3 Νοεμβρίου 1920....Η θρυαλλίς, η οποία πρόκειται να ανατινάξη το οικοδόμημα της Μεγάλης Ελλάδος έχει τεθή ήδη από δύο ημερών.... Εις τους δρόμους τα οργανέττα παίζουν ευθαρσώς τον "Γυιόν του αητού" ενώ εις τα καταστήματα καταβιβάζονται βιαστικά αι εικόνες του Βενιζέλου....
Εις το σπίτι του Τυράννου επικρατεί μία απροσδιόριστος ατμόσφαιρα πένθους.Σαν να απέθανε και να εκηδεύθη κάποιος προ ολίγου. Οι φίλοι του σπιτιού πηγαινοέρχονται ακροποδητεί και συζητούν ψιθυριστά το απίστευτον γεγονός. Κάπου-κάπου φθάνει απ έξω κανείς επισκέπτης δια να υποβάλη τα καθυστερημένα συλλυπητήρια του και να ερωτήση κατά την αστείαν Ελληνικήν συνήθειαν : «πώς έγινε αυτό ;».
Ο Βενιζέλος ευρίσκεται εις το δωμάτιόν του εν κύκλω συναδέλφων. Αναμένει ψυχραίμως πλέον την ώραν της αναχωρήσεως, η οποία έχει αποφασισθή δια την μεσημβρίαν. Εν τω μεταξύ απαντά με αρκετήν ζωηρότητα εις τας ερωτήσεις που του υποβάλλονται και συγχρόνως χαράσσει μερικάς γραμμάς εις ένα υπηρεσιακόν «μπλοκ-νοτ», που έχει εμπροστά του.
Αίφνης ακούεται από την οδόν Πανεπιστημίου μία οχλοβοή. Κάποια μικροδιαδήλωσις των σωτήρων πλησιάζει απ' εκεί, με διαθέσεις όχι και πολύ φιλικάς δια τον «άνθρωπον, ο οποίος, δυστυχώς δια την Ελλάδα, ζη ακόμη». Εις τον προθάλαμον του γραφείου, οι λεοντόθυμοι Κρητικοί, που δαγκάνουν με απελπισίαν τα χείλη των, ανησυχούν, εξανίστανται, αγανακτούν και ορμούν προς τον εξώστην με τα περίστροφα των ανά χείρας, έτοιμοι ν' απαντήσουν και εις την ελαχίστην προσβολήν. Ο Τύραννος όμως τους προλαμβάνει. Αντιληφθείς από τον δημιουργηθέντα θόρυβον, ότι κάτι συμβαίνει, αφίνει την πένναν, τινάζεται όρθιος, ανοίγει την θύραν και, μαντεύων τα πάντα, ορμά και καταλαμβάνει πρώτος το κατώφλιον του εξώστου. Εκεί , με την πλάτην προς τον εξώστην, εκτείνει απαγορευτικώς τα χέρια του προ του παραθύρου και φωνάζει νευρικά :
—Μη, για όνομα του Θεού! Τί θέλετε να κάμετε! Τέτοιο πράγμα στο σπίτι μου; Δεν θα το επιτρέψω ποτέ. Να με κτυπήσετε εμένα πρώτα. Οι «καπετάνιοι» υποχωρούν προ της απειλής και ο Βενιζέλος, ωχρός ακόμη εκ συγκινήσεως, επιστρέφει εις το δωμάτιόν του. Κάθηται πάλιν, αλλά μόλις προφθάνει να γράψη δύο λέξεις και ειδοποιείται ότι έρχεται να τον ιδή ο πρέσβυς της Αγγλίας.
Προφανώς όμως η αρχική του σκέψις ήλλαξεν. Άνευ δισταγμού σβύνει το όνομα του και μεταβάλλει παντού το τρίτον πρόσωπον εις πρώτον. Χωρίς να προσέξη, ότι αφήκεν αδιόρθωτους τας λέξεις «φίλους του» και «ζητήση», εξακολουθεί γοργά το γράψιμον. Και μόνον όταν τελειώνη, μαντεύουν οι παρακαθήμενοι ότι το φύλλον αυτό, γραμμένον ήδη και από τας δύο του όψεις, είναι το αποχαιρετιστήριον Διάγγελμα του Ελ. Βενιζέλου προς τον Λαόν. Ο ίδιος ετοιμάζεται να το αναγνώση εις κάποιον επισκέπτην του, όταν αίφνης αντιλαμβάνεται ότι το φύλλον αυτό, όπως και τα λοιπά του ιδίου στελέχους, φέρει την συνήθη επικεφαλίδα : «Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ» :
Η συνάντησις, συντελουμένη εις το γραφείον του «Προέδρου», δεν είναι μακρά. Ο τέως Πρωθυπουργός αποχαιρετά τον από τετραετίας πιστόν φίλον και συνεργάτην του. Εκείνος τον εναγκαλίζεται και δακρύων εξέρχεται, ενώ ο Βενιζέλος γυρίζει πάλιν εις το τραπέζι του. Εκεί αναγινώσκει επιτροχάδην τας ολίγας γραμμάς, που είχε χαράξει ήδη :
«Καταλείπων την Αρχήν και την πολιτικήν σκηνήν ο Βενιζέλος επιθυμεί όπως κλπ.».
«Καταλείπων την Αρχήν και την πολιτικήν σκηνήν ο Βενιζέλος επιθυμεί όπως κλπ.».
Προφανώς όμως η αρχική του σκέψις ήλλαξεν. Άνευ δισταγμού σβύνει το όνομα του και μεταβάλλει παντού το τρίτον πρόσωπον εις πρώτον. Χωρίς να προσέξη, ότι αφήκεν αδιόρθωτους τας λέξεις «φίλους του» και «ζητήση», εξακολουθεί γοργά το γράψιμον. Και μόνον όταν τελειώνη, μαντεύουν οι παρακαθήμενοι ότι το φύλλον αυτό, γραμμένον ήδη και από τας δύο του όψεις, είναι το αποχαιρετιστήριον Διάγγελμα του Ελ. Βενιζέλου προς τον Λαόν. Ο ίδιος ετοιμάζεται να το αναγνώση εις κάποιον επισκέπτην του, όταν αίφνης αντιλαμβάνεται ότι το φύλλον αυτό, όπως και τα λοιπά του ιδίου στελέχους, φέρει την συνήθη επικεφαλίδα : «Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ» :
Όταν μετ' ολίγας ώρας δημοσιεύεται το Διάγγελμα, ο Βενιζέλος έχει ήδη λάβει την οδόν της εξορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου