Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ:Η ΣΙΔΗΡΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

8. Ο ΙΗΣΟΥΣ
Όχι δεν ήθελα πλέον ν' ακούσω και τρίτον Μάρτυρα. Τα μαρτύρια της ιδέας δεν διαφέρουν τίποτε μεταξύ των, όσον διαφορετικά και αν είνε τα μαρτύρια του σώματος. Όχι· δεν ήθελα πλέον να ταράξη την ψυχήν μου και τρίτου μάρτυρος στεναγμός, είχα δε ετοιμασθή να καταφύγω και πάλιν προς το Φάσμα, που μ' επερίμενεν εις το άκρον του Δρόμου, ότε από το ύψος του Σταυρού μία φωνή μ' εκάρφωσεν εις την θέσιν μου.
Και έλεγεν η φωνή :
Σε αναγνωρίζω, σε αναγνωρίζω, ω ευγενικόν και ευαίσθητον πτηνόν διότι σύ πρώτον ελάλησες τρεις φοράς και ,ήλεγξας τον Πέτρον δια την τριπλήν άρνησίν του εις την αυλήν του Αρχιερέως. Κατά την νύκτα εκείνην ο Κόσμος ανεπαύετο ήσυχος και αμέριμνος, όπως πάντοτε, επάνω εις τα Ιδια ερείπια του. Το Αηδόνι ετραγουδούσεν εις την φωλεάν του την ερωτικήν ο Κορυδαλλός εκοιμάτο ήσυχος, περιμένων την αυγήν ο Κόρακας εκαραδοκούσεν ένα πτώμα επί πλέον ο Μαθητής ηρνείτο τόν Διδάσκαλόν του, και μόνον ένας Πετεινός αγρυπνούσε και τον υπενθύμιζεν...
Ένας στεναγμός ηκολούθησε τα τελευταία του Μάρτυρος λόγια, και ένα δάκρυ έπεσεν από τον Σταυρόν και εκυλίσθη εμπρός είς τα πόδια μου, επάνω εις το άγονον έδαφος.
Και ητοιμάσθην να ροφήσω εκείνο το δάκρυ, αλλά η φωνή ακίνητον μ' εκράτησεν.
  Όχι, έλεγεν· η γη έχει ανάγκην ακόμη από πολλά δάκρυα δια να λιπανθή, αφού δεν ήρκεσε τόσον αίμα. Από το ύψος του Σταυρού τούτου παρατηρώ τον αίώνιον αυτόν Δρόμον, που επροσπάθησα μάταια να τον κατασκάψω. Και βλέπω τους ανθρώπους να τον ακολουθούν, ο ένας οπίσω από τον άλλον, χωρίς τον ελάχιστον κόπον. Όσοι εστράφησαν δια να διευκολυνθούν προς εμέ, παρεπλανήθησαν και ευρέθησαν ουσιαστικώς περισσότερον μακράν μου, παρ' όσον εκείνοι, που ηκολούθουν τον Δρόμον του Κακού, ειλικρινείς τουλάχιστον απέναντι του ιδίου εαυτού των.
»Και τούτο, διότι η ορμή των πραγμάτων είνε πολύ δύοκολον να μεταβληθή  και προ πάντων όταν πρόκειται περί κακής φύσεως .Κάθε πνεύμα που θα ήθελε παρεντεθή εις την ορμήν των , θα συνετρίβετο , όσον μεγάλον και δυνατόν αν ήτο. Δεν σημαίνει αν κατόπιν θα ενίκα και θα εθριάμβευε..
Καϊ όμως οι άνθρωποι Σε λατρεύουν, είπον έγώ.
  Α, δεν ήσαν τίποτε του  δόρατος αι πληγαί και ο χλευασμός της ψεύτικης πορφύρας, εμπρός εις τον πνιγμόν, που προκαλεί ο καπνός του θυμιάματος και  η πλαστότης της λατρείας, θα ιδής Εβραίους να έχουν την θρησκείαν των εις το συμφέρον και θα ιδής Χριστιανούς να έχουν το συμφέρον των εις την θρησκείαν οι πρώτοι έχουν τουλάχιστον μίαν θρηοκείαν οι δεύτεροι δεν έχουν καμμίαν.
»Και  θα ιδής ακόμη ηγεμόνας λαών να τυραννούν και να αιματοκυλίουν τον κόσμον επ' ονόματι μου· δεσπότας, επιβάλλοντας την δουλείαν εν ονόματι της Ελευθερίας, και θα φθάσης εις το τρομερόν συμπέρασμα, ότι ο Ιησούς δέν είνε πλέον τίποτε άλλο, παρά μεσίτης δούλων δια τους ισχυρούς.
Και πάλιν άφησεν ένα βαθύν στεναγμόν και επρόσθεσεν:
Είδα από μακράν ανθρώπους που έφερον τον Σταυρόν μου κρεμασμένον εις τα ακάθαρτα στήθη των. Ε, εάν εμάντευα πως οι άνθρωποι θα είχον την φιλοδοξίαν να κρεμούν επάνω των το όργανον εις το οποίον εκρεμάσθην εγώ — κύτταξε 
πόσον διαφέρομεν! — θα επαρακαλούσα τον Πόντιον Πιλάτον να μ' εγκρέμιζεν εις μίαν άβυσσον, αντί να με σταυρώση ' έτσι τουλάχιστον οι άνθρωποι δεν θα είχον ανάγκην να κρεμάσουν επάνω εις τα στήθη των και την εικόνα μιας αβύσσου, αφού την κλείουν ολόκληρον μέσα εις αυτά.
Έτσι  ωμίλησεν ο Ιησούς.
Και  άφησε νέον στεναγμόν, που αντήχησε μέχρι του δρόμου.
Τότε  είδα τους διαβάτας να σταματούν προς στιγμήν και να στρέφωνται προς την διεύθυνσιν Εκείνου, που είχεν αναστενάξη.
Αλλά  στιγμιαίον ήτο τούτο και εξηκολούθησαν την πορείαν των.
Εσκέφθην  ολίγον και ηρώτησα :
—  Ειπέ μου, άνθρωπε και Θεέ! Διατί ευρίσκεσαι εις την αξιοθρήνήτον αυτήν κατάοτασιν;
—  Διότι έλεγα την αλήθειαν.
—  Και τι εστίν Αλήθεια;
Ο  Ιησούς εφρικίασε και απήντησε :
—  Μου θέτεις την αυτήν ερώτησιν, που μου έθεσε και ο· Πιλάτος κατά την δίκην μου. Εκείνος όμως απεσύρθη πριν εγώ απαντήσω. Μείνε συ τουλάχιστον δια ν' ακούσης.
Αλλά  την στιγμήν που ο Εσταυρωμένος ητοιμάσθη να ομιλήοη, το Φάσμα με έσυρεν αποτόμως εις τον Δρόμον του με την ταχύτητα, της ιδέας.
Μοιραίον  ήτο να μην ακουσθή και πάλιν η απάντησίς του!
—  Δεν σε έστειλα εκεί, είπε , δια να αισθανθής αλλά δια να ακούσης·
— Ναί, ήκουσα. Είνε ένας μεγάλος Μάρτυς της Ιδέας.
—  Δεν σημαίνει τίποτε τούτο. Όλοι οι μάρτυρες της Ιδέας είναι  Ισότιμοι, αδιάφορον ποία υπήρξεν η ιδέα των και ποία η επί τσυ ανθρωπίνυυ πνεύματος επίδρασίς της. Αυτά· είνε ζήτημα συνδυασμού περιστάσεων και συνθηκών της κάθε εποχής.
—  Εν τούτοις δεν με άφησες ν' ακούσω τι έστιν, Αλήθεια.
—  Το έκαμα δια να κρατήσω την αξιοπρέπειάν του· το ίδιον έκαμε και ο Πιλάτος δια, το καλόν του, και δεν έχει δίκαιον να  παραπονήται  εναντίον του από τότε.
—  Αλλά τι είνε λοιπόν η Αλήθεια;
—  Προχώρησε εις τον Δρόμον μου, ερώτησε τον διαβάτην εκείνον και θα σου ειπή.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου