Κατά την σύνταξιν του Χάρτου της Εργασίας, ο Φασισμός ηκολούθησε την συνήθη μέθοδόν του, συνισταμένην εις την δημιουργίαν του νόμου επί τη βάσει της πείρας των πραγμάτων, λαμβανομένων συγχρόνως υπ' όψει των αναγκών και των διεκδικήσεων, των οποίων αυτά ταύτα τα πράγματα απέδειξαν την ύπαρξιν. Εκωδικοποιήθησαν εξ άλλου κατά τρόπον οριστικόν, όπως ελέχθη, αι αρχαί εκείναι αίτινες δέον να θεωρηθούν ως βασικαί της οικονομικής αντιλήψεως του Φασισμού και αι οποίαι διακανονίζουν ολόκληρον την εξέλιξιν της μεταγενεστέρας νομοθετικής δημιουργίας.
Το Μέγα Φασιστικόν Συμβούλιον, κατά την συνεδρίασιν του της 6 Ιανουαρίου 1927, απεφάσισεν όπως το Υπουργείον των Συντεχνιών εν συμφωνία προς τα ενδιαφερόμενα Υπουργεία και τον Γραμματέα του Κόμματος, προβή εις την επεξεργασίαν ενός Χάρτου Εργασίας, συμμορφούμενον προς τας ακολούθους αντιλήψεις :
1) Διακήρυξιν αλληλεγγύης μεταξύ των διαφόρων παραγόντων της παραγωγής εν τω υπερτέρω συμφέροντι του Έθνους.
2) Κωδικοποίησιν οργανικήν των νόμων περί κοινωνικής προνοίας και βοηθείας προς τους εργάτας.
3) Κωδικοποίησιν και συγχρονισμόν των νόμων περί προστασίας της εργασίας.
4) Καθορισμόν γενικών κανόνων επί των όρων της συμβάσεως εργασίας.(54)
Εν συνεχεία, κατά την πρώτην συνεδρίασιν των εμπειροτεχνών, την 11 Φεβρουαρίου 1927, ανεκοινώθησαν τα κατωτέρω θεμελιώδη σημεία, τα οποία καθωρίσθησαν υπό του Αρχηγού της Κυβερνήσεως:
1) Πραγματοποίησις της νομικής ισότητος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, ήτις ουδέποτε είχεν επιτευχθή υπό των φιλελευθέρων και δημοκρατικοσοσιαλιστικών καθεστώτων, και διακήρυξις της αλληλεγγύης μεταξύ όλων των πολιτών έναντι των υπερτέρων συμφερόντων της Πατρίδος, τα οποία ως εκ. τούτου καθίστανται το όριον και ο κανών όλων των ατομικών δικαιωμάτων, από του δικαιώματος ιδιοκτησίας και κέρδους μέχρις εκείνου της εργασίας και του ημερομισθίου.
2) Ίδρυσις των σωματειακών αρχών δια της ανυψώσεως της επαγγελματικής ενώσεως (σωματείου) εις θεσμόν δημοσίου δικαίου εφοδιασμένου με πραγματικήν κανονιστικήν εξουσίαν όσον αφορά τα συμφέροντα των αντιστοίχων επαγγελματικών κατηγοριών και βεβαρυμένον με κοινωνικά καθήκοντα, λόγω των οποίων πρέπει να θεωρηθή όργανον οικονομικής πολιτικής και εθνικής αγωγής. Ο συνοπτικός τύπος των αρμοδιοτήτων των αρχών τούτων δύναται να εκφρασθή ως εξής : Το ανώτατον όριον λειτουργιών υπέρ του Κράτους, καμμία εξουσία εναντίον του Κράτους.
3) Ευθύνη των κατ' ιδίαν πολιτών των εγγεγραμμένων εις τας ενώσεις έναντι του σωματείου, εν τη ιδιότητί του ως ελέγχοντος την ακριβή τήρησιν των (55) συμφωνιών αίτινες δεσμεύουν την εργασίαν και την παραγωγήν.
4) Ευθύνη των σωματείων έναντι του Κράτους δια παν ότι ενδιαφέρει την πειθαρχίαν των επαγγελματικών κατηγοριών τας οποίας οργανώνουν, κανονίζουν και αντιπροσωπεύουν, και υποχρέωσις των σωματείων να εξασφαλίζουν την πειθαρχίαν αυτήν εις τα κατ' ιδίαν θέματα διά σκοπίμου αναθεωρήσεως των εκ του καταστατικού καθηκόντων των.
5) Οργανική συνεργασία των σωματείων με το Υπουργείον των Συντεχνιών, όργανον της πολιτικής και κοινωνικής ανανεώσεως της Ιταλίας, δια να εξασφαλισθή εις το Κράτος η πλήρης διεύθυνσις των κοινωνικών δυνάμεων και επιτευχθή το ανώτατον όριον αλληλεγγύης και πειθαρχίας μεταξύ των Ιταλών τόσον εν τω ηθικώ όσον και εν τω οικονομικώ πεδίω.
Συνταγείς επί τη βάσει των αντιλήψεων τούτων, ο Χάρτης της Εργασίας υπεβλήθη εις την έγκρισιν του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου κατά την συνεδρίασιν της 21 Απριλίου 1927. Το Μέγα Συμβούλιον, εγκρίνον,απεφάσισεν όπως η Κυβέρνησις προβή εις την λήψιν όλων εκείνων των μέτρων διά την πλήρη ολοκλήρωσίν του [1].
Ο Χάρτης της Εργασίας αποτελείται από τριάκοντα δηλώσεις, υποδιηρημένας εις τέσσαρα κεφάλαια. Το πρώτον (διακηρύξεις 1-10) ασχολείται με «το Συντεχνιακόν Κράτος και την οργάνωσίν του», το δεύτερον (διακηρύξεις 11-21) με το «Συλλογικόν συμβόλαιον και τας εγγυήσεις της εργασίας», το τρίτον (διακηρύξεις 22-25) με «τα γραφεία τοποθετήσεως» και το τέταρτον (διακηρύξεις 26-30) με την πρόνοιαν, βοήθειαν, αγωγήν και εκπαίδευσιν».
Το πρώτον μέρος είναι, δηλαδή, καθαρώς πολιτικόν και οικονομικόν και χαράσσει τας βασικάς γραμμάς του οικοδομήματος και αυτής ταύτης της ζωής του Συντεχνιακού Κράτους, ενώ τα άλλα, άτινα θα εξετασθούν εις το επόμενον κεφάλαιον, έχουν χαρακτήρα προ παντός νομικόν και κοινωνικόν και καθορίζουν τας εγγυήσεις υπό των οποίων δέον να προστατευθή η εργασία. Αλλά, εκ του συνόλου του Χάρτου, απορρέουν τρεις μεγάλαι ηθικοπολιτικαί αρχαί, αποτελούσαι την βάσιν της φασιστικής αντιλήψεως, ήτοι το καθήκον της εργασίας, θεωρούμενον εθνικού συμφέροντος, η ιδιωτική πρωτοβουλία της παραγωγής και η νομική ισότης των κοινωνικών τάξεων. Εννοείται οίκοθεν ότι η ισότης αυτή των κοινωνικών τάξεων δεν εκτίθεται ενταύθα ως αρχή δεδομένου ότι η αρχή αυτή είναι παγκοσμίως ανεγνωρισμένη και εκτός συζητήσεως, άλλα ως υποχρέωσις του Κράτους να θέση, μέσω μιας επί τούτω οργανώσεως, όλας τας τάξεις υπό συνθήκας καθιστώσας αυτάς ικανάς να επιβάλλουν επίσης τα κατ' ιδίαν συμφέροντα των. Χαράσσεται ούτω η πλήρης αντίθεσις της συντεχνιακής οικονομίας, τόσον προς την φιλελευθέραν οίκονομίαν (ήτις εν τη εργασία λαμβάνει υπ' όψιν μόνον το ατομικόν συμφέρον όσον έναντι της σοσιαλιστικής οικονομίας, ήτις αρνείται την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν και αναθέτει εις το Κράτος όλας τας πρωτοβουλίας.
Το γεγονός, εξ άλλου, ότι ο Χάρτης, εις τας πρώτας δηλώσεις, καθορίζει τους κανόνας του εθνικού δόγματος του Φασισμού, σημαίνει την σύνδεσιν προς την νέαν ηθικήν και πολιτικήν τάξιν του Ιταλικού Κράτους και την τακτοποίησιν εν αυτώ όλων των σχέσεων, διατάξεων, συμφωνιών εκείνων, αι οποίαι αφορούν την εργασίαν και την οικονομικήν παραγωγήν: τοποθετείται, με άλλας λέξεις, προγραμματικώς η οικονομική ζωή της Χώρας εν τη πολιτική τοιαύτη. Και, δοθείσης της ενιαίας αντιλήψεως περί εργασίας της καθοριζομένης υπό του Χάρτου, ούτος απευθύνεται προς ολόκληρον το Έθνος, επιλαμβανόμενος (58) όλων των εκδηλώσεων της ζωής και διακανονίζων αυτάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου