ΣΥΝΤΡΟΦΕ ανακριτή Μπουρτένκο. Στην ερώτηση σας απαντώ ότι έχω ταυτότητα του κόμματος αριθμός είκοσι τέσσερα δυο μηδενικά, βγαλμένη στο όνομα του Νικήτα Μπαλμάσεβ, απ' τήν επιτροπή του κόμματος του Κρασνοντάρ. Τη ζωή μου ως το 1914 την έζησα σπιτίσια. Δούλευα με τους γονείς μου στα χωράφια, ώσπου τ' άφησα και πέρασα στις γραμμές του ιμπεριαλισμού, για να πολεμήσω για τον πολίτη Πουανκαρέ και το δήμιο της γερμανικής επανάστασης Έβερτ-Νόσκε που, πρέπει να πιστεύουμε, κοιμόντουσαν κι' είδαν στο όνειρό τους πως βοηθούσαν το χωριό όπου γεννήθηκα, το Ιβάν Σβιατόϊ, της περιφέρειας του Κουμπάν. Κι' έτσι τραβούσα το κορδόνι, ώσπου ο σύντροφος Λένιν μαζί με το σύντροφο Τρότσκυ γύρισαν την αγριεμένη λόγχη μου και μούδειξαν άντερα πιο βολικά για ξεκοίλιασμα. Από τότε έχω τον αριθμό είκοσι τέσσερα δυό μηδενικά στην άκρη της λόγχης μου, και μου κάνει μεγάλη ντροπή και μου φαίνεται πολύ αστείο ν' ακούω τώρα από σας, σύντροφε ανακριτή Μπουρτένκο, τις άπρεπες αυτές ανοησίες για το νοσοκομείο Ν. Το νοσοκομείο αυτό τόχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια. Ούτε πυροβολούσα ούτε φασαρία έκανα—πράμα που δε μπορούσε να γίνει. Είχαμε πληγωθεί κι' οι τρεις μας, δηλ: ο μαχητής Γολοβίτσιν, ο μαχητής Κουστώβ κι εγώ. Είχαμε πυρετό στα κόκαλα μας και δεν κάναμε επίθεση στο νοσοκομείο μα κλαίγαμε μόνο, ντυμένοι με τους μανδύες του νοσοκομείου, καταμεσίς στη πλατεία, ανάμεσα στον ελεύθερο εβραίϊκό πληθυσμό. Όσο για το σπάσιμο των τριών τζαμιών που χαλάσαμε με τα πιστόλια μας, σας λέω μ' όλη την καρδιά μου πως τα τζάμια δεν εκτελούσαν τον προορισμό τους, γιατί ήταν στην .αποθήκη, κι' εκεί δεν χρειάζονται τζάμια. Κι' ο γιατρός Γιάβεϊν, βλέποντας το χολιασμένο αυτό πιστολίδι μας, κορόϊδευε μόνο με διάφορα χαμόγελα απ' το παράθυρο του νοσοκομείου του, πράμα που μπορούν να το βεβαιώσουν οι ως άνω ελεύθεροι Εβραίοι του χωρίον Κόζιν. Για το γιατρό Γιάβεϊν σας αναφέρω ακόμα, σύντροφε ανακριτή, πως κορόιδευε όταν εμείς οι τρεις πληγωμένοι, δηλαδή ο μαχητής Γολοβίτσιν. ο μαχητής Κουστώβ κι' εγώ, πήγαμε στην αρχή για θεραπεία, κι' εκείνος με τα πρώτα του λόγια μας δήλωσε αρκετά απότομα : εσείς μαχητές, να λουστείτε ο καθένας σας στο μπάνιο, τον οπλισμό σας και τα ρούχα σας να τα βγάλετε αμέσως, τα φοβούμαι μήπως έχουνε μόλυνση, θα τα στείλω χωρίς άλλο στήν αποθήκη... Και τότε, βλέποντας μπροστά μας ένα θηρίο κι' όχι άνθρωπο, ο μαχητής Κουστώβ προχώρησε με το σπασμένο του πόδι και είπε : Τί μόλυνση μπορεί νάχει το κοφτερό σπαθί των κοζάκων του Κουμπάν, εξόν απ' αυτήν που έχει για τους εχθρούς της επανάστασης μας ;
Και ζήτησε να μάθει, αν στην αποθήκη υπήρχε πραγματικά μαχητής του κόμματος, ή ήταν κανένας απ' την ανοργάνωτη μάζα.
Και πάνω σ' αυτό, ο γιατρός Γιάβεϊν, φαίνεται, είδε πως εμείς μπορούμε πολύ καλά να καταλαβαίνουμε την προδοσία.
Μας γύρισε την πλάτη του και χωρίς άλλες κουβέντες μας έστειλε στο θάλαμο, και πάλι με διάφορα χαμόγελα, όπου και πήγαμε σέρνοντας τα σπασμένα μας πόδια, κουνώντας τα σακατεμένα μας χέρια, βαστώντας ο ένας τον άλλο, γιατί και οι τρεις είμαστε συμπατριώτες, από το χωριό Ιβάν Σβιατόϊ, δηλαδή ο σύντροφος Γολοβίτσιν, ο σύντροφος Κουστώβ κι' εγώ είμαστε συμπατριώτες κι' έχουμε την ίδια μοίρα. Κι' όποιος έχει, σκισμένο το πόδι του βαστάει το φίλο του απ' το χέρι, κι' όποιος δεν έχει χέρι ακουμπάει στον ώμο του φίλου του. Σύμφωνα με τη διαταγή που πήραμε, πήγαμε στο θάλαμο όπου περιμέναμε να βρούμε ψυγαγωγία κι' αφοσίωση στη δουλειά. Θέλετε όμως να μάθετε τί είδαμε όταν μπήκαμε εκεί μέσα ; Είδαμε φαντάρους, αποκλειστικά του πεζικού, καθισμένους στα στρωμένα κρεβάτια να παίζουν ντάμα, και κοντά τους ψηλόκορμες αδελφές, αρκετά γεμάτες, να κάνουν κόρτε. Σαν το είδαμε αυτό σταματήσαμε, λες και μας χτύπησε κεραυνός.
—Ξοφλήσατε με τον πόλεμο παιδιά; φωνάζω στους πληγωμένους.
—Ξοφλήσαμε, αποκρίνονται οι πληγωμένοι, και κουνάνε τις ντάμες πούταν φτιαγμένες από ψωμί.
— Νωρίς, λέω, ξόφλησες πεζικό, όταν ο εχθρός περπατάει πάνω στα μαλακά κι' αθόρυβα πόδια του δεκαπέντε βέρστια απ' εδώ, κι' όταν στην εφημερίδα «Κόκκινος Καβαλάρης» διαβάζει κανείς για τη διεθνή μας θέση. Είναι φριχτό αυτό, ο ορίζοντας είναι σκεπασμένος με σύγνεφα,..
Όμως τα λόγια μου τινάχτηκαν απ' το ηρωικό πεζικό όπως τινάζεται το φουσκί των γιδιών απ' το ταμπούρλο του συντάγματος. Κι' αντί γι' άλλη κουβέντα, οι αδελφές μας οδήγησαν στα κρεβάτια μας κι' άρχισαν και πάλι την πάρλα για την παράδοση του οπλισμού, λες κι' είχαμε νικηθεί πια. Με τις κουβέντες τους αυτές, ο Κουστώβ, ταράχτηκε όσο δε λέγεται, κι' άρχισε να σκίζει την πληγή του, που ήταν στον αριστερό του ώμο, πάνω απ' τη ματωμένη καρδιά του μαχητή και του προλετάριου. Βλέποντας αυτό, οι αδελφές, σώπασαν για πολύ λίγην ώρα, μα ύστερα σαν ανοργάνωτη μάζα που ήταν ξανάρχισαν την κοροϊδία τους, κι' άρχισαν να στέλνουν εθελοντές για να μας βγάλουν τα ρούχα πάνω στον ύπνο μας, ή μας βάζανε, για ψυχαγωγία, να παίζουμε θεατρικό ρόλο με γυναικεία φουστάνια, πράμα που δεν ταιριάζει σ' εμάς.
—Ξοφλήσατε με τον πόλεμο παιδιά; φωνάζω στους πληγωμένους.
—Ξοφλήσαμε, αποκρίνονται οι πληγωμένοι, και κουνάνε τις ντάμες πούταν φτιαγμένες από ψωμί.
— Νωρίς, λέω, ξόφλησες πεζικό, όταν ο εχθρός περπατάει πάνω στα μαλακά κι' αθόρυβα πόδια του δεκαπέντε βέρστια απ' εδώ, κι' όταν στην εφημερίδα «Κόκκινος Καβαλάρης» διαβάζει κανείς για τη διεθνή μας θέση. Είναι φριχτό αυτό, ο ορίζοντας είναι σκεπασμένος με σύγνεφα,..
Όμως τα λόγια μου τινάχτηκαν απ' το ηρωικό πεζικό όπως τινάζεται το φουσκί των γιδιών απ' το ταμπούρλο του συντάγματος. Κι' αντί γι' άλλη κουβέντα, οι αδελφές μας οδήγησαν στα κρεβάτια μας κι' άρχισαν και πάλι την πάρλα για την παράδοση του οπλισμού, λες κι' είχαμε νικηθεί πια. Με τις κουβέντες τους αυτές, ο Κουστώβ, ταράχτηκε όσο δε λέγεται, κι' άρχισε να σκίζει την πληγή του, που ήταν στον αριστερό του ώμο, πάνω απ' τη ματωμένη καρδιά του μαχητή και του προλετάριου. Βλέποντας αυτό, οι αδελφές, σώπασαν για πολύ λίγην ώρα, μα ύστερα σαν ανοργάνωτη μάζα που ήταν ξανάρχισαν την κοροϊδία τους, κι' άρχισαν να στέλνουν εθελοντές για να μας βγάλουν τα ρούχα πάνω στον ύπνο μας, ή μας βάζανε, για ψυχαγωγία, να παίζουμε θεατρικό ρόλο με γυναικεία φουστάνια, πράμα που δεν ταιριάζει σ' εμάς.
Οι σκληρές κι' αλύπητες αδελφές! Πολλές φορές, δοκίμασαν να μας κοιμήσουν με σκονάκια για να μας πάρουν τα ρούχα, έτσι που αρχίσαμε να κοιμούμαστε με τη σειρά. Και στ' αποχωρητήριο ακόμα, πηγαίναμε μ' όλη τη στολή μας και με τά πιστόλια μας. Κι' αφού ταλαιπωρηθήκαμε έτσι μια βδομάδα και μια μέρα, αρχίσαμε να παραμιλούμε, να βλέπουμε φαντάσματα, και στο τέλος, ξυπνήσαμε το πρωί στις 4 Αυγούστου, όπως λέει η κατηγορία, και είδαμε την αλλαγή, ότι πλαγιάζουμε δηλαδή με μανδύες με αριθμούς, σαν κατάδικοι, χωρίς όπλα και χωρίς τα ρούχα μας που τα πλέξανε οι μανάδες μας, οι αδύναμες γριές του Κουμπάν. . Και το πεζικό, βλέποντας πως υποφέρανε τρεις κόκκινοι καβαλάρηδες, μας κοροϊδεύει, και μαζί τους κι' οι άπονες αδελφές που μας ρίξανε από χτές το βράδι υπνωτικό και τώρα κουνούσαν τα νεανικά τους στήθια και μας φέρνουν σε δίσκους κακάο με μπόλικο γάλα. Μέσα σ' όλη τούτη την εύθυμη φασαρία, το πεζικό άρχισε να χτυπάει τις πατερίτσες του δυνατά, και να μας τσιμπάει στα πλευρά σα νάμαστε πληρωμένα κορίτσια, για να πουν πως να, ξόφλησες με τον πόλεμο και συ, Πρώτη Στρατιά του Ιππικού του Μπουντιόνυ. Μα όχι, κατσαρομάλληδες σύντροφοι, που φτιάξατε μεγάλες κοιλιές και βαράτε τη νύχτα σα με πολυβόλο, δεν ξόφλησε το ιππικό. Μαζευτήκαμε το λοιπόν και οι τρεις στην αυλή και απ' εκεί τραβήξαμε με τη ζέστη και με τις μελανιές πληγές μας για τον πολίτη Μπόϊντερμαν, τον πρόεδρο της τοπικής επιτροπής, που χωρίς αυτόν, σύντροφε ανακριτή Μπουρτένκο, ίσως να μη γινότανε αυτή η παρεξήγηση με το πιστολίδι.
Και μ' όλο που δε μπορούμε να πούμε τίποτα για τον πολίτη Μπόϊντερμαν, όμως όταν μπήκαμε στο γραφείο του πρόεδρου της τοπικής επιτροπής προσέξαμε κάποιον πολίτη ηλικιωμένο, ντυμένο μέ προβιά, Εβραίο στην εθνικότητα, που καθότανε σ' ένα τραπέζι γεμάτο χαρτιά, έτσι που αρρώσταινες να το βλέπεις ... Ο πολίτης Μπόϊντερμαν κοιτάζει πότε δω, πότε κει, και φαίνεται πως δε μπορεί να καταλάβει τίποτα απ' αυτά τα χαρτιά, πως βρήκε το μπελά του μ' αυτά τα χαρτιά, κι' ακόμα περισσοτερο που οι άγνωστοι, μα τιμημένοι μαχητές πλησιάζουν φοβεροί τον πολίτη Μπόϊντερμαν για τρόφιμα. Και μαζί μ' αυτούς είναι και τοπικοί εργάτες που αναφέρουν γι' αντίδραση στα γειτονικά χωριά, και πάνω σ' αυτό, έρχονται απλοί εργάτες του κέντρου πού θέλουν να στεφανωθούν γρήγορα και χωρίς χασομέρι. .. Το ίδιο κι' εμείς, αναφέραμε την περίπτωση προδοσίας στο νοσοκομείο, όμως ο πολίτης Μπόϊντερμαν γούρλωσε πάνω μας τα μάτια του και πάλι κοίταξε πότε δω πότε κει, μας χάιδεψε τον ώμο, πράμα που δεν ταιριάζει στην εξουσία, δεν έδωσε καμιά λύση και μόνο έλεγε : σύντροφοι μαχητές, αν λυπάστε τά Σοβιέτ, αφήστε αυτό το γραφείο, πράμα που δε μπορούσαμε να δεχτούμε, δηλαδή να βγούμε απ' το γραφείο, μα ζητήσαμε όλοι μας ταυτότητα και όταν δεν την πήραμε, χάσαμε το λογικό μας Και με χαμένο το λογικό μας βγήκαμε στην πλατεία μπροστά στο νοσοκομείο, όπου και αφοπλίσαμε την αστυνομία στο πρόσωπο ενός στρατιώτη του ιππικού και με δάκρυα στα μάτια χαλάσαμε τρία παλιοτζάμια εις την ως άνω αποθήκη. Ο γιατρός Γιαβέϊν την ώρα αυτή έκανε χειρονομίες και χαμογελούσε άσκημα, την ώρα που ο σύντροφος Κουστώβ ήτανε να πεθάνει απ' την αρρώστεια του υστέρα από τέσσερις μέρες !
Στη σύντομη κόκκινη ζωή του, ο σύντροφος Κουστώβ, ανησυχούσε πάντα για την προδοσία που μας γνέφει τώρα απ' το παράθυρο, που κοροϊδεύει το αμόρφωτο προλεταριάτο, μα το προλεταριάτο, σύντροφοι, ξέρει και μόνο του πως είναι αμόρφωτο, πονούμε γι' αυτό, η ψυχή μας καίει και σκίζει με τη φωτιά της τη φυλακή της σάρκας και τον περιορισμό των ελεϊνών παιδιών...
Η προδοσία, σας λέω, σύντροφε ανακριτή Μπουρντένκο, μας χαμογελάει απ' το παράθυρο, η προδοσία περπατάει ξυπόλητη μέσα στο σπίτι μας, η προδοσία κρέμασε στη ράχη της τα παπούτσια, για να μη τρίζουν τα πατώματα του σπιτιού που το κλέβουν ...
Στη σύντομη κόκκινη ζωή του, ο σύντροφος Κουστώβ, ανησυχούσε πάντα για την προδοσία που μας γνέφει τώρα απ' το παράθυρο, που κοροϊδεύει το αμόρφωτο προλεταριάτο, μα το προλεταριάτο, σύντροφοι, ξέρει και μόνο του πως είναι αμόρφωτο, πονούμε γι' αυτό, η ψυχή μας καίει και σκίζει με τη φωτιά της τη φυλακή της σάρκας και τον περιορισμό των ελεϊνών παιδιών...
Η προδοσία, σας λέω, σύντροφε ανακριτή Μπουρντένκο, μας χαμογελάει απ' το παράθυρο, η προδοσία περπατάει ξυπόλητη μέσα στο σπίτι μας, η προδοσία κρέμασε στη ράχη της τα παπούτσια, για να μη τρίζουν τα πατώματα του σπιτιού που το κλέβουν ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου