Ο ΜΕΡΑΡΧΟΣ ΕΞΗ ανάφερε πως σήμερα, την αυγή πήραμε το Νόβογκραντ-Βολίνσκ. Το επιτελείο ξεκίνησε απ' το Κραπίβνο, και τ' αμάξια μας, μια οπισθοφυλακή όλο βουή, απλώθηκε στο δρόμο, τον αγέραστο δρόμο πού τραβάει απ' το Μπρεστ ως τη Βαρσάβα και πού τον έστρωσε με κόκαλα μουζίκων ο Νικόλαος ο Πρώτος.
Ολόγυρα μας ανθίζουν λιβάδια από πορφυρόχρωμες παπαρούνες, ο μεσημεριάτικος αγέρας παίζει μέσα στην κιτρινισμένη σίκαλη, η παρθενική γκρετσίχα [1] φαντάζει στον ορίζοντα, σαν τοίχος μακρινού μοναστηρίου.
Η ήσυχη Βολίνα απλώνεται μπροστά μας, φεύγει από μας για τη μαργαριταρένια ομίχλη πού τη σχηματίζουν δάση από λεύκες, περνάει από ανθισμένα βουναλάκια, και με αδυνατισμένα χέρια μπερδεύεται στις φωτιές της χούμολης. Ο χρυσοκίτρινος ήλιος κυλάει στον ουρανό σαν κομμένο κεφάλι, ένα απαλό χρώμα ανάβει στις σπηλιές που κάνουν τα σύννεφα, κι' οι σημαίες της δύσης κυματίζουν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Η μυρουδιά απ' το χτεσινό αίμα κι' από τα σκοτωμένα άλογα στάζει μέσα στη βραδινή δροσιά. Ο θολός Σμπρουτς βουίζει και στριφογυρίζει τους αφρισμένους κόμπους του πάνω στα σκαλοπάτια της κοίτης. Οι γέφυρες είναι χαλασμένες και περνάμε το ποτάμι με τα πόδια. Πάνω στον ποταμίσιο κυματισμό ξεκουράζεται ένα μεγαλόπρεπο φεγγάρι. Τ' άλογα μπαίνουν στο νερό ως τη ράχη, και τα βουερά νερά κυλούν ανάμεσ' από ένα πλήθος αλογοπόδαρα. Κάποιος πνίγεται και βλαστημάει φωναχτά την Παναγία. Το ποτάμι έχει γιομίσει απ' τα μαύρα τετράγωνα των αμαξιών, θόρυβοι, σφυρίγματα και τραγούδια αντηχούν πάνω απ' τα ασημένια φιδάκια του φεγγαριού και τις φωτισμένες λακκούβες του νερού.
Φτάνουμε στο Νόβογκραντ αργά τη νύχτα. Στο σπίτι που μου ορίσανε, βρίσκω μια έγκυο γυναίκα και δυο κοκκινομάλληδες Εβραίους με αδύνατους λαιμούς. Ένας τρίτος έχει κιόλας αποκοιμηθεί κουκουλωμένος ως το κεφάλι κι' ακουμπισμένος στον τοίχο.
Στο δωμάτιο που μου δώσανε βρίσκω ντουλάπες ακατάστατες, γυναικείες γούνες μαδημένες στο πάτωμα, ανθρώπινες ακαθαρσίες και κομμάτια από ιερά σκεύη, που οι Εβραίοι τα μεταχειρίζονται μια φορά το χρόνο, το Πάσχα.
— Μαζέψτε τα αυτά, λέω στη γυναίκα. Τί βρώμικα που ζήτε!
Δυο Εβραίοι σηκωθήκανε από τη θέση τους. Πηδούνε πάνω σε σόλες από κετσέ και τα μαζεύουν όλα από χάμω, σαλτάρουν άφωνοι, μαϊμουδίσια, σα νάναι γιαπωνέζοι στο τσίρκο, οι λαιμοί τους φουσκώνουν και στριφογυρίζουν. Μου στρώνουν ένα ξηλωμένο στρώμα, κι' εγώ πλαγιάζω κατά τη μεριά του τοίχου, δίπλα στον τρίτο Εβραίο, τον κοιμισμένο. Η φοβισμένη φτώχια χάνεται αμέσως από μπροστά μου.
Όλα τάχει νεκρώσει η ησυχία, και μόνο το φεγγάρι, που έχει πιάσει με τα μαβιά του χέρια το στρογγυλό, γυαλιστερό κι' αμέριμνο κεφάλι του, αρμενίζει έξω απ' το παράθυρο.
Κουνώ τα μουδιασμένα μου πόδια, ξαπλώνομαι στο ξηλωμένο στρώμα, και με παίρνει ο ύπνος. Στ' όνειρό μου βλέπω το μέραρχο Έξη. Κυνηγάει πάνω σ' ένα βαρβάτο άλογο τον ταξίαρχο, και του φυτεύει δυο σφαίρες στα μάτια. Οι σφαίρες του τρυπούν το κεφάλι και τα δύο του μάτια πέφτουν χάμω στη γης. «Γιατί γύρισες πίσω την ταξιαρχία σου;» φωνάζει του πληγωμένου ο Σαβίτσκι, ο μέραρχος Έξη, — και πάνω σ' αυτό ξυπνάω, γιατί η έγκυος γυναίκα πασπατεύει το πρόσωπο μου με τα δάχτυλα της.
—Παν [2] , μου λέει, φωνάζετε στον ύπνο σας και πετιέστε απ' τη θέση σας. Θα σας στρώσω σε μιαν άλλη γωνιά, γιατί σκουντάτε τον πατέρα μου...
Σηκώνει απ' το πάτωμα τ' αδύνατα πόδια της και τη στρογγυλή κοιλιά της, και τραβάει το πάπλωμα απ' τον κοιμισμένο άνθρωπο. Εκεί είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα ένας πεθαμένος γέρος. Έχει το λαρύγγι ξεριζωμένο, το πρόσωπο κομμένο με το τσεκούρι στα δύο, στα γένια του έχει μαβί αίμα, που μοιάζει σαν κομμάτι μολύβι.
—Παν, λέει η Εβραία και τινάζει το στρώμα, τον σφάξανε οι Πολωνοί, κι' εκείνος τους παρακαλούσε: σκοτώστε με στην πίσω αυλή, να μην ιδεί η κόρη μου πως θα πεθάνω. Μα αυτοί κινάν όπως τους ήταν πιο βολικό, — ο πατέρας μου πέθανε σ' αυτό εδώ το δωμάτιο κι' ο νους του ήταν σε μένα. Και τώρα θέλω να ξέρω, είπε ξαφνικά η γυναίκα με μια φοβερή δύναμη, θέλω να ξέρω, πού θα βρήτε σ' όλο τον κόσμο τέτοιον πατέρα σαν το δικό μου...
[1]Ένα είδος κεχρί που οι Ρώσοι το χρησιμοποιούν-πολύ στη μαγειρική τους.
[2]Πολωνικά, κύριε.
Ολόγυρα μας ανθίζουν λιβάδια από πορφυρόχρωμες παπαρούνες, ο μεσημεριάτικος αγέρας παίζει μέσα στην κιτρινισμένη σίκαλη, η παρθενική γκρετσίχα [1] φαντάζει στον ορίζοντα, σαν τοίχος μακρινού μοναστηρίου.
Η ήσυχη Βολίνα απλώνεται μπροστά μας, φεύγει από μας για τη μαργαριταρένια ομίχλη πού τη σχηματίζουν δάση από λεύκες, περνάει από ανθισμένα βουναλάκια, και με αδυνατισμένα χέρια μπερδεύεται στις φωτιές της χούμολης. Ο χρυσοκίτρινος ήλιος κυλάει στον ουρανό σαν κομμένο κεφάλι, ένα απαλό χρώμα ανάβει στις σπηλιές που κάνουν τα σύννεφα, κι' οι σημαίες της δύσης κυματίζουν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Η μυρουδιά απ' το χτεσινό αίμα κι' από τα σκοτωμένα άλογα στάζει μέσα στη βραδινή δροσιά. Ο θολός Σμπρουτς βουίζει και στριφογυρίζει τους αφρισμένους κόμπους του πάνω στα σκαλοπάτια της κοίτης. Οι γέφυρες είναι χαλασμένες και περνάμε το ποτάμι με τα πόδια. Πάνω στον ποταμίσιο κυματισμό ξεκουράζεται ένα μεγαλόπρεπο φεγγάρι. Τ' άλογα μπαίνουν στο νερό ως τη ράχη, και τα βουερά νερά κυλούν ανάμεσ' από ένα πλήθος αλογοπόδαρα. Κάποιος πνίγεται και βλαστημάει φωναχτά την Παναγία. Το ποτάμι έχει γιομίσει απ' τα μαύρα τετράγωνα των αμαξιών, θόρυβοι, σφυρίγματα και τραγούδια αντηχούν πάνω απ' τα ασημένια φιδάκια του φεγγαριού και τις φωτισμένες λακκούβες του νερού.
Φτάνουμε στο Νόβογκραντ αργά τη νύχτα. Στο σπίτι που μου ορίσανε, βρίσκω μια έγκυο γυναίκα και δυο κοκκινομάλληδες Εβραίους με αδύνατους λαιμούς. Ένας τρίτος έχει κιόλας αποκοιμηθεί κουκουλωμένος ως το κεφάλι κι' ακουμπισμένος στον τοίχο.
Στο δωμάτιο που μου δώσανε βρίσκω ντουλάπες ακατάστατες, γυναικείες γούνες μαδημένες στο πάτωμα, ανθρώπινες ακαθαρσίες και κομμάτια από ιερά σκεύη, που οι Εβραίοι τα μεταχειρίζονται μια φορά το χρόνο, το Πάσχα.
— Μαζέψτε τα αυτά, λέω στη γυναίκα. Τί βρώμικα που ζήτε!
Δυο Εβραίοι σηκωθήκανε από τη θέση τους. Πηδούνε πάνω σε σόλες από κετσέ και τα μαζεύουν όλα από χάμω, σαλτάρουν άφωνοι, μαϊμουδίσια, σα νάναι γιαπωνέζοι στο τσίρκο, οι λαιμοί τους φουσκώνουν και στριφογυρίζουν. Μου στρώνουν ένα ξηλωμένο στρώμα, κι' εγώ πλαγιάζω κατά τη μεριά του τοίχου, δίπλα στον τρίτο Εβραίο, τον κοιμισμένο. Η φοβισμένη φτώχια χάνεται αμέσως από μπροστά μου.
Όλα τάχει νεκρώσει η ησυχία, και μόνο το φεγγάρι, που έχει πιάσει με τα μαβιά του χέρια το στρογγυλό, γυαλιστερό κι' αμέριμνο κεφάλι του, αρμενίζει έξω απ' το παράθυρο.
Κουνώ τα μουδιασμένα μου πόδια, ξαπλώνομαι στο ξηλωμένο στρώμα, και με παίρνει ο ύπνος. Στ' όνειρό μου βλέπω το μέραρχο Έξη. Κυνηγάει πάνω σ' ένα βαρβάτο άλογο τον ταξίαρχο, και του φυτεύει δυο σφαίρες στα μάτια. Οι σφαίρες του τρυπούν το κεφάλι και τα δύο του μάτια πέφτουν χάμω στη γης. «Γιατί γύρισες πίσω την ταξιαρχία σου;» φωνάζει του πληγωμένου ο Σαβίτσκι, ο μέραρχος Έξη, — και πάνω σ' αυτό ξυπνάω, γιατί η έγκυος γυναίκα πασπατεύει το πρόσωπο μου με τα δάχτυλα της.
—Παν [2] , μου λέει, φωνάζετε στον ύπνο σας και πετιέστε απ' τη θέση σας. Θα σας στρώσω σε μιαν άλλη γωνιά, γιατί σκουντάτε τον πατέρα μου...
Σηκώνει απ' το πάτωμα τ' αδύνατα πόδια της και τη στρογγυλή κοιλιά της, και τραβάει το πάπλωμα απ' τον κοιμισμένο άνθρωπο. Εκεί είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα ένας πεθαμένος γέρος. Έχει το λαρύγγι ξεριζωμένο, το πρόσωπο κομμένο με το τσεκούρι στα δύο, στα γένια του έχει μαβί αίμα, που μοιάζει σαν κομμάτι μολύβι.
—Παν, λέει η Εβραία και τινάζει το στρώμα, τον σφάξανε οι Πολωνοί, κι' εκείνος τους παρακαλούσε: σκοτώστε με στην πίσω αυλή, να μην ιδεί η κόρη μου πως θα πεθάνω. Μα αυτοί κινάν όπως τους ήταν πιο βολικό, — ο πατέρας μου πέθανε σ' αυτό εδώ το δωμάτιο κι' ο νους του ήταν σε μένα. Και τώρα θέλω να ξέρω, είπε ξαφνικά η γυναίκα με μια φοβερή δύναμη, θέλω να ξέρω, πού θα βρήτε σ' όλο τον κόσμο τέτοιον πατέρα σαν το δικό μου...
[1]Ένα είδος κεχρί που οι Ρώσοι το χρησιμοποιούν-πολύ στη μαγειρική τους.
[2]Πολωνικά, κύριε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου