(Προηγούμενο)
Τα γεγονότα όμως εξελίσσονταν τώρα με ρυθμό όλο και πιο γοργό. Πρωί της 10ης Απριλίου οι γερμανικές δυνάμεις συναντώνται με τις ιταλικές σε γιουγκοσλαβικό έδαφος. Πανηγυρίζουν. Το ΧΧΧΧ γερμανικό Θωρακισμένο Σώμα Στρατού, που αποτελείται από την 9η Θωρακισμένη Μεραρχία, την 73η Μεραρχία Πεζικού και τη Σωματοφυλακή SS «Αδόλφος Χίτλερ», κατεβαίνοντας από το Μοναστήρι, ζυγώνει' οι γερμανικές εμπροσθοφυλακές έρχονται σ επαφή με τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στην τοποθεσία Βεύη-Κλειδί. Η παρατημένη Φλώρινα περνάει στα χέρια του εχθρού. Οι Γερμανοί ετοιμάζονται να παραβιάσουν την αμυντική τοποθεσία στα στενά του Κλειδιού και γι' αυτό τον σκοπό συγκροτούν τρεις «ομάδες επιθέσεως»: μία στο αριστερό τους με κατεύθυνση την Κέλλη, μία στο κέντρο τους προς Βεύη-Κλειδί κι απώτερα Κοζάνη, μία στο δεξί τους προς το Ξυνό Νερό, αυτήν για να προχωρήσει στ' αριστερό και στα νώτα των Άγγλων.
0 καιρός ήταν άσχημος, βασίλευε ακόμα εδώ ο χειμώνας. Τη νύχτα είχε χιονίσει, έκανε κρύο τσουχτερό, τα βουνά γύρω πυργώνονταν άσπρα. Στις 11 Απριλίου, η πίεση των Γερμανών γίνεται πολύ αισθητή. Το πυροβολικό τους χτυπάει τις ελληνικές θέσεις από τη Βεύη, ενώ τα ελαφρά όπλα και των δύο αντιπάλων ανταλλάσσουν πυρά. Κοντά το σούρουπο, ο εχθρός κάνει μιαν επίθεση σημειώνει πρόοδο αργή αλλά σταθερή. Στον τομέα της Μεραρχίας Ιππικού, στο Πισοδέρι, η γερμανική επίθεση αποκρούστηκε.
Τη νύχτα ο καιρός χειροτέρεψε, έπεσε νέο χιόνι. Στους δρόμους της Αλβανίας, στη μεγάλη δημοσιά από Αργυρόκαστρο σε Κακαβιά, από Αλβανία σ' Ελλάδα, ακουγόταν όλη νύχτα κύλισμα βαρύ, λαχανιασμένο, τρακτέρ που σέρνουν πυροβόλα του βαρέος και κατεβαίνουν προς τα πίσω, προς τα σύνορα. Η μεγάλη υποχώρηση άρχιζε λίγο λίγο. Η διαταγή θα δοθεί με τηλεφώνημα του Γενικού Στρατηγείου στις δύο διοικήσεις, το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, στις 12 Απριλίου το πρωί. Το τέντωμα προς τον βορρά, τ' όνειρο του στρατού της νίκης, έπαιρνε τέλος.
Το ΤΣΔΜ με τις τρεις από τις τέσσερις μεραρχίες του, ξεκινούσε για τον Αλιάκμονα, ενώ η XVI Μεραρχία θα έπιανε τα στενά του Κιάφε Κιάριτ, σε συνδυασμό με την I, για να καλύψουν τη σύμπτυξη του ΤΣΗ. Της Στρατιάς Ηπείρου η σύμπτυξη, με άξονα την κοιλάδα του Δρίνου, θ' άρχιζε τη νύχτα της 13ης προς 14ης.
0 καιρός ήταν άσχημος, βασίλευε ακόμα εδώ ο χειμώνας. Τη νύχτα είχε χιονίσει, έκανε κρύο τσουχτερό, τα βουνά γύρω πυργώνονταν άσπρα. Στις 11 Απριλίου, η πίεση των Γερμανών γίνεται πολύ αισθητή. Το πυροβολικό τους χτυπάει τις ελληνικές θέσεις από τη Βεύη, ενώ τα ελαφρά όπλα και των δύο αντιπάλων ανταλλάσσουν πυρά. Κοντά το σούρουπο, ο εχθρός κάνει μιαν επίθεση σημειώνει πρόοδο αργή αλλά σταθερή. Στον τομέα της Μεραρχίας Ιππικού, στο Πισοδέρι, η γερμανική επίθεση αποκρούστηκε.
Τη νύχτα ο καιρός χειροτέρεψε, έπεσε νέο χιόνι. Στους δρόμους της Αλβανίας, στη μεγάλη δημοσιά από Αργυρόκαστρο σε Κακαβιά, από Αλβανία σ' Ελλάδα, ακουγόταν όλη νύχτα κύλισμα βαρύ, λαχανιασμένο, τρακτέρ που σέρνουν πυροβόλα του βαρέος και κατεβαίνουν προς τα πίσω, προς τα σύνορα. Η μεγάλη υποχώρηση άρχιζε λίγο λίγο. Η διαταγή θα δοθεί με τηλεφώνημα του Γενικού Στρατηγείου στις δύο διοικήσεις, το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, στις 12 Απριλίου το πρωί. Το τέντωμα προς τον βορρά, τ' όνειρο του στρατού της νίκης, έπαιρνε τέλος.
Το ΤΣΔΜ με τις τρεις από τις τέσσερις μεραρχίες του, ξεκινούσε για τον Αλιάκμονα, ενώ η XVI Μεραρχία θα έπιανε τα στενά του Κιάφε Κιάριτ, σε συνδυασμό με την I, για να καλύψουν τη σύμπτυξη του ΤΣΗ. Της Στρατιάς Ηπείρου η σύμπτυξη, με άξονα την κοιλάδα του Δρίνου, θ' άρχιζε τη νύχτα της 13ης προς 14ης.
***
Πρωί, ώρα οχτώμισι της 12ης Απριλίου, το χιόνι κόπασε για μια στιγμή στο Κλειδί και τότε οι Γερμανοί ξεκίνησαν. Είχανε βάλει μπρος τα SS, μονάδα του στρατού τους διαλεχτή, σκληρή. Προχώρησαν αργά, βαριά, σε πυκνούς σχηματισμούς, αδιάφοροι για τη μεγάλη φθορά που τους γινόταν. Τους υπεστήριζε πυροβολικό, όλμοι και πολυβόλα.
Έρχονταν από τις δύο πλευρές του δρόμου, καταπάνω στις θέσεις των Αγγλων, ιδιαίτερα στο ευαίσθητο σημείο ανάμεσα στο Τάγμα Ανιχνευτών και στο 2/8 αυστραλιανό Τάγμα. Η μάχη είχε κορώσει. Μ' επιμονή και ακαμψία τα SS προχωρούσαν, πέφτανε, συνέχιζαν, ώσπου κατά τις έντεκα το πρωί, κατόρθωσαν να μπούνε σφήνα στο άκρο αριστερό των Αυστραλών. Μια διμοιρία του 2/8 είχε εξουδετερωθεί εντελώς, δεν γλίτωσαν παρά μόνον έξι της άντρες.
Το Τάγμα των Ανιχνευτών είχε χάσει κάθε σύνδεσμο με τους δεξιά του Αυστραλούς, νόμισε πως είχαν υποχωρήσει. Κάτω από την αλύγιστη πίεση των Γερμανών, αναγκάστηκε κι αυτό να πισωπλατίσει κατά τον σιδηροδρομικό σταθμό του Κλειδιού, για ν' αναδιοργανωθεί. Αλλες ομάδες του στο μεταξύ αποκόπηκαν,χάθηκαν, οι απώλειες μεγάλωναν ολοένα. Βάλανε τους οπλοπολυβολητές οπισθοφυλακή, να καλύψουν την υποχώρηση, και πήρανε ό,τι μεταφορικό μέσο βρέθηκε πρόχειρο, τράβηξαν πίσω, για το Αμύνταιο, Από τα έξι αντιαρματικά πυροβόλα, τα πέντε είχανε μείνει στα χέρια του εχθρού.
Τ' απόγεμα, οι Αυστραλοί του 2/8 είδανε πως είχαν απομείνει μόνοι τους ν' αντιστέκονται και κινδυνεύουν να κυκλωθούν. Σκέφτηκαν περί του πρακτέου. Οι επικεφαλής των λόχων τους συγκεντρώθηκαν στον Σταθμό Διοικήσεως του τάγματος, απεφάσισαν ν' αποσυρθούν από το πεδίο της μάχης την ίδια εκείνη νύχτα, καθώς όμως γύριζαν πίσω στους λόχους τους, βρέθηκαν μπροστά σ' επίθεση από γερμανικά άρματα μάχης και πεζικό. Ώσπου ν' αντιδράσουν, ώσπου να οργανώσουν την άμυνα τους, τ' άρματα είχανε προχωρήσει βαθιά μέσα στις γραμμές, λόχοι ολόκληροι διαλύονταν. Δημιουργήθηκε σύγχυση, άρχιζε εδώ, εκεί, η φυγή. Οι Αυστραλοί άφηναν το υλικό τους εκεί που βρισκόταν, χάμου, άφηναν τα όπλα τους κι έφευγαν εξαντλημένοι από το ασυνήθιστο γι' αυτούς κρύο, τις τρεις νύχτες αγρύπνια. Στ' αριστερά, το 24ο Τάγμα, που είχε χάσει κάθε επαφή με τη διοίκηση, γιατί τα τηλεφωνικά καλώδια είχαν κοπεί, γλίτωσε με τρόπο ανέλπιστο, βοηθημένο από το σκοτάδι. Δυτικότερα ακόμα, ήταν τα ελληνικά τμήματα, η XII Ταξιαρχία. Οι Γερμανοί εξόρμησαν τις απογευματινές ώρες, τα απώθησαν ύστερα από αγώνα και μπήκανε στον Αετό.
Έτσι, οι βόρειες δυνάμεις του Συγκροτήματος W, υπό τον στρατηγό Μακέυ, έχασαν τη μάχη και την τοποθεσία του Κλειδιού, πράγμα που επετάχυνε την κατάρρευση όλου του μετώπο.
Το Τάγμα των Ανιχνευτών είχε χάσει κάθε σύνδεσμο με τους δεξιά του Αυστραλούς, νόμισε πως είχαν υποχωρήσει. Κάτω από την αλύγιστη πίεση των Γερμανών, αναγκάστηκε κι αυτό να πισωπλατίσει κατά τον σιδηροδρομικό σταθμό του Κλειδιού, για ν' αναδιοργανωθεί. Αλλες ομάδες του στο μεταξύ αποκόπηκαν,χάθηκαν, οι απώλειες μεγάλωναν ολοένα. Βάλανε τους οπλοπολυβολητές οπισθοφυλακή, να καλύψουν την υποχώρηση, και πήρανε ό,τι μεταφορικό μέσο βρέθηκε πρόχειρο, τράβηξαν πίσω, για το Αμύνταιο, Από τα έξι αντιαρματικά πυροβόλα, τα πέντε είχανε μείνει στα χέρια του εχθρού.
Τ' απόγεμα, οι Αυστραλοί του 2/8 είδανε πως είχαν απομείνει μόνοι τους ν' αντιστέκονται και κινδυνεύουν να κυκλωθούν. Σκέφτηκαν περί του πρακτέου. Οι επικεφαλής των λόχων τους συγκεντρώθηκαν στον Σταθμό Διοικήσεως του τάγματος, απεφάσισαν ν' αποσυρθούν από το πεδίο της μάχης την ίδια εκείνη νύχτα, καθώς όμως γύριζαν πίσω στους λόχους τους, βρέθηκαν μπροστά σ' επίθεση από γερμανικά άρματα μάχης και πεζικό. Ώσπου ν' αντιδράσουν, ώσπου να οργανώσουν την άμυνα τους, τ' άρματα είχανε προχωρήσει βαθιά μέσα στις γραμμές, λόχοι ολόκληροι διαλύονταν. Δημιουργήθηκε σύγχυση, άρχιζε εδώ, εκεί, η φυγή. Οι Αυστραλοί άφηναν το υλικό τους εκεί που βρισκόταν, χάμου, άφηναν τα όπλα τους κι έφευγαν εξαντλημένοι από το ασυνήθιστο γι' αυτούς κρύο, τις τρεις νύχτες αγρύπνια. Στ' αριστερά, το 24ο Τάγμα, που είχε χάσει κάθε επαφή με τη διοίκηση, γιατί τα τηλεφωνικά καλώδια είχαν κοπεί, γλίτωσε με τρόπο ανέλπιστο, βοηθημένο από το σκοτάδι. Δυτικότερα ακόμα, ήταν τα ελληνικά τμήματα, η XII Ταξιαρχία. Οι Γερμανοί εξόρμησαν τις απογευματινές ώρες, τα απώθησαν ύστερα από αγώνα και μπήκανε στον Αετό.
Έτσι, οι βόρειες δυνάμεις του Συγκροτήματος W, υπό τον στρατηγό Μακέυ, έχασαν τη μάχη και την τοποθεσία του Κλειδιού, πράγμα που επετάχυνε την κατάρρευση όλου του μετώπο.
Στο δεξί της Μεραρχίας Ιππικού, η XXI ελληνική Ταξιαρχία, με ξέσκεπο τώρα το πλευρό της, χτυπήθηκε από τον εχθρό αιφνιδιαστικά και ρίχτηκε πίσω στα βόρεια υψώματα της Κλεισούρας. Οι Μεραρχίες XII και XX, που είχαν διαταχθεί από τη διοίκηση ακριβώς του Συγκροτήματος W να εγκαταλείψουν το Βέρμιο και να μετακινηθούν σε νέες θέσεις προς τα δυτικά, βρέθηκαν ξαφνικά εκτεθειμένες. Η υποχώρηση τους γινόταν, έτσι κι αλλιώς με αδιάκοπες, ξεθεωτικές πορείες, ενώ οι χιονοθύελλες έδερναν το Βέρμιο. Η ήττα των Άγγλων στο Κλειδί ανάγκασε τώρα τα τμήματα της XX Μεραρχίας να πέσουν νοτιότερα, γιατί ο δρόμος απο Αμύνταιο σε Αετό κι από εκεί στα στενά της Κλεισούρας είχε μείνει στο έλεος των Γερμανών. Αλλά ούτε και οι συνθήκες για μιαν αντίσταση στην Κλεισούρα έμοιαζαν ευνοϊκές. Οι δύο ελληνικές μεραρχίες, που κατόρθωσαν τέλος να φτάσουν εκεί, δεν ήταν πια σε κατάσταση αξιόμαχη. Η XX είχε μετακινηθεί με πορείες νυ χτερινές και με μέσα πρωτόγονα, βοϊδάμαξες, και τ' αποτέλεσμα ήταν να χάσει στον δρόμο τη συνοχή της καθώς και το βαρύ της οπλισμό. Η XII ήταν εξαρχής συγκροτημένη από στοιχεία παράταιρα, στρατιώτες του πυροβολικού, πεζοναύτες, πολιτοφύλακες, τραυματίες του Αλβανικού Μετώπου, Οθωμανούς, μεγάλες ηλικίες που είχαν ξεσηκωθεί όπως όπως για την άμυνα της Θράκης. Η μετακίνηση τους τώρα, σε κατεύθυνση αντίθετη από εκείνην όπου βρισκόταν ο τόπος τους, το θέαμα των τμημάτων που περνούσαν από τις γραμμές τους διαλελυμένα, τα αγγλικά μηχανοκίνητα που έφευγαν, οι διαδόσεις από πράκτορες της γερμανικής προπαγάνδας πως ο αγώνας είναι μάταιος στο εξής, γιατί έχουν χαθεί τα πάντα, το σφυροκόπημα από τη γερμανική αεροπορία, τα ογδόντα χιλιόμετρα που έκαναν με τα πόδια, όλ' αυτά μαζί τους είχαν τσακίσει το ηθικό. Έφτασαν στην Κλεισούρα μπουλούκια μπουλούκια, όχι πια συντεταγμένα τμήματα, και χωρίς τρόφιμα, χωρίς πυροβόλα, μ' ελάχιστα πυρομαχικά.
* * *
Τις μετακινήσεις τους αυτές από το Βέρμιο στα δυτικά, καθώς και τη σύμπτυξη γενικά από το Κλειδί, είχε αναλάβει να τα καλύψει η 1η βρετανική Θωρακισμένη Ταξιαρχία και οι άλλες δυνάμεις του στρατηγού Μακέυ. Οι Γερμανοί δεν άφησαν να χαθεί χρόνος: κατεδίωξαν από κοντά τους Βρετανούς. Τους χτύπησανστον Σωτήρα, χαράματα της 13ης άνοιξε η μάχη και το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο ταξίαρχος Τσάριγκτον διέταξε υποχώρηση. Δεν έπρεπε να επιμείνει περισσότερο, γιατί η αποστολή της ταξιαρχίας του ήταν μονάχα επιβραδυντική.
Από τον Σωτήρα στην επόμενη αμυντική τοποθεσία, το Προάστειο, η απόσταση είναι κάπου είκοσι χιλιόμετρα' οι Γερμανοί τα διέτρεξαν γρήγορα. Έβαλαν μπροστά τ' άρματα μάχης, από ψηλά τα Στούκας, και ρίχτηκαν στους Βρετανούς. Η μάχη που επακολούθησε κράτησε ως το σούρουπο, για να εξελιχθεί στο τέλος σε αρματομαχία. Ήταν η πρώτη και τελευταία του είδους αυτού στο Ελληνικό Μέτωπο. Ένας Άγγλος αντισυνταγματάρχης την περιγράφει με χρώματα ζωηρά:
«Ήτανε» -λέει- «ωραία εικόνα. Τα άρματα μάχης και τα οχήματα ζωσμένα από φλόγες, τα τροχιοδεικτικά βλήματα των 47 και των 50 χιλιοστομέτρων, τα τροχιοδεικτικά των πολυβόλων Μπρεν, οι λάμψεις από πυροβόλα και τουφέκια και οι εκρήξεις των βλημάτων συνδυάζονταν με τις τελευταίες φωτιές του ήλιου που βασίλευε πάνω στο σκοτεινό όγκο των βουνών».
Η σύμπτυξη των βρετανικών δυνάμεων έγινε επιδέξια, πίσω από προπέτασμα καπνού. Έτσι, το Ελληνικό Μέτωπο, ύστερα από τα αναχρονιστικά μέσα των Βαλκανικών Πολέμων, που ο ελληνικός στρατός χρησιμοποίησε για να πολεμήσει τους Ιταλούς, έβλεπε τώρα τα πιο εξελιγμένα και σύγχρονα του Δυτικού Μετώπου. Η παγκόσμια σύρραξη, με το φοβερό της ύφος, έκανε την πανηγυρική της εμφάνιση και στην ελληνική γη.
* * *
Ερχόταν τώρα η σειρά των στενών της Κλεισούρας. Ήταν αδύνατο φυσικά να κρατηθούν από ελληνικά τμήματα με την ελαττωματική σύνθεση και τη μειωμένη μαχητικότητα των τμημάτων της XX Μεραρχίας. Κράτησαν τους Γερμανούς, ωστόσο, κάπου είκοσι ώρες, σε μια μάχη απελπισμένη κι άνιση. Και πάλι εδώ, όρθρο βαθύ, καθώς είχε αρχίσει η επίθεση των Γερμανών, οι Έλληνες στρατιώτες έβλεπαν σαστισμένοι τα τροχιοδεικτικά βλήματα του εχθρικού πυροβολικού ν' αυλακώνουν με γλώσσες φωτιάς τον ουρανό, τα προπετάσματα καπνού να κυλιούνται βαριά πάνω στο πεδίο της μάχης, κρύβοντας στα σπλάχνα τους μυριάδες στόμια που σάίτευαν φωτιά, θέριζαν. Ένα μετά το άλλο παίρνονται από τους Γερμανούς τα υψώματα της τοποθεσίας. Το ελληνικό πεζικό πολεμάει με τα ατομικά του τουφέκια και τα οπλοπολυβόλα του 1915, δίχως αεροπορία, δίχως αντιαρματικά.
Αλλά η κατάληψη της Κλεισούρας από τους Γερμανούς ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Τώρα ο δρόμος προς την Καστοριά, τα Γρεβενά, έμενε ανοιχτός. Οι δυνάμεις του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, που είχαν αρχίσει τη σύμπτυξη τους στην Αλβανία από το βράδυ της 12ης Απριλίου και βάδιζαν τώρα στη δημοσιά Καστοριά-Γρεβενά, βρίσκονταν εκτεθειμένες στους Γερμανούς που ζύγωναν. Αλλά και βαθύτερα, κινδύνευαν τα νώτα του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου, αφού τίποτα δεν θα εμπόδιζε πια τους Γερμανούς να προχωρήσουν προς την Καλαμπάκα, το Μέτσοβο, τα Γιάννινα. Ολάκερη έτσι η Στρατιά της Αλβανίας, η στρατιά της νίκης, κινδύνευε μ' αιχμαλωσία. Από εικοσιτετράωρο σε εικοσιτετράωρο θα βρισκόταν μεταξύ δύο πυρών.
Κι αρχίζει η κατάρρευση, πρώτα των δύο μεραρχιών του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας. Σε υποχώρηση αδιάκοπη μπροστά σ' έναν εχθρό υπέρτερο, με το ηθικό δηλητηριασμένο από τη συναίσθηση της ανημπόριας, την ανισότητα σε μέσα, την κακουχία, με τη συνοχή των τμημάτων τους όλο και να χάνεται, το βασίλεμα κάθε ελπίδας, οι μονάδες αυτές φυραίνουν αισθητά, λιώνουν σαν κομμάτια πάγος πλάι σε φλόγα. Λόχοι ολόκληροι διαλύονται, τμήματα χάνουν την επαφή μεταξύ τους, βρίσκονται χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό, τα μέσα διαβιβάσεων είναι χιμαιρικά, ούτε τηλεφωνικά καλώδια προφταίνουν να τοποθετηθούν. Οι Αγγλοι, που καθώς φαίνεται βρίσκανε στο εξής κάθε αντίδραση περιττή, αφήνουν τα στενά της Σιάτιστας και φεύγουν. Είναι ο αέρας της καταστροφής που, όταν αρχίσει να φυσάει, δεν αντικρατιέται με τίποτα, δυναμώνει από στιγμή σε στιγμή, γυρίζει σε θύελλα. Μέσα στο ταραγμένο χνώτο της ο καθένας νιώθει πως έγινε ένα τίποτα, θρύμμα από άχυρο.
Από τα μεσάνυχτα της 14ης Απριλίου, το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας είχε πάψει πια να εκπληρώνει την αποστολή του, την κάλυψη του στρατού της Αλβανίας από ανατολικά. Ο διοικητής του ΤΣΚΜ (υποστράτηγος Χρ. Καράσσος) διέταξε σύμπτυξη στη δυτική όχθη του Αλιάκμονος. Αλλά κι εκεί η διαρροή συνεχιζόταν. Δεν υπήρχε πια ούτε ένα οργανωμένο τμήμα ικανό ν' αναλάβει μιαν οποιανδήποτε αποστολή. Τη διάλυση και τη σύγχυση της αποκορύφωνε η κατάσταση που επικρατούσε στον δρόμο προς τα μετόπισθεν, στη δημοσιά Γρεβενά -Καλαμπάκα.
Ήτανε ξέχειλη από φυγάδες, Έλληνες και Γιουγκοσλάβους πρόσφυγες, που φεύγανε μέσα στη νύχτα να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Είχε βρέξει, η λάσπη τούς βάραινε τα πόδια. Αυτοκίνητα σταματημένα, μπερδεμένα μεταξύ τους τόσο που να πήζουν, να φράζουν τη διάβαση, στρατιώτες και πολίτες, γυναικόπαιδα, βοϊδάμαξες, Άγγλοι, χωριάτες, γέροι, κάποια συντεταγμένα ακόμα στρατιωτικά τμήματα, όλος αυτός ο ανθρώπινος πολτός φώναζε κι ανάβραζε, βούιζε και στριμωχνόταν. Οι οδηγοί βρίζονταν μεταξύ τους, δέρνονταν, οι γυναίκες σκλήριζαν, τα παιδιά κλαίγανε, ξεφώνιζαν.
Κι όλους τους παλάβωνε η σκέψη της αυγής, το ξημέρωμα που θα έφτανε από πάνω και η εχθρική αεροπορία.
Έφτασε. Αρχισε τους πολυβολισμούς, τα σφυρίγματα, τις βουτιές. Ο δρόμος ήταν στενός, φιδωτός, με όχτους ψηλούς, τον έφραζαν τώρα και οι χτυπημένοι που σωριάζονταν, οι άλλοι που πέφτανε τσαλαπατημένοι. Στον πανικό είχε προστεθεί η σφαγή. Κι όλο αυτό το χοχλαστικό ανθρωπολόι γινόταν βουρκονέρι πηγμένο από ψυχές, ιδρώτες, λάσπες, αίματα.
(Επόμενο)
* * *
Τις μετακινήσεις τους αυτές από το Βέρμιο στα δυτικά, καθώς και τη σύμπτυξη γενικά από το Κλειδί, είχε αναλάβει να τα καλύψει η 1η βρετανική Θωρακισμένη Ταξιαρχία και οι άλλες δυνάμεις του στρατηγού Μακέυ. Οι Γερμανοί δεν άφησαν να χαθεί χρόνος: κατεδίωξαν από κοντά τους Βρετανούς. Τους χτύπησανστον Σωτήρα, χαράματα της 13ης άνοιξε η μάχη και το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο ταξίαρχος Τσάριγκτον διέταξε υποχώρηση. Δεν έπρεπε να επιμείνει περισσότερο, γιατί η αποστολή της ταξιαρχίας του ήταν μονάχα επιβραδυντική.
Από τον Σωτήρα στην επόμενη αμυντική τοποθεσία, το Προάστειο, η απόσταση είναι κάπου είκοσι χιλιόμετρα' οι Γερμανοί τα διέτρεξαν γρήγορα. Έβαλαν μπροστά τ' άρματα μάχης, από ψηλά τα Στούκας, και ρίχτηκαν στους Βρετανούς. Η μάχη που επακολούθησε κράτησε ως το σούρουπο, για να εξελιχθεί στο τέλος σε αρματομαχία. Ήταν η πρώτη και τελευταία του είδους αυτού στο Ελληνικό Μέτωπο. Ένας Άγγλος αντισυνταγματάρχης την περιγράφει με χρώματα ζωηρά:
«Ήτανε» -λέει- «ωραία εικόνα. Τα άρματα μάχης και τα οχήματα ζωσμένα από φλόγες, τα τροχιοδεικτικά βλήματα των 47 και των 50 χιλιοστομέτρων, τα τροχιοδεικτικά των πολυβόλων Μπρεν, οι λάμψεις από πυροβόλα και τουφέκια και οι εκρήξεις των βλημάτων συνδυάζονταν με τις τελευταίες φωτιές του ήλιου που βασίλευε πάνω στο σκοτεινό όγκο των βουνών».
Η σύμπτυξη των βρετανικών δυνάμεων έγινε επιδέξια, πίσω από προπέτασμα καπνού. Έτσι, το Ελληνικό Μέτωπο, ύστερα από τα αναχρονιστικά μέσα των Βαλκανικών Πολέμων, που ο ελληνικός στρατός χρησιμοποίησε για να πολεμήσει τους Ιταλούς, έβλεπε τώρα τα πιο εξελιγμένα και σύγχρονα του Δυτικού Μετώπου. Η παγκόσμια σύρραξη, με το φοβερό της ύφος, έκανε την πανηγυρική της εμφάνιση και στην ελληνική γη.
* * *
Ερχόταν τώρα η σειρά των στενών της Κλεισούρας. Ήταν αδύνατο φυσικά να κρατηθούν από ελληνικά τμήματα με την ελαττωματική σύνθεση και τη μειωμένη μαχητικότητα των τμημάτων της XX Μεραρχίας. Κράτησαν τους Γερμανούς, ωστόσο, κάπου είκοσι ώρες, σε μια μάχη απελπισμένη κι άνιση. Και πάλι εδώ, όρθρο βαθύ, καθώς είχε αρχίσει η επίθεση των Γερμανών, οι Έλληνες στρατιώτες έβλεπαν σαστισμένοι τα τροχιοδεικτικά βλήματα του εχθρικού πυροβολικού ν' αυλακώνουν με γλώσσες φωτιάς τον ουρανό, τα προπετάσματα καπνού να κυλιούνται βαριά πάνω στο πεδίο της μάχης, κρύβοντας στα σπλάχνα τους μυριάδες στόμια που σάίτευαν φωτιά, θέριζαν. Ένα μετά το άλλο παίρνονται από τους Γερμανούς τα υψώματα της τοποθεσίας. Το ελληνικό πεζικό πολεμάει με τα ατομικά του τουφέκια και τα οπλοπολυβόλα του 1915, δίχως αεροπορία, δίχως αντιαρματικά.
Αλλά η κατάληψη της Κλεισούρας από τους Γερμανούς ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Τώρα ο δρόμος προς την Καστοριά, τα Γρεβενά, έμενε ανοιχτός. Οι δυνάμεις του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, που είχαν αρχίσει τη σύμπτυξη τους στην Αλβανία από το βράδυ της 12ης Απριλίου και βάδιζαν τώρα στη δημοσιά Καστοριά-Γρεβενά, βρίσκονταν εκτεθειμένες στους Γερμανούς που ζύγωναν. Αλλά και βαθύτερα, κινδύνευαν τα νώτα του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου, αφού τίποτα δεν θα εμπόδιζε πια τους Γερμανούς να προχωρήσουν προς την Καλαμπάκα, το Μέτσοβο, τα Γιάννινα. Ολάκερη έτσι η Στρατιά της Αλβανίας, η στρατιά της νίκης, κινδύνευε μ' αιχμαλωσία. Από εικοσιτετράωρο σε εικοσιτετράωρο θα βρισκόταν μεταξύ δύο πυρών.
Κι αρχίζει η κατάρρευση, πρώτα των δύο μεραρχιών του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας. Σε υποχώρηση αδιάκοπη μπροστά σ' έναν εχθρό υπέρτερο, με το ηθικό δηλητηριασμένο από τη συναίσθηση της ανημπόριας, την ανισότητα σε μέσα, την κακουχία, με τη συνοχή των τμημάτων τους όλο και να χάνεται, το βασίλεμα κάθε ελπίδας, οι μονάδες αυτές φυραίνουν αισθητά, λιώνουν σαν κομμάτια πάγος πλάι σε φλόγα. Λόχοι ολόκληροι διαλύονται, τμήματα χάνουν την επαφή μεταξύ τους, βρίσκονται χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό, τα μέσα διαβιβάσεων είναι χιμαιρικά, ούτε τηλεφωνικά καλώδια προφταίνουν να τοποθετηθούν. Οι Αγγλοι, που καθώς φαίνεται βρίσκανε στο εξής κάθε αντίδραση περιττή, αφήνουν τα στενά της Σιάτιστας και φεύγουν. Είναι ο αέρας της καταστροφής που, όταν αρχίσει να φυσάει, δεν αντικρατιέται με τίποτα, δυναμώνει από στιγμή σε στιγμή, γυρίζει σε θύελλα. Μέσα στο ταραγμένο χνώτο της ο καθένας νιώθει πως έγινε ένα τίποτα, θρύμμα από άχυρο.
Από τα μεσάνυχτα της 14ης Απριλίου, το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας είχε πάψει πια να εκπληρώνει την αποστολή του, την κάλυψη του στρατού της Αλβανίας από ανατολικά. Ο διοικητής του ΤΣΚΜ (υποστράτηγος Χρ. Καράσσος) διέταξε σύμπτυξη στη δυτική όχθη του Αλιάκμονος. Αλλά κι εκεί η διαρροή συνεχιζόταν. Δεν υπήρχε πια ούτε ένα οργανωμένο τμήμα ικανό ν' αναλάβει μιαν οποιανδήποτε αποστολή. Τη διάλυση και τη σύγχυση της αποκορύφωνε η κατάσταση που επικρατούσε στον δρόμο προς τα μετόπισθεν, στη δημοσιά Γρεβενά -Καλαμπάκα.
Ήτανε ξέχειλη από φυγάδες, Έλληνες και Γιουγκοσλάβους πρόσφυγες, που φεύγανε μέσα στη νύχτα να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Είχε βρέξει, η λάσπη τούς βάραινε τα πόδια. Αυτοκίνητα σταματημένα, μπερδεμένα μεταξύ τους τόσο που να πήζουν, να φράζουν τη διάβαση, στρατιώτες και πολίτες, γυναικόπαιδα, βοϊδάμαξες, Άγγλοι, χωριάτες, γέροι, κάποια συντεταγμένα ακόμα στρατιωτικά τμήματα, όλος αυτός ο ανθρώπινος πολτός φώναζε κι ανάβραζε, βούιζε και στριμωχνόταν. Οι οδηγοί βρίζονταν μεταξύ τους, δέρνονταν, οι γυναίκες σκλήριζαν, τα παιδιά κλαίγανε, ξεφώνιζαν.
Κι όλους τους παλάβωνε η σκέψη της αυγής, το ξημέρωμα που θα έφτανε από πάνω και η εχθρική αεροπορία.
Έφτασε. Αρχισε τους πολυβολισμούς, τα σφυρίγματα, τις βουτιές. Ο δρόμος ήταν στενός, φιδωτός, με όχτους ψηλούς, τον έφραζαν τώρα και οι χτυπημένοι που σωριάζονταν, οι άλλοι που πέφτανε τσαλαπατημένοι. Στον πανικό είχε προστεθεί η σφαγή. Κι όλο αυτό το χοχλαστικό ανθρωπολόι γινόταν βουρκονέρι πηγμένο από ψυχές, ιδρώτες, λάσπες, αίματα.
(Επόμενο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου