εκεί κλείεται από τείχη ψηλά με σβυσμένες επιγραφές σε διάστημα 100 μέτρων. Στο βάθος υψώνεται υπερύψηλος ο εμπρόσθιος τοίχος του θεάτρου, ο περισσότερον σε καλή κατάστασι, καμωμένος με ογκώδεις κοκκινωπές σκαλιστές πέτρες. Μοιάζει με φρούριο. Η είσοδος σώζεται ακόμα, απλή με κιονόκρανα διάφορα. Μόλις την περάσει κανείς βρίσκεται προ ενός θεάτρου κατεστραμμένου που μονάχα της δεξιάς πλευράς σώζεται μια κερκίς με 16 σειράς.
Μα χωρούσε περί τας 10.000 κόσμο. Παντού πεταγμένα κρημνισμένα μάρμαρα , στήλαι, κιονόκρανα. Πίσω από το θέατρο δύο αγάλματα πεταγμένα ολοκάθαρα , δυο θεότητες, δυο Αφροδίτες.
Γεμάτοι ευλάβεια μπρος στα λείψανα αυτά των προγόνων μας που εδώ έζησαν και πέθαναν, που αυτή τη στιγμή μας έβλεπαν ελευθερωτάς των ιερών των , των τάφων των , των οίκων των , γυρίσαμε πάλι προς το ναό. Κάτι μας τραβούσε προς τα εκεί , κάποιο μυστήριο.
Ο ήλιος έχει βασιλέψη πια. Μια σκιά αρχίζει να ξαπλώνεται παντού, ένας πέπλος σκεπάζει τα πάντα και ο ναός φαίνεται να ξαναβρίσκη τη λαμπρότητά του. Μπροστά στα πόδια μας και κάτω από το Ναό ένα ολόμαυρο σπήλαιο σαν τάφος ανοίγει το στόμα του. Το μάτι μας αδυνατεί να σχίση τα πυκνά σκότη που βασιλεύουν εκεί μέσα και που φαίνονται σαν να κρύβουν στα σπλάχνα των κάποιο φοβερό, τρομερό δράμα. Άθελα μας σηκωνόμεθα και τα βήματα μας ξεμακρύνουν ασυναίσθητα από κείνο το μέρος.
Δεν βγάζουμε μιλιά. Μονάχα κάποτε-κάποτε το σπήλαιο εκείνο σαν μαγνήτης τραβά τα μάτια μας , τα οποία όμως μόλις το αντικρύσουν κλείνουν από ένα ανεξήγητο τρόμο. Λίγα βήματα μας χωρίζουν από τα σπήτια.
Έξω απ' αυτά ένας γέρος με λίγα γένεια μας καλησπερίζει μόλις τον πλησιάσαμε. Αρχίζει και μας μιλεί ελληνικά με μια
βαθειά σιγαλή φωνή γεμάτη θρηνωδία, που προσπαθεί να την κάμη χαρωπή.
Ολόγυρα μας μεσ' στο σκοτάδι σηκώνονται τα σπίτια. Τα μισά είναι έρημα χαλάσματα, με αυλές χορταριασμένες. Μονάχα δεκοχτούρες και κουρούνες και μαυροπούλια έχουν εκεί μέσα της φωληές τους και αρχίζουν και βγάζουν τώρα με τη νύχτα κάτι στιγνές φωνές σαν θρηνωδία, σαν να φωνάζουν εκείνους που έφυγαν ή σαν να βρίσκωνται στη κηδεία τους.
Σ' αυτά κοντά ακολουθούν κι' οι κουκουβάγιες με το κλάμμα τους και μεταβάλοντα τώρα τα ολόμαυρα αυτά χαλάσματα σε κοιμητήριο με της μαύρες τρύπες, σαν στόματα σπαραγμένα που διηγούνται φοβερές φρικιαστικές ιστορίες.
Μέσα σ' αυτό το νεκροταφείο ο γέρος, μπάρμπ' Αντώνη τον λένε, με τη βαθειά σαν κλάμμα λυπητερή φωνή του, αρχίζει μια φρικτή ιστορία την Ιστορία του, τα βάσανα του.
«...Πέρασε πολύς καιρός από τότε...Ένας τρόμος μας κρατούσε όλους τους Έλληνας στο Τζεντίς. Από παντού ακούγαμε ότι γίνονται διωγμοί και σφαγαί εκ μέρους των Τούρκων. Το ένα χωριό καταστράφηκε από τα θεμέλια, το άλλο σφάγηκε όλο, κι' άλλο πως οι κάτοικοι του στέλλονται μέσα στα βάθη της Μ. Ασίας. Ποια τύχη να μας περιμένη και μας ; Μέρες και μέρες μέναμε κλεισμένοι μέσα στα αμπαρωμένα σπίτια μας. Και την αναπνοή μας ακόμη τη φοβόμαστε. Σαν να μην μας παραμόνευαν τα θηρία έξω από της πόρτες μας για να μας κατασπαράξουν στο πρώτο σημείο...Ήταν νύχτα ολόμαυρη, εκείνη τη βραδυά. Μια ησυχία παντού βασιλεύει. Μεγάλη Παρασκευή. Η γυναίκα μου γονατισμένη μπρος στο σταυρωμένον φαινόταν σαν ένας άγιος με τα βουρκωμένα μάτια γεμάτα αγωνία, τρόμο και παράκλησι πάνω στό Χριστό. Είμαι γονατισμένος δίπλα της. Χριστέ μου. Θα αναστηθής και για μας μια μέρα ;
Κάτι όμως σαν να ακούεται μακρυά μέσ' στη νύχτα. Σαν ένα μελίσσι που πλησιάζει σιγά-σιγά. Τί νάναι; Κάμουν λιτανεία οι Χριστιανοί που απέμειναν στο χωριό μου και μεις δεν το ξέρουμε; Βγάζουν το σταυρωμένο μας ; Θακούσουμε φέτος το «σήμερα κρεμάται επί ξύλου» για να ξεχάσουμε όλους μας τους πόνους, όλα μας τα βασανιστήρια στη σκλαβιά, όλα μας τα μαρτύρια, για να κλάψουμε βωβοί μπρος στο μαρτύριο του Χριστού μας ;
Μα όλο και πλησιάζει η βοή!
— Αντώνη τί νάναι; Ακούς είναι κλάμματα! Φοβούμαι !
—Όχι, όχι, δεν είναι τίποτε! Έτσι γελάστηκες.
— Μα να! Άκου Θεέ μου! Χριστέ μου! σώσε μας!
Προσπαθούσα να κρύψω το τρόμο που άρχισε και μου κυρίευε το σώμα, το νου μου όλο! Κλάμματα, ικεσίες, σπαρακτικές κραυγές , μια φρίκη ξαπλώθηκε γύρω μας. Χτυπήματα ξάφνου τρομακτικά αντηχούν στη πόρτα. Σε μια στιγμή ακούω να συντρίβεται σε χίλια κομμάτια ενώ ένας κατακλυσμός ξεχύνεται μέσα στο σπίτι. Ο Χασάν ! βγάζει μια σπαρακτική φωνή η γυναίκα μου και πέφτει λιπόθυμη αγκαλιάζοντας το σταυρωμένο.
Ο ολόμαυρος Χασάν, δαίμονας της κολάσεως σωστός, μ' αρπάζει από τα μαλλιά, σπάζει με μια κλοτσιά το παράθυρο και μέσα στην άφωνη φρίκη που μ' έπιασε, βρίσκομαι αναίσθητος σχεδόν μέσα στο κενό και γκρεμίζομαι πάνω στο πλήθος που περνά κάτω από το σπίτι μου. Ύστερα μ' είπαν πως ένα παιδάκι πέθανε από το χτύπημα. Το δυστυχισμένο δέχτηκε όλο μου το σώμα.
...Υπέφερα πολύ. Το ένα μου χέρι είχε τσακισθή. Το δεξί μου πόδι μόλις το έσερνα. Φρικτοί πόνοι σ' όλο μου το σώμα.
Έτρεχα, έτρεχα, κουτσά μέσα στο πλήθος για να μη μείνω πίσω. Τα θηρία που μας παρακολουθούσαν βασάνιζαν και σκότωναν όποιον έμενε λίγο πίσω. Ώρες μας γυρνούν μέσα στους δρόμους. Έχει ξημερώσει πια. Από όλα τα σπίτια μας ρίχνουν πέτρες, γλάστρες, ακαθαρισίες. Έναν-έναν μας ξεγυμνώνουν απ' ό,τι φορούμε και οι περισσότεροι μένουν μονάχα με το πουκάμισο τους. Όλοι στη συνοδεία είμαστε γέροι, γυναίκες και παιδιά. Γοερές κραυγές απ' όλων μας τα στόματα.Δεν ακούεται τίποτε άλλο από κλάμματα που μοιάζουν σαν ουρλιάσματα. Όλοι είμαστε σαν τρελλοί και τρέχουμε γρήγορα-γρήγορα, για να μη μας προφθαίνουν οι δήμιοι μας.
Έξω από το Τζεντίς στο δρόμο προς στη Κιουτάχια, προς τα βάθη της Ανατολής, προς το χάρο μας οδηγούν. Απ' τα κοντινά χωριά μαζεύονται χωριάτες στο δρόμο και μας χτυπούν με ξύλα, με μαχαίρια, με τσεκούρια. Ένας-ένας μένει στο δρόμο πληγωμένος ή σκοτωμένος και κει κομματιάζεται απ' τους χωριάτες ή απ' τους σκύλους. Είμαστε νηστικοί χωρίς νερό δυο μέρες, μέσα σε μια χαράδρα δίπλα στο δρόμο. Κάμαμε με τα χέρια τρύπες και κουλουριαζόμαστε μέσα τη νύχτα από το κρύο. Σάπια βαλανίδια που ήταν σκορπισμένα κάτω απ' της βαλανιδιές τα μαζέψαμε όλα και τα φάγαμε. Μας έφεραν όμως πολύ δίψα. Ένας τρελλάθηκε και σ΄ όλο το δρόμο ύστερα μας ακολουθούσε με ουρλιάσματα ολόγυμνος.
Τη νύχτα οι δήμιοι μας σκορπίζονταν μέσα στο κοπάδι μας και μέσα σε πνιγμένες φωνές, σε κλάμματα και ικεσίες άρπαζαν τα κορίτσια, μικρούλικα τόσα δα και της γυναίκες. Οι περισσότερες χανόταν για πάντα·
Τη δεύτερη μέρα μας βγάλανε στο δρόμο. Πολλά παιδάκια και γυναίκες μείνανε εκεί και με γοερές κραυγές μας παρακαλούσαν να τα σηκώσουμε και να τα πάρουμε μαζύ μας. Σε λίγο όταν ξεμακρύναμε έσβυσαν όλες αυτές οι φωνές. Δυο παιδάκια γυμνά σχεδόν, πιασμένα από το χέρι δεν ξεκολλούν από κοντά μου και με φωνάζουν «παππού» «παππού» χωρίς να λέγουν άλλο τίποτα. Σπάραζε η καρδιά μου μόλις τα αντίκρυζα ξεχνούσα όλους μου τους πόνους και τη κατάστασί μου και χονδρά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Η γυναίκα μου τι νάγινε άρα γε ; Και το παιδί μου στο Ουσάκ ; Παιδί μου ! Κώστα μου !
Όταν βλέπαμε χωριό από μακρυά ένας τρόμος μας έπιανε. Τι βασανιστήρια είχαμε ακόμη να ιδούμε· Μα και μια επιθυμία όμως νοιώθαμε στη σκέψι, πως κάτι πεταμένο στο δρόμο θα βρίσκαμε για να φάμε. Μαλώναμε με τα σκυλιά για τα παληοκόκαλα και της ακαθαρσίες του δρόμου. Το πόδι μου είχε πρισθή και ακολουθούσα με τα χέρια και με τα πόδια. Μόλις έμενα λίγο πίσω έτρεχα σαν τρελλός κατόπιν κι' έπεφτα κοντά στη συνοδεία για να ξανασηκωθώ πάλι μόλις ξεμάκραινε. Δεν μπορούσα πια να τους ακολουθήσω. Η ιδέα μονάχα των βασανιστηρίων που θα τραβούσα μου έδινε λίγη δύναμι. Έτσι φτάσαμε κι' εδώ σ' αυτό το χωριό·
Με απαίσιες φωνές ένα πλήθος άγριο μας περίμενε έξω από το χωριό. Βρυσιές από μακρυά μας υποδέχονται κι' ύστερα ξύλα, σίδερα, πέτρες, γιαλιά. Το ένα από τα δυο τα παιδάκια ξεψυχά μπροστά μου με το κεφάλι του κομματιασμένο και το άλλο δεν κλαίει, μονάχα βλέπει το αδερφάκι του σαν να απορή κάτω από της πέτρες που δέχεται κι' αυτό.
Έναν γέρο που κρατιέται με τη γυναίκα μου τον αρπάζει ένας χωριάτης φωνάζοντας πως τον ξέρει, πως τον έχει κλέψη κάποτε και τον σέρνει μέσα στο χωρίο. Με σπαρακτικές φωνές τρία κοριτσάκια τρέχουν κοντά τους και φωνάζουν "πατέρα" "μητέρα" . Φρίκη φρίκη...
Έχω μείνη αναίσθητος σχεδόν ενώ το καραβάνι φεύγει προς το χάρο. Δεν μπορώ πια να βαδίσω. Καλύτερα να με σκοτώσουν , να πεθάνω γρήγορα. Με χτυπούν τα παιδιά του χωριού, μα δεν νοιώθω τίποτε, δεν καταλαβαίνω αν ζω. Σ΄αυτή τη κατάστασι με σήκωσε και με πήρε στο σπίτι του, σ' αυτό εδώ που καθώμαστε, ένας τσορπατζής του χωριού που ερχόταν τακτικά στο Τζεντις και έμενε στο σπήτι μου. Τον είχα γλυτώση σε ένα κυνήγι που κάναμε μαζύ πάνω στους Διδύμους από τους λύκους που τον είχαν ρίξη κάτω κομματιασμένο το χειμώνα του 98 ένα χρόνο ύστερα από το πόλεμο του 97.
Γρήγορα με συνέφερε με τις περιποιήσεις του, μ' έδωσε και έφαγα και μ' έβαλε σ' αυτό το δωμάτιο που έχουμε πάνω μας. Μέσα στην εξάντλησί μου έπεσα σαν αναίσθητος ξεχνώντας τους πόνους μου, όταν με τρόμο πήδησα πάνω, από φωνές και ουρλιάσματα φοβερά κάτω απ' το σπίτι. Θα ήρθαν να με πάρουν!..
Θεέ μου, θεέ μου, γιατί δεν πέθανα; Μαζεύθηκα στο φεγγίτη για μα ιδώ τις ύαινες αυτές , που δεν έχουν καρδιά, που δεν έχουν οίκτο. Έμεινα σαν αποσβολωμένος απ' τη φρίκη, απ' ό,τι είδα! Το αντρόγυνο που πήρε ο χωριάτης ,με τα δυο μονάχα τώρα κοριτσάκια , όλοι γυμνοί , με ξεσχισμένες σάρκες γεμάτοι αίμα , δέρονται και με σπρωξές, με γιουχαΐσματα, με φωνές οδηγούνται εκεί σ' εκείνο δα το σκοτεινό σπήλαιο και θάβονται ζωντανοί εκεί μέσα. Πέτρες χοντρές φέρονται και κλίνουν καλά την είσοδο· Κραυγές που θυμίζουν τη τρέλλα αντηχούν μέσα στο σπήλαιο, ενώ οι Τούρκοι γελώντας τραβιούνται μακρύτερα και κάθονται στα μεζάρια, ακούοντας μ' απόλαυσι την αγωνία των δυστυχισμένων.
Έρχεται η νύχτα και τα κλάμματα και οι σπαρακτικές φωνές ακούονται πειο καλά. «Νερό» «Νερό» και «μαμά» «μητερούλα». Βογγά ολόκληρο το μαύρο σπήλαιο. Προσπαθώ να μη ακούω, κλείνω τ' αυτιά μου αλλά μου έρχεται κάτι σαν τρέλλα και πάλι τα ξεσκεπάζω. Η ίδιες σπαρακτικές φωνές ξεσκίζουν τον αέρα· Η φωνές των παιδιών που ικετεύουν , που παρακαλούν , δεν μπορούν να συγκινήσουν τους δημίους αυτούς; Δεν είνε άνθρωποι ; Θηρία είνε ;
....Της πρωινές ώρες νέες πειό σπαρακτικές φωνές με συνεφέρουν απ' τη νέκρωση που μ' έχει καταλάβη. «Μητέρα, πατέρα, εδώ είμαι, είμαι εγώ, εγώ η Μαρία.» Είναι το μεγαλείτερο κορίτσι που είχε κρατήσει ο Τούρκος στο χαρέμι και που ξέφυγε απ' το δήμιο του !
Αρχίζει να γκρεμίζη της πέτρες απ' την είσοδο του σπηλαίου. Τρελλές φωνές ακούονται μέσα απ' αυτό που σπαράσσουν τη καρδιά. Δεν πέρασαν όμως λίγα λεπτά και σαν τίγρις φαίνεται ο Τούρκος που έκλεισε εκεί τους δυστυχισμένους κι' αρπάζει τη Μαρία και τη ξαπλώνει πάνω στης πέτρες. Μαζύ με δυο -τρεις άλλους τη δένει με σχοινί ολόρθη στο στύλο που είναι στην είσοδο του σπηλαίου.»—Παγωμένοι απ' το τρόμο παρακολουθούμε το γέρο που με κομμένα λόγια εξακολουθεί μέσα σε κλάμματα και δάκρυα με
αγωνία και τρέμοντας...
«Τέσσαρες μικρές παραπονιάρικες φωνές γεμάτες κλάμμα, που μπορούσαν να τρελλάνουν και τον ποιο σκληρό άνθρωπο, αντηχούσαν στο σπήλαιο. Η Μαρία υστέρα από τη δεύτερη μέρα έπαυσε πια ν' απαντά στα κλάμματα των πατέρων της. «Μαρία μου» «κόρη μου» με σπαρακτική φωνή τη καλούσε η μητέρα της, «πού είσαι παιδί μου». Κι' ύστερα σαν να της ήρχετο τρέλλα έκλαιε, φώναζε, γελούσε. Φρίκη, φρίκη..
Τα μικρά πια δεν ακούονται. Δυστυχισμένα. Κακόμοιρα. Μονάχα αραιά βογγητά ,που δεν μοιάζουν με ανθρώπων, ακούονται σαν να κλαίη όλη η φύσις.
Και μια μέρα βγάλανε τέσσαρα κορμιά σκελετωμένα απ' το σπήλαιο οι Τούρκοι, έλυσαν και τη Μαρία απ' το στύλο μισοφαγωμένη απ' τα σκυλιά και όλα τα πέταξαν στο ποτάμι !
Πως δέν τρελλάθηκα Θεέ μου ! Πώς ζω ακόμα ;
—Όσο προχωρούσε η διήγησις τόσο και μας καταλάβαινε περισσότερος τρόμος. Με τα τελευταία λόγια του γέρου, που μόλις ξεχώριζαν μέσα στ' αναφυλλητά του, πεταχτήκαμε μακρυά από το μέρος εκείνο, γιατί μέσα στ' αυτιά μας ακούονταν τα βογγητά των πεθαμένων από τη πείνα. Μπροστά στη σπηλιά βλέπαμε τη Μαρία δεμένη με της σάρκες ξεσχισμένες απ' τα σκυλιά. Φρίκη. Φρίκη!
Κι' ένα «πλαφ», ακούμε υστέρα, όλα τα κορμιά μέσα στο ποτάμι. Κι' ένα γέλοιο απαίσιο, μαύρο γέλοιο, μας τρυπά τα αυτιά. Το γέλοιο των τούρκων πάνω απ' το ποτάμι.
III
Πάλι πέρασε καιρός από τότε. Καιρός μέσα στον οποίον αι σημαίαι μας περήφανες έφτασαν έξω απ' τη Κόκκινη Μηλιά.
Μια πρωινή του Σεπτεμβρίου του 1922.
Στη Μυτιλήνη!
Μέσα στη πρωινή παγωνιά ένα πλήθος γυμνών όντων που μοιάζουν ανθρώπους στιβαγμένους σ' όλη τη παραλιακή οδό της Μυτιλήνης !
Τουρτουρίζουν αυτοί οι σκελετοί. Χιλιάδες ! Γέροι, γυναίκες, κορίτσια !
Γλύτωσαν απ' τη καταστροφή. Οι πατεράδες, τ' αδέρφια, όλα σκοτωμένα απ' το Τούρκο! Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου, αντικρύζοντας αυτό το αμίλητο κλάμμα, τον αμίλητο πόνο.
Ένα χέρι ξαφνικά με πιάνει. Στρέφω και βλέπω ένα γέρικο φάντασμα μπροστά μου ντυμένο με ράκη, με ματωμένα ξυπόλυτα πόδια. Μέσα στο βλέμμα του αναγνωρίζω τον μπάρμπ' Αντώνη, Πέφτουμε στην αγκαλιά ο ένας του άλλου.
—Πώς ήλθες εδώ; τον ρωτώ ύστερα από λίγο.
Άφωνος, με χονδρά δάκρυα στα μάτια ανοίγει το στόμα του.
Η γλώσσα του είνε κομμένη !
Του την έκοψαν οι Τούρκοι.
Και ξαναπέφτει στην αγκαλιά μου με αναφυλλητά.
Καταστροφή ! Φρίκη ! Σφαγή !
Δεν μας έμεινε τίποτε !...
Αλλά όχι. Μας μένει ένα. Ένα μονάχα !
Η εκδίκησις.
Η εκδίκησις για όλες της μυριάδες που αδίκως σφάγηκαν ή κάηκαν ζωντανοί.
Η εκδίκησις για της ατιμασμένες παρθένες ! Η εκδίκησις για τα καρφιά που μπήχτηκαν στα πόδια των αιχμαλώτων αδελφών μας !
Η εκδίκησις και μονάχα αυτή μας μένει·