«Ενωρίς την επομένη το πρωί, εζήτησα να συναντηθώ με τον Άρη Βελουχιώτη. Παρά τις βασικές διαφορές που μας χώριζαν, ήταν ο μόνος μεταξύ των παλαιών ηγετών του ΕΛΑΣ με τον οποίο, από τον Γοργοπόταμο, είχα διατηρήσει κάποια "φιλική οικειότητα", θα έλεγα "ωμήν οικειότητα". Ο μαρξισμός δεν είχε γίνει δόγμα στενό γι' αυτόν. Τον βοηθούσε απεναντίας να βλέπη καθαρώτερα τα πράγματα. Είχε διατηρήσει μέσα του μιαν ευαισθησία και μια πρωτόγονη διαίσθησι, πράγμα που πολλές φορές τον είχε βοηθήσει να βλέπη την πραγματικότητα γυμνή και ανεξιδανίκευτη. Από την άλλη πλευρά εύρισκα ότι επαφή με τους άλλους ηγέτες, ιδιαίτερα με τους Τζήμα καί Ρούσσο —με τον Σιάντο καί τους άλλους που τον συνώδευαν δεν επεδίωξα καμμιά επαφή— ήταν άκαρπη. Οι παρατηρήσεις των και οι κρίσεις των εξεφράζοντο κατά μονότονο και μηχανικό τρόπο. Έμοιαζαν με τους θεατές του έργου, του οποίου την υπόθεση ξέρουν εκ των προτέρων, χωρίς να τους συγκινή.
»Όταν συναντηθήκαμε με τον Βελουχιώτη, στην πλατεία της Νεράιδας, προχωρήσαμε λίγο έξω από το χωριό και καθίσαμε στη ρίζα ενός πεύκου. Γυρίζοντας προς αυτόν του είπα:
— Φαντάζομαι, Άρη, ότι θα ξέρης κιόλας τα αποτελέσματα της επισκέψεως μας στο Κάιρο.
— Ναι, απάντησε, τα ξέρω.
— Και πώς τα βρίσκεις;
— Δεν ξέρω, γι' αυτό θέλεις να μου μιλήσης;
— Δεν έχω πολλά πράγματα να σου πω, Άρη, έξω από ένα μόνο, ότι η κατάστασις για όλους εδώ επάνω είναι πολύ κρίσιμη. Είναι πια φανερό, ότι θα προσπαθήσουν να μας διαλύσουν όλους, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο -όχι μόνο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά όλες τις οργανώσεις.
»Εκφράζοντας τη γνώμη αυτή στον Άρη, δεν το προέβαλα σαν σχήμα λόγου. Στο Κάιρο είχα μαζέψει πολλές μισοκουβέντες Βρεττανών και Ελλήνων ακόμα, που είχαν στενή επαφή με διάφορες αγγλικές υπηρεσίες και τη Βρεττανική Πρεσβεία. Είχα το φόβο ότι η αγγλική πολιτική, εφ' όσον είχε ταχθή υπέρ της επιστροφής του Βασιλέως, θα έκαμνε το παν να διασπάση την Αντίστασι, για να την φέρη στη γραμμή της, ή και να προκαλέση τη διάλυσί της, με οποιοδήποτε μέσον. Και ο Άρης και εγώ αποφεύγαμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον. Ο καθένας έβλεπε μπροστά του. Ο Άρης μάζευε τα λιανόκλαδα που ήσαν γύρω και νευρικά τα έσπαζεν όλα μαζί. Εγώ, με το ραβδί μου, διέγραφα κύκλους γύρω από τα πόδια μου. Βαθειά σιωπή, σαν ο καθένας μας να είχε απομονωθή με τις σκέψεις του. Ξαφνικά ο Βελουχιώτης σήκωσεν απότομα το κεφάλι του, γύρισε προς εμένα, με άρπαξεν από τις πλάτες για να με στρέψη προς αυτόν και με σουφρωμένο μέτωπο και γενειάδα τρεμάμενη εκραύγασε:
—Έλα μίλα. Τί στο διάβολο θέλεις να μου πης; Έλα, μίλα και σταμάτησε να ανακατώνης τα χώματα σαν μικρό παιδί. Μίλα! Πήρε μια βαθειά αναπνοή και, κατεβάζοντας τη φωνή του, πού μόλις να ακούεται, συνέχισε...
— Ξέρω τί θέλεις να μου πης, έλα λέγε...
— Τί λες, Άρη, θα πετσοκοφτούμε αναμεταξύ μας; Θα πέσουμε στην παγίδα που μας στήνουν το Κάιρο και οι Εγγλέζοι;
— Δεν ξέρω, δεν πρέπει, θα ήταν καθαρή τρέλλα.
— Ναι, αλλά τί θα κάμετε σεις, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ; Είσθε οι πιο δυνατοί. Από σας εξαρτάται να μη βγάλουμε τα μάτια μας μόνοι μας. Έχω την εντύπωσι ότι ο Τζήμας και ο Ρούσσος επέστρεψαν έξω φρενών. Τί θα κάμετε τώρα;
— Αλήθεια, Κομνηνέ, δεν ξέρω τί θα γίνη, απάντησεν ο 'Αρης, με βαρειά φωνή. Δεν εξαρτάται μόνον από μένα.
— Τότε από ποιόν εξαρτάται, αν δεν εξαρτάται από σένα; ρώτησα με κάποιο τόνο διαμαρτυρίας και δυσπιστίας.
Με κύτταξε κατάματα, με μάτια θολά —θάλεγε κανείς πως τα μάτια του Βελουχιώτη ήταν έτοιμα να κλάψουν— και σιγά και αποφασιστικά μου είπε:
—Άκουσε συναγωνιστή Κομνηνέ, μη μου κάνεις ερωτήσεις παραπειστικές και μπερδεμένες. Αγαπώ αυτόν τον τόπο περισσότερο από τη ζωή μου. Έχεις την εντύπωσι ότι δεν καταλαβαίνω πως η κατάστασι, όπως ήρθαν τα πράγματα, είναι πολύ κρίσιμη; Μη μου το κοπανάς διαρκώς. Με αναστατώνει και με αρρωσταίνει.
— Και τότε; είπα...
—Άκουσε, άκουσε, μη βιάζεσαι.
Και με μια μικρή διακοπή και φωνή σπασμένη ο Βελουχιώτης συνέχισε.
— Είδα τον Ζέρβα, μείναμε μαζί μια εβδομάδα. Δεν πήγα στα Τζουμέρκα να δω τον Ζέρβα ούτε για το Μέτσοβο, ούτε για τους Φιλιάτες, ούτε και για κάτι μικροανόητες παρεξηγήσεις. Δεν ζούμε στον καιρό της φεουδαρχίας για να θέλουμε να μοιράσουμε την Ελλάδα μεταξύ μας. Πήγα να δω τι έχει ο άνθρωπος μέσα του ' και θα πρέπει να σου πω, σταράτα, πως δεν μου άρεσε η στάσις του, γενικά. Απέφυγε συστηματικά να συζητήση μαζί μου το ζήτημα του βασιλιά και πάνω στο μεταπολεμικό καθεστώς, στην Ελλάδα. Βέβαια, μην κουνάς το κεφάλι σου, περίμενε. Βέβαια, δεν περιμένω από τον Ζέρβα να είναι ούτε και να σκέφτεται σαν κομμουνιστής. Καθόλου. Αλλά, περιμένω να είναι στην πραγματικότητα ένας ειλικρινής δημοκράτης και ας είναι και αντικομμουνιστής. Δεν βλέπεις, συ τουλάχιστον, το παιχνίδι πού παίζει ή μου κάνεις και συ ακόμα στη δύσκολη αυτή στιγμή τον κουτό; Δεν σου πάει.
—'Οχι, 'Αρη, απάντησα κάπως ξαφνιασμένος. Και αν το έβλεπα και αν το υποπτευόμουνα θα με άφηνε αδιάφορο. Αυτό είναι δυνατό να εξουδετερωθή. Μ' αυτήν την πεποίθησι, σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή —γιατί όπως και συ το αναγνωρίζεις είναι κρίσιμη— προσβλέπω ακόμη περισσότερο στους αντάρτες του ΕΔΕΣ και θα μείνω μαζί τους μέχρι τέλους. Θέλω να ζήσω ή να πεθάνω μαζί τους. Γιατί, πρέπει να το καταλάβης, Άρη, πιστεύουν ό,τι πιστεύω κι εγώ και η πίστις μας στην Ελλάδα μπαίνει, όπως και σε σένα, πάνω από κάθε υπολογισμό. Αισθάνομαι ότι έχω ένα ιερό καθήκον, να τους διαφυλάξω από κάθε περιττή θυσία, αν μπορεί και όποτε μπορεί να αποφευχθή κι αν εξαρτάται από μένα να την απομακρύνω ολότελα. Αν θέλης να δούμε πιο βαθειά το πράγμα, δεν νομίζεις ότι, αν αρχίσουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, είναι μια άλλου είδους προδοσία; Πρέπει να χύσουμε το αίμα των νέων της Ελλάδος, χωρίς κανένα λόγο; Θα είναι, όπως κάποτε είπες, η δύναμίς μας σε ειρηνική περίοδο, όπως τώρα στον πόλεμο είναι πάλι η δύναμίς μας. Σήμερα υπερασπίζονται τις ελευθερίες του Ελληνικού λαού, αύριο θα δώσουν κάποια ουσία στη ζωή και στην ελευθερία...
— Ναι, Ναι! Έχεις πολύ δίκαιο, προσέθεσε ο Βελουχιώτης σκεφτικός. Με ρωτάς τί θα κάνουμε, μείς οι Ελασίτες, οι Εαμίτες. Ε, λοιπόν θα σου πω. Μπορώ οπωσδήποτε να σου υποσχεθώ ένα πράγμα. Κάθε παρεξήγησις, κάθε καχυποψία, μπορεί να διαλυθή αναμεταξύ μας, υπό έναν όρο...
— Ποιος είναι αυτός ό όρος; ρώτησα.
— Υπό τον όρον ότι ό Ζέρβας θα δηλώση δημόσια, από το μπαλκόνι του πιο μικρού χωριού, ότι είναι εναντίον της επιστροφής του βασιλιά, χωρίς δημοψήφισμα .Αυτό είναι όλο .Εάν το κάμη αυτό, τότε δεν μας χωρίζει τίποτε και θα σας αφήσουμε ήσυχους.
— Πολύ καλά, απάντησα με καταφανή ανακούφισι, η οποία έκανε τον Άρη να χαμογελάση ευχάριστα. Αυτό μπορώ να σου το υποσχεθώ εκατό στα εκατό. Σε μια εβδομάδα θα έχης νέα μου και σου υπόσχομαι ότι τα νέα μου θα είναι ευχάριστα. Πού θέλεις να σε συναντήσουμε;
—-Στα Τζουμέρκα και, κυττάζοντάς με κατάματα —σαν να ήθελε να μου θυμίση τη Ρουβέλιστα (Δεκέμβριος 1942)— πρόσθεσε: Και θάρθω πάλι μόνος...
Ενόμισα πως ήταν στιγμή να του ζητήσω κάτι.
— Τώρα, είναι η σειρά μου, Άρη, να σου ζητήσω κάτι. Σε παρακαλώ να σταματήσουν οι ενοχλήσεις και οι προκλήσεις του ΕΛΑΣ εναντίον των ομάδων του ΕΔΕΣ, στη Θεσσαλία...
Με ξανακύτταξε βαθειά, σαν να ήθελε να ξαναρχίση η συζήτησι και είπε:
— Πολύ καλά, θα γίνη.
»Στην πλατεία της Νεράιδας, έξω από το σπίτι του Πλαστήρα, χωρίσαμε. Απομακρύνθηκα με την πεποίθησι ότι ο Βελουχιώτης μου μίλησε ειλικρινά και η επιτυχία μου ήταν πλήρης».
»Όταν συναντηθήκαμε με τον Βελουχιώτη, στην πλατεία της Νεράιδας, προχωρήσαμε λίγο έξω από το χωριό και καθίσαμε στη ρίζα ενός πεύκου. Γυρίζοντας προς αυτόν του είπα:
— Φαντάζομαι, Άρη, ότι θα ξέρης κιόλας τα αποτελέσματα της επισκέψεως μας στο Κάιρο.
— Ναι, απάντησε, τα ξέρω.
— Και πώς τα βρίσκεις;
— Δεν ξέρω, γι' αυτό θέλεις να μου μιλήσης;
— Δεν έχω πολλά πράγματα να σου πω, Άρη, έξω από ένα μόνο, ότι η κατάστασις για όλους εδώ επάνω είναι πολύ κρίσιμη. Είναι πια φανερό, ότι θα προσπαθήσουν να μας διαλύσουν όλους, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο -όχι μόνο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά όλες τις οργανώσεις.
»Εκφράζοντας τη γνώμη αυτή στον Άρη, δεν το προέβαλα σαν σχήμα λόγου. Στο Κάιρο είχα μαζέψει πολλές μισοκουβέντες Βρεττανών και Ελλήνων ακόμα, που είχαν στενή επαφή με διάφορες αγγλικές υπηρεσίες και τη Βρεττανική Πρεσβεία. Είχα το φόβο ότι η αγγλική πολιτική, εφ' όσον είχε ταχθή υπέρ της επιστροφής του Βασιλέως, θα έκαμνε το παν να διασπάση την Αντίστασι, για να την φέρη στη γραμμή της, ή και να προκαλέση τη διάλυσί της, με οποιοδήποτε μέσον. Και ο Άρης και εγώ αποφεύγαμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον. Ο καθένας έβλεπε μπροστά του. Ο Άρης μάζευε τα λιανόκλαδα που ήσαν γύρω και νευρικά τα έσπαζεν όλα μαζί. Εγώ, με το ραβδί μου, διέγραφα κύκλους γύρω από τα πόδια μου. Βαθειά σιωπή, σαν ο καθένας μας να είχε απομονωθή με τις σκέψεις του. Ξαφνικά ο Βελουχιώτης σήκωσεν απότομα το κεφάλι του, γύρισε προς εμένα, με άρπαξεν από τις πλάτες για να με στρέψη προς αυτόν και με σουφρωμένο μέτωπο και γενειάδα τρεμάμενη εκραύγασε:
—Έλα μίλα. Τί στο διάβολο θέλεις να μου πης; Έλα, μίλα και σταμάτησε να ανακατώνης τα χώματα σαν μικρό παιδί. Μίλα! Πήρε μια βαθειά αναπνοή και, κατεβάζοντας τη φωνή του, πού μόλις να ακούεται, συνέχισε...
— Ξέρω τί θέλεις να μου πης, έλα λέγε...
— Τί λες, Άρη, θα πετσοκοφτούμε αναμεταξύ μας; Θα πέσουμε στην παγίδα που μας στήνουν το Κάιρο και οι Εγγλέζοι;
— Δεν ξέρω, δεν πρέπει, θα ήταν καθαρή τρέλλα.
— Ναι, αλλά τί θα κάμετε σεις, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ; Είσθε οι πιο δυνατοί. Από σας εξαρτάται να μη βγάλουμε τα μάτια μας μόνοι μας. Έχω την εντύπωσι ότι ο Τζήμας και ο Ρούσσος επέστρεψαν έξω φρενών. Τί θα κάμετε τώρα;
— Αλήθεια, Κομνηνέ, δεν ξέρω τί θα γίνη, απάντησεν ο 'Αρης, με βαρειά φωνή. Δεν εξαρτάται μόνον από μένα.
— Τότε από ποιόν εξαρτάται, αν δεν εξαρτάται από σένα; ρώτησα με κάποιο τόνο διαμαρτυρίας και δυσπιστίας.
Με κύτταξε κατάματα, με μάτια θολά —θάλεγε κανείς πως τα μάτια του Βελουχιώτη ήταν έτοιμα να κλάψουν— και σιγά και αποφασιστικά μου είπε:
—Άκουσε συναγωνιστή Κομνηνέ, μη μου κάνεις ερωτήσεις παραπειστικές και μπερδεμένες. Αγαπώ αυτόν τον τόπο περισσότερο από τη ζωή μου. Έχεις την εντύπωσι ότι δεν καταλαβαίνω πως η κατάστασι, όπως ήρθαν τα πράγματα, είναι πολύ κρίσιμη; Μη μου το κοπανάς διαρκώς. Με αναστατώνει και με αρρωσταίνει.
— Και τότε; είπα...
—Άκουσε, άκουσε, μη βιάζεσαι.
Και με μια μικρή διακοπή και φωνή σπασμένη ο Βελουχιώτης συνέχισε.
— Είδα τον Ζέρβα, μείναμε μαζί μια εβδομάδα. Δεν πήγα στα Τζουμέρκα να δω τον Ζέρβα ούτε για το Μέτσοβο, ούτε για τους Φιλιάτες, ούτε και για κάτι μικροανόητες παρεξηγήσεις. Δεν ζούμε στον καιρό της φεουδαρχίας για να θέλουμε να μοιράσουμε την Ελλάδα μεταξύ μας. Πήγα να δω τι έχει ο άνθρωπος μέσα του ' και θα πρέπει να σου πω, σταράτα, πως δεν μου άρεσε η στάσις του, γενικά. Απέφυγε συστηματικά να συζητήση μαζί μου το ζήτημα του βασιλιά και πάνω στο μεταπολεμικό καθεστώς, στην Ελλάδα. Βέβαια, μην κουνάς το κεφάλι σου, περίμενε. Βέβαια, δεν περιμένω από τον Ζέρβα να είναι ούτε και να σκέφτεται σαν κομμουνιστής. Καθόλου. Αλλά, περιμένω να είναι στην πραγματικότητα ένας ειλικρινής δημοκράτης και ας είναι και αντικομμουνιστής. Δεν βλέπεις, συ τουλάχιστον, το παιχνίδι πού παίζει ή μου κάνεις και συ ακόμα στη δύσκολη αυτή στιγμή τον κουτό; Δεν σου πάει.
—'Οχι, 'Αρη, απάντησα κάπως ξαφνιασμένος. Και αν το έβλεπα και αν το υποπτευόμουνα θα με άφηνε αδιάφορο. Αυτό είναι δυνατό να εξουδετερωθή. Μ' αυτήν την πεποίθησι, σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή —γιατί όπως και συ το αναγνωρίζεις είναι κρίσιμη— προσβλέπω ακόμη περισσότερο στους αντάρτες του ΕΔΕΣ και θα μείνω μαζί τους μέχρι τέλους. Θέλω να ζήσω ή να πεθάνω μαζί τους. Γιατί, πρέπει να το καταλάβης, Άρη, πιστεύουν ό,τι πιστεύω κι εγώ και η πίστις μας στην Ελλάδα μπαίνει, όπως και σε σένα, πάνω από κάθε υπολογισμό. Αισθάνομαι ότι έχω ένα ιερό καθήκον, να τους διαφυλάξω από κάθε περιττή θυσία, αν μπορεί και όποτε μπορεί να αποφευχθή κι αν εξαρτάται από μένα να την απομακρύνω ολότελα. Αν θέλης να δούμε πιο βαθειά το πράγμα, δεν νομίζεις ότι, αν αρχίσουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, είναι μια άλλου είδους προδοσία; Πρέπει να χύσουμε το αίμα των νέων της Ελλάδος, χωρίς κανένα λόγο; Θα είναι, όπως κάποτε είπες, η δύναμίς μας σε ειρηνική περίοδο, όπως τώρα στον πόλεμο είναι πάλι η δύναμίς μας. Σήμερα υπερασπίζονται τις ελευθερίες του Ελληνικού λαού, αύριο θα δώσουν κάποια ουσία στη ζωή και στην ελευθερία...
— Ναι, Ναι! Έχεις πολύ δίκαιο, προσέθεσε ο Βελουχιώτης σκεφτικός. Με ρωτάς τί θα κάνουμε, μείς οι Ελασίτες, οι Εαμίτες. Ε, λοιπόν θα σου πω. Μπορώ οπωσδήποτε να σου υποσχεθώ ένα πράγμα. Κάθε παρεξήγησις, κάθε καχυποψία, μπορεί να διαλυθή αναμεταξύ μας, υπό έναν όρο...
— Ποιος είναι αυτός ό όρος; ρώτησα.
— Υπό τον όρον ότι ό Ζέρβας θα δηλώση δημόσια, από το μπαλκόνι του πιο μικρού χωριού, ότι είναι εναντίον της επιστροφής του βασιλιά, χωρίς δημοψήφισμα .Αυτό είναι όλο .Εάν το κάμη αυτό, τότε δεν μας χωρίζει τίποτε και θα σας αφήσουμε ήσυχους.
— Πολύ καλά, απάντησα με καταφανή ανακούφισι, η οποία έκανε τον Άρη να χαμογελάση ευχάριστα. Αυτό μπορώ να σου το υποσχεθώ εκατό στα εκατό. Σε μια εβδομάδα θα έχης νέα μου και σου υπόσχομαι ότι τα νέα μου θα είναι ευχάριστα. Πού θέλεις να σε συναντήσουμε;
—-Στα Τζουμέρκα και, κυττάζοντάς με κατάματα —σαν να ήθελε να μου θυμίση τη Ρουβέλιστα (Δεκέμβριος 1942)— πρόσθεσε: Και θάρθω πάλι μόνος...
Ενόμισα πως ήταν στιγμή να του ζητήσω κάτι.
— Τώρα, είναι η σειρά μου, Άρη, να σου ζητήσω κάτι. Σε παρακαλώ να σταματήσουν οι ενοχλήσεις και οι προκλήσεις του ΕΛΑΣ εναντίον των ομάδων του ΕΔΕΣ, στη Θεσσαλία...
Με ξανακύτταξε βαθειά, σαν να ήθελε να ξαναρχίση η συζήτησι και είπε:
— Πολύ καλά, θα γίνη.
»Στην πλατεία της Νεράιδας, έξω από το σπίτι του Πλαστήρα, χωρίσαμε. Απομακρύνθηκα με την πεποίθησι ότι ο Βελουχιώτης μου μίλησε ειλικρινά και η επιτυχία μου ήταν πλήρης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου