ΙΒ'. ΔΙΠΛΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΗΜΑΙΕΣ
ΕΝΩ στην Ανατολική Μακεδονία ξετυλιγόταν η πρώτη φάση του τελικού δράματος, στην Αλβανία η ελληνική λόγχη ανάδιδε τις ύστατες αναλαμπές της νίκης.
Στις 7 Απριλίου, την αγωνία των οχυρών του Ανατολικού Μετώπου την υποκρούει στο Δυτικό μια επιθετική εξόρμηση - η τελευταία. Είναι εφαρμογή των διαταγών που είχαν δοθεί από το Γενικό Στρατηγείο μετά τη συνάντηση Ελλήνων, Γιουγκοσλάβων και Βρετανών αντιπροσώπων στο Κέναλι. Τη νύχτα 6 προς 7 Απριλίου, οι Γιουγκοσλάβοι ανεκοίνωσαν τηλεφωνικώς στο ΤΣΔΜ πως θα επιτεθούν στον τομέα της Στρούγκας, για να προσπαθήσουν να πάρουν το διάσελο του Θαν.
Το σχέδιο προέβλεπε ταυτόχρονη ελληνογιουγκοσλαβική ενέργεια. Η XIII ελληνική Μεραρχία, που αποτελούσε το δεξί της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και μπορούσε έτσι να συνδεθεί με τους Γιουγκοσλάβους, οργάνωσε γρήγορα την επίθεση της και την εξαπέλυσε.
Το εγχείρημα ήταν δύσκολο για λόγους πολλούς. Τόσο η XIII Μεραρχία όσο και IX, που προοριζόταν να μπει στη μάχη αμέσως ύστερα, είχαν για την ώρα διάταξη αμυντική. Για να μεταπέσουν σ' επιθετική, χρειαζόταν κάποιο διάστημα χρόνου. Οι θέσεις τους, έπειτα, ήταν απομακρυσμένες πολύ από τους αντικειμενικούς σκοπούς' έπρεπε λοιπόν να καταλάβουν άλλες, μια βάση για εξόρμηση και βιαστικά, στο φως της ημέρας, με κίνδυνο να χτυπηθούν από τον εχθρό πρόωρα, στην προκαταρκτική ακόμα φάση του αγώνα. Αντίθετα, οι θέσεις του εχθρού ήταν οργανωμένες από καιρό κι απλώνονταν σε βάθος κάπου έξι χιλιόμετρα. Τις προστάτευαν συρματοπλέγματα πυκνά από παντού.
Κι όμως, στη μιάμιση το μεσημέρι της 7ης Απριλίου, τα τμήματα της XIII Μεραρχίας ξεκινάνε. Όπως ήταν επόμενο, άρχισαν να βάλλονται αμέσως. Το ελληνικό πυροβολικό δεν είχε πετύχει να καταστρέψει τα συρματοπλέγματα της εχθρικής τοποθεσίας, το τάγμα όμως που ξεκίνησε πρώτο, έφτασε μπροστά τους κι άρχισε να ξεριζώνει τους πασσάλους με τα χέρια, ενώ το θέριζαν τα πολυβόλα και τ' αυτόματα του εχθρού. Στις δύο και τέταρτο παίρνεται έτσι το ύψωμα 1116 και πιάνεται αιχμάλωτο όλο σχεδόν το ιταλικό τάγμα που το υπεράσπιζε, τριακόσιοι τριάντα πέντε οπλίτες, δεκάξι αξιωματικοί.
Το άλλο ελληνικό τάγμα, που εξόρμησε ακράτητο, ξεπέρασε τα εχθρικά συρματοπλέγματα, πιάστηκε σ' αγώνα εκ του συστάδην με τον εχθρό, πήρε την πρώτη γραμμή χαρακωμάτων, προχώρησε στο ύψωμα 1315, έπιασε εκατόν ενενηνταδύο οπλίτες και τέσσερις αξιωματικούς. Σε νέα του όμως εξόρμηση, προς το 1301 τώρα, καθηλώθηκε μπροστά στα νέα συρματοπλέγματα, κάπου διακόσια μέτρα από την κορυφή.
Με το βράδυ, η επίθεση σταμάτησε για να συνεχιστεί την άλλη μέρα. Οι απώλειες ήταν σοβαρές, όλοι οι λοχαγοί είχαν πέσει, δεκατέσσερις διμοιρίτες και γύρω στους τριακόσιους οπλίτες, έλειπαν και πυρομαχικά. Τα παρατηρητήρια που έψαχναν τον ορίζοντα για να ιδούν τους Γιουγκοσλάβους να μπαίνουν κι αυτοί στον αγώνα, σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρήσεων, ανέφεραν ότι δεν είχε ακουστεί από κει παρά μόνο ένας κανονιοβολισμός, στις εφτά το πρωί. Κράτησε κάπου μία ώρα κι ύστερα σώπασε. Μάταια αγωνιζόταν το ΤΣΔΜ να συνδεθεί τηλεφωνικώς με τη διοίκηση της γιουγκοσλαβικής στρατιάς. Στάλθηκε ένας επιτελής στα Σκόπια. Ανέφερε πως τα γεφύρια ήταν ανατιναγμένα, η κατάσταση χαώδης κι ότι στο Μοναστήρι, καθώς έμαθε, επικρατούσε αναρχία και πανικός.
Η Γιουγκοσλαβία κατέρρεε, αυτό έγινε ολοφάνερο το πρωί της 8ης Απριλίου. Ο στρατός της είχε κιόλας διαλυθεί. Αξιωματικοί του έφταναν σ' ελληνικό έδαφος, στη Φλώρινα, σε κακή κατάσταση' ένας ταγματάρχης του γιουγκοσλαβικού Γενικού Στρατηγείου ανέφερε πως η κατάσταση στη χώρα του ήταν απελπιστική, δεν υπήρχε πια Ανώτατη Διοίκηση του γιουγκοσλαβικού στρατού, το Βελιγράδι και οι πόλεις της Νότιας Σερβίας βομβαρδίζονταν αδιάκοπα από τους Γερμανούς. Ως τις εννιά το βράδυ είχανε καταφύγει στη Φλώρινα έξι Γιουγκοσλάβοι στρατηγοί και πολλοί αξιωματικοί ανώτεροι.
Δεν μπορούσε πια να γίνεται σκέψη για συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων στην Αλβανία. Το ΤΣΔΜ απεφάσισε να τις ανάστειλα και το Γενικό Στρατηγείο συμφώνησε.
* * *
Αλλά η κατάσταση έπαιρνε πολύ πιο σοβαρή τροπή από την άλλη ημέρα, 9η Απριλίου. Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας είχε γι' αποτέλεσμα την προέλαση των Γερμανών από Περλεπέ σε Μοναστήρι κι από εκεί προς τον νότο. Κινδύνευε τώρα με υπερφαλάγγιση το αριστερό του ελληνοβρετανικού Συγκροτήματος W, που κατείχε τη γραμμή Κάιμακτσαλάν-Βέρμιο-Όλυμπος, με προσανατολισμό βορειοανατολικό. Κινδύνευαν και προς τ' αριστερά τα νώτα του Αλβανικού Μετώπου.
Η ελληνική Ανώτατη Διοίκηση, σε συνεργασία με τον στρατη γό Ουίλσων, αρχηγό του αγγλικού εκστρατευτικού σώματος, απεφάσισε ν' αποσύρει τις δυνάμεις του Συγκροτήματος W, που βρισκόταν από το Κάιμακτσαλάν ως τη λίμνη Βεγορίτιδα, και να μετατοπίσει την αμυντική γραμμή στα δυτικά, με μέτωπο προς τον βορρά. Το κενό που θ' ανοιγόταν έτσι, από Βεύη ως τη λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας, θα το έφραζαν δυνάμεις του ΤΣΔΜ, συγκεκριμένα η Μεραρχία Ιππικού. Θα γινόταν και προώθηση των βρετανικών αρμάτων μάχης προς το Μοναστήρι, μήπως μπορέσουν ν' αναχαιτίσουν την προέλαση του εχθρού. Έπρεπε να κερδηθεί χρόνος για να γίνει η σύμπτυξη και εγκατάσταση στη νέα τοποθεσία Όλυμπος-Βέρμιο-Βεγορίτις-στενά Κερλί Δερβέν (Κλειδί)-Μαλαρέκα-Νυμφαίο-Βέρνο (Βίτσι)-Βαρνούς. Έπρεπε προ πάντων να οργανωθεί η άμυνα στο Κλειδί.
Είναι μια τοποθεσία στενή, στα δυτικά της λίμνης των Πετρών. Το όλο μέτωπο, που έπρεπε να καλυφθεί στα πλευρά της, είχι ανάπτυγμα μεγάλο, κάπου είκοσι χιλιόμετρα. Ήταν δυσανάλο γο με τις διαθέσιμες δυνάμεις. Αντίκριζε τον βοριά, μ' ελαφρή καμπή προς τα βορειοδυτικά, και προοριζόταν ν' αντιμετωπίσει τους Γερμανούς που κατέβαιναν από το Μοναστήρι.
Εκεί πήρανε θέσεις εφτά ελληνικά τάγματα πεζικού, ενισχυμένα από τρία συντάγματα πυροβολικού. Η γενική κατάσταση δεν ήταν καλή, η ατμόσφαιρα είχε πάρει την αοριστία εκείνη και τη θολούρα που είναι προάγγελος των συμφορών. Στη Βεύη, στο σταυροδρόμι από Μοναστήρι κι Έδεσσα προς Κοζάνη, μπροστά στις ελληνοβρετανικές γραμμές, κυκλοφορούσαν πρόσωπα περίεργα, με στολές του ελληνικού στρατού, αλλά που κανένας δεν ήξερε αν είναι Γερμανοί. Από τα στενά κυλούσε ένα ποτάμι πρόσφυγες, ανακατεμένο μ' ελληνικά τμήματα. Η 6η αυστραλιανή Μεραρχία είχε διαταχθεί να μεταφερθεί στο Κλειδί, ενώ ανατολικά της Βεγορίτιδος η XX ελληνική Μεραρχία είχε στρέψει το μέτωπο της προς την Έδεσσα, για ν' αποφράξει τα περάσματα προς τους Πύργους. Το αριστερό της αγκάλιαζε τη λίμνη που είχε πιάσει τα υψώματα που βρίσκονται στα δυτικά. Οι Γερμανοί πέρασαν με μηχανοκίνητες δυνάμεις τον Αξιό, κοντά στη Γευγελή, και προχωρούσαν τώρα προς την Έδεσσα.
Αλλά έπρεπε να γίνει σύμπτυξη και στην Αλβανία - αυτό ήταν το πιο οδυνηρό. Εδάφη παρμένα μ' αίμα, θυσίες υπεράνθρωπες, κρατημένα μέσα στο βαρυχείμωνο με τα δόντια, έπρεπε να τα παρατήσει ο ελληνικός στρατός στα χέρια ενός αντιπάλου ηττημένου ωστόσο. Την 9η Απριλίου κιόλας, είχε διαταχθεί η εκκένωση της Κορυτσάς από τα πολεμικά υλικά και τα εφόδια. Η γενική σύμπτυξη θα γινόταν στην κατεύθυνση Κορυτσά-Καστοριά-Γρεβενά, γι' αυτό κι έπρεπε το Κλειδί να κρατηθεί με κάθε τρόπο. Αν οι Γερμανοί το παρεβίαζαν, τότε οι ελληνικές δυνάμεις του ΤΣΚΜ, που κρατούσαν θέσεις στ' ανατολικά της αρτηρίας Μοναστήρι-Κοζάνη για να καλύψουν τη σύμπτυξη, θα βρίσκονταν αποκομμένες.
ΕΝΩ στην Ανατολική Μακεδονία ξετυλιγόταν η πρώτη φάση του τελικού δράματος, στην Αλβανία η ελληνική λόγχη ανάδιδε τις ύστατες αναλαμπές της νίκης.
Στις 7 Απριλίου, την αγωνία των οχυρών του Ανατολικού Μετώπου την υποκρούει στο Δυτικό μια επιθετική εξόρμηση - η τελευταία. Είναι εφαρμογή των διαταγών που είχαν δοθεί από το Γενικό Στρατηγείο μετά τη συνάντηση Ελλήνων, Γιουγκοσλάβων και Βρετανών αντιπροσώπων στο Κέναλι. Τη νύχτα 6 προς 7 Απριλίου, οι Γιουγκοσλάβοι ανεκοίνωσαν τηλεφωνικώς στο ΤΣΔΜ πως θα επιτεθούν στον τομέα της Στρούγκας, για να προσπαθήσουν να πάρουν το διάσελο του Θαν.
Το σχέδιο προέβλεπε ταυτόχρονη ελληνογιουγκοσλαβική ενέργεια. Η XIII ελληνική Μεραρχία, που αποτελούσε το δεξί της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και μπορούσε έτσι να συνδεθεί με τους Γιουγκοσλάβους, οργάνωσε γρήγορα την επίθεση της και την εξαπέλυσε.
Το εγχείρημα ήταν δύσκολο για λόγους πολλούς. Τόσο η XIII Μεραρχία όσο και IX, που προοριζόταν να μπει στη μάχη αμέσως ύστερα, είχαν για την ώρα διάταξη αμυντική. Για να μεταπέσουν σ' επιθετική, χρειαζόταν κάποιο διάστημα χρόνου. Οι θέσεις τους, έπειτα, ήταν απομακρυσμένες πολύ από τους αντικειμενικούς σκοπούς' έπρεπε λοιπόν να καταλάβουν άλλες, μια βάση για εξόρμηση και βιαστικά, στο φως της ημέρας, με κίνδυνο να χτυπηθούν από τον εχθρό πρόωρα, στην προκαταρκτική ακόμα φάση του αγώνα. Αντίθετα, οι θέσεις του εχθρού ήταν οργανωμένες από καιρό κι απλώνονταν σε βάθος κάπου έξι χιλιόμετρα. Τις προστάτευαν συρματοπλέγματα πυκνά από παντού.
Κι όμως, στη μιάμιση το μεσημέρι της 7ης Απριλίου, τα τμήματα της XIII Μεραρχίας ξεκινάνε. Όπως ήταν επόμενο, άρχισαν να βάλλονται αμέσως. Το ελληνικό πυροβολικό δεν είχε πετύχει να καταστρέψει τα συρματοπλέγματα της εχθρικής τοποθεσίας, το τάγμα όμως που ξεκίνησε πρώτο, έφτασε μπροστά τους κι άρχισε να ξεριζώνει τους πασσάλους με τα χέρια, ενώ το θέριζαν τα πολυβόλα και τ' αυτόματα του εχθρού. Στις δύο και τέταρτο παίρνεται έτσι το ύψωμα 1116 και πιάνεται αιχμάλωτο όλο σχεδόν το ιταλικό τάγμα που το υπεράσπιζε, τριακόσιοι τριάντα πέντε οπλίτες, δεκάξι αξιωματικοί.
Το άλλο ελληνικό τάγμα, που εξόρμησε ακράτητο, ξεπέρασε τα εχθρικά συρματοπλέγματα, πιάστηκε σ' αγώνα εκ του συστάδην με τον εχθρό, πήρε την πρώτη γραμμή χαρακωμάτων, προχώρησε στο ύψωμα 1315, έπιασε εκατόν ενενηνταδύο οπλίτες και τέσσερις αξιωματικούς. Σε νέα του όμως εξόρμηση, προς το 1301 τώρα, καθηλώθηκε μπροστά στα νέα συρματοπλέγματα, κάπου διακόσια μέτρα από την κορυφή.
Με το βράδυ, η επίθεση σταμάτησε για να συνεχιστεί την άλλη μέρα. Οι απώλειες ήταν σοβαρές, όλοι οι λοχαγοί είχαν πέσει, δεκατέσσερις διμοιρίτες και γύρω στους τριακόσιους οπλίτες, έλειπαν και πυρομαχικά. Τα παρατηρητήρια που έψαχναν τον ορίζοντα για να ιδούν τους Γιουγκοσλάβους να μπαίνουν κι αυτοί στον αγώνα, σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρήσεων, ανέφεραν ότι δεν είχε ακουστεί από κει παρά μόνο ένας κανονιοβολισμός, στις εφτά το πρωί. Κράτησε κάπου μία ώρα κι ύστερα σώπασε. Μάταια αγωνιζόταν το ΤΣΔΜ να συνδεθεί τηλεφωνικώς με τη διοίκηση της γιουγκοσλαβικής στρατιάς. Στάλθηκε ένας επιτελής στα Σκόπια. Ανέφερε πως τα γεφύρια ήταν ανατιναγμένα, η κατάσταση χαώδης κι ότι στο Μοναστήρι, καθώς έμαθε, επικρατούσε αναρχία και πανικός.
Η Γιουγκοσλαβία κατέρρεε, αυτό έγινε ολοφάνερο το πρωί της 8ης Απριλίου. Ο στρατός της είχε κιόλας διαλυθεί. Αξιωματικοί του έφταναν σ' ελληνικό έδαφος, στη Φλώρινα, σε κακή κατάσταση' ένας ταγματάρχης του γιουγκοσλαβικού Γενικού Στρατηγείου ανέφερε πως η κατάσταση στη χώρα του ήταν απελπιστική, δεν υπήρχε πια Ανώτατη Διοίκηση του γιουγκοσλαβικού στρατού, το Βελιγράδι και οι πόλεις της Νότιας Σερβίας βομβαρδίζονταν αδιάκοπα από τους Γερμανούς. Ως τις εννιά το βράδυ είχανε καταφύγει στη Φλώρινα έξι Γιουγκοσλάβοι στρατηγοί και πολλοί αξιωματικοί ανώτεροι.
Δεν μπορούσε πια να γίνεται σκέψη για συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων στην Αλβανία. Το ΤΣΔΜ απεφάσισε να τις ανάστειλα και το Γενικό Στρατηγείο συμφώνησε.
* * *
Αλλά η κατάσταση έπαιρνε πολύ πιο σοβαρή τροπή από την άλλη ημέρα, 9η Απριλίου. Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας είχε γι' αποτέλεσμα την προέλαση των Γερμανών από Περλεπέ σε Μοναστήρι κι από εκεί προς τον νότο. Κινδύνευε τώρα με υπερφαλάγγιση το αριστερό του ελληνοβρετανικού Συγκροτήματος W, που κατείχε τη γραμμή Κάιμακτσαλάν-Βέρμιο-Όλυμπος, με προσανατολισμό βορειοανατολικό. Κινδύνευαν και προς τ' αριστερά τα νώτα του Αλβανικού Μετώπου.
Η ελληνική Ανώτατη Διοίκηση, σε συνεργασία με τον στρατη γό Ουίλσων, αρχηγό του αγγλικού εκστρατευτικού σώματος, απεφάσισε ν' αποσύρει τις δυνάμεις του Συγκροτήματος W, που βρισκόταν από το Κάιμακτσαλάν ως τη λίμνη Βεγορίτιδα, και να μετατοπίσει την αμυντική γραμμή στα δυτικά, με μέτωπο προς τον βορρά. Το κενό που θ' ανοιγόταν έτσι, από Βεύη ως τη λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας, θα το έφραζαν δυνάμεις του ΤΣΔΜ, συγκεκριμένα η Μεραρχία Ιππικού. Θα γινόταν και προώθηση των βρετανικών αρμάτων μάχης προς το Μοναστήρι, μήπως μπορέσουν ν' αναχαιτίσουν την προέλαση του εχθρού. Έπρεπε να κερδηθεί χρόνος για να γίνει η σύμπτυξη και εγκατάσταση στη νέα τοποθεσία Όλυμπος-Βέρμιο-Βεγορίτις-στενά Κερλί Δερβέν (Κλειδί)-Μαλαρέκα-Νυμφαίο-Βέρνο (Βίτσι)-Βαρνούς. Έπρεπε προ πάντων να οργανωθεί η άμυνα στο Κλειδί.
Είναι μια τοποθεσία στενή, στα δυτικά της λίμνης των Πετρών. Το όλο μέτωπο, που έπρεπε να καλυφθεί στα πλευρά της, είχι ανάπτυγμα μεγάλο, κάπου είκοσι χιλιόμετρα. Ήταν δυσανάλο γο με τις διαθέσιμες δυνάμεις. Αντίκριζε τον βοριά, μ' ελαφρή καμπή προς τα βορειοδυτικά, και προοριζόταν ν' αντιμετωπίσει τους Γερμανούς που κατέβαιναν από το Μοναστήρι.
Εκεί πήρανε θέσεις εφτά ελληνικά τάγματα πεζικού, ενισχυμένα από τρία συντάγματα πυροβολικού. Η γενική κατάσταση δεν ήταν καλή, η ατμόσφαιρα είχε πάρει την αοριστία εκείνη και τη θολούρα που είναι προάγγελος των συμφορών. Στη Βεύη, στο σταυροδρόμι από Μοναστήρι κι Έδεσσα προς Κοζάνη, μπροστά στις ελληνοβρετανικές γραμμές, κυκλοφορούσαν πρόσωπα περίεργα, με στολές του ελληνικού στρατού, αλλά που κανένας δεν ήξερε αν είναι Γερμανοί. Από τα στενά κυλούσε ένα ποτάμι πρόσφυγες, ανακατεμένο μ' ελληνικά τμήματα. Η 6η αυστραλιανή Μεραρχία είχε διαταχθεί να μεταφερθεί στο Κλειδί, ενώ ανατολικά της Βεγορίτιδος η XX ελληνική Μεραρχία είχε στρέψει το μέτωπο της προς την Έδεσσα, για ν' αποφράξει τα περάσματα προς τους Πύργους. Το αριστερό της αγκάλιαζε τη λίμνη που είχε πιάσει τα υψώματα που βρίσκονται στα δυτικά. Οι Γερμανοί πέρασαν με μηχανοκίνητες δυνάμεις τον Αξιό, κοντά στη Γευγελή, και προχωρούσαν τώρα προς την Έδεσσα.
Αλλά έπρεπε να γίνει σύμπτυξη και στην Αλβανία - αυτό ήταν το πιο οδυνηρό. Εδάφη παρμένα μ' αίμα, θυσίες υπεράνθρωπες, κρατημένα μέσα στο βαρυχείμωνο με τα δόντια, έπρεπε να τα παρατήσει ο ελληνικός στρατός στα χέρια ενός αντιπάλου ηττημένου ωστόσο. Την 9η Απριλίου κιόλας, είχε διαταχθεί η εκκένωση της Κορυτσάς από τα πολεμικά υλικά και τα εφόδια. Η γενική σύμπτυξη θα γινόταν στην κατεύθυνση Κορυτσά-Καστοριά-Γρεβενά, γι' αυτό κι έπρεπε το Κλειδί να κρατηθεί με κάθε τρόπο. Αν οι Γερμανοί το παρεβίαζαν, τότε οι ελληνικές δυνάμεις του ΤΣΚΜ, που κρατούσαν θέσεις στ' ανατολικά της αρτηρίας Μοναστήρι-Κοζάνη για να καλύψουν τη σύμπτυξη, θα βρίσκονταν αποκομμένες.
Η XIII Μεραρχία, που αποτελούσε τη δεξιά πτέρυγα του ΤΣΔΜ, διατάχτηκε να εξασφαλίσει την ορεινή περιοχή ανάμεσα στις λίμνες Μεγάλη Πρέσπα κι Αχρίδα. θα κρατιόταν έτσι ένα μέτωπο από τον Όλυμπο στον Αλιάκμονα, από εκεί στο Βούρινο. στο Σινιάτσικο, στο Βίτσι, στη Μεγάλη Πρέσπα. Σε δεύτερο χρόνο, η σύμπτυξη θα πήγαινε βαθύτερα: στη γραμμή από Όλυμπο σε Βενετικό ποταμό-Όρλιακα-Ιόνιο Πέλαγος, για να κοντύνει το μέτωπο και να μπορεί να κρατηθεί αποτελεσματικά από τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου