Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ


1928-1978
ΑΘΗΝΑ 1978
Σελ. 826
Οι δυνάμεις κατοχής εφάρμοσαν από την πρώτη στιγμή την τακτική να φορτώνουν όλα τα βάρη του πολέμου στην κατακτημένη χώρα. Βασικός τους στόχος ήταν η επιτόπια εξασφάλιση της τροφοδοσίας και όλων των άλλων υλικών μέσων που ήταν αναγκαία για τη διαβίωση στην Ελλάδα των στρατευμάτων τους. Το βάρος αυτό, συντριπτικό για την υπανάπτυκτη ελληνική οικονομία με την ευπαθή εσωτερική και εξωτερική νομισματική ισορροπία της, ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούσε στην κατάρρευση της.
Η πολιτική των δυνάμεων κατοχής πέρασε διαδοχικά από διάφορες φάσεις. 

Μόλις ολοκληρώθηκε η κατάληψη της χώρας, οι τρεις κατοχικές δυνάμεις κυκλοφόρησαν η κάθε μία δικό της νόμισμα. Οι Γερμανοί τα μάρκα κατοχής, οι Ιταλοί τη μεσογειακή δραχμή και οι Βούλγαροι το λέβα [1]. Και οι τρεις εξέδιδαν χαρτονόμισμα ανεξέλεγκτα και ανεξάρ­τητα από τις οικονομικές δυνατότητες του τόπου, με αποκλειστικό γνώ­μονα τις ανάγκες τους. Αποτέλεσμα ήταν να διογκώνεται ακόμη περισσότερο η νομισματική κυκλοφορία και η ζήτηση αγαθών, ενώ η προσφο­ρά τους γινόταν ολοένα ανεπαρκέστερη. Έτσι οι υψωτικές τάσεις των τιμών εξελίχθηκαν σύντομα σε ασυγκράτητο πληθωρισμό.
Την 1η Αυγούστου 1941 αποφασίστηκε να μείνει ως μοναδικό μέσο πληρωμής η δραχμή. Τα ξένα νομίσματα αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία και αντικαταστάθηκαν με δραχμές στις ισοτιμίες 1 μάρκο κα­τοχής προς 60 δραχμές και 1 μεσογειακή δραχμή προς 1 δραχμή. Το ποσό των δραχμών πού αντικατέστησε τα ξένα νομίσματα πέρασε τα 7 δισεκ. Φυσικά, η ρύθμιση αυτή δεν εσήμαινε ουσιαστική μεταβολή της νομισματικής καταστάσεως, που εξακολούθησε να επιδεινώνεται. Άλλαξε απλώς η τεχνική της επιβαρύνσεως της ελληνικής οικονομίας από τις αρχές κατοχής. Αντί να εκδίδουν οι ίδιες απευθείας χαρτονόμισμα, αποκτούσαν την αγοραστική δύναμη που χρειάζονταν με την έμ­μεση διαδικασία να αντλούν από την Τράπεζα της Ελλάδος ολοένα και μεγαλύτερα ποσά δραχμών με τη μορφή αποζημιώσεων ή πιστώσεων.
Τις εντολές προς την Τράπεζα της Ελλάδος για τη χορήγηση πι­στώσεων στις δυνάμεις κατοχής τις έδινε εγγράφως το Υπουργείο Οι­κονομικών. Η Τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τις εκτελεί, αφού το ανώτατο όριο των προκαταβολών της προς το Δημόσιο, που καθόρι­ζε το άρθρο 55, παρ. 11, του Καταστατικού της [2], είχε καταργηθεί με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου [3], κι έτσι το Δημόσιο μπορούσε πια και τυπικά να αντλεί απεριόριστα ποσά από το εκδοτικό ίδρυμα.
Η αγοραστική δύναμη που εξασφάλιζαν έτσι οι δυνάμεις κατοχής ήταν ουσιαστικά μεγαλύτερη από την ονομαστική αξία του χαρτονο­μίσματος που αντλούσαν, γιατί οι αγορές τους γίνονταν σε τιμές διατιμήσεως που οι ίδιες καθόριζαν σε χαμηλά επίπεδα και που ίσχυαν μό­νο γι' αυτές. Οι αγορές αυτές πραγματοποιούνταν μάλιστα στους τό­πους παραγωγής, όπου και πάλι μόνο οι δυνάμεις κατοχής μπορούσαν να φτάνουν, γιατί μόνο αυτές είχαν τα αναγκαία μεταφορικά μέσα. Η τακτική αυτή διαδέχθηκε την άμεση κατάσχεση προϊόντων και τις επι­τάξεις παραγωγικών μέσων που είχαν εφαρμοστεί στην πρώτη φάση μετά την εισβολή. Έτσι, ο ελληνικός πληθυσμός αντιμετώπιζε στην αγορά ασφυκτική στενότητα τροφίμων, καθώς και βιομηχανικών προϊ­όντων από τα ελάχιστα που εξακολουθούσαν να παράγονται. 

Η απομύζηση της οικονομίας ολοκληρωνόταν με το σύστημα που εφάρμοζαν οι δυνάμεις κατοχής στις εξωτερικές συναλλαγές. Η εξα­γωγική δραστηριότητα προσανατολίστηκε υποχρεωτικά προς τις χώ­ρες του άξονα και ο διακανονισμός γινόταν με το ελληνογερμανικό και ελληνοΐταλικό κλήρινγκ. Οι εξαγωγές περιελάμβαναν προϊόντα σημαντι­κά για τη διατροφή του ελληνικού λαού και την παραγωγική διαδικα­σία της ελληνικής οικονομίας, όπως λάδι, καπνό, σταφίδα, πρώτες ύλες. Οι εισαγωγές [4]  κατά σημαντικό ποσοστό περιελάμβαναν είδη που εκάλυπταν ανάγκες των δυνάμεων κατοχής, για λογαριασμό των οποίων και γίνονταν, ενώ και μεγάλο μέρος από τα προϊόντα που προορίζονταν για τον ελληνικό πληθυσμό ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Τα κλήρινγκ με τις χώρες του άξονα τους πρώτους μήνες της Κατοχής είχαν αφήσει μεγάλα ενεργητικά υπέρ τής Ελλάδος. Σύμφωνα με εμπιστευτική έκ­θεση της Τραπέζης της Ελλάδος, από 19 Όκτωβρίου 1942, προς τον Υπουργό Οικονομικών, στην περίοδο Ιουνίου 1941 - Μαΐου 1942 το ύψος των μεν εξαγωγών πρός τον άξονα έφτασε σε 8.409 δισεκ. δρχ., των δε εισαγωγών μας σε 5.206 δισεκ. δρχ. Έτσι, από τη συνολική α­γοραστική δύναμη που αντιπροσώπευαν οι εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων σ' αυτό το διάστημα, ενα σημαντικό ποσοστό, γύρω στα 38 %, έμενε ως πίστωση της φτωχής ελληνικής οικονομίας προς τις οικονο­μίες των δυνάμεων κατοχής. Ένα άλλο ποσοστό, γύρω στο 24 %, δια­τέθηκε για εισαγωγές αγαθών που δεν ήταν απαραίτητες για την ελλη­νική οικονομία, ενα 10 % αφορούσε εισαγωγές προϊόντων για τις ανάγ­κες των αρχών κατοχής, και μόνο το 28 % αντιπροσώπευε εισαγωγές αγαθών βασικής καταναλώσεως γιά τόν ελληνικό πληθυσμό. Αργότερα η κατάσταση άλλαξε, και το κλήρινγκ διατηρήθηκε ως το τέλος της Κατοχής έντονα παθητικό. Η παθητικότητα του όμως ήταν πλασματική, και οφειλόταν στους εξής λόγους : Πρώτον, η σχέση των τιμών των προϊόντων του εξωτερικού εμπορίου άλλαξε εις βάρος των ελληνικών εξαγωγών ύστερα από αυθαίρετες διατιμήσεις των αρ­χών κατοχής. Δεύτερον, διοχετεύονταν στο εξωτερικό μεγάλες ποσό­τητες εμπορευμάτων κάθε είδους — που οι αρχές κατοχής είτε τα απο­κτούσαν με επιτάξεις και παρόμοια μέτρα είτε τα αγόραζαν με πληθω­ρικές δραχμές και σε τιμές που αυθαίρετα καθόριζαν οι ίδιες — χωρίς η αξία τους να εμφανίζεται στο ενεργητικό των λογαριασμών του κλή­ρινγκ. Τρίτον, το παθητικό σκέλος του κλήρινγκ διογκώθηκε και από το αντίτιμο των χρυσών νομισμάτων που από το Νοέμβριο του 1943 άρχισαν να διοχετεύουν στην αγορά οι γερμανικές αρχές κατοχής. Για την πληρωμή της αξίας τους μέσω του κλήρινγκ είχε γίνει σχετική συμ­φωνία [5]. Την ημέρα της απελευθερώσεως το ελληνογερμανικό κλήρινγκ εμφανιζόταν με παθητικό υπόλοιπο 264.194.981 γερμανικά μάρκα. Η ελληνική κυβέρνηση δεν αναγνώρισε αυτό το αποτέλεσμα, και όρισε ει­δική επιτροπή, η οποία, υστέρα από σχετική διερεύνηση, αποφάνθηκε ότι, αντί παθητικού, το ελληνογερμανικό κλήρινγκ της Κατοχής είχε αφήσει στην πραγματικότητα ενεργητικό υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδος 929.328.391 γερμανικά μάρκα [6].Στην πρώτη περίοδο της Κατοχής, για να συγκρατηθεί ο ραγδαίος ρυθμός επεκτάσεως της νομισματικής κυκλοφορίας , έγινε προσπάθεια να επιβληθεί στις συναλλαγές η χρησιμοποίηση πιστωτικών τίτλων, όπως η τραπεζική επιταγή, τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου κλπ., ως μέσων πληρωμής ή διαφυλάξεως χρήματος. [7]. Η εφαρμο­γή τέτοιου είδους μέσων που δεν έθιγαν τα αίτια, δεν ήταν βέβαια δυ­νατόν να παραταθεί για πολύ υστέρα από τη ραγδαία εξέλιξη του πλη­θωρισμού. 
Ο υπερπληθωρισμός έφτασε να δημιουργεί προβλήματα και στις ίδιες τις δυνάμεις κατοχής, δυσκολεύοντας την άντληση από την ελ­ληνική οικονομία των πόρων που τους χρειάζονταν. Έτσι, από το 1943 άρχισαν να δοκιμάζουν και την τακτική να διοχετεύουν στην αγορά των Αθηνών χρυσές λίρες Αγγλίας και χρυσά εικοσόφραγκα. Το μέτρο αυ­τό, ενώ φυσικά δεν άσκησε καμιά ανασχετική επίδραση στην άνοδο των τιμών, που σημείωνε ιλιγγιώδεις ρυθμούς, είχε επιπλέον δυσμενείς ψυ­χολογικές επιπτώσεις. Η συστηματική διοχέτευση χρυσού στην αγο­ρά μονιμοποίησε την τάση χρησιμοποιήσεως του χρυσού στις συναλλα­γές, ενίσχυσε τη χρυσοφιλία και την κληροδότησε και στη μεταπολε­μική περίοδο.
Η πολιτική απομυζήσεως πόρων της ελληνικής οικονομίας από τις δυνάμεις κατοχής με τους τρόπους που αναφέρθηκαν παραπάνω συ­νεχίστηκε ως την απελευθέρωση. Η άμεση επιβάρυνση της χώρας για τα έξοδα κατοχής των αξονικών στρατευμάτων έφτασε περίπου στα 8 εκατ. χρυσές λίρες[8]
.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ελάχιστες δυνατότητες είχε να απο­τρέψει την εφαρμογή της καταστροφικής πολιτικής τών αρχών κατο­χής και την πορεία της οικονομίας προς την κατάρρευση. Αντέδρασε πάντως ενεργητικά και αποφασιστικά σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, — εκτός από τις συνεχείς ανεπίσημες παραστάσεις των οργάνων της προς τα κυβερνητικά κλιμάκια. Στις 19 'Οκτωβρίου 1942 υπέβα­λε εμπιστευτική έκθεση στον Υπουργό των Οικονομικών όπου επισημαίνονταν η ραγδαία αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας και του τιμάριθμου και η μεγάλη επιτάχυνση του ρυθμού των χορηγήσεων της προς τις κατοχικές αρχές και το Δημόσιο. Υπογραμμιζόταν επίσης η ανώμαλη και εξαιρετικά πιεστική για τη χώρα εξέλιξη του ελληνοαξονικοϋύ κλήρινγκ. Η έκθεση κατέληγε ότι η οικονομία ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί στην πορεία της προς την καταστροφή, αν βασικά δεν πε­ριοριζόταν σε λογικότερα όρια η έκταση της υπέρμετρης συνεισφοράς της χώρας για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής και την αντιμετώπιση των δαπανών του πολέμου της Γερμανίας στη Νοτιοανατο­λική Ευρώπη [9]·.
Ακριβώς ένα χρόνο μετά, δηλαδή στις 18 Οκτωβρίου 1943, ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Θεόδωρος Τουρκοβασίλης συνεκάλεσε τό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του ιδρύματος με την εντολή να εξετάσει την πολύ άσχημη κατάσταση και να γνωμοδοτήσει [10] . Το Γνω­μοδοτικό Συμβούλιο, αφού ενημερώθηκε σχετικά με τα συντριπτικά στοιχεία του υπερπληθωρισμού[11] που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, κατέληξε στις ακόλουθες διαπιστώσεις και υποδείξεις :
α/ Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάς έχει δύο όψεις, που συνδέονται πολύ στενά μεταξύ τους, την επισιτιστική και τη νομισμα­τική. Συνεπώς και τα μέτρα που χρειάζονται αποτελούν τμήματα ενός συνόλου, και μόνο αν εφαρμοστούν με τρόπο ενιαίο μπορεί να προκύψει θετικό αποτέλεσμα.
β / Το επισιτιστικό πρόβλημα συνδέεται με την ίδια την υπό­σταση του έθνους και η ευθύνη κάθε ελληνικής κυβερνήσεως που παρα­μένει στην αρχή είναι τεράστια όσο δεν βρίσκεται λύση [12].
 γ/ Στον πυρήνα του οικονομικού προβλήματος βρίσκονται οι υπέρμετρες αξιώσεις των αρχών κατοχής, και η λύση του δεν μπορεί βασικά να επιδιωχθεί παρά μόνο με τον περιορισμό αυτών των αξιώ­σεων. Πρέπει να κατανοηθεί ότι η χώρα βρίσκεται σήμερα σε πλήρη α­δυναμία να εξακολουθήσει να φέρει τα βάρη των δαπανών του πολέμου της Γερμανίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μόνο αν αυτά τα βάρη ε­λαφρυνθούν σε λογικά επίπεδα, μπορούν να δημιουργηθούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη νομισματική εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας.
δ / Οι προϋποθέσεις αυτές θα μπορούσαν αργότερα να στηρίξουν και ορισμένα καθαρά δημοσιονομικά μέτρα, με βασικό στόχο την εξεύρε­ση πόρων του κράτους από φορολογία των επιχειρήσεων και δανεισμό.
 Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο κατέληγε ότι θεωρεί το επισιτιστικό ως πρώτιστο πρόβλημα και υπογράμμιζε ότι η κατάσταση είχε φτάσει σε τέτοιο αδιέξοδο ώστε αν οι αρμόδιοι δεν έπαιρναν έστω και την τε­λευταία στιγμή άμεσα και σοβαρά μέτρα για να αντιμετωπιστεί ο εφο­διασμός της χώρας με τα απαραίτητα τρόφιμα, θα επακολουθούσε γε­νικότερη κοινωνική αναστάτωση.
Οι συστάσεις αυτές — τόσο της Εκθέσεως Γρηγορίου όσο και του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου — δεν εισακούστηκαν, και συνεχίστη­κε μοιραία η πορεία προς την οικονομική καταστροφή της χώρας και την αποκορύφωση της εξαθλιώσεως του πληθυσμού.


[1Και τα τρία αυτά νομίσματα δεν είχαν έξω οπό την Ελλάδα καμιάν απολύτως αξία. Τα γερμανικά μάρκα δεν είχαν ούτε υπογραφή, αλλά μόνο μια έν­δειξη ότι είχαν εκδοθεί βάσει διατάγματος για λογαριασμό της κεντρικής διοική­σεως των κρατικών πιστωτικών ιδρυμάτων της Γερμανίας. Οι Ιταλοί εξάλλου, εκτός οπό τη μεσογειακή δραχμή, κυκλοφόρησαν, ειδικά στα Ιόνια Νησιά, και άλλο νόμισμα, την ιονική δραχμή. Η τελευταία καταργήθηκε με την κατάρρευση της Ιταλίας, το Σεπτέμβρη του 1943, υστέρα από σχετική διαταγή του γερμανού Επιτρόπου στην Τράπεζα της Ελλάδος Hahn.  ( Φωκάς - Κοσμετάτος, 1.) Τα βουλγαρικά λέβα κυκλοφόρησαν μόνο στην Ανατολική Μακεδονία.
[2] H παράγραφος 11 του άρθρου 55 καθόριζε ότι το σύνολον των προκατα­βολών δεν δύναται να υπερβή καθ' οιανδήποτε στιγμήν το 1 δισεκ. δρχ., πάσαι δε αι προκαταβολαί αύται δέον να αποδίδονται το βραδύτερον κατά το τέλος της πρώ­της τριμηνίας μετά το κλείσιμον  του οικονομικού έτους δι' ο εγένοντο.
[3] Επειδή το όριο αυτό είχε σχεδόν εξαντληθεί πριν καταληφθεί η Αθήνα, το Γενικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει οπό τις 24 Απριλίου 1941 όπως η Τράπεζα, ανεξαρτήτως του επιπέδου εις ο θα ανέλθη το χρεωστικόν υπόλοιπον του παρ' αυτή Λογαριασμού Εσόδων και Πληρωμών του Δημοσίου, συνεχίζη κανονικώς την πληρωμήν των εντολών του Δημοσίου, ως έπραττε και κατά το παρελθόν εις παρομοίας περιπτώσεις. ( Πρακτικά Γενικού Συμβουλίου, συνεδρία 8, της 24ης Απριλίου 1941. ) Όταν άρχισαν οι χορηγήσεις της Τραπέζης προς τις δυνάμεις κατοχής για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, το Γενικό Συμβούλιο αποφάσισε επιπλέον, στη συνεδρία του της 19ης Σεπτεμβρίου 1941, να εξουσιοδοτήσει το Διοικητή τής Τραπέζης να συνάπτει συμφωνίες με τον Υπουργό των Οικονομικών, με τις οποίες η Τράπεζα θα χορηγούσε στο Ελληνικό Δημόσιο έκτακτες προκαταβολές πέρα οπό τα επιτρεπόμενα όρια. Επίσης το Γενικό Συμβούλιο ενέκρινε τις προκαταβολές προς το Ελληνικό Δημόσιο που είχαν πραγματοποιηθεί ως τότε. Τέλος, για την οριστική τυπική διευθέτηση της ανωμαλίας, το Γενικό Συμβούλιο, στην 11η συνε­δρία του, της 16ης Οκτωβρίου 1942, αποφάσισε να προσθέσει στην παρ. 11 του άρ­θρου 55 του Καταστατικού ( βλ. παραπάνω, σ. 80 και σ. 197, υποσημ. 1 ) την εξής παράγραφο 11α : Η ισχύς της δευτέρας περιόδου της προηγουμένης παραγρά­φου 11 αναστέλλεται μέχρι της λήξεως του παρόντος πολέμου, της αναστολής ταύτης ανατρεχούσης από της 1ης Μαΐου 1941. Η απόφαση αύτη επικυρώθηκε από την κυβέρνηση με το νομοθετικό διάταγμα 1991 του 1942. Έτσι εξασφαλίστη­καν και οι τυπικές προϋποθέσεις για την απεριόριστη άντληση χαρτονομίσματος της Τραπέζης της Ελλάδος από τις δυνάμεις κατοχής και το Δημόσιο. 

[4] Οι εισαγωγές γίνονταν μέσω δύο οργανώσεων που ήταν γνωστές με τους τίτλους  DEGRIGES και SACIGΤόσο για τις εισαγωγές όσο και για τις εξαγωγές χρειάζονταν σχετικές άδειες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
[5] Μεταξύ του Υπουργού των Οικονομικών , του διοικούντος την Τράπεζα Σπύρου Χατζηκυριάκου και του γερμανού πληρεξουσίου (Έκθεση από 7 Ιουνίου 1945 της Ε΄ Διευθύνσεως της Τραπέζης προς την Διοίκηση.)
[6] Η Επιτροπή συγκροτήθηκε με την Απόφαση 69884/17.4.1945 του Υπουργείου Οικονομικών. Στο πόρισμα της, που δημοσιεύθηκε στην Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος για τα έτη 1941,1944,1945 και 1946 περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:.........
[7]  Σχετικά μέτρα ήταν : η υποχρεωτική καθιέρωση από την 1η Δεκεμβρίου 1942 της τραπεζικής επιταγής ( cheque barre ) για την πληρωμή κάθε ποσού που ξεπερνούσε τις 30.000 δραχμές' η υποχρεωτική μεταφορά των διαθεσίμων των τραπεζών στην Τράπεζα της Ελλάδος σε πίστωση του Δημοσίου έναντι εκδόσεως εντόκων ομολογιών η έκδοση εντόκων γραμματίων από τις τράπεζες με την εγγύηση του Δημοσίου' και η καθιέρωση ταμιακών γραμματίων λήξεως τριών, έξι και εννέα μηνών που εκδίδονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος και χρησιμοποιούνταν
για την πληρωμή ποσοστού 75 % της αξίας των γεωργικών προϊόντων που αγόραζε η Αγροτική Τράπεζα.
[8] Οι πληρωμές μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος προς τις κυβερνήσεις Γερμανίας και Ιταλίας για έξοδα κατοχής και πιστώσεις υπολογίζεται ότι ξεπέ­ρασαν τα 16 τρισεκατομμύρια δραχμές, ποσό που με βάση τις μέσες μηνιαίες τιμές της χρυσής λίρας στο Χρηματιστήριο Αθηνών μεταφράζεται σε 7,9 εκατ. χρυσές λίρες Αγγλίας.

[9] Βασικός συντάκτης της Εκθέσεως ήταν ο τότε Διευθυντής της Γ' Διευθύνσεως και αργότερα Υποδιοικητής Στυλιανός Γρηγορίου. Με αναλυτικά στοιχεία η Έκθεση διαπίστωνε ότι αυτό που συντελούσε κατά κύριο λόγο στη ραγδαία διεύρυνση της νομισματικής κυκλοφορίας — που μέσα στους πρώτους δεκαοκτώ μήνες της Κατοχής είχε αυξηθεί περίπου εννέα φορές ( 31 Μαρτίου 1941 : 19,4 δισεκ. δρχ., 30 Σεπτεμβρίου 1942 : 179,5 δισεκ. δρχ. ) — ήταν η μαζική άντληση χαρτονομίσματος από τις αρχές κατοχής είτε απευθείας από το εκδοτικό ίδρυμα είτε μέσω του Δημοσίου. Η Έκθεση επισήμαινε εξάλλου ότι με τον τρόπο που εφαρμοζόταν το σύστημα των εμπορικών συμψηφισμών ( clearings), — που όπως αναφέρθηκε, λειτουργούσε αποκλειστικά σχεδόν με τις χώρες του άξονα, — η Ελλάς συνεισέφερε συνήθως το πολυτιμότερο τμήμα της παραγωγής της χωρίς να παίρνει στην πραγματικότητα ισάξια ανταλλάγματα, που ήταν απαραίτητα για τη συντήρηση του πληθυσμού της. Η διπλή πίεση που ασκούσαν οι κατοχικές αρχές στην ελληνική οικονομία με την άντληση αγοραστικής δυνάμεως μέσω των παροχών σε χρήμα και την καταπιεστική εφαρμογή του θεσμού των κλήρινγκ, είχε αποτέλεσμα να στερείται ο ελληνικός λαός σημαντικό μέρος από το εθνικό του εισόδημα και το παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
[10] Στο Συμβούλιο μετείχαν οι Καθηγητές του Πανεπιστημίου Ξ. Ζολώτας, Α. Αγγελόπουλος και I. Πίντος. Έλαβαν όμως εκτάκτως μέρος, ύστερα από σχετική πρόσκληση της Διοικήσεως, και οι Δημήτριος Μάξιμος, Αλέξανδρος Διο­μήδης και Δημήτριος Φιλάρετος. Το θέμα εισηγήθηκε ο Διευθυντής της Γ' Διευ­θύνσεως Στυλιανός Γρηγορίου.
[11] Στις 30 Σεπτεμβρίου 1943 η νομισματική κυκλοφορία έφτανε στο 1,3 τρισεκ. δρχ., ενώ το σύνολο των χορηγήσεων του εκδοτικού Ιδρύματος προς το Δη­μόσιο και τις αρχές κατοχής πλησίαζε το 1,6 τρισεκ. δρχ.
[12]  Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο υπέδειξε ότι για τη λύση του επισιτιστικού προβλήματος έπρεπε να γίνουν τα εξής : α / Να αρθούν οι ποικίλες απαγορεύσεις και δυσχέρειες που υπήρχαν για τη μεταφορά στην ξηρά και στη θάλασσα βασικών εθνικών προϊόντων, όπως το λάδι, η σταφίδα και άλλα είδη. β  /  Να αυξηθούν οι εισαγωγές τροφίμων από τη Γερμανία και τις άλλες γειτονικές χώρες, γ / Να δρα­στηριοποιηθεί ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός για να γίνουν εισαγωγές, κυρίως τρο­φίμων με λευκωματούχες και λιπαρές ουσίες, ευρύτερες από τις εισαγωγές που γίνονταν ως τότε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου