Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΣΙΔΗΡΑ ΦΡΟΥΡΑ 25 Θ



Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΤΡΕΑΝΟΥ
Ακόμα και  μέσα στη Φυλακή ο Καπιτάνο προκαλεί φόβο και τρόμο  στους δεσμοφύλακές του.....
 Η Κυβέρνηση και ο Βασιλιάς γνωρίζουν καλά ότι για μια  μεγάλη μερίδα του λαού, ο Αρχηγός της Λεγεώνας παραμένει ένα σύμβολο ελπίδας .......
Αυτή η η ελπίδα μόνο με ένα τρόπο μπορεί να σβύσει. Με τον θάνατο του Αρχηγού. Το σχέδιο μιας άνανδρης δολοφονίας που εξυφαίνεται από καιρό,  έχει πια ολοκληρωθεί. Ο   Calinescu   δεν επιθυμεί δυσάρεστες εκπλήξεις . Πριν δώσει τη τελική έγκριση θέλει να είναι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν απρόοπτα. 
Το σχέδιο μακάβρια απλό.
 Πράξη Πρώτη.
Δυο φορτηγά της αστυνομίας σχεδιασμένα για μεταφορά κρατουμένων, θα μεταβούν στις φυλακές Ramnicul-Sarat  από όπου και θα παραλάβουν κάποιους "ποινικούς" με σκοπό να τους μεταφέρουν στις Φυλακές Βουκουρεστίου.
Πράξη Δεύτερη.
Στη διάρκεια της μεταφοράς των κρατουμένων πίσω στη Πρωτεύουσα , οι κρατούμενοι, θα επιχειρήσουν να δραπετεύσουν και οι φρουροί τους θα κληθούν να κάνουν χρήση των όπλων τους.
Πράξη Τρίτη.
Τα πτώματα θα εκτεθούν σε κοινή θέα μέσα στο χώρο των φυλακών για να επιβεβαιωθεί από τα τραύματα που θα φέρουν, το σενάριο της απόπειρας απόδραση και της αντίδρασης των φρουρών.
Αρμόδιος  την επίσημη αναγγελία του γεγονότος έχει ήδη οριστεί ένα υψηλόβαθμο στέλεχος από τη  Διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας. Το δελτίο τύπου που θα δοθεί   στη δημοσιότητα σχετικά με το περιστατικό  συντάσσεται με πολύ μεγάλη προσοχή.  ..............
Ο Χωροφύλακας Sârbu αυτόπτης μάρτυς της ομαδικής δολοφονίας σε ένορκη κατάθεσή του δίνει μια εικόνα διαφορετική.

«Την νύχτα της 29 Νοεμβρίου δύο φορτηγά της αστυνομίας ξεκινούν από την Γενική αστυνομική διεύθυνση του Βουκουρεστίου προς άγνωστη κατεύθυνση . Στο πρώτο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης είναι ο Ταγματάρχης Dinulescu και στη δεύτερη ο ομοιόβαθμός του Macoveanu.
.....................
Πρώτος σταθμός μέσα στη νύχτα το Ramnicul-Sarat .
Στο κτήριο της χωροφυλακής ο   Διοικητής Ταγματάρχης Scarlat Rosianu , που υπερηφανευόταν  για την εβραϊκή του καταγωγή περιμένει ξάγρυπνος. Όταν φτάνουν τα φορτηγά σπεύδει να υποδεχθεί τους ομοιόβαθμούς του τους οποίους και καλεί να το συνοδεύσουν στο γραφείο του.  Παραμένει άγνωστο το θέμα της συζήτησης μεταξύ των τριών ανδρών αλλά δεν είναι δύσκολο να το υποθέσουμε . Όση ώρα διαρκεί η σύσκεψη οι 
χωροφύλακες έχουν κατέβει από τα φορτηγά και χαζεύουν ένα γύρω. Όταν εμφανίζονται ξανά οι  αξιωματικοί τους,  πληροφορούνται ότι τα σχέδια έχουν αλλάξει.  Πρέπει να επιστρέψουν   στο Βουκουρέστι .
 Σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του Sârbu  ενώ το φορτηγό έχει πάρει το δρόμο της επιστροφής , ο    Ταγματάρχης Dinulescu δείχνει να αλλάζει  γνώμη και διατάζει:  : «Επιστροφή στο Ramnicul-Sarat!» ...............



Στον δρόμο τους για το Ramnicul-Sarat υπάρχει το χωριό Baltati. Τη πρώτη φορά το προσπέρασαν ,τώρα σταματούν με εντολή του  Dinulescu.  Οι χωροφύλακες κατεβαίνουν να ξεμουδιάσουν . Σχεδόν από το πουθενά ένας χωροφύλακας εμφανίζεται κρατώντας ένα κιβώτιο γεμάτο με αγαθά του Θεού  που για τον μισθό του χωροφύλακα ήσαν απαγορευμένα . Τρόφιμα σε πολυτελείς συσκευασίες , εμφιαλωμένα κρασιά ακριβά τσιγάρα Σιγά-σιγά το κρύο η υγρασία και το άγχος για μια αποστολή που οι περισσότεροι ακόμα δεν γνωρίζουν τον αντικειμενικό της σκοπό,  παύουν να είναι τόσο ενοχλητικά. Το καλό κρασί χαλαρώνει από την ένταση και τη κούραση ,δημιουργεί ευχάριστη διάθεση και μέσα στη νύχτα βαθμοφόροι και χωροφύλακες  γίνονται μια χαρούμενη  παρέα. Δεν είναι γνωστό αν μεσολάβησε  κάποιο τηλεφώνημα από ή προς το Baltati.Το βέβαιο είναι ότι ύστερα από λίγο, δίδεται πάλι η εντολή να ανεβούν στα φορτηγά. Τώρα όλοι γνωρίζουν ότι ο επόμενος σταθμός είναι οι  φυλακές του Ramnicul-Sarat .......
 Τα φορτηγά παρκάρουν στο προαύλιο των φυλακών και  οι επικεφαλής ζητούν από τους χωροφύλακες να τους ακολουθήσουν. Τους οδηγούν σε μια μεγάλη αίθουσα. Έχει έρθει η στιγμή της αλήθειας. Ο ταγματάρχης Dinulescu και ο ομοιόβαθμός τους Macoveanu τους εξηγούν δίχως περιστροφές τις λεπτομέρειες της πραγματικής τους αποστολής.

Σύμφωνα με τις διαταγές , οφείλουν  να  παραλάβουν 14 επικίνδυνους κρατουμένους του κοινού ποινικού δικαίου. και να τους οδηγήσουν στις  φυλακές του Βουκουρεστίου.

Για λόγους όμως που μόνο οι ανώτεροι γνωρίζουν , οι κρατούμενοι αυτοί δεν πρέπει να φτάσουν ζωντανοί στο Βουκουρέστι .Θα εκτελεσθούν καθ' οδόν μέσα στα αυτοκίνητα μακρυά από τα αδιάκριτα βλέμματα, αθόρυβα, δια στραγγαλισμού.
Τα σχοινιά που τους έχουν μοιράσει είναι γι αυτόν ακριβώς τον σκοπό. 'Εχουν ληφθεί όλα τα μέτρα για να μην υπάρξουν απρόοπτα. Ο Dinulescu διαβεβαιώνει ότι η διαδικασία θα είναι απλή. Ήσυχα και ωραία ένας ένας θα βγαίνει από την αίθουσα και θα κατεβαίνει στην αυλή όπου ήδη περιμένουν οι κρατούμενοι, θα διαλέγει το υποψήφιο θύμα του ,και θα ανεβαίνει μαζί του στο φορτηγό.  Στη συνέχεια ο κρατούμενος πρέπει θα ακινητοποιηθεί  στη θέση του με αλυσίδες τόσο στα χέρια όσο και στα πόδια ώστε οι όποιες αντιδράσεις του να είναι περιορισμένες. Κάτι τέτοιο  θα διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό το έργο τους.  Πίσω από κάθε κρατούμενο θα πάρει θέση ο φρουρός του, με τοσχοινί στα χέρια, έτοιμος να δράσει μόλις δοθεί  το σύνθημα. Τρεις φορές ένας φακός θα αναβοσβήσει στο σκοτάδι.
Η ιδέα μιας εν ψυχρώ δολοφονίας, ιδιαίτερα όταν θύτης και θύμα θα έρθουν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο τρομάζει. Μια αναταραχή βασιλεύει στην αίθουσα.
Ανήσυχος από τα μουρμουρητά και τις εκφράσεις φόβου και αμηχανίας στα πρόσωπα  των χωροφυλάκων ο Dinulescu προσπαθεί να πείσει ότι πρόκειται για μία διαδικασία απλή που θα απαιτήσει ελάχιστο χρόνο. Ζητά από έναν από τους οδηγούς να γονατίσει στο πάτωμα και ο ίδιος με το σχοινί παίρνει θέση πίσω του. Κάτω από συνθήκες που πλησιάζουν τις πραγματικές ο ταγματάρχης με νευρικές κινήσεις περνά το σχοινί στο λαιμό και προχωρεί στην εικονική εκτέλεση  του "θύματος".

............................................................
0 Κοντρεάνου αγνοεί τα όσα σχεδιάζονται. Εδώ και ώρα τους έχουν πει ότι πρόκειται να μεταφερθούν στις φυλακές της Πρωτεύουσας μια ενέργεια που αγγίζει τα όρια της ευνοϊκής μεταχείρισης . Η μεταφορά από τη μια φυλακή στην άλλη είναι διαδικασία ρουτίνας και ο ίδιος δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί. Ένας εύσωμος χωροφύλακας τον καλεί να ανεβεί στο πρώτο φορτηγό και αυτός υπακούει δίχως αντίρρηση. Όπως θα ομολογήσει ο χωροφύλακας Sârbu : «Εγώ πήρα εκείνον που έμοιαζε ψηλότερος και δυνατότερος από όλους τους άλλους. Αργότερα έμαθα ότι ήταν ο Αρχηγός ,ο Corneliu Zelea Codreanu.»

Δέκα κρατούμενοι ανεβαίνουν στο πρώτο φορτηγό και οι τελευταίοι τέσσερις  στο δεύτερο .Οι πύλες των φυλακών ανοίγουν και τα δύο φορτηγά, το ένα πίσω από το άλλο,  χάνονται μέσα στο σκοτάδι. Το γενικό πρόσταγμα στο πρώτο φορτηγό που βρίσκεται ο Αρχηγός το έχει ο Ταγματάρχης Dinulescu στο  δεύτερο ο Ταγματάρχης Macoveanu .Μέσα στα φορτηγά  που ήδη φτερουγίζει ο Θάνατος η σιωπή είναι νεκρική και το σκοτάδι της νύκτας ακόμα πιο πυκνό.  .....

Φτάνοντας στο δάσος του Tancabesti ,και ενώ το φορτηγό βρίσκεται σε κίνηση ο Ταγματάρχης Dinulescu, αναβοσβήνει τον φακό που κρατά. Τρεις φορές φωτίζεται ο χώρος και πάλι όλα επιστρέφουν στο σκοτάδι.
" Ήταν η στιγμή της εκτέλεσης -θα πει ο Sârbu-  αλλά, χωρίς να γνωρίζω το γιατί, κανένας από μας δεν κινήθηκε. Τότε ο Ταγματάρχης Dinulescu διέταξε τον οδηγό να σταματήσει ,βγήκε έξω και κατευθύνθηκε προς το φορτηγό που ακολουθούσε."
Στο πίσω φορτηγό ο Ταγματάρχης Macoveanu με λιγότερες αναστολές έχει φέρει σε πέρας το έργο του . Οι αλυσοδεμένοι λεγεωνάριοι παραμένουν στις θέσεις τους και μέσα στο σκοτάδι  μοιάζουν να κοιμούνται.
Στο πρώτο   φορτηγό ο Κοντρεάνου καταλαβαίνει πως το τέλος το δικό του και των συντρόφων του πλησιάζει. Επωφελείται από την απουσία του Συνταγματάρχη και στρέφεται προς τον Sârbu αυτόν που σε λίγο θα τον εκτελέσει. Ψιθυριστά ζητά μια τελευταία χάρη. «Σύντροφε επέτρεψέ μου να πω δυο λόγια στους άνδρες μου.»

Σκηνή υπέρτατου μεγαλείου μπροστά στο θάνατο . Ο ηγέτης νοιώθει ότι πρέπει να κάνει το χρέος μέχρι το τέλος. Νοιώθει την ανάγκη  να προφέρει τις τελευταίες λέξεις παρηγοριάς και ελπίδας στους συντρόφους του,  να εξορκίσει από  τις καρδιές τους  το φόβο του θανάτου. Θέλει να τους εξηγήσει όσο γίνεται πιο απλά,  ότι αν πεθαίνουν, πεθαίνουν  για το μεγαλείο της πατρίδας που τους γέννησε , πεθαίνουν ήσυχοι γιατί κατάφεραν να κάνουν το χρέος τους απέναντι στο γένος ,σαν καλοί Ρουμάνοι. Ο χωροφύλακας του διστάζει .
Δευτερόλεπτα αναμονής ψίθυροι ίσως και κραυγές απελπισίας ........
Όλοι συνειδητοποιούν  αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Η  πόρτα μπροστά ξανανοίγει και εμφανίζεται ο Ταγματάρχης Dinulescu . Είναι εκτός εαυτού, σε κατάσταση υστερίας. Κραδαίνοντας το περίστροφο ουρλιάζει : «εκτελέστε τους». Πειθαρχημένοι οι χωροφύλακες περνούν τα τεντωμένα σχοινιά πάνω από τα κεφάλια των μελλοθάνατων και τραβούν με δύναμη προς τα πίσω. Τραβούν και σφίγγουν....Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Μέσα στη νύχτα τα δύο φορτηγά συνεχίζουν το ταξίδι της επιστροφής.
Στις φυλακές της Jilava τα φορτηγά με τους εκτελεσμένους φτάνουν στις 7 το πρωί. Μια ομάδα αξιωματούχων με επικεφαλής τον Dan Pascu διευθυντή των φυλακών τους υποδέχονται με  αγωνία. Ένας ιατροδικαστής του Στρατού , ο Υποστράτηγος lonescu έχει που έχει επιστρατευτεί να  εκδώσει  τα πιστοποιητικά με την αιτία θανάτου είναι κι αυτός εκεί.

 Μακρυά από τα αδιάκριτα βλέμματα τα πτώματα απελευθερώνονται από τις αλυσίδες τους, ξεφορτώνονται από τα φορτηγά και τοποθετούνται στο έδαφος μπρούμυτα. Πρέπει τώρα να αποτυπωθούν οι συνέπειες από τα σημάδια απόδρασης .Το σενάριο θέλει να έχουν πυροβοληθεί την ώρα που επιχειρούν να δραπετεύσουν . Χωροφύλακες πυροβολούν πάνω στα πτώματα. Λίγο παρακάτω ένας μεγάλος λάκκος είναι έτοιμος. Από εδώ και πέρα είναι δουλειά άλλων.[1]

Έχοντας κάνει το χρέος τους στο ακέραιο οι αστυνομικοί οδηγούνται σε ένα γραφείο όπου γίνονται δεκτοί από ένα Ταγματάρχη. Είναι φιλικός τους λέει.

«-Δεν κάνατε τίποτα άλλο πέρα από το καθήκον σας. Κανένας δεν μπορεί να σας κατηγορήσει σαν δολοφόνους. »
Μια υπόθεση ρουτίνας έχει φτάσει στο τέλος της. 
 « Λίγες ημέρες αργότερα –συνεχίζει την κατάθεσή του ο Sarbu- κλήθηκα στο γραφείο του Συνταγματάρχη Gherovici ο οποίος μόλις με είδε είπε: « Είσαι πολύ γεροδεμένος. Θα μπορούσες να σκοτώσεις ταυτόχρονα τρεις από αυτούς» Στη συνέχεια μου έδωσε ένα κομμάτι χαρτί το οποίο έπρεπε να υπογράψω…..»
Ήταν μια απόδειξη βάσει της οποίας ο χωροφύλακας Sαrbu παραλάμβανε το ποσό των 20.000 σαν ένα είδος επιδόματος για λόγους υγείας. Κατά την εκδοχή του ο χωροφύλακας φαίνεται να είπε: «Δεν είμαι άρρωστος κ. Συνταγματάρχα.»
Ο Συνταγματάρχης επέμεινε.:
«-Άκουσε εδώ Sarbu! Δεν κοιτάς τα χάλια σου ; Και κράτησε το στόμα σου κλειστό , γιατί αλλιώς Θα στο γεμίσω με χώμα.
Τα είπε όλα αυτά δείχνοντας ένα πιστόλι Mauser πάνω στο γραφείο του. Κατόπιν εγώ, όπως και οι άλλοι χωροφύλακες, φύγαμε σε άδεια.».
[1]Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες τα πτώματα ρίχτηκαν κατ΄ ευθείαν στο λάκκο μόλις έφτασαν στις φυλακές Βουκουρεστίου. Τρεις ημέρες μετά και με τον φόβο ότι μια ενδεχόμενη εκταφή θα ανέτρεπε την επίσημη αιτία θανάτου , ξεθάφτηκαν, πυροβολήθηκαν στις πλάτες και ξαναθάφτηκαν .. Για να εξαλειφθούν τα σημάδια του στραγγαλισμού ρίχθηκε προηγουμένως πάνω στα πτώματα άφθονη ποσότητα  θεϊκού οξέως.

(Επιστροφή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου