Από την Αλβανία κατέβαινε ο νικητής στρατός. Κρουνέλιαζε από τους δρόμους και τα μονοπάτια προς τα σύνορα, προς την Ελλάδα, δίχως ακόμα οι Ιταλοί να έχουν καταλάβει πως αποσύρθηκε, απαγκιστρώθηκε, ανίκανοι να το πιστέψουν. Ήταν δεκατέσσερις μεραρχίες, μια ταξιαρχία πεζικού, μια μεραρχία ιππικού. Η εξάμηνη εκστρατεία, ο χειμώνας, η πείνα, το θανατικό, τις είχαν εξαντλήσει, τις δεκάτισαν. Το πεζικό ήταν μειωμένο στα 80%, τα πυροβόλα είχαν απομείνει τα μισά, λιγοστά καθώς ήταν δεν τα συνάλλαζαν, λοιπόν τον τελευταίο καιρό άναβαν κι έσκαζαν από την αδιάκοπη χρήση, σκοτώνοντας τους πυροβολητές που τα υπηρετούσαν. Πυρομαχικά είχαν απομείνει ελάχιστα. Ένας στρατός από φαντάσματα κατέβαινε από την Αλβανία. Όμως, κρατούσε ακμαίο ακόμα το ηθικό του, μονάχα που τα χείλη του είχανε μια ζάρα πικρή.
Τις τελευταίες ακόμα ημέρες, και μετά τη γερμανική εισβολή, είχανε δώσει μάχες νικηφόρες. Στο μυθικό 731, εκεί όπου είχε γονατίσει και ψυχοπαράδωσε η εαρινή επίθεση, οι Ιταλοί είχανε κάνει στις 14 Απριλίου δύο ισχυρότατες επιθέσεις κι αποκρούστηκαν. Σ' άλλα σημεία του μετώπου έκαναν κρούσεις μάταια. Ο ελληνικός στρατός θα έφευγε όποτε αυτός το έκρινε, όχι διωγμένος.
Η εγκατάλειψη, ωστόσο, τώρα των τόπων που είχε ποτίσει με αίμα, ήταν σκληρή. Κάθε όνομα χωριού, κάθε υψόμετρο, κάθε διάσελο, κάθε τοποθεσία, κάθε λιθάρι, είχε αποκτήσει ψυχή, έγινε μύθος. Εδώ δόθηκε η τάδε μάχη, σ' εκείνην εκεί την πλαγιά έπεσαν τόσοι δικοί μας, σε τούτο το φαράγγι παρέδωσε την τελευταία πνοή του ο σύντροφος, ο αδερφός, ο φίλος, ο συντοπίτης. Όλα αυτά είχανε ρίξει ρίζες μέσα στα σπλάχνα, έγιναν ζωντανά, μιλούσαν. Ξαφνικά, ο κόσμος γύρω είχε γεμίσει φωνές, στοίχειωσε. Βαρύς κι αμίλητος πορευόταν κατεβαίνοντας προς τα σύνορα ο νικητής στρατός της Αλβανίας.
Εκεί, στην οροθετική γραμμή σαν έφτασαν, έγιναν πράγματα απίστευτα. Άντρες άξεστοι, που ίσαμε χτες δεν είχανε γνοιαστεί για τίποτα, σωριάζονταν χάμου, έβαζαν τις χούφτες τους στο χώμα, έσκυβαν κι ανασπάζονταν τη γη. Άλλοι όρθιοι, αμίλητοι, κοίταζαν κατά πίσω, με μάτι ποθεινό, τα κορφοβούνια που είχαν παρατήσει, εκεί που τους πήγε φτερουγίζοντας τ' όνειρο μιας αυγής. Τον είχανε πλάσει με τον νου τους αλλιώς τούτο τον γυρισμό: σε φάλαγγες πυκνές, με το βήμα, λόγχες ν' αστράφτουν, σάλπιγγες να κελαηδάνε, άλογα να χλιμιντρίζουν, καμπάνες να σημαίνουν, μαντίλια να τους καλωσορίζουν. Και να φυσάει παντού ο άνεμος της νίκης, ο ήλιος να λάμπει μέσα σε καταγάλανο, ειρηνικό ουρανό. Αυτό θα ήταν Δικαιοσύνη. Αυτό θα ήταν νίκη του Θεού. Αυτό θ' αντιπλήρωνε για την αδικία, θα γιάτρευε όλες τις πληγές. Και οι νεκροί θ' αναστέναζαν τότε ξαλαφρωμένοι κάτω από το χώμα τους κι όσοι μαυροφορέθηκαν στην πατρίδα, όσοι απόμειναν με αδειανή αγκαλιά, όσοι δεν θα 'βλεπαν τον πολεμιστή τους να γυρίζει πίσω, θα ήξεραν πως αυτοί που έρχονται αντί για κείνον είναι οι εκδικητές.
Όμως να, κάποιος άλλος νόμος φαίνεται πως όριζε τα πράγματα του κόσμου τούτου. Νόμος παράνομος, κρυφός καθώς η ατιμία. Νόμος που παραφυλάει τον άνθρωπο, τον αναγελάει και τον μαχαιρώνει στην πλάτη. Νόμος που δεν ξέρει παρά το δικαίωμα του θηρίου. Τι τ' όφελος τα παχιά λόγια! Να τη η αλήθεια αδιάντροπη, ξεστήθωτη, του δρόμου.Τις τελευταίες ακόμα ημέρες, και μετά τη γερμανική εισβολή, είχανε δώσει μάχες νικηφόρες. Στο μυθικό 731, εκεί όπου είχε γονατίσει και ψυχοπαράδωσε η εαρινή επίθεση, οι Ιταλοί είχανε κάνει στις 14 Απριλίου δύο ισχυρότατες επιθέσεις κι αποκρούστηκαν. Σ' άλλα σημεία του μετώπου έκαναν κρούσεις μάταια. Ο ελληνικός στρατός θα έφευγε όποτε αυτός το έκρινε, όχι διωγμένος.
Η εγκατάλειψη, ωστόσο, τώρα των τόπων που είχε ποτίσει με αίμα, ήταν σκληρή. Κάθε όνομα χωριού, κάθε υψόμετρο, κάθε διάσελο, κάθε τοποθεσία, κάθε λιθάρι, είχε αποκτήσει ψυχή, έγινε μύθος. Εδώ δόθηκε η τάδε μάχη, σ' εκείνην εκεί την πλαγιά έπεσαν τόσοι δικοί μας, σε τούτο το φαράγγι παρέδωσε την τελευταία πνοή του ο σύντροφος, ο αδερφός, ο φίλος, ο συντοπίτης. Όλα αυτά είχανε ρίξει ρίζες μέσα στα σπλάχνα, έγιναν ζωντανά, μιλούσαν. Ξαφνικά, ο κόσμος γύρω είχε γεμίσει φωνές, στοίχειωσε. Βαρύς κι αμίλητος πορευόταν κατεβαίνοντας προς τα σύνορα ο νικητής στρατός της Αλβανίας.
Εκεί, στην οροθετική γραμμή σαν έφτασαν, έγιναν πράγματα απίστευτα. Άντρες άξεστοι, που ίσαμε χτες δεν είχανε γνοιαστεί για τίποτα, σωριάζονταν χάμου, έβαζαν τις χούφτες τους στο χώμα, έσκυβαν κι ανασπάζονταν τη γη. Άλλοι όρθιοι, αμίλητοι, κοίταζαν κατά πίσω, με μάτι ποθεινό, τα κορφοβούνια που είχαν παρατήσει, εκεί που τους πήγε φτερουγίζοντας τ' όνειρο μιας αυγής. Τον είχανε πλάσει με τον νου τους αλλιώς τούτο τον γυρισμό: σε φάλαγγες πυκνές, με το βήμα, λόγχες ν' αστράφτουν, σάλπιγγες να κελαηδάνε, άλογα να χλιμιντρίζουν, καμπάνες να σημαίνουν, μαντίλια να τους καλωσορίζουν. Και να φυσάει παντού ο άνεμος της νίκης, ο ήλιος να λάμπει μέσα σε καταγάλανο, ειρηνικό ουρανό. Αυτό θα ήταν Δικαιοσύνη. Αυτό θα ήταν νίκη του Θεού. Αυτό θ' αντιπλήρωνε για την αδικία, θα γιάτρευε όλες τις πληγές. Και οι νεκροί θ' αναστέναζαν τότε ξαλαφρωμένοι κάτω από το χώμα τους κι όσοι μαυροφορέθηκαν στην πατρίδα, όσοι απόμειναν με αδειανή αγκαλιά, όσοι δεν θα 'βλεπαν τον πολεμιστή τους να γυρίζει πίσω, θα ήξεραν πως αυτοί που έρχονται αντί για κείνον είναι οι εκδικητές.
Mέσα στις λαβωμένες αυτές ψυχές, που ξαγρυπνούσαν πίσω από τραχιά αξύριστα πρόσωπα, μέσα στα γουβιασμένα μάτια, κάτι κλονιζόταν, κάτι βαθύ. Εκεί στα σύνορα της πατρίδας, που είχε αντιπαλέψει μάταια και που τώρα κυλιότανε χάμου κατασπαραγμένη, σφαχτάρι, ο κόσμος μονομιάς είχε αδειάσει από νόημα. Έγινε ξένος, εχθρικός, ένα πελώριο αίσχος. Όλα πια έχαναν κάθε αξία, γίνονταν αδιάφορα και περιττά.
* * *
Από τις δυνάμεις του Βόρειου Μετώπου, η XIII Μεραρχία είχε ειδική αποστολή: Να καλύψει τη σύμπτυξη. Ύστερα από τη μάχη της Κλεισούρας, κινδύνευε η μοναδική αρτηρία προς τα Γρεβενά, που θ' ακολουθούσαν οι δυνάμεις του ΤΣΔΜ. Η XIII Μεραρχία θα έπιανε θέσεις στην περιοχή της Καστοριάς και θα καθυστερούσε όσο γινόταν τον εχθρό. Προχωρημένα της τμήματα βρέθηκαν εκεί από τις 14 τα χαράματα. Η Μεραρχία Ιππικού, εξάλλου, θα προωθούσε τμήματα της στη βόρεια όχθη της λίμνης, για να ενισχύσει τον αγώνα της XIII Μεραρχίας. Μόνο που μετά την κατάρρευση της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, οι Γερμανοί είχανε πάρει τα στενά της Σιάτιστας, προχωρούσαν τώρα ανενόχλητοι προς τη Νεάπολη, τα Γρεβενά, και η προσπάθεια της XIII Μεραρχίας να καλύψει τη σύμπτυξη σε σημείο βορειότερο, στο Αργός το Ορεστικό, γινόταν άσκοπη. Αυτό δεν το ήξερε η XIII Μεραρχία.
Μεγάλη Τρίτη 15 Απριλίου, στις πεντέμισι το πρωί, η αμυντική διάταξη της XIII Μεραρχίας στη μεσημβρινή όχθη της λίμνης της Καστοριάς είναι έτοιμη' περιμένει τους Γερμανούς που έρχονται από ανατολικά, από την Κλεισούρα. Τα ελληνικά αυτά τμήματα, που θ' αντιμετώπιζαν τη Θωρακισμένη Μεραρχία των SS «Αδόλφος Χίτλερ», ήτανε συνολικά τρία τάγματα πεζικού, μια ομάδα αναγνωρίσεως, ένα λόχος βαρέων πολυβόλων κι εφτά πυροβολαρχίες, ελαφριές και βαριές. Στη βόρεια όχθη είχαν ταχθεί μια μοίρα βαρύ πυροβολικό, ένα πεδινό πυροβόλο με αντιαρματική αποστολή, μια ίλη όλμων κι ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο. Τη διάβαση της Αγίας Φωτεινής, στην ακρολιμνιά, την κατείχε η 21η Ομάς Αναγνωρίσεως, μια ίλη του 1ου κι ένας αντιαρματικός ουλαμός των 47. Η μάχη που θα δινόταν με σκοπό να επιβραδύνει τη γερμανική προέλαση ώσπου να περάσει ο όγκος της XIII Μεραρχίας πίσω, στον δρόμο προς τα Γρεβενά, θα ήταν η μοναδική «εκ συναντήσεως» και «επί ανοικτού πεδίου» μάχη του Ελληνογερμανικού Πολέμου. Ας σημειωθεί ότι, στην ιστορική ακριβώς τούτη στιγμή, η ελληνική αυτή μεραρχία άρχιζε αγώνα διμέτωπο: ως τα περασμένα μεσάνυχτα είχε χτυπηθεί με τους Ιταλούς στο Τσαγκόνι και είχε πιάσει είκοσι έξι Βερσαλλιέρους αιχμαλώτους, αφού πρώτα διέλυσε τον λόχο τους.
Η μάχη του Άργους άρχισε πρωί πρωί, μ' ελαφρά γερμανικά μηχανοκίνητα, που προχώρησαν μαζί με καμιά δεκαπενταριά άρματα μάχης και πεζικό. Στις έξι η ώρα, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε βολή και η επίθεση εκδηλώθηκε.
Γινόταν στο πεδινό νότιο τμήμα της λίμνης, προς το Δισπηλιό. Το ελληνικό πυροβολικό, και τα πυρά του πεζικού μαζί, πέτυχαν ν' αποκρούσουν τους Γερμανούς, τους τσάκισαν είκοσι πέντε αυτοκίνητα και άρματα, οι απώλειες του εχθρού ήταν σημαντικές. Οι Γερμανοί δοκίμασαν τότε υπερκέραση του ελληνικού δεξιού, που ήταν κοντό, γιατί δεν υπήρχαν αρκετά τμήματα να το επεκτείνουν. Οι δυνάμεις της XIII Μεραρχίας, που έφταναν λίγο λίγο πίσω, στη γέφυρα Μανιάκι, πάνω στον Αλιάκμονα, ήταν εξαντλημένες από την αδιάκοπη πορεία είχανε καλύψει με τα πόδια την απόσταση Πόγραδετς-Καστοριά, πως να μπούνε τώρα σε μάχη; Ο μέραρχος τους μίλησε, τους έβαλε να καθίσουν και να ξαποστάσουν σ' ένα απόσκιο της ακροποταμιάς.
Στις έντεκα η ώρα, οι Γερμανοί κάνουν νέα προσπάθεια να διασπάσουν την τοποθεσία στ' Αμπελάκια. Την υποστήριζαν με δέκα περίπου βαριές πυροβολαρχίες. Έφερναν πεζικό τους με τ' αυτοκίνητα από την Κλεισούρα, το αποβίβαζαν νοτιοανατολικά της λίμνης, στην Κρεπένη, και το έριχναν στη μάχη. Ανοίγονταν μεσημβρινά, προς τη Μηλίτσα, για να υπερκεράσουν το ελληνικό δεξί, αλλά η αντίδραση των αμυνομένων ήταν ζωηρότατη' τ' άρματα πισωγύριζαν να ζητήσουν κάλυψη, το πεζικό καθηλωνόταν, οι πυροβολαρχίες του εχθρού, χτυπημένες από τις ελληνικές, αναγκάζονταν να σωπαίνουν, ν' αλλάζουν αδιάκοπα θέσεις.
Παράλληλα με την επίθεση αυτή, στη μεσημβρινή όχθη, είχε καθηλωθεί από το πρωί δευτερεύουσα προσπάθεια των Γερμανών στη διάβαση της Αγίας Φωτεινής. Από το μεσημέρι ως τις τέσσερις η ώρα θα κάνουν αλλεπάλληλες εξορμήσεις με άρματα και πεζικό, που θ' αποκρουστούν όλες. Κάτω όμως, στη μεσημβρινή όχθη, στη ζώνη της XIII Μεραρχίας, έρχονταν όλο και νέα αυτοκίνητα, αποβίβαζαν πεζικό. Η πίεση δυνάμωνε στα τρία σημεία της γραμμής, στο Δισπηλιό, στους Αμπελόκηπους και στη Μηλίτσα. Από τη Μηλίτσα οι Γερμανοί δοκίμαζαν να προχωρήσουν δυτικά, να κόψουν τον δρόμο, για να παγιδευτεί έτσι όλη η ελληνική δύναμη. Η αντίδραση των αμυνομένων ήταν ζωηρή' η μία μετά την άλλη τρεις ελληνικές ορειβατικές και μια πεδινή πυροβολαρχίες έρχονταν, παίρνανε θέσεις βιαστικά κι άνοιγαν φωτιά αμέσως. Η κατάσταση όμως, όσο η μέρα προχωρούσε, γινόταν όλο και πιο κρίσιμη.
Στη μιάμιση το μεσημέρι έγινε τρίτη εχθρική επίθεση. Άφθονα άρματα και πυροβολικό την υποστήριζαν. Κατόρθωσαν τώρα οι Γερμανοί ν' απωθήσουν την ίλη του ιππικού που υπεράσπιζε τους Αμπελόκηπους, να πάρουν το χωριό. Ο ίλαρχος Χατζηλιάδης προσπάθησε να συγκρατήσει το τμήμα του, το κατόρθωσε, αλλά χτυπήθηκε κι έπεσε νεκρός.
Αρχιζε τώρα η αγωνία. Το δεξί της μεραρχίας κινδύνευε, δυνάμεις να το καλύψουν δεν υπήρχαν. Συγκροτήθηκε βιαστικά ένα απόσπασμα παράταιρο από ημιονηγούς, αδέσποτους τυφεκιοφόρους, μια διμοιρία του Μηχανικού που έτυχε να περνάει από εκεί, δύο λόχους μηχανημάτων το αυτοσχέδιο τμήμα στάλθηκε να πιάσει θέσεις στα χωματοβούνια, μπροστά στο Αργός τ' Ορεστικό, να εμποδίσει από εκεί την υπερκέραση. Αλλά το γερμανικό πυροβολικό, άφθονο, φοβερό, έριχνε προς όλες τις κατευθύνσεις. Σ' ένα ύψωμα πίσω από το Δισπηλιό είχε ταχθεί από το μεσημέρι μια ελληνική μοίρα του ορειβατικού, σχεδόν ακάλυπτη. Χτυπήθηκε από τις εχθρικές οβίδες, εξουδετερώθηκε, ο ταγματάρχης διοικητής της Παπαρόδου έπεσε πάνω στα κανόνια του νεκρός. Τώρα, ανάμεσα στο Αργός τ' Ορεστικό και τους Αμπελόκηπους δεν υπήρχε πια ούτε ένα ελληνικό τμήμα να εμποδίσει τα άρματα μάχης, που όπου νάναι θα πρόβαιναν, να φυλάξει τον δρόμο προς τα Γρεβενά. Η καμπή του κοντά στη Μηλίτσα βρισκόταν κιόλας κάτω από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού. Ο μέραρχος, στρατηγός Μουτούσης, διέτρεχε το πεδίο της μάχης πάνω σε μια μοτοσικλέτα, εμψύχωνε, αγωνιζόταν να συγκρατήσει ό,τι μπορούσε. Στις τέσσερις τ' απόγεμα, συναντάει ένα τάγμα. Ήτανε ξεθεωμένο από την κούραση. Του μίλησε, εξήγησε την κατάσταση, μπήκε ο ίδιος μπροστά κι ανέβηκαν με τα πολυβόλα στα χέρια να πάρουν θέσεις στα Σπάιλίκια πριν τους προλάβει ο εχθρός. Στις πέντε η ώρα, νέα εξόρμηση του εχθρού, αποφασιστική αυτή, με συνδυασμό πεζικού, αρμάτων, πυροβολικού, αεροπορίας. Το γερμανικό πυροβολικό είχε εξαπολύσει τώρα καταιγισμό αδιάκοπο πάνω σ' όλη τη γραμμή, ο εχθρός έβαλε να φωνάζουν σ' ελληνική γλώσσα: «Αφήστε τα όπλα και φύγετε... Πετάξτε τα όπλα σας, ελάτε σ' εμάς... Είμαστε φίλοι σας, μη μας χτυπάτε... Παραδοθείτε...» Κάπου σαράντα Στούκας κατέβαιναν χαμηλά, ίσαμε πενήντα μέτρα ύψος, βομβάρδιζαν τις ελληνικές πυροβολαρχίες, ύστερα τις πολυβολούσαν. Τέσσερα πυροβόλα χάλασαν, πολλά βλητοφόρα ανατινάχτηκαν. Ο διοικητής του βαρέος ανέφερε στο τηλέφωνο, πως είχε κυκλωθεί κι όπου νάναι θα αιχμαλωτιζόταν το ίδιο τηλεφωνούσε σε λίγο ο διοικητής μιας πεδινής πυροβολαρχίας κι αποχαιρετούσε συγκινημένος τη μεραρχία του.
Η κατάσταση ήταν πια απελπιστική. Αποφασίστηκε η ανατίναξη της γέφυρας Μανιάκι. Σε λίγο. τα πρώτα άρματα του εχθρού φάνηκαν να έρχονται κατά το Αργός. Βάλλουν γοργά οι ελληνικές πυροβολαρχίες τα τελευταία βλήματα που τους απομένουν, όμως οι Γερμανοί προχωρούν, στις εφτά η ώρα κυκλώνουν το Αργός, το παίρνουν. Οι κάτοικοι είχανε παρακαλέσει τη διοίκηση της XIII Μεραρχίας να μη γίνουν οδομαχίες και καταστραφεί η πολιτεία τους. Τα ελληνικά τμήματα που είχαν διασωθεί, υποχωρούσαν τώρα βοηθημένα από τη νύχτα που έπεφτε, την ψιλή βροχή που είχε αρχίσει, περνούσαν τον Αλιάκμονα. Οι Γερμανοί δεν τα είχανε καταδιώξει. Περιορίστηκαν να εξαπολύσουν την αεροπορία τους πυκνή πάνω από το Άργος, να την βάλουν να ουρλιάζει με τις σειρήνες της. Αευκές φωτοβολίδες σήμαναν πως η Καστοριά είχε παρθεί.
Στη βόρεια πλευρά της λίμνης, οι Γερμανοί κατόρθωσαν το βράδυ να γίνουν κύριοι του ορεινού όγκου που δεσπόζει τη διάβαση της Αγίας Φωτεινής. Κάμποσοι άντρες από τα εκεί τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού κατόρθωσαν να ξεφύγουν προτού παγιδευτούν από τον εχθρό, που ερχόταν γύρω γύρω στη λίμνη, από την Καστοριά, στα νώτα τους, οι άλλοι όμως αιχμαλωτίστηκαν. Όσοι είχανε ξεφύγει, σκόρπισαν στα βουνά, ψάχνοντας να βρούνε τη μεραρχία τους.
Ένα μήνα αργότερα, στην κατεχόμενη Αθήνα, στο γερμανικό Φρουραρχείο, θα γραφόταν ο επίλογος της μάχης του Αργούς του Ορεστικού με τρόπο αναπάντεχο: Ο διοικητής της Θωρακισμένης Μεραρχίας των SS, στρατηγός Ντήτριχ, είχε ζητήσει να ιδεί έναν Έλληνα αξιωματικό που να έχει λάβει μέρος στη σύγκρουση εκείνη. Ειδοποιήθηκε ο συνταγματάρχης Λιώσης. Είχε διατελέσει τότε διοικητής της γραμμής μάχης. Ο στρατηγός Ντήτριχ τού ζήτησε να περιγράψει τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων στο Αργός τ' Ορεστικό κι άνοιξε μπροστά του ένα χάρτη. Ο συνταγματάρχης έδειξε τις θέσεις του ελληνικού πεζικού, του ιππικού, του πυροβολικού, όμως ο Γερμανός στρατηγός ξαφνικά αγρίεψε. Αποπήρε τον Έλληνα αξιωματικό πως του λέει ψέματα, άρχισε να βρίζει. Ήταν αδύνατο, έλεγε, μόνο τρία τάγματα να είχανε πολεμήσει στο Άργος. Ήτανε τρεις Μεραρχίες, η XIII. η IX και η Χ. Είχε, έλεγε, αποδείξεις.
Η συνομιλία, σε τόνο οξύτατο, βάστηξε κάπου δύο ώρες, ώσπου τέλος, μπροστά στις λεπτομέρειες που αράδιασε ο συνταγματάρχης Λιώσης, ο στρατηγός Ντήτριχ αναγκάστηκε να παραδεχτεί την αλήθεια. Ρώτησε ποιος ήταν ο διοικητής της μεραρχίας και πού βρίσκονταν οι διαδοχικοί σταθμοί του κατά τη μάχη. Όταν το έμαθε κι αυτό, σηκώθηκε, συνεχάρη τον Έλληνα αξιωματικό για την παλικαριά των ελληνικών τμημάτων που είχαν πολεμήσει στο Άργος και ζήτησε να διαβιβάσουν τα συγχαρητήρια του στον άλλοτε μέραρχο.
Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη σύγκρουση του διπλού πολέμου 1940-1941. Τα ελληνικά όπλα θα έπαυαν πια να βροντάνε. Ο εχθρός, ασυγκράτητος τώρα κατέβαινε, κλαδωνόταν σ' όλη τη χώρα, την τύλιγε σφιχτά στα πλοκάμια της Κατοχής.
Μεγάλη Τρίτη 15 Απριλίου, στις πεντέμισι το πρωί, η αμυντική διάταξη της XIII Μεραρχίας στη μεσημβρινή όχθη της λίμνης της Καστοριάς είναι έτοιμη' περιμένει τους Γερμανούς που έρχονται από ανατολικά, από την Κλεισούρα. Τα ελληνικά αυτά τμήματα, που θ' αντιμετώπιζαν τη Θωρακισμένη Μεραρχία των SS «Αδόλφος Χίτλερ», ήτανε συνολικά τρία τάγματα πεζικού, μια ομάδα αναγνωρίσεως, ένα λόχος βαρέων πολυβόλων κι εφτά πυροβολαρχίες, ελαφριές και βαριές. Στη βόρεια όχθη είχαν ταχθεί μια μοίρα βαρύ πυροβολικό, ένα πεδινό πυροβόλο με αντιαρματική αποστολή, μια ίλη όλμων κι ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο. Τη διάβαση της Αγίας Φωτεινής, στην ακρολιμνιά, την κατείχε η 21η Ομάς Αναγνωρίσεως, μια ίλη του 1ου κι ένας αντιαρματικός ουλαμός των 47. Η μάχη που θα δινόταν με σκοπό να επιβραδύνει τη γερμανική προέλαση ώσπου να περάσει ο όγκος της XIII Μεραρχίας πίσω, στον δρόμο προς τα Γρεβενά, θα ήταν η μοναδική «εκ συναντήσεως» και «επί ανοικτού πεδίου» μάχη του Ελληνογερμανικού Πολέμου. Ας σημειωθεί ότι, στην ιστορική ακριβώς τούτη στιγμή, η ελληνική αυτή μεραρχία άρχιζε αγώνα διμέτωπο: ως τα περασμένα μεσάνυχτα είχε χτυπηθεί με τους Ιταλούς στο Τσαγκόνι και είχε πιάσει είκοσι έξι Βερσαλλιέρους αιχμαλώτους, αφού πρώτα διέλυσε τον λόχο τους.
Η μάχη του Άργους άρχισε πρωί πρωί, μ' ελαφρά γερμανικά μηχανοκίνητα, που προχώρησαν μαζί με καμιά δεκαπενταριά άρματα μάχης και πεζικό. Στις έξι η ώρα, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε βολή και η επίθεση εκδηλώθηκε.
Γινόταν στο πεδινό νότιο τμήμα της λίμνης, προς το Δισπηλιό. Το ελληνικό πυροβολικό, και τα πυρά του πεζικού μαζί, πέτυχαν ν' αποκρούσουν τους Γερμανούς, τους τσάκισαν είκοσι πέντε αυτοκίνητα και άρματα, οι απώλειες του εχθρού ήταν σημαντικές. Οι Γερμανοί δοκίμασαν τότε υπερκέραση του ελληνικού δεξιού, που ήταν κοντό, γιατί δεν υπήρχαν αρκετά τμήματα να το επεκτείνουν. Οι δυνάμεις της XIII Μεραρχίας, που έφταναν λίγο λίγο πίσω, στη γέφυρα Μανιάκι, πάνω στον Αλιάκμονα, ήταν εξαντλημένες από την αδιάκοπη πορεία είχανε καλύψει με τα πόδια την απόσταση Πόγραδετς-Καστοριά, πως να μπούνε τώρα σε μάχη; Ο μέραρχος τους μίλησε, τους έβαλε να καθίσουν και να ξαποστάσουν σ' ένα απόσκιο της ακροποταμιάς.
Στις έντεκα η ώρα, οι Γερμανοί κάνουν νέα προσπάθεια να διασπάσουν την τοποθεσία στ' Αμπελάκια. Την υποστήριζαν με δέκα περίπου βαριές πυροβολαρχίες. Έφερναν πεζικό τους με τ' αυτοκίνητα από την Κλεισούρα, το αποβίβαζαν νοτιοανατολικά της λίμνης, στην Κρεπένη, και το έριχναν στη μάχη. Ανοίγονταν μεσημβρινά, προς τη Μηλίτσα, για να υπερκεράσουν το ελληνικό δεξί, αλλά η αντίδραση των αμυνομένων ήταν ζωηρότατη' τ' άρματα πισωγύριζαν να ζητήσουν κάλυψη, το πεζικό καθηλωνόταν, οι πυροβολαρχίες του εχθρού, χτυπημένες από τις ελληνικές, αναγκάζονταν να σωπαίνουν, ν' αλλάζουν αδιάκοπα θέσεις.
Παράλληλα με την επίθεση αυτή, στη μεσημβρινή όχθη, είχε καθηλωθεί από το πρωί δευτερεύουσα προσπάθεια των Γερμανών στη διάβαση της Αγίας Φωτεινής. Από το μεσημέρι ως τις τέσσερις η ώρα θα κάνουν αλλεπάλληλες εξορμήσεις με άρματα και πεζικό, που θ' αποκρουστούν όλες. Κάτω όμως, στη μεσημβρινή όχθη, στη ζώνη της XIII Μεραρχίας, έρχονταν όλο και νέα αυτοκίνητα, αποβίβαζαν πεζικό. Η πίεση δυνάμωνε στα τρία σημεία της γραμμής, στο Δισπηλιό, στους Αμπελόκηπους και στη Μηλίτσα. Από τη Μηλίτσα οι Γερμανοί δοκίμαζαν να προχωρήσουν δυτικά, να κόψουν τον δρόμο, για να παγιδευτεί έτσι όλη η ελληνική δύναμη. Η αντίδραση των αμυνομένων ήταν ζωηρή' η μία μετά την άλλη τρεις ελληνικές ορειβατικές και μια πεδινή πυροβολαρχίες έρχονταν, παίρνανε θέσεις βιαστικά κι άνοιγαν φωτιά αμέσως. Η κατάσταση όμως, όσο η μέρα προχωρούσε, γινόταν όλο και πιο κρίσιμη.
Στη μιάμιση το μεσημέρι έγινε τρίτη εχθρική επίθεση. Άφθονα άρματα και πυροβολικό την υποστήριζαν. Κατόρθωσαν τώρα οι Γερμανοί ν' απωθήσουν την ίλη του ιππικού που υπεράσπιζε τους Αμπελόκηπους, να πάρουν το χωριό. Ο ίλαρχος Χατζηλιάδης προσπάθησε να συγκρατήσει το τμήμα του, το κατόρθωσε, αλλά χτυπήθηκε κι έπεσε νεκρός.
Αρχιζε τώρα η αγωνία. Το δεξί της μεραρχίας κινδύνευε, δυνάμεις να το καλύψουν δεν υπήρχαν. Συγκροτήθηκε βιαστικά ένα απόσπασμα παράταιρο από ημιονηγούς, αδέσποτους τυφεκιοφόρους, μια διμοιρία του Μηχανικού που έτυχε να περνάει από εκεί, δύο λόχους μηχανημάτων το αυτοσχέδιο τμήμα στάλθηκε να πιάσει θέσεις στα χωματοβούνια, μπροστά στο Αργός τ' Ορεστικό, να εμποδίσει από εκεί την υπερκέραση. Αλλά το γερμανικό πυροβολικό, άφθονο, φοβερό, έριχνε προς όλες τις κατευθύνσεις. Σ' ένα ύψωμα πίσω από το Δισπηλιό είχε ταχθεί από το μεσημέρι μια ελληνική μοίρα του ορειβατικού, σχεδόν ακάλυπτη. Χτυπήθηκε από τις εχθρικές οβίδες, εξουδετερώθηκε, ο ταγματάρχης διοικητής της Παπαρόδου έπεσε πάνω στα κανόνια του νεκρός. Τώρα, ανάμεσα στο Αργός τ' Ορεστικό και τους Αμπελόκηπους δεν υπήρχε πια ούτε ένα ελληνικό τμήμα να εμποδίσει τα άρματα μάχης, που όπου νάναι θα πρόβαιναν, να φυλάξει τον δρόμο προς τα Γρεβενά. Η καμπή του κοντά στη Μηλίτσα βρισκόταν κιόλας κάτω από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού. Ο μέραρχος, στρατηγός Μουτούσης, διέτρεχε το πεδίο της μάχης πάνω σε μια μοτοσικλέτα, εμψύχωνε, αγωνιζόταν να συγκρατήσει ό,τι μπορούσε. Στις τέσσερις τ' απόγεμα, συναντάει ένα τάγμα. Ήτανε ξεθεωμένο από την κούραση. Του μίλησε, εξήγησε την κατάσταση, μπήκε ο ίδιος μπροστά κι ανέβηκαν με τα πολυβόλα στα χέρια να πάρουν θέσεις στα Σπάιλίκια πριν τους προλάβει ο εχθρός. Στις πέντε η ώρα, νέα εξόρμηση του εχθρού, αποφασιστική αυτή, με συνδυασμό πεζικού, αρμάτων, πυροβολικού, αεροπορίας. Το γερμανικό πυροβολικό είχε εξαπολύσει τώρα καταιγισμό αδιάκοπο πάνω σ' όλη τη γραμμή, ο εχθρός έβαλε να φωνάζουν σ' ελληνική γλώσσα: «Αφήστε τα όπλα και φύγετε... Πετάξτε τα όπλα σας, ελάτε σ' εμάς... Είμαστε φίλοι σας, μη μας χτυπάτε... Παραδοθείτε...» Κάπου σαράντα Στούκας κατέβαιναν χαμηλά, ίσαμε πενήντα μέτρα ύψος, βομβάρδιζαν τις ελληνικές πυροβολαρχίες, ύστερα τις πολυβολούσαν. Τέσσερα πυροβόλα χάλασαν, πολλά βλητοφόρα ανατινάχτηκαν. Ο διοικητής του βαρέος ανέφερε στο τηλέφωνο, πως είχε κυκλωθεί κι όπου νάναι θα αιχμαλωτιζόταν το ίδιο τηλεφωνούσε σε λίγο ο διοικητής μιας πεδινής πυροβολαρχίας κι αποχαιρετούσε συγκινημένος τη μεραρχία του.
Η κατάσταση ήταν πια απελπιστική. Αποφασίστηκε η ανατίναξη της γέφυρας Μανιάκι. Σε λίγο. τα πρώτα άρματα του εχθρού φάνηκαν να έρχονται κατά το Αργός. Βάλλουν γοργά οι ελληνικές πυροβολαρχίες τα τελευταία βλήματα που τους απομένουν, όμως οι Γερμανοί προχωρούν, στις εφτά η ώρα κυκλώνουν το Αργός, το παίρνουν. Οι κάτοικοι είχανε παρακαλέσει τη διοίκηση της XIII Μεραρχίας να μη γίνουν οδομαχίες και καταστραφεί η πολιτεία τους. Τα ελληνικά τμήματα που είχαν διασωθεί, υποχωρούσαν τώρα βοηθημένα από τη νύχτα που έπεφτε, την ψιλή βροχή που είχε αρχίσει, περνούσαν τον Αλιάκμονα. Οι Γερμανοί δεν τα είχανε καταδιώξει. Περιορίστηκαν να εξαπολύσουν την αεροπορία τους πυκνή πάνω από το Άργος, να την βάλουν να ουρλιάζει με τις σειρήνες της. Αευκές φωτοβολίδες σήμαναν πως η Καστοριά είχε παρθεί.
Στη βόρεια πλευρά της λίμνης, οι Γερμανοί κατόρθωσαν το βράδυ να γίνουν κύριοι του ορεινού όγκου που δεσπόζει τη διάβαση της Αγίας Φωτεινής. Κάμποσοι άντρες από τα εκεί τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού κατόρθωσαν να ξεφύγουν προτού παγιδευτούν από τον εχθρό, που ερχόταν γύρω γύρω στη λίμνη, από την Καστοριά, στα νώτα τους, οι άλλοι όμως αιχμαλωτίστηκαν. Όσοι είχανε ξεφύγει, σκόρπισαν στα βουνά, ψάχνοντας να βρούνε τη μεραρχία τους.
Ένα μήνα αργότερα, στην κατεχόμενη Αθήνα, στο γερμανικό Φρουραρχείο, θα γραφόταν ο επίλογος της μάχης του Αργούς του Ορεστικού με τρόπο αναπάντεχο: Ο διοικητής της Θωρακισμένης Μεραρχίας των SS, στρατηγός Ντήτριχ, είχε ζητήσει να ιδεί έναν Έλληνα αξιωματικό που να έχει λάβει μέρος στη σύγκρουση εκείνη. Ειδοποιήθηκε ο συνταγματάρχης Λιώσης. Είχε διατελέσει τότε διοικητής της γραμμής μάχης. Ο στρατηγός Ντήτριχ τού ζήτησε να περιγράψει τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων στο Αργός τ' Ορεστικό κι άνοιξε μπροστά του ένα χάρτη. Ο συνταγματάρχης έδειξε τις θέσεις του ελληνικού πεζικού, του ιππικού, του πυροβολικού, όμως ο Γερμανός στρατηγός ξαφνικά αγρίεψε. Αποπήρε τον Έλληνα αξιωματικό πως του λέει ψέματα, άρχισε να βρίζει. Ήταν αδύνατο, έλεγε, μόνο τρία τάγματα να είχανε πολεμήσει στο Άργος. Ήτανε τρεις Μεραρχίες, η XIII. η IX και η Χ. Είχε, έλεγε, αποδείξεις.
Η συνομιλία, σε τόνο οξύτατο, βάστηξε κάπου δύο ώρες, ώσπου τέλος, μπροστά στις λεπτομέρειες που αράδιασε ο συνταγματάρχης Λιώσης, ο στρατηγός Ντήτριχ αναγκάστηκε να παραδεχτεί την αλήθεια. Ρώτησε ποιος ήταν ο διοικητής της μεραρχίας και πού βρίσκονταν οι διαδοχικοί σταθμοί του κατά τη μάχη. Όταν το έμαθε κι αυτό, σηκώθηκε, συνεχάρη τον Έλληνα αξιωματικό για την παλικαριά των ελληνικών τμημάτων που είχαν πολεμήσει στο Άργος και ζήτησε να διαβιβάσουν τα συγχαρητήρια του στον άλλοτε μέραρχο.
Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη σύγκρουση του διπλού πολέμου 1940-1941. Τα ελληνικά όπλα θα έπαυαν πια να βροντάνε. Ο εχθρός, ασυγκράτητος τώρα κατέβαινε, κλαδωνόταν σ' όλη τη χώρα, την τύλιγε σφιχτά στα πλοκάμια της Κατοχής.
* * *
Με τρόπο αριστοτεχνικό είχε γίνει η απαγκίστρωση στην Αλβανία, όμως αυτό δεν εμπόδιζε από εκεί και κάτω, στον δρόμο για πίσω, να σημειωθεί ο μεγάλος κλονισμός του ηθικού.
Μονομιάς, έτσι κι άφησαν τις προχωρημένες τους θέσεις, εκεί που τους κρατούσε «επί σκοπόν» ένα φοβερό τέντωμα, έσπασαν. Είχανε φτάσει στο μη περαιτέρω της ανθρώπινης αντοχής, ίσαμε χτες τούς συνείχε το φρόνημα της νίκης' τώρα πάει κι αυτό, έσβησε. Σκοτεινά, συλλογίστηκαν πως αφού τούτο το χώμα, το πληρωμένο ακριβά, χανόταν, αφού ο άλλος εχθρός, ο πανίσχυρος, προχωρούσε τώρα στο εσωτερικό της χώρας κι όπου νάναι, αργά ή γρήγορα, θα φαινόταν κι εδώ, δεν είχε κανένα νόημα να περιμένουν. Η ιδέα πως μπορούσαν να πέσουν αιχμάλωτοι στα•χέρια των Ιταλών , προδομένοι, τους αναστάτωνε.
Μονομιάς, έτσι κι άφησαν τις προχωρημένες τους θέσεις, εκεί που τους κρατούσε «επί σκοπόν» ένα φοβερό τέντωμα, έσπασαν. Είχανε φτάσει στο μη περαιτέρω της ανθρώπινης αντοχής, ίσαμε χτες τούς συνείχε το φρόνημα της νίκης' τώρα πάει κι αυτό, έσβησε. Σκοτεινά, συλλογίστηκαν πως αφού τούτο το χώμα, το πληρωμένο ακριβά, χανόταν, αφού ο άλλος εχθρός, ο πανίσχυρος, προχωρούσε τώρα στο εσωτερικό της χώρας κι όπου νάναι, αργά ή γρήγορα, θα φαινόταν κι εδώ, δεν είχε κανένα νόημα να περιμένουν. Η ιδέα πως μπορούσαν να πέσουν αιχμάλωτοι στα•χέρια των Ιταλών , προδομένοι, τους αναστάτωνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου