Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

GIORGIO AGAMBEN: LE RΈGNE ET LA GLOIRE

Περί της Εθνικοσοσιαλιστικής έννοιας της «καθοδήγησης» [Führung]
Στο έργο τού Καρλ Σμιτ είναι πολλές φορές εμφανής η εχθρότητα με την οποία αυτός αντιμετωπίζει κάθε απόπειρα διάκρισης τής Βασιλείας από την Κυβέρνηση και, ειδικότερα, η επιφύλαξή του απέναντι στο — άρρηκτα συνδεδεμένο με την εν λόγω διάκριση — δημοκρατικό-φιλελεύθερο δόγμα τής διαίρεσης των εξουσιών. Ήδη από το 1927, στο Συνταγματικό Δίκαιο, ο Σμιτ επικαλείται τη διάκριση αυτή αναφερόμενος στη «βελγικού τύπου κοινοβουλευτική μοναρχία», όπου οι υπουργοί τής κυβέρνησης αναλαμβάνουν τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων, ενώ ο μονάρχης αντιπροσωπεύει ένα είδος «ουδέτερης εξουσίας». Ως μόνο θετικό στοιχείο τού διαχωρισμού τής Βασιλείας από την Κυβέρνηση ο Σμιτ φαίνεται να θεωρεί το γεγονός ότι ανάγεται στη διάκριση μεταξύ auctoritas και potestas [αρχής και εξουσίας]:



Η απάντηση στο ερώτημα που έθεσε ένας μεγάλος θεωρητικός τού δημοσίου δικαίου — ο Μαξ φον Σάιντελ: τι θα απομείνει από τη «βασιλεία», αν αφαιρέσουμε το «κυβερνάν»; — βρίσκεται στη διάκριση μεταξύ auctoritas και potestas και αναδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η έννοιας τής αρχής κατ’ αντιδιαστολή προς αυτήν τής πολιτικής εξουσίας. (Σμιτ, Συνταγματικό Δίκαιο, σελ.382-83, γαλλ. μετφρ.σελ.435)[1]
Το στοιχείο αυτό διασαφηνίζεται απόλυτα στο δοκίμιο με τίτλο Κράτος, κίνημα, λαός (1933), όπου επιχειρώντας να προσδιορίσει τον χαρακτήρα τού νέου εθνοσοσιαλιστικού Συντάγματος τού Ράιχ ο Σμιτ εξετάζει υπό νέο πρίσμα τη διάκριση μεταξύ Βασιλείας και Κυβέρνησης. Ενώ κατά τη διάρκεια των πιο βίαιων κοινωνικοπολιτικών διενέξεων που σημειώθηκαν στη δημοκρατία τής Βαϊμάρης ο Σμιτ υποστήριξε έντονα τη διεύρυνση των εξουσιών τού προέδρου τού Ράιχ λόγω τής ιδιότητάς του ως «προστάτη τού Συντάγματος», δηλώνει στο εξής ότι «η συνταγματική θέση» τού Προέδρου «είναι τώρα κατά κάποιο τρόπο ισοδύναμη με αυτή τού επικεφαλής ενός απολυταρχικού κράτους, ο οποίος “βασιλεύει, χωρίς όμως να κυβερνά”» (Σμιτ, ΚΚΛ, σελ.10· γαλλ. μετφρ. σελ.22).[2] Σε αντιπαράθεση προς αυτόν τον ανώτατο άρχοντα ο οποίος δεν κυβερνά, συγκεντρώνεται στο εξής στο πρόσωπο τού καγκελάριου Αδόλφου Χίτλερ όχι μόνο μια λειτουργία διακυβέρνησης (Regierung), αλλά και μια νέα μορφή πολιτικής εξουσίας που ο Σμιτ αποκαλεί Führung [καθοδήγηση] και η οποία πρέπει ακριβώς να διακριθεί από την κλασική μορφή διακυβέρνησης. Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο εντός τού οποίου ο Σμιτ θα επιχειρήσει μια γενεαλογική διερεύνηση τής «κυβέρνησης των ανθρώπων» που μοιάζει να προαναγγέλλει και να συμπυκνώνει με δυσθεώρητο τρόπο τις ερευνητικές αναζητήσεις τού Φουκό κατά το δεύτερο μισό τής δεκαετίας τού 1970 στο πλαίσιο των παραδόσεών του στο Κολέζ ντε Φρανς. Όπως ο Φουκό, έτσι και ο Σμιτ θεωρεί ότι πρότυπο τής σύγχρονης έννοιας τής κυβέρνησης αποτελεί το ποιμαντικό λειτούργημα τής Καθολικής Εκκλησίας:
Το ποιμαίνειν [führen] δεν ταυτίζεται με το εντέλλεσθαι […]. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία παραμόρφωσε την εικόνα τού ποιμένα και τού ποιμνίου σε δογματική ιδέα τής θεολογίας. (αυτόθι, σελ.57)
(Διαβάστε περισσότερα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου