Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

LOST COMMAND

Πολύ καλή ταινία που κυκλοφόρησε στα 1966 βασισμένη στο μυθιστόρημα του Jean Larteguy "The Centurians" με τον Anthony Quinn στο ρόλο του ατίθασου και θερμοκέφαλου Αντισυνταγματάρχη Raspeguy , πίσω από τον οποίο δεν δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ανακαλύψει κανείς, έστω και φευγαλέα χαρακτηριστικά, της προσωπικότητας και της καριέρας  ενός  στρατιώτη, θρύλου του Γαλλικού Στρατού , του Συνταγματάρχη Μarcel Bigeard 
Χρονική αφετηρία της  ταινίας είναι η  7 Μαΐου 1954 στη διάρκεια της οποίας καταγράφονται οι  τελευταίες ώρες  αντίστασης των γαλλικών στρατευμάτων στην οχυρωμένη περιοχή του Dien Bien Phu στην Ινδοκίνα.  Στον αέρα ένα γαλλικό αεροπλάνο υπερίπταται της μάχης και ρίχνει, τους τελευταίους αλεξιπτωτιστές που μεταφέρει, μέσα σε μια κόλαση φωτιάς. Ένας ακόμα νεκρός , ο ταγματάρχης de Clairefons , επικεφαλής της ομάδας των τελευταίων εθελοντων αλεξιπτωτιστών προστίθεται στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων μιας αιματοχυσίας , δίχως νόημα πλέον. Η μάχη  ουσιαστικά, έχει φτάσει στο τέλος της .Στη διάρκεια της νύχτας τα όπλα σιωπούν , παύει παντού κάθε αντίσταση και οι τελευταίοι υπερασπιστές ,  παραδίδονται με τάξη.
Στις  8 Μαΐου ο εχθρός αδιαμφισβήτητος  νικητής του πεδίου της μάχης κρατά στα χέρια του  11,721 αιχμαλώτους  από τους οποίους οι τραυματίες ξεπερνούν το 1/3.
Ανάμεσα τους ο Raspeguy, ο Λοχαγός Boisfeuras (τον οποίο υποδύεται έξοχα ο Maurice Ronet) ο διανοούμενος πολεμιστής Λοχαγός Phillipe Esclavier (Alain Delon) ο Υπολοχαγός Mahidi (George Segal) , ο Υπολοχαγός Merle (Maurice Sarfati) και οι υπαξιωματικοί Orsini (Jean-Claude Bercq) και Verte( Syl Lamont ) 
Για όλους αρχίζει  μια ακόμα  δυσκολότερη περίοδος δοκιμασίας, η ζωή του αιχμάλωτου   στα διάφορα στρατόπεδα του Βορρά. 
Στο μεταξύ οι πολιτικοί αναλαμβάνουν να πετύχουν εκεί που απέτυχαν οι στρατιωτικοί. Οι συνομιλίες της Γενεύης οδηγούν  στο τερματισμό του πολέμου και ο 17ος παράλληλος αναλαμβάνει να διχοτομήσει μια  περιοχή σε βόρειο και νότιο τμήμα.  
Με το τερματισμό του πολέμου ξεκινά η διαδικασία ανταλλαγής αιχμαλώτων  . Οι ήρωες της ιστορίας μας απελευθερώνονται και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής για τη Πατρίδα. 
Πριν το πλοίο που τους μεταφέρει φτάσει στη Μασσαλία  ρίχνει πρώτα άγκυρα στο   Αλγέρι . 
Στις 31 Οκτωβρίου , την  ίδια ακριβώς ημέρα που οι τελευταίοι Γάλλοι στρατιώτες εγκαταλείπουν οριστικά   την Ινδοκίνα από το λιμάνι της  Χαιφόνγκ,  ένας καινούριος πόλεμος ξεσπά,  σε μια άλλη γαλλική κτίση :στην Αλγερία.  Οι Άραβες ζητούν την ανεξαρτησία της χώρας τους και καταφεύγουν στα όπλα. Οι έποικοι και οι εταιρείες γαλλικών συμφερόντων γίνονται στόχοι των ανταρτών, το αίμα αρχίζει να κυλά ανεξέλεγκτα. Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να επανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης με μια ισχυρή στρατιωτική παρουσία και είναι διατεθειμένη -τουλάχιστον έτσι δείχνει -να  επιβάλει τη τάξη, ακόμα και με τη βία αν χρειαστεί. Την ώρα που το πλοίο που μεταφέρει το Raspeguy και τους άνδρες του στο λιμάνι του Αλγερίου η πόλη , σκοτεινή  και φοβισμένη βρίσκεται ήδη σε κατάσταση πολιορκίας. Ο  αραβικής καταγωγής Υπολοχαγός Mahidi αποχαιρετά τους συντρόφους του και αποβιβάζεται για να περάσει λίγες ημέρες αδείας με την οικογένειά του . Στη προβλήτα έκπληκτος πληροφορείται ότι υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας, ότι οι δρόμοι είναι  επικίνδυνοι για κάποιο που φορά στολή με τα γαλλικά χρώματα  και κατά συνέπεια, όποια  μετακίνησή του στη πόλη πρέπει να γίνει με τη συνοδεία στρατιωτικής περιπόλου.
Πάνω στο καράβι ,ένα τηλεγράφημα, αναστατώνει το Αντισυνταγματάρχη και το γεμίζει με  απόγνωση. Δίχως ιδιαίτερες ευγένειας τον πληροφορούν  αρμοδίως ότι το   Σύνταγμά του διαλύεται . Αυτό πρακτικά σημαίνει καθεστώς υποχρεωτικής αποστρατείας. 
Ο Συνταγματάρχης νοιώθει αδικημένος , διαβλέπει πίσω από όλα αυτά , μεθοδεύσεις του Στρατηγού  Melies (jean Servais) ο οποίος -κατά την άποψή του- τον αντιπαθεί  και σε κάθε ευκαιρία του δημιουργεί προβλήματα. 
Ο  Esclavier  επισκέπτεται το Συνταγματάρχη στη καμπίνα του  λίγο αργότερα  και  πληροφορείται τα άσχημα νέα από πρώτο χέρι. Προσπαθεί να  τονώσει, το πεσμένο ηθικό του ανωτέρου του και τον διαβεβαιώνει ότι τίποτα δεν έχει ακόμα κριθεί οριστικά. Ο   αδικοχαμένος ταγματάρχης de Clairefons (που άδικα ο Συνταγματάρχης θεωρούσε το μάτι και το αυτί του Στρατηγού Melies)   έχει αφήσει πίσω στο Παρίσι μια χήρα γυναίκα η οποία  προέρχεται από παλιά αριστοκρατική οικογένεια με μεγάλη επιρροή και ισχυρές γνωριμίες στους στρατιωτικούς και πολιτικούς κύκλους. Ο ίδιος γνωρίζει προσωπικά τη Κόμισσα  Natalie de Clairefons (Michèle Morgan ) και πιστεύει ότι έχει το τρόπο να της αποσπάσει μια υπόσχεση βοήθειας για τη περίπτωσή του.  Εκφράζει επιπλέον την άποψη  ότι  μια επίσκεψη του ίδιου στη Κόμισσα  για να της εκφράσει και προσωπικά τα συλλυπητήριά του,  θα βοηθούσε επίσης πολύ.
Ο Raspeguy δυσκολεύεται να καταλάβει.

-Από πότε οι γυναίκες ανακατεύονται στα θέματα του στρατού;"
-Πολύ πιο πριν επιτραπεί στους  χωριάτες  να γίνουν αξιωματικοί." είναι η απάντηση 
 
Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι ο Esclavier έχει δίκαιο. Η Κόμισσα Natalie de Clairefons , που υποκύπτει κάποια στιγμή στη γοητεία του Συνταγματάρχη δέχεται να βοηθήσει μιλώντας απ ευθείας σε ένα θείο της κ. De Guyot (Jean-Paul Moulinot) υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείου . Παρά τους όποιους ενδοιασμούς, των ανωτέρων του ο Συνταγματάρχη   Raspeguy γίνεται δεκτός από το κ De Guyot  . Ο διάλογος απολαυστικός αποκαλύπτει τη ποιότητα της ψυχοσύνθεσης του  άνδρα.

-Όταν η ανιψιά μου μου ζήτησε να σε δω, ήξερα ήδη το όνομά σου.
-Ευχαριστώ. Εξαιρετική η κυρία Κόμισσα.
-Μας απασχολεί ιδιαίτερα στο Υπουργείο  αν σου παραχωρηθεί  εκ νέου η Διοίκηση  ή σου ζητηθεί να παραιτηθείς.
-Δεν θα παραιτηθώ ποτέ κύριε.
-Δικό σου θέμα ... Έχω να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις  Ανεπισήμως φυσικά. Παρακαλώ κάθισε.
-Ευχαριστώ  προτιμώ όρθιος Μου έμεινε συνήθεια  από τότε που ήμουν βοσκός. 
-Ο Στρατηγός Melies  ανέφερε ότι παράκουσες τις διαταγές του  στο Ντιεν Μπιεν Φου.
-Αρκετές φορές .Τη πρώτη φορά  για να επανακαταλάβω ένα λόφο . Τη δεύτερη φορά.....
-Μη συνεχίζεις...Άρα ο Στρατηγός Melies   έχει δίκιο.
-Μάλιστα αλλά το καταλάβαμε το λόφο.... 
-Μετά φαίνεται πως είχες προβλήματα  στο στρατόπεδο απελευθέρωσης  στην Ινδοκίνα.
-Ήθελα να προστατεύσω  την αξιοπρέπεια των ανδρών μου. Επρόκειτο να μας απολυμάνουν  λες και ήμασταν πρόβατα .
-Κατάλαβα  Υπάρχει και μια καταγγελία  από το τελωνείο .Είναι αλήθεια ότι συνήργησες σε λαθρεμπόριο στα σύνορα;
-Ναι κύριε. Είναι παράδοση  στο χωριό και στην οικογένειά μου . Στη διάρκεια του β Παγκοσμίου πολέμου φυγαδεύαμε  Γάλλους στρατιώτες.
-Τότε οι κατηγορίες εναντίον σου αληθεύουν....
-Μάλιστα.
-Υπέρ σου έχεις μόνο μια αναφορά από το λοχαγό  Esclavier τον ιστορικό της Μεραρχίας. Σ΄αυτήν αναφέρεται με κολακευτικά λόγια  για σένα  και το μακαρίτη σύζυγο της ανιψιάς μου.
-Ο   Esclavier είναι εξαίρετος επιστήμων.
-Και αυστηρός μάλιστα.
-Δεν γίνεται να δεχθούμε όσα λέει για το ταγματάρχη  de Clairefons χωρίς να δεχθούμε  εξ ίσου όσα αναφέρει για το Raspeguy
   
Με τη δέσμευση να μη παρακούσει άλλη φορά εντολές ανωτέρων, του δίδεται μια ακόμη ευκαιρία . Αυτή τη φορά, και λόγω των περιστάσεων  του αναθέτουν  τη Διοίκηση του 10ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών που ήδη βρίσκεται στην Αλγερία και στελεχώνεται σταδιακά με ότι πιο άχρηστο διαθέτουν οι άλλες μονάδες, που  δεν έχουν άλλο καλύτερο τρόπο να  ξεφορτωθούν. Αποστολή του Συντάγματος είναι να καταστείλει την εξέγερση των Ανταρτών και να επαναφέρει τη προηγούμενη ηρεμία και ομαλότητα στη χώρα..
Για μια ακόμη φορά  ο Raspeguy, Συνταγματάρχης πλέον,  καταφεύγει στη βοήθεια των έμπιστων  βετεράνων  του. Τους ζητά να αναλάβουν την εκπαίδευση των ανδρών με βάση τα διδάγματα και τις εμπειρίες της Ινδοκίνας.  Από το προσκλητήριο των αξιωματικών  ,στο μπαρ του Verte, του παλιού  λοχία, ο μόνος που απουσιάζει είναι  ο Υπολοχαγός Mahidi. Όλοι υποψιάζονται το λόγο της απουσίας του και όλοι κατά βάθος εύχονται να  το συναντήσουν μια μέρα εκεί στη Πατρίδα του. 

Στο μεταξύ η εκπαίδευση στο στρατόπεδο Foch ξεκινά με γρήγορους ρυθμούς ,οι ασκήσεις γίνονται με πραγματικά πυρά  και η πειθαρχία είναι υποδειγματική.
Αν στη περίπτωση της Ινδοκίνας ο αγώνας του Raspeguy και των αξιωματικών του ήταν αγώνας στατικός , εδώ στην Αλγερία μετατρέπεται σε πόλεμο κινήσεων. Αντίθετος  με την άποψη των αποίκων που για ευνόητους λόγους υιοθετεί η τοπική ηγεσία , αντίθετος για μια ακόμη φορά με την άποψη του Στρατηγού Μέλις ότι το Σύνταγμα οφείλει να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα, ο  Raspeguy χαράζει τη δική του στρατηγική.  Οι ζωές και οι περιουσίες των πολιτών δεν μπορούν να προστατευτούν  με αστυνομικά μέτρα από τη στιγμή που οι ανταρτικές ομάδες με το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού δρουν ανενόχλητες και μετά χάνονται στην έρημο. Η ανάγκη να εξολοθρευτούν μέσα από ευρείας εκτάσεως επιχειρήσεις και να καταστραφούν τα κέντρα ανεφοδιασμού τους είναι επιτακτική παρά ποτέ.
 Αν καταφέρουν και τις εκμηδενίσουν τότε η  πέμπτη φάλαγγα που δρα στις πόλεις μοιραία  θα ατονίσει και θα διαλυθεί.
Από πολύ νωρίς γίνεται κατανοητό ότι ο πόλεμος γίνεται   με αντίπαλο  ένα εχθρό αόρατο. Πρόκειται για ένα  ένα πόλεμο  που δεν έχει γραμμή μετώπου , μετόπισθεν , ένα πόλεμο όπου ο θάνατος παραμονεύει παντού. Αυτόν ακριβώς  το πόλεμο, παρά τις όποιες προσπάθειες του Raspeguy, η Γαλλία τον διεξάγει  δίχως πεποίθηση.
 Αυτό είναι το γενικό περίγραμμα μέσα στο οποίο δίνεται μια μάχη που φαντάζει άνιση. Και οι δύο πλευρές προσπαθούν να διευρύνουν την επιρροή τους πότε με τη βία , τις απειλές και πότε με δελεαστικά κίνητρα . Στη τρομοκρατία του εχθρού αντιπαρατίθεται μια άλλη νόμιμη τρομοκρατία εξ ίσου άγρια. Πράκτορες της μιας και της άλλης πλευράς διακινδυνεύουν καθημερινά τη ζωή τους σε ένα πρακτικά ακήρυχτο πόλεμο. Έρευνες στα σπίτια και προσαγωγές υπόπτων μέσα στη νύχτα, κουκουλοφόροι καταδότες στα υπόγεια  της αστυνομίας να δακτυλοδείχνουν συνεργάτες του εχθρού, εκρήξεις βομβών, πράξεις αντεκδίκησης με άρωμα συναλλαγής και διαφθοράς. Οι φήμες για φρικτά βασανιστήρια που υποβάλλονται στους Αυγερινούς για να κάμψουν το φρόνημά τους πληθαίνουν .Υποψιασμένοι οι Γάλλοι πίσω από τη Μεσόγειο αναρωτιούνται αν υπάρχει τελικά Γκεστάπο στην Αλγερία. 
Για το Συνταγματάρχη Raspeguy (όπως και για το Bigeard που αποκαλούσε τους ακτιβιστές του  FLN  "πρωτόγονους",και  τα βασανιστήρια  "ένα αναγκαίο κακό .") όλες  του οι προσπάθειες συγκλίνουν στην εκτέλεση της αποστολής που του έχουν αναθέσει. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει πολλά και ανυπέρβλητα. Ο πόλεμος είναι πολύ διαφορετικός από ότι περίμενε. Αντί για αντάρτες απόλεμους συναντά   μαχητές καλά οπλισμένους κατά πολύ περισσότεροι σε αριθμό απ' ότι αρχικά οι τοπικές αρχές του είχαν δώσει να καταλάβει.
Συνταγματάρχη Μarcel Bigeard
Οι αντάρτες καταφέρνουν να παρασύρουν  σε παγίδα μια μικρή ομάδα με αλεξιπτωτιστές τους οποίους και εκτελούν με  με βάρβαρο τρόπο. Ανάμεσα στα πτώματα και εκείνο του  Υπολοχαγού Merle. Η δράση φέρνει αντίδραση  και τα αντίποινα γίνονται σκληρότερα ακόμα. Πολλαπλασιάζονται οι έρευνες κατ οι οίκον προσαγωγές, Οι ανακρίσεις και τα βασανιστήρια για την απόσπαση ομολογίας είναι πια στην ημερήσια διάταξη.
 Από την αναμέτρηση αυτή δεν λείπουν οι  γυναίκες. Κάπου 11.000 από αυτές,  σύμφωνα με τα γαλλικά αρχεία,  θα πάρουν ενεργό μέρος υπερασπιζόμενες άλλες τη μία και άλλες  την άλλη πλευρά.Μια από αυτές είναι και ηAicha (Claudia Cardinale) αδελφή του αντάρτη Πατριώτη Mahidi
Αυτό το κλίμα της τρομοκρατίας, σε συνδυασμό με την αδυναμία επίτευξης μιας σοβαρής πολεμικής επιτυχίας  μεταφέρεται από διάφορους δρόμους στο Παρίσι  προκαλώντας αρνητικά σχόλια και αποτροπιασμό. Μια απόφαση εν θερμώ καλεί πίσω στη Γαλλία το Συνταγματάρχη να απολογηθεί  για όσα  διαδίδονται σε βάρος της διοίκησής του.

Ο χρόνος είναι εναντίον του. Όμως η τύχη ξαφνικά, δείχνει να του χαμογελά. Ένας  από τους υπόπτους "λυγίζει" στη διάρκεια της ανάκρισης στην οποία υποβάλλεται από το Boisfeuras και ομολογεί ότι ανάμεσά στους συλληφθέντες βρίσκεται η αδελφή του Mahidi , η  Aicha (Claudia Cardinale) η οποία φέρεται να  έχει σημαντικό ρόλο στην αντίσταση. Η Aicha εεντοπίζεται, ανακρίνεται με τη σειρά της και ομολογεί το μέρος που κρύβεται ο αδελφός της. Ζητά σαν αντάλλαγμα από τους παλιούς του συντρόφους να μη το σκοτώσουν και το αίτημά της φαίνεται να γίνεται αποδεκτό. 
Ισχυρή δύναμη υπό τις διαταγές του ίδιου του Raspeguy κατευθύνεται αμέσως προς τη περιοχή που τους έχει υποδειχθεί.

 Η καταδίωξη παίρνει ακραίες μορφές. Για χάρη του σκοπού όλα επιτρέπονται. Αληθοφανείς σκηνές μάχης, πλούσια εφέ Ο σύντροφος της Ινδοκίνας , ο Υπολοχαγός Mahidi, κυκλωμένος τελικά  στη κορυφή ενός λόφου με τους αντάρτες πανικόβλητους πλέον να τρέχουν σε κάθε κατεύθυνση δίνει απελπισμένο αγώνα. Πρώτος το προσεγγίζει ο  Λοχαγός Boisfeuras . Αντιμέτωπος με το παλιό του σύντροφο τον  εκτελεί με μία ριπή. Στα ματια τουEsclavier η αψυχολόγητη ενέργεια του Boisfeuras φαντάζει σαν μια στιγνή δολοφονία . Από εκείνη τη στιγμή και μετά, πολλά πράγματα και αξίες αναθεωρούνται μέσα του. Νοιώθει ότι τίποτε πια δεν το συνδέει με τους παλιούς του συντρόφους.
 Με το Mahidi  νεκρό και τους αντάρτες αποδεκατισμένους ο Raspeguy μπορεί να αναπνεύσει ανακουφισμένος.  Αντί να πάει αυτός στη Γαλλία για να απολογηθεί, η επίσημη Γαλλία φτάνει στο Στρατόπεδο Foch για να τον τιμήσει. Η ταινία τελειώνει με τους επισήμους να παρακολουθούν τη τελετή της παρασημοφόρησης . Ο Phillipe Esclavier αρνούμενος να υπηρετήσει  ένα στρατό με ιδέες τόσο διαφορετικές τελικά από τις δικές του  , ντυμένος πλέον με πολιτικά ρούχα ,  εγκαταλείπει το στρατόπεδο πριν ακόμα ολοκληρωθεί η τελετή .  Δίπλα  από τη πύλη του στρατοπέδου εργάτες υπό τη καθοδήγηση αστυνομικών οργάνων σβήνουν από το τοίχο   ένα σύνθημα γραμμένο με μπογιά . Την ίδια ώρα  λίγα μέτρα παρακάτω σε έναν άλλο τοίχο δύο αραβόπουλα γράφουν με μπογιά  τη λέξη- σύνθημα: Ανεξαρτησία..


Σχετικό: 
ΣΤΕΦΕΝ ΓΟΥΕΜΠ: ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΕΣ Επίλεκτοι αλλά επικίνδυνοι.

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

MARC MARCEAU: LA NUIT DES COLONELS



Malaparte est dépassé, les théoriciens de la violence devront être relus à la lumière de cette nouvelle expérience, dans la technique du coup d'Etat, que fut la nuit des colonels. La vérité est que cette image très évocatrice n'est pas tout à fait exacte. La Junte militaire qui lança ses dés dans la nuit du 21 avril 1967, n'était pas seulement composée de colonels et lieutenants-colo­nels, mais d'officiers allant du grade de capitaine à ceux donnant droit à cinq galons. Le nombre exact de ces officiers et leur identification demeurent inconnus. Ce qui illustre bien l'hermétique secret qui protégea leur conspiration et qui, finalement, leur permit de réussir.
Des trois conditions essentielles à la réussite d'un coup d'Etat, deux étaient remplies : l'existence d'un climat psychologique émollient, la résolution d'un petit groupe bien décidé à risquer le tout pour le tout, et même à affronter l'aube glaciale des exécutions qui salue ceux qui échouent. Restait la troisième des conditions : l'occasion, la possibilité de frapper, le moment venu, à l'endroit voulu.
Etant bien entendu que de ces trois conditions essentielles c'est la quatrième qui est toujours la plus décisive : la chance. Le plus petit grain de sable dans la plus belle des mécaniques, le plus petit imprévu et c'est l'échec. La chance ne sourit-elle pas aux audacieux ? Et l'histoire n'est-elle pas faite par des minorités énergiques, fanatiques, voire illuminées ? De toute façon, cette nuit du 21 avril 1967, la Fortune n'avait pas de bandeau sur les yeux et sourit à ceux qui pouvaient tout aussi bien se retrouver au pouvoir que devant un peloton d'exécution.
Nous avons vu que, contrairement à juillet-août 1965, où la colère populaire et les réactions de l'opinion rendaient difficile et aléatoire toute tentative de dictature, en ce début de 1967, le climat psychologique général n'était pas de ceux qui provoquent un indigné : « Pas possible ! » mais plutôt de ceux qui expliquent un consterné : « Cela devait arriver. »
D'autre part, il existait dans l'armée, mais aussi dans les autres armes, parmi des officiers n'appartenant pas à cette aristocratie légitime, si souvent formée par les généraux et les officiers supérieurs issus des classes sociales les plus favorisées, un groupe bien décidé à en finir avec un ordre politique considéré comme périmé. Ces officiers se trouvaient conditionnés par le même processus psychologique qui marqua si profondément notre officier imaginaire, Jean Costakos.
Pour pouvoir réussir, ce groupe ne pouvait être que très peu nombreux, fermé comme une huître, étranger à tout effort de prosélytisme et surtout sans aucun contact avec les milieux politiques, même d'extrême-droite. L'affaire Aspida avait dégagé une leçon fondamentale : tout groupe militaire en liaison avec des politiciens ne pouvait prétendre au minimum de clandestinité indispensable pour poursuivre une action plus ou moins révolutionnaire. La grande force de la Junte fut que d'une part elle eut pour chefs des officiers spécialistes des réseaux clandestins et de l'action psychologique, comme les colonels Papadopoulos et Makarezos et que, d'autre part, elle tria d'une façon drastique, sans la moindre considération sentimentale ou affective, les officiers engagés dans son action. Tant il demeure vrai que la victoire ne sourit pas aux gros bataillons mais à la petite unité, assez téméraire pour braver les lois de la logique et du rapport des forces.
De subtiles et épaisses cloisons étanches isolèrent la Junte des milieux politiques toujours prêts à trop bavarder, mais aussi de chefs militaires qui, fidèles à la Couronne, envisageaient une autre forme de dictature.
La Junte, la vraie, ne croit pas à la « solution royale », ne veut pas d'un « husseinisme» à la grecque, ni d'un gouvernement à la Hassan II. Elle estime que le monde politique, dans tout son éventail, a fait faillite et qu'une dictature militaire ne doit pas viser à sauver un ordre politique et social responsable du chaos et de l'affaissement de l'Etat. Pour la Junte, un coup de force doit provoquer un renouveau politique, moral et social. Elle pense qu'il est impossible de redresser un bossu.
Résolue à passer à Faction, elle attend que se présente l'indispensable occasion, et l'occasion se présente.


Tout d'abord, l'annuel Marathon de la Paix devait avoir lieu le dimanche 16 avril. Il fut interdit par le gouvernement Canellopoulos et ses organisateurs avaient décidé son ajournement. Entre-temps, les forces de la région militaire de l'Attique et des Iles avaient été renforcées. Des unités avaient été transférées de Thèbes, de Larissa et des îles de l'Egée dans la région de la capitale. Ces transferts avaient été décidés en vue du Marathon de la Paix et avant que son ajournement ne fût rendu public par ses organisateurs.
Dans les jours précédant le putsch, le ministre de la Défense nationale, Panayoti Papaligouras, avait réuni au Pentagone, à Athènes, une commission présidée par le général Spandidakis, chef d'Etat-Major général de PArmée, chargée de régler des problèmes de promotion. Cette commission comprenait ces généraux :
Dionysos Arbousis, sous-chef d'Etat-Major général de l'armée.
Georges Andriotis, sous-chef adjoint de l'Etat-Major général de l'armée.
Vassili Marandos, inspecteur de l'armée.
Georges Zoitakis, commandant le IIIe corps d'armée à Salonique.
Constantin Kallias, commandant le Ier corps d'armée à Verria.
Jean Manetas, commandant le IIe corps d'armée à Kozani.
Jean Katsadimas, commandant le groupe de corps d'armées dont l'état-major était à Larissa.
Christo Papadatos, commandant la région militaire de l'Attique et des îles.
Odysseus Anghelis, sous-chef de l'Etat-Major général de la Défense nationale.
L'amiral Afgheris, chef de l'Etat-Major général de la Défense nationale, membre de la commission, ne participa pas à ses travaux.
Tout comme les leaders politiques se penchaient sur le casse-tête chinois de la composition des listes électorales, à Athènes, les chefs militaires se débattaient dans le labyrinthe des tableaux d'avancement.
La discipline constituant la force principale des armées, et la peur des responsabilités, le manque d'initiative se trouvant aussi fort dans les cadres militaires que dans les administrations publiques, l'armée, privée de ses chefs, pouvait difficilement réagir et contrer un putsch mené par un groupe de ses officiers.
Techniquement, le coup d'Etat ne pouvait se faire que pendant la présence à Athènes des chefs militaires grecs. L'action devait être déclenchée dans la nuit du 21 avril. Qu'un ou plusieurs généraux rejoignent leurs postes de commandement et tout était remis en question.

L'occasion existe. Il s'agit dès lors de frapper, avec la rapidité de la foudre, le seul endroit permettant de déclencher le putsch : le Pentagone.
Tout le plan de la Junte repose en effet sur l'application « arbitraire » d'une opération présentée sous divers noms relevant de la mythologie et dont nous ne retiendrons que celui de Prométhée. Il s'agit d'une sorte de plan Z, mis au point avec les services de l'Otan, adapté aux conditions particulières à chaque pays membre de l'Alliance atlantique et périodiquement révisé. Pour ce qui est de la Grèce, il semble que le plan Prométhée fut révisé à Paris, en 1964, lors d'une conférence militaire de l'Otan.
Ce plan prévoit les mesures à prendre pour neutraliser une action subversive, une tentative de révolution, des troubles provoqués par les communistes et leurs éventuels alliés. Etant donné la confusion et l'agitation qui régnaient en Grèce, le déclenchement de ce plan ne pouvait étonner ou surprendre ceux qui furent invités à l'appliquer. Seulement, toute l'opération, minu­tieusement réglée par les chefs de la Junte ne pouvait réussir que si:
— les blindés participaient à l'action ;
— le Pentagone était occupé.


N'appartenant pas à la Junte, le brigadier Stylianos Pattakos qui commandait l'Ecole d'application des blindés constituait la clé du succès ou de l'échec de tout coup de force militaire. Rallié au putsch, il lui assurait la redoutable et irrésistible puissance de ses chars. Dans le cas contraire, l'affaire se compliquait dangereusement pour les conjurés qui auraient dû soit neutraliser le brigadier Pattakos, soit subir l'écrasante réaction de ses unités.
Le brigadier Pattakos se laissa convaincre, harangua ses tankistes et les lança à la conquête de la capitale.
Rassurés, les chefs de la Junte n'avaient plus qu'à occuper le Pentagone. Il suffit d'un petit commando pour escalader les murs et les grilles du ministère de la Défense nationale, pour désarmer la garde et permettre l'occupation des bureaux et locaux d'où devaient, obligatoirement, partir les ordres déclenchant le plan Prométhée.
Un peu après minuit, cette partie de l'opération était terminée.
Le roi étant tenu à l'écart et dans l'ignorance de l'opération en cours, le putsch, pour réussir et sur­tout être suivi par les unités militaires qui ne se doutaient de rien, avait besoin tout d'abord d'un aval sur le plan militaire, puis d'une légitimation a pos­teriori. Le général Spandidakis, qui habitait à cent mètres du Pentagone, devait avaliser l'opération et, plus tard, le roi devait couvrir, ou faire couvrir, le coup d'Etat.
Placé devant le fait accompli, se rendant compte que les putschistes étaient décidés à aller jusqu'au bout, le général Spandidakis auquel la présidence du nouveau gouvernement avait été offerte, décida de participer au coup d'Etat. Dès ce moment, la couverture était assurée. Quand diverses unités, alertées par les ordres envoyés du Pentagone, demandèrent par radiophonie et l'intermédiaire du puissant poste de l' état-major du IIIe corps de Salonique, confirmation des instructions reçues, le général Spandidakis répondit lui-même aux questions posées. Il confirma les ordres donnés, apportant ainsi toute son autorité au coup d'Etat. Dans l'impossibilité de contacter le roi ou des membres du gouvernement, l'appareil militaire et policier mis en route ne pouvait que s'en tenir aux ordres émanant du Pentagone.


Convoqués, sous le prétexte d'une réunion urgente et exceptionnelle, au Pentagone, et conduits en jeeps au siège de la révolution militaire, les généraux qui se trouvaient à Athènes se virent exposer les raisons, les motifs et les objectifs du coup d'Etat.
L'amiral Afgheris ayant été arrêté parmi les tout premiers, les généraux Andriotis, Arbousis, Kotsadimas et Papadatos qui s'en tenaient à un ordre formel, signé ou verbal, du roi, se virent neutralisés et consignés dans des bureaux du Pentagone. En revanche, après quelques hésitations, le général Zoitakis, autre clé de la réussite ou de l'échec du mouvement, car commandant l'important IIIe corps d'armée de Salo­nique, se laissa finalement convaincre par le général Spandidakis et s'envola, afin de rejoindre son poste.
Certains évoquent le dialogue suivant entre un général et les chefs du putsch :
— D'accord, je marche avec vous, mais seulement si vous réussissez votre coup à Athènes.
— Entendu. Et si nous échouons, tu viendras nous fusiller, lui fut-il répondu.
Le général Spandidakis couvrant et patronnant le coup d'Etat, le brigadier Pattakos jetant dans la balance le poids de ses blindés, tout ne devait plus revenir qu'à une rude opération de police.
Les conjurés disposaient des tanks de Goudi et de Haidari, des commandos, les fameux Lok et de quelques unités d'infanterie triées sur le volet. Dès que le général Spandidakis couvrit l'opération, ils devaient disposer de la police militaire, des forces de police, de la police des ports, des gardes-frontières et des unités stationnées en province.
Il fallut neutraliser les evzones. Ces majestueux soldats qui constituaient la garde royale — une garde qui somnolait aux barrières du Louvre —, et qui posent si gentiment devant les touristes étrangers, furent cueillis dans leurs lits. De même, l'école des cadets, les evelpides, fut neutralisée par un commando de Lok, puis ralliée au mouvement.
D'autre part, alors que les blindés du brigadier Pattakos occupaient les positions stratégiques prévues par le plan Prométhée, les commandos s'emparaient des installations radiophoniques et des télécommunications. Depuis cinquante ans, le téléphone et le télé­graphe, puis la radio, constituent de redoutables obstacles à un coup d'Etat. Il convenait donc de les neutraliser, ce qui fut réalisé sans difficulté.
La préfecture de police étant occupée et collaborant, il ne restait plus qu'à quadriller la ville, boucler les sorties, contrôler les grands axes routiers, fermer les postes frontières. A trois heures du matin, tout était terminé.
La marine, surtout en Crète et à la base de Skaramanga, étant divisée, l'aviation, en dépit de quelques éléments participant au putsch, demeurant sur la réserve, ces deux armes furent mises hors d'état d'intervenir.
Une unité de chars, commandée par le frère du colonel Papadopoulos, avait isolé le roi dans son palais de Tatoï.

L'arrestation et la neutralisation des adversaires politiques, des ministres pouvant, comme le tenta Georges Rhallis, diriger une contre-action, et des gradés qui se refusaient à appuyer le coup d'Etat ne posèrent pas de problèmes. Brouillant les cartes afin de dérouter la population et tous ceux qui auraient pu réagir, les putschistes dosèrent très habilement les arrestations. Celles du secrétaire du roi, du président du Conseil et des ministres de la Défense nationale, de l'ordre public et de l'Intérieur, tous des personnalités de premier plan du camp nationaliste, avaient de quoi plonger la Grèce entière dans un abîme de réflexions.

Vers 8 h 30, le roi, qui s'était rendu au Pentagone, se trouva face aux militaires révoltés. De longues et âpres discussions devaient conduire, vers 16 heures, à la formule de compromis que représenta le gouvernement, en majorité composé de civils et présidé par un magistrat, Constantin Kollias.
Le coup était joué.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ: ΣΤΗΝ ΑΗΤΟΦΩΛΗΑ ΤΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

 Ξεκινάμε από το μοναστήρι του Μαχαιρά για ένα προσκύνημα. Να επισκεφθούμε την αδειανή αετοφωληά του Αυξεντίου.
– Είναι μακρυά από 'δώ; ρωτάω έναν νεαρό καλόγερο.
– Ένα τέταρτο...
Και μου δείχνει το κατηφορικό μονοπάτι. Το τεταρτάκι παίρνει απίθανες προεκτάσεις, το αγροτικό δρομάκι ανάμεσα στους άγριους θάμνους αποτελείται από θρυμματισμένους
κοφτερούς σχιστόλιθους που δυναστεύουν την αθηναϊκή υπόδηση. Κατόπι παύει να υπάρχει.
– Εδώ κοντά είναι, μας πληροφορεί πολύ επίκαιρα μια συντροφιά Κυπριώτες που γύριζαν από το μέρος.
Κουβέντες ακούγονταν από τη δασωμένη κατηφοριά χωρίς να βλέπω κανέναν. Είταν η παρέα των φίλων που είχε φτάσει κιόλας. Προσέχτε, φώναξαν. Είναι γλιστερό το πέρασμα.
Κατέβηκα κρατημένος από τα κλωνιά των θάμνων και βρέθηκα κοντά στους φίλους που προηγήθηκαν.
– Που είναι; ρωτάω γιατί δε βλέπω τίποτα από τη σπηλιά.
Γύρω μου είναι άγριοι θάμνοι με τα κλωνιά τραυματισμένα από σφαίρες. Χάμου είναι σκορπισμένα μαραμένα στεφάνια δάφνης. Μερικά κρέμονται ξερά από τα κουτσουρεμένα
κλαδιά. Το αγεράκι τα σαλεύει και τρίζουν. Είναι πάλι η κατηφοριά, μια σάρα από τους σχιστόλιθους που κυλούν από το ψήλωμα. Είμαστε εδώ πάνω στη στέγη της αητοφωλιάς. Σ' ένα σημείο είναι ανοιγμένη. Βλέπει κανείς απ' αυτή την τρύπα τα χοντρά πουρναρόφυλλα που την υποστηρίζουν. Πάνω τους ακουμπούν λαμαρίνες, κι αυτές είναι σκεπασμένες με χώματα και πέτρες. Η σάρα που κυλά από πάνω τα κρύβει όλα. Η είσοδος στο καταφύγιο είναι ακόμα πιο χαμηλά στην επικίνδυνη κατηφοριά. Από την ανοιγμένη τρύπα της σκεπής σκύβοντας αντικρύζεις το σκοτεινό εσωτερικό της σπηλιάς. Στηριγμένο εκεί, ανάμεσα στις πέτρες, ένα μπουκέτο από φρέσκα μυριστικά λουλούδια, με φροντίδα τοποθετημένο όρθιο. Θάναι απ' τους
προσκυνητές του ιστορικού καταφυγίου που βρήκαμε στο μονοπάτι να επιστρέφουν στο μοναστήρι.
Αντίκρυ, από την άλλη πλευρά του βουνού, που τη χωρίζει η χαράδρα, είναι μερικά αμπελοχώραφα. Εκεί κατέβηκε το ελικόπτερο που έφερε τον προδότη και το απόσπασμα που
ενήργησε την επιχείρηση. Οι Εγγλέζοι αναπτύχθηκαν σ' αυτό το πρανές αντίκρυ στην είσοδο της σπηλιάς, και άρχισαν καταιγιστικά πυρά. Ο Αυξεντίου κατάλαβε πως δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής, διάταξε τους συντρόφους που πολεμούσαν μαζύ του να παραδοθούν για να μη σκοτωθούν άσκοπα. Βγήκαν αυτοί και ο Αυξεντίου απόμεινε μόνος στο μετερίζι του να θερίζει Εγγλέζους.
– Παραδόσου! του φώναξαν απ' αντίκρυ. Ρίξε τ' όπλο σου και παραδόσου!
Η απάντηση ήρθε από το νεαρό λιοντάρι –μόλις είχε κλείσει τα εικοσιεννιά του χρόνια– και είταν η γνωστή, η παλιά, η ιστορική:
– Μολών λαβέ!
Ο Αυξεντίου είχε πάρει την απόφασή του. Είταν η ίδια φωνή από τους Τρακόσιους του Λεωνίδα, από τους κλεισμένους στο χάνι της Γραβιάς, από τους Κρητικούς του μοναστηριού
του Αρκαδίου. Τα εγγλέζικα βλήματα, οι χειροβομβίδες, οι όλμοι, θέριζαν τον τόπο,  κομμάτιαζαν τους θάμνους. Ο Αυξεντίου μόνος, ψύχραιμος, εξακολουθούσε να σκοπεύει και να ρίχνει, και κανένα βόλι του δεν πήγαινε χαμένο. Δέκα ολόκληρες ώρες μάχη. Επική μονομαχία ενός Έλληνα με εβδομήντα εχθρούς. Τότες αυτοί σύρθηκαν από πάνω, άνοιξαν μια τρύπα στη στέγη, εκεί που είδαμε τα φρέσκα λουλούδια άδειασαν μέσα στο καταφύγιο έναν ντενεκέ μπενζίνα, έβαλαν φωτιά και έκαψαν ζωντανό τον απροσκύνητο πολεμιστή.
Τον προδότη τον πήρανε μαζύ τους, του πλήρωσαν τα τριάκοντα βδελυρά αργύρια –τιμήν αίματος– και τον έστειλαν, στην Κένυα μου είπαν οι Κύπριοι.
Αυτό είταν το τέλος του Γρηγόρη Αυξεντίου, του πρωτοπαλλήκαρου του Διγενή, του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ.
Σήμερα τα παλληκάρια, τα παιδιά και οι κοπέλλες της Κύπρου τραγουδούν σε αρματωλικό σκοπό το τραγούδι του Ζήδρου του σταυραητού, που άκουσα από τη χορωδία τους και στο μνημόσυνο που του έκαμαν μέσα στην εκκλησιά της Λύσης, της πατρίδας του ήρωος. Ζήδρος είταν το πολεμικό του ψευδώνυμο.
Στο πρόσωπό του η Κύπρος λατρεύει τώρα συμπυκνωμένη την παλληκαριά της ΕΟΚΑ. Της ΕΟΚΑ του Διγενή, που νίκησε την Αγγλική Αυτοκρατορία.
Χτες και προχτές οι συντρόφοι του φέρνουν και παραδίνουν στις εκκλησιές τα όπλα τους.
Απίθανα όπλα. Χιλιάδες βόμβες κατασκευασμένες από τους ίδιους πολεμιστές με πριονισμένους σιδηροσωλήνες, ολμοβόλα από λαμαρίνα, πιστόλια με την επιγραφή κατασκευή της ΕΟΚΑ, κανονάκια από μετάλλινους υδροσωλήνες, κυνηγετικά δίκαννα, νάρκες με επικρουστήρες σκεπασμένους με χρυσόχαρτα βγαλμένα από τσιγαροκούτια και λόφους από πυρομαχικά. Τα φέρνουν αυτοκίνητα με τον αριθμό τους σκεπασμένον από εφημερίδες. Τα παραδίνουν με τα μάτια θολά από τα δάκρυα, γιατί έτσι τους διέταξε ο Διγενής, παίρνουν την απόδειξη της παραλαβής και φεύγουν σιωπηλοί.
Τι είν' αυτό; ρωτάς έναν που παραδίνει ένα βαρύ σιδερικό κατασκευής ΕΟΚΑ.
– Κανόνι είναι, σου απαντά.
– Και πως δουλεύει;
Σε κυττάζει, δε σου απαντά και φεύγει.
Η ΕΟΚΑ έχει πολλά μυστικά που δεν τα αποκαλύπτει. Ίσως ποτές να μην τα αποκαλύψει.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ


PROGRAMMA POLITICO FUTURISTA
ITALIA sovrana assoluta. - La parola ITALIA deve dominare sulla parola LIBERTÀ.
Tutte le libertà, tranne quella di essere vigliacchi, pacifisti, anti-italiani.
Una più grande flotta e un più grande esercito; un popolo orgoglioso di essere italiano, per la Guerra, sola igiene del mondo e per la grandezza di un ' Italia Intensamente agricola, industriale e commerciale.
Difesa economica e educazione patriottica del  proletariato.
Politica estera cinica, astuta e aggressiva - Espansionismo coloniale - Liberismo.
Irredentismo - Panitalianismo - Primato dell'Italia.
Anticlericalismo e antisocialismo.
Culto del progresso e della velocità, dello sport, della forza  fìsica, del coraggio temerario, dell'eroismo e del pericolo, contro l'ossessione della cultura, l'insegnamento classico, il museo, la biblioteca e i ruderi. - Soppressione delle Accademie e dei Conservatorii.
Molte scuole pratiche di commercio, industria e agricoltura. - Molti istituti di educazione fìsica. - Ginnastica quotidiana nelle scuole. - Predominio della ginnastica sul libro.
Un minimo di professori, pochissimi avvocati, pochis­simi dottori, moltissimi agricoltori, ingegneri, chimici, meccanici e produttori di affari.
Esautorazione dei morti, dei vecchi e degli opportuni­sti, in favore dei giovani audaci.
Contro la monumentomania e l'ingerenza del Governo in materia d'arte.
Modernizzazione violenta delle città passatiste (Roma, Venezia, Firenze, ecc.).
Abolizione dell'industria del forestiero, umiliante ed aleatoria.
QUESTO PROGRAMMA VINCERA
                                                                 


Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΛΑΧΟΣ: Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



Σήμερον οι δημοκράται εορτάζουν την δεκάτην επέτειον της Δημοκρατίας των. Δια λόγους καθήκοντος, τάξεως και ευ­πρεπείας, αφού συζώμεν μαζί των, συνεορτάζομεν την επέτειον αυτήν και ημείς, οι μη δημοκράται. Λέγομεν: οι μη δημο­κράται. Αλλά τι είμεθα;... Βασιλόφρονες; Κάθε άλλο! Κάθε τι άλλο είμεθα παρά βασιλόφρονες, εν τη ειδική μάλι στα σημασία την οποίαν τελευταίως η λέξις απέκτησε εν Ελλάδι, άνθρωποι δηλαδή αγωνιζόμενοι υπέρ της παλινορθώσεως της παραιτηθείσης ελληνικής Δυναστείας και πιστεύοντες εις αυτήν ως εις μεταβολήν μέλλουσαν οπωσδήπο­τε να ωφελήση τον τόπον. Την μεταβο­λήν ταύτην, τώρα πλέον, ομολογούμεν και ημείς ότι δεν θα είχε δυνάμεις δια να την υποστή η Ελλάς και προσθέτως ότι, αν τυχόν κατηνάλισκε υπέρ αύτης τας όσας έχει δυνάμεις, θα τας κατηνάλισκε αδίκως και προς παλινόρθωσιν μιας κα­ταστάσεως η οποία πάντως θα ήτο εφή­μερος.

Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης κατά τον εορτασμόν της
 εγκαταστάσεως  της αβασιλεύτου  δημοκρατίας
.
Δεν είμεθα λοιπόν βασιλόφρονες τώρα πλέον αλλά, είτε διότι κάποτε κακώς και εις βάρος μας επεβλήθη η Δημοκρα­τία, είτε διότι είδομεν πενιχράν την απόδοσίν της, είτε διότι πιστεύομεν βοη­θούς και συμμάχους των αριστερών τας Δημοκρατίας, δεν είμεθα πιστοί, δεν είμεθα θερμοί, δεν είμεθα στρατευόμενοι δημοκράται. Και δια να είμεθα σαφέστε­ροι, λέγομεν ότι: Αν εξ ημών εξηρτάτο ν' αλλάξη αύριον πολίτευμα η Ελλάς και αν, εκτός της ιδικής μας διαθέσεως είχομεν πρόχειρον εδώ ένα Χίτλερ, ένα Μουσσολίνι, ένα Κεμάλ, θα ανετρέπομεν μετά χαράς την Δημοκρατίαν δια να την αντικαταστήσωμεν με ένα δικτάτορα, ισχυρόν, εθνικόφρονα, εμπνευσμένον, ο ο­ποίος, με τας δυνάμεις του και την πνοήν του, θα ηδύνατο να επαναφέρη την χώραν αυτήν εις τον δρόμον της ευτυχίας και της προόδου, εις τον οποίον ή δεν θα την επαναφέρουν ποτέ ή θ' αργήσουν προς τούτο, ο κοινοβουλευτισμός, η Δημο­κρατία, το Σύνταγμα και το δικαίωμα του καθ' ενός να διαπράττη εν ονόματι των «ελευθεριών» του λαού παν ό,τι θέ­λει εις βάρος του κράτους. Αφού όμως δεν υπάρχει δικτάτωρ, αφού της παραι­τηθείσης δυναστείας η παλινόρθωσις εί­ναι ασύμφορος, και αφού η Δημοκρατία αποτελεί καθεστώς παραδεδεγμένον και εκπροσωπούν τουλάχιστον την γαλήνην, δεν έχομεν καμμίαν αντίρρησιν να εορτάσωμεν μαζί της τα δέκα της έτη, κατά τα οποία —ας ομολογηθή— και να βλάψη και να ωφελήση υπήρξεν ανίκανος.



* * *



Η πρώτη δημοκρατική κυβέρνηση στην Ελλάδα.
Στις 12 Μαρτίου 1924 ο Α .Παπαναστασίου σχημάτισε κυβέρνηση
η οποία κατέλυσε τη Βασιλεία.....
Αν η αλήθεια είναι είδος πολύτιμον, ας μας επιτραπή να προσφέρωμεν εις την εορτάζουσαν μερικάς αληθείας. Και ιδού μία, πρώτη: Δεν υπήρξε τίποτε, δεν με­τέβαλε τίποτε, δεν εδημιούργησε τίποτε η Δημοκρατία εις την Ελλάδα. Αλλού, εκεί όπου επεβλήθησαν αι Δημοκρατίαι κατόπιν λαϊκών εξεγέρσεων ή στρατιω­τικών πραξικοπημάτων, ευθύς αμέσως εκ των κάτω, τα οποία έως τότε επίεζε το πολίτευμα, εκ των σπλάγχνων της χώ­ρας, εξεπήδησαν νέαι ιδέαι, νέοι άνθρω­ποι, νέαι τάσεις. Εδώ δεν εξεπήδησε τίποτε άλλο έκτος ενός καφενέ ο οποίος ωνομάσθη «Δημοκρατία» και έκλεισε ελλείψει πελατείας τας πύλας του. Δεν εξεπήδησε τίποτε, και τίποτε απολύτως δεν μετεβλήθη. Κατ' αρχάς ο ναύαρχος Κουντουριώτης και έπειτα ο κ. Α. Ζαΐ­μης, δύο σκιαί, διεδέχθησαν τον τελευταίον βασιλέα Γεώργιον, ο οποίος υπήρξε σκιά και αυτός, εστεμμένη. Τίμιος Έλλην, βασιλόφρων ή δημοκράτης, θα ήτο αδύνατον να μας αποδείξη ότι ο κ. Ζαΐμης δεν θα εδέχετο να πράξη τι το οποίον ο Γεώργιος έπραξεν ή ότι ο Γε­ώργιος δεν θα έπραττε ό,τι πράττει ο κ. Ζαΐμης. Βασιλείς και Πρόεδροι της Δη­μοκρατίας υπήρξαν τελευταίως εις την Ελλάδα σφραγίδες ξύλιναι εις χείρας των ισχυρών. Οπωσδήποτε όμως, αν δεν μετέβαλε τίποτε, αν δεν εδημιούργησε τίποτε η Δημοκρατία —ίσως μας αντείπη τις ότι κάτι κατέλυσε: την κληρονομικήν Βασιλείαν, το οικτρόν αυτό σύστημα καθ' ο μία παιδίσκη ή ένα βρέ­φος τίθενται από του λίκνου των επί κε­φαλής ενός λαού δια να βασιλεύσουν αργότερα, άδιαφόρως του αν αξίζουν ή όχι, αν είναι βλάκες ή όχι, αν είναι ελαττω­ματικοί ή παράφρονες —όπως συνέβη συχνά εις την ιστορίαν. Εις τούτο όμως έχομεν ν' απαντήσωμεν ότι η ιδική μας Δημοκρατία, αφού φυσικά κατέλυσε μα­ζί με την Βασιλείαν τους κληρονόμους της, ελησμόνησε ότι η κατάλυσις αύτη ήτο πράξις ασήμαντος, αφού η Βασιλεία ήτο ανίσχυρος και ισχυρά η Πολιτική, και εις την Πολιτικήν όχι μόνον αφήκε ως δικαίωμα την κληρονομίαν αλλά την ενομιμοποίησε και την προήγαγε. Εις την Γαλλίαν, όταν κατόπιν μιας Επα­ναστάσεως εκαρατόμησαν την Βασι­λείαν, τον βασιλέα και τους διαδόχους του, έστειλαν εις την λαιμητόμον και πάντα αντιπρόσωπον της ελέω κληρονομιάς ισχύος. Εδώ αντιθέτως εκαρατομήθη η Βασιλεία και η κληρονομική διαδοχή, αλλ' επετράπη εις τον υιόν του κ. Ε. Βενιζέλου να εκτίθεται βουλευτής, και επιτυγχάνων —ελέω κληρονομιάς— να τοποθετή εις την θύραν του πινακίδα αναγγέλλουσαν ότι δέχεται εις τας τάδε και δείνα ώρας τους κ.κ. Γερουσιαστάς και Βουλευτάς. Η Δημοκρατία λοιπόν κατήργησε τον Παύλον αλλ' εδημιούργησε τον Κυριάκον. "Ήτο μεταβολή;... Αλλά δια να μη είμεθα άδικοι, ας προσθέσωμεν ότι παντού όπου η Δημοκρατία συνήντησε την συνήθειαν, την ίσχύν και τα εκ της συναλλαγής παραδεδεγμένα τα εσεβάσθη, δι' ο και παντού κληρονομικώς βασιλεύουν και διευθύνουν τον τό­πον όλαι αι πολιτικαί οίκογένειαι, τας οποίας έστησαν προπατόρων αξίαι. Τώ­ρα, διά να φανώμεν ευχάριστοι εις τους εορτάζοντας, προσπαθούμεν εις μάτην να ανακαλύψωμεν κάτι το οποίον άλλως ερρύθμισε η Δημοκρατία παρ' ό,τι επί Βασιλείας υπήρχε, κάτι το οποίον να χαρακτηρίζη αυτήν ως πολίτευμα νέον, ά­ξιον τόσης ανατροπής, τόσων αγώνων και τόσου εορτασμού. Και, μα τον Θεόν, δεν ευρίσκομεν τίποτε. Ευρίσκομεν ότι ήτο πράξις τις αξία παντός επαίνου η μεταβολή του Βασιλικού Κήπου εις Εθνικόν, η πώλησις του γηπέδου των Σταύλων, και ακόμη ο περιορισμός της βασι­λικής χορηγίας κατά τινας χιλιάδας δραχμών. Αλλ' αυτά, ως ενεργητικόν μιας ολοκλήρου δεκαετίας, πρέπει να ομολογηθή ότι δεν είναι πολλά.

Ευρίσκομεν ότι ήτο πράξις τις αξία παντός επαίνου
η μεταβολή του Βασιλικού Κήπου εις Εθνικόν.......


* *

Υπήρξαν αι γραμμαί μας παραφωνία;... Δεν βλάπτει. Τώρα θα συμφωνήσωμεν. Θα συμφωνήσωμεν εις το ότι η Δημο­κρατία, καλή, κακή, επιβληθείσα νομί­μως ή όχι, είναι σήμερον το πολίτευμα της Ελλάδος, υπό το οποίον θα ζήσωμεν όλοι. Αν εις την πρώτην δεκαετίαν της δεν απέδωσε τίποτε, ίσως αποδώση εις την δευτέραν και ίσως ευρεθή τρόπος, αντί του δικτάτορος τον οποίον θέλομεν και δεν έχομεν, να ευρεθή αργότερα Πρό­εδρος με δυνάμεις, με θέλησιν, με πνοήν, ο οποίος, εργαζόμενος εντός των ορίων του πολιτεύματος, να δράση προς χάριν του τόπου. Να συγκινηθή από τα παθή­ματα του, να παρακολούθηση τας τύχας του, να ηγηθή καλών ιδεών, να είναι πράγματι πολίτης πρώτος ενδιαφερόμε­νος και όχι τελευταίος αδιαφορών. Τού­το ελπίζοντες, ταύτα ευχόμενοι, προεξοφλούμεν από το μέλλον ολίγην χαράν και την δανείζομεν εις την σημερινήν εορτήν, δια να γίνη και εκ μέρους μας κα­λή, κοινή, αδελφική εορτή των Ελλή­νων.(25 Μαρτίου 1934)



Άλλα άρθρα του Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΒΛΑΧΟΣ: ΟΙ κ.κ. ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ...

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α ΒΛΑΧΟΣ: Η ΣΦΑΙΡΑ

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

MAUROIS ANDRE: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ.


1.—Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα κι' ως το 1890, ένας πόλεμος μέχρι θανάτου μεταξύ της Γερμανίας και της Αγγλίας θα φαινόταν ακατανόητος. Οι δυο αυτές χώρες, που αναπολούσαν  με τόση ευχαρίστηση την κοινή τους καταγωγή και  την κοινή τους θρησκεία, δεν είχαν αντίθετα συμφέροντα' τις δυναστείες τους τις συνδέανε οι πιο στενοί οικογενειακοί δεσμοί. Αντίπαλος της Ρωσσίας στην Ασία, της Γαλλίας στην Αφρική, η Αγγλία δεν έβρισκε τότε σε κανένα μέρος του κόσμου τη Γερμανία στο δρόμο της. Στις αρχές όμως του εικοστού αιώνα, η κατάσταση είχε μεταβληθεί. Για μιαν ακόμα φορά, μετά το Φίλιππο 2ο, μετά το ΛουΙδοβίκο 14ο, μετά τον Ναπολέοντα, ένας ευρωπαίος μονάρχης απόβλεπε στην ηγεμονία της ηπείρου, και φιλοδοξούσε να ναυπηγήσει ένα στόλο ικανό ν' αντιπαραταχτεί προς τον αγγλικό'  για μιαν ακόμα φορά η πολιτική της «ευρωπαϊκής ισορροπίας» απαιτούσε ν' αντιταχθεί η Αγγλία σε τέτοιες αξιώσεις. Η συνεννόηση με τη Γαλλία, έπειτα με τη Ρωσσία, έγινε από το 1905 μια αμυντική αντίδραση,  που  την  προκαλούσαν  οι  απειλές  του  ναυάρχου   Τίρπιτς.(402)
«Οφείλουμε, έλεγε ο Αυτοκράτορας της Γερμανίας, να πιάσουμε στα χέρια μας την τρίαινα του Ποσειδώνα.» Αυτό δημιουργούσε εύλογες ανησυχίες στους τωρινούς κατόχους της τρίαινας. 2.—Αλλ' αν οι συντηρητικοί, το Ναυαρχείο, και μερικοί μεγαλοφυείς φιλελεύθεροι όπως ο Ουΐνστον Τσώρτσιλλ οσφραίνονταν τον κίνδυνο— έναν κατά παράδοση κίνδυνο για τη χώρα τους--η κυβέρνηση της Αγγλίας ήταν τότε ουσιαστικά ειρηνόφιλη. Έτσι καμια επίσημη υπόσχεση δεν είχε δοθεί στη Γαλλία ούτε στη Ρωσσία ως τον Αύγουστο του 1914. Η κοινή γνώμη, υπέρτατος ρυθμιστής των βρεταννικών αποφάσεων, δε θ' ανεχόταν έναν πόλεμο, που μοναδικό του κίνητρο θα είχε την ανάγκη να διατηρηθεί η κυριαρχία των θαλασσών. Η άμεση αιτία του πολέμου του 1914 (ένα αυστριακό τελεσίγραφο στη Σερβία, απ' αφορμή τη δολοφονία του Αρχιδούκα, διάδοχου στο θρόνου, δε μπορούσε να συγκινήσει τους Άγγλους εκλογείς. Χρειάστηκε η παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου κι' η είσοδος των Γερμανών στο βελγικό έδαφος, για να ξεχυθεί το αισθηματικό αυτό κύμα, που βρίσκοντας μπροστά του κι' αναφουσκώνοντας ένα άλλο κύμα ρεαλισμού, ξεσήκωσε ομόθυμη σχεδόν την Αγγλία. Άλλωστε, κι' αν ακόμα η Γερμανία σεβόταν τη βελγική ουδετερότητα, η Αγγλία θα κατάληγε οπωσδήποτε να συμμετάσχει στον πόλεμο, λιγάκι αργότερα. Αν και δεν είχε αναλάβει καμιάν άμεση υποχρέωση απέναντι στη Γαλλία, πολλοί από τους πολιτικούς της ηγέτες φρονούσαν πως ούτε η τιμή της, ούτε η ασφάλεια της της επιτρέπανε ν' αφήσει τη Γαλλία να συντριβεί. Ακόμα λιγότερο μπορούσε ν' ανεχτεί αυτό που ποτέ ο Γουλιέλμος της Οράγγης κι' ο Πίττ δε θα είχαν επιτρέψει : την παρουσία των Γερμανών στην  Αμβέρσα και στο Καλαί. Ο Πρωθυπουργός Άσκουιθ κι'  ο υπουργός των Εξωτερικών Γκρέϋ ήταν αποφασισμένοι να παραιτηθούν, αν η Αγγλία έμενε ουδέτερη. Η παραβίαση των βελγικών συνόρων από τους Γερμανούς προκάλεσε, στις 4 Αυγούστου, την αποστολή ενός τελεσιγράφου στο Βερολίνο.
3.—Αν και ξαναβρίσκουμε στο Μεγάλον Πόλεμο μερικά χαραχτηριστικά των ηπειρωτικών πολέμων που είχε υποβοηθήσει η Αγγλία στο παρελθόν — αστυνομία των θαλασσών, ηπειρωτικό συνασπισμό, υλική βοήθεια στους Συμμάχους, και στις αρχές αποστολή ενός μικρού εκστρατευτικού σώματος στη Φλάντρα — άλλα χαραχτηριστικά είναι νέα: 
α) Για πρώτη φορά οι μάζες που κινητοποιήθηκαν ήταν τόσο μεγάλες, κι' ο κίνδυνος τόσο σοβαρός, ώστε η Αγγλία, αντίθετα προς όλα τα ένστικτα της, αναγκάστηκε να προσφύγει στην υποχρεωτική στρατολογία. Η μάζα των βρεταννών πολιτών, που ως τότε την προστατεύανε οι εξ επαγγέλματος στρατιώτες, υπόφερε σκληρά από τα δεινοπαθήματα του πολέμου, β) Για πρώτη επίσης φορά, το υποβρύχιο λίγο έλειψε να λυγίσει την αγγλική αντίσταση. Ο στόλος είχε εξασφαλίσει χωρίς δυσκολία τη μεταφορά του εκστρατευτικού σώματος, αλλά σιγά-σιγά ο αριθμός κι' η αχτίνα δράσης των γερμανικών υποβρυχίων μεγάλωνε σημαντικά. Το 1914, υπήρχαν στον κόσμο οχτώ χιλιάδες εμπορικά πλοία γι' ανοιχτό πέλαγος, από τα οποία τέσσερες χιλιάδες, ήταν αγγλικά. Από το 1914 ως το 1918, η Γερμανία βύθισε πέντε χιλιάδες. Από τους είκοσι χιλιάδες τόννους, οι οχτώ χιλιάδες είχαν, πάει στο βυθό των Ωκεανών. Στηναρχή, τα ναυπηγεία αντικατάστησαν αρκετά εύκολα τις απώλειες' από  το 1917 ο ρυθμός των τορπιλλισμών επιταχύνθηκε και ξεπέρασε το ρυθμό των ναυπηγήσεων. Αν δε βρίσκονταν αντιφάρμακα, οι Σύμμαχοι τον Αύγουστο του 1917, θα είχαν υποκύψει από έλλειψη μεταφορικών μέσων.
4.— Ήταν η κατάσταση αυτή γνωστή στους Γερμανούς, που τους έκαμε να πάρουν την απόφαση να τορπιλλίζουν όλα τα «εν όψει» πλοία, ακόμα και τα ουδέτερα, με κίνδυνο να εξαναγκάσουν τις Ενωμένες Πολιτείες να προσχωρήσουν στους Συμμάχους, όπως και συνέβηκε πράγματι το 1917. Ο υποβρυχιακός πόλεμος αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά: με την οργάνωση νηοπομπών, που τις προστάτευαν αντιτορπιλλικά με τη χρησιμοποίηση, για την καταστροφή των υποβρυχίων, πολεμικών πλοίων καμουφλαρισμένων σ' εμπορικά' με την «έμφιάλωση» των βελγικών λιμανιών, πού χρησίμευαν για βάσεις στους Γερμανούς. Το 1918 η υποβρυχιακή απειλή είχε τόσο ατονήσει ώστε η μεταφορά σαρανταδύα μεραρχιών των Ενωμένων Πολιτειών εξασφαλίστηκε με συνολική απώλεια διακόσιους μονάχα άντρες. Αν και η μόνη ναυμαχία του πολέμου—η ναυμαχία της Γιουτλάνδης — δεν ήταν αποφασιστική, μπορούμε να πούμε, πως η Αγγλία κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1914 διατήρησε την κυριαρχία των θαλασσών, αφού ο γερμανικός στόλος, έστω κι' αν σποραδικά κάποια πλοία του είχαν αξιοσημείωτα κατορθώματα, δε μπόρεσε να ξεμυτίσει απ' τα λιμάνια του. Χωρίς τον βρεταννικό στόλο, ο ανεφοδιασμός των Συμμάχων θα ήταν αδύνατος.
5.—Ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός που είχε τάξει η αγγλική κυβέρνηση στο εκστρατευτικό της σώμα, ήταν να προστατέψει τα λιμάνια της Μάγχης και της θάλασσας του Βορρά. Ο σκοπός αυτός δεν πραγματοποιήθηκε εντελώς, αφού οι Γερμανοί κατάλαβαν την Αμβέρσα, τΗν Οστάνδη και τη Σέεμπρουγκ' αλλά με τη μάχη του Ύπρ διασώθηκαν το Καλαί κι' η Βουλώνη. 'Οταν το δυτικό μέτωπο περιχαρακώθηκε ολόκληρο με συνεχείς γραμμές χαρακωμάτων, που ξεκινούσαν από τη θάλασσα κι' έφταναν ως τα ελβετικά σύνορα, μερικά γερά στρατιωτικά μυαλά στην Αγγλία, όπως και στη Γαλλία, συμβούλευαν να παρακάμψουν οι σύμμαχοι τη γραμμή αυτή και να μεταφέρουν αλλού την κύρια πολεμική προσπάθεια. Άλλοι υποβάλλανε την ιδέα της Θεσσαλονίκης και μιας εκστρατείας με ισχυρές δυνάμεις στα Βαλκάνια, που θα έκανε μερικούς δισταχτικούς λαούς, όπως οι Έλληνες, οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι, να προσχωρήσουν στην υπόθεση των Συμμάχων άλλοι συμβουλεύανε μιαν αποβίβαση στα Δαρδανέλλια, για να εκβιάσουν τα Στενά και ν' ανεφοδιάσουν τους Ρώσσους. Οι τελευταίοι αυτοί θριαμβεύσανε, αλλά παρ' όλες τις ηρωικές προσπάθειες και τις τεράστιες απώλειες σε πλοία και σε ανθρώπινο υλικό, η Χερσόνησος της Καλλίπολης δε μπόρεσε να καταχτηθεί. Οι σύμμαχες δυνάμεις αναγκάστηκαν να ξαναγυρίσουν στην αιματηρή τακτική της μετωπικής επίθεσης προς οχυρωμένες θέσεις. Για ν' ανακουφίσει το γαλλικό στρατό, που αντιμετώπιζε σφοδρές επιθέσεις στο Βερντέν, ο αγγλικός στρατός έδωσε την πολύνεκρη μάχη του Σομ. Ως τον Ιούνιο του 1918, το αποτέλεσμα στο δυτικό μέτωπο ήταν αμφίβολο. Τα τανκς (ή άρματα μάχης), που χρησιμοποιούμενα κατά μάζες θα μπορούσαν ίσως να πετύχουν τη διάσπαση του γερμανικού μετώπου, δοκιμάστηκαν πολύ αργά και σε πολύ μικρό αριθμό. Τα τανκς αυτά ήταν η πιο πρωτότυπη εφεύρεση του πολέμου κι' η τελεσφόρα απάντηση των στρατευμάτων κρούσης στις πρόοδες του βλήματος' είναι για το σύγχρονο πεζικό ό,τι ήταν η πανοπλία για τον πολεμιστή του Μεσαίωνα. Μια άλλη καινούργια όψη του πολέμου του 1914 ήταν ο τετραπλός ρόλος της αεροπορίας: αναγνώριση, βομβαρδισμός, καταδίωξη, άμεση μάχη εναντίον του πεζικού.
6.—Η σταθερότητα όλων των λαών της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας ήταν ακλόνητη. Η εθελοντική κατάταξη, έπειτα η υποχρεωτική στρατολογία, έδωσαν οχτώ εκατομμύρια άντρες. Όλες οι Κτήσεις, κι' αυτές ακόμα οι Ινδίες, βοήθησαν πρόθυμα τη μητρόπολη. Μονάχα η Νότια Ιρλανδία, που στις αρχές ωστόσο του πολέμου είχε φανεί πως τη συγκινούσε η τύχη του καθολικού Βελγίου, παρασύρθηκε κατά ένα μέρος τουλάχιστο, από τη γερμανική προπαγάνδα. Μια εξέγερση στο Δουβλίνο χρειάστηκε να κατασταλεί με στρατιωτική επέμβαση, και με μεγάλες απώλειες κι' από τα δυο μέρη. Το κόμμα των επαναστατών (η Sinn-Fein) σχημάτισε αργότερα την κυβέρνηση της ανεξάρτητης Ιρλανδίας. Ο πόλεμος από το 1914 ως το 1918 στοίχισε εννιά περίπου δισεκατομμύρια λίρες κι' άλλα δυο δισεκατομμύρια σε δάνεια προς τους Συμμάχους, ενώ οι ναπολεόντιοι πόλεμοι, μέσα σε εικοσιδύο χρόνια, είχαν στοιχίσει μόνο οχτακόσια τριανταένα εκατομμύρια λίρες. Από τα εννιά αυτά δισεκατομμύρια, τα τέσσερα τα έδωσαν οι φόροι πού επιβλήθηκαν στην ίδια την περίοδο του πολέμου. Ο income-tax (1)  ανέβηκε σ' έξι σελλίνια την κάθε λίρα' ένας πρόσθετος φόρος για τ' αυξημένα εισοδήματα μπορούσε κι' αυτός να φτάσει τα έξι σελλίνια. Τα τρόφιμα χρειάστηκε σε λίγο να δίνονται με το δελτίο. Η κυβέρνηση φρόντισε πολύ, ώστε από τους περιορισμούς να υποφέρουν το ίδιο πλούσιοι και φτωχοί" τα βάρη του πολέμου κατανεμήθηκαν πιο δίκαια παρά στον καιρό του Πίττ' κι' οι δημοκρατικές ελευθερίες παραμείνανε σεβαστές, όσο ήταν δυνατό. Ένας ενωμένος λαός συνέχισε τον πόλεμο αυτόν ως τη νίκη, όχι γιατί οι αρχηγοί του του το επιβάλλανε με τη βία, αλλά γιατί οι πολίτες πίστευαν πως ήταν δίκαιος.
7.— Στις αρχές ο στρατός παραπονιόταν για έλλειψη πολεμοφοδίων, και τα παράπονα του ήταν δίκαια. Ό πόλεμος αυτός ήταν προπάντων ένας πόλεμος πυροβολικού, και κανένας από τους εμπολέμους (εκτός ίσως από τη Γερμανία) δεν ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό. Μεταξύ του Φρέντς, που ήταν διοικητής του εκστρατευτικού σώματος, και του Κίτσενερ,, υπουργού των Στρατιωτικών, οι σχέσεις έγιναν δύσκολες. Μια κυβέρνηση συνασπισμού έδωσε το υπουργείο των Πολεμοφοδίων στον Λόϋδ Τζώρτζ, που μ' ένα νέο κυβερνητικό ανασχηματισμό έγινε πρωθυπουργός. Τη διεξαγωγή του πολέμου την ανάθεσαν σ' ένα πολεμικό συμβούλιο από πέντε υπουργούς, είδος εκτελεστικού Διευθυντηρίου, με πρόεδρο τον Λόϋδ Τζώρτζ. Συγκροτήθηκε επίσης ένα «αυτοκρατορικό» πολεμικό συμβούλιο, όπου έλαβαν μέρος κι' οι Πρωθυπουργοί των Κτήσεων και των Ινδιών. Οι πολεμικοί αυτοί θεσμοί καταργήθηκαν μόλις έγινε ειρήνη.
8.—Η δύναμη της Γερμανίας κι' ο ηρωισμός των στρατευμάτων της φαίνονται καθαρά, όταν παρατηρήσουμε πως το 1918, έπειτα από τέσσερα χρόνια πολέμου εναντίον ενός ευρωπαϊκού συνασπισμού, αργούσε ακόμα να νικηθεί. Ίσως δε θα είχε νικηθεί χωρίς την επέμβαση των  Ενωμένων Πολιτειών. Με μιαν επίθεση, που τη διεύθυνε πάνω στο σημείο ετταφής των γαλλικών και των αγγλικών στρατευμάτων η γερμανική διοίκηση,  λίγο έλειψε, το Μάρτη του 1918, να χωρίσει τα στρατεύματα αυτά τα μεν από τα δε, και να ρίξει τους Άγγλους στη θάλασσα. Στις 26 του Μάρτη 1918, στη Ντουλλένς, ο στρατάρχης Φος διορίστηκε αρχιστράτηγος των συμμαχικών στρατευμάτων. Οι γερμανικές επιθέσεις εξακολουθούσαν να είναι επίφοβες, αλλά η ραγδαία άφιξη των αμερικανικών μεραρχιών έκαμε ώστε ν' ανορθωθούν οι Σύμμαχοι και να σχηματιστούν σοβαρές εφεδρείες. Η αποτυχία της γερμανικής επίθεσης στις 15 Ιουλίου στην Καμπανιά (επίθεση που αποκρούστηκε μ' ένα χειρισμό, που τον συνέλαβε ο Πεταίν, τον εκτέλεσε ο Γκουρώ, και τον είχε εμπνεύσει η τακτική του Ουέλλιγκτον στο Τόρρες — Βέδρας), κι' η αντεπίθεση του Μανζέν στο Βιλλέρ-Κοττερέ (18 Ιουλίου 1918) σημειώνουν τη στιγμή, που «η ελπίδα άλλαζε στρατόπεδο». Στις 8 Αυγούστου άρχισε η μεγάλη βρεταννική αντεπίθεση, όπου έλαβαν μέρος Άγγλοι, Καναδοί κι' Αυστραλοί. Μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της 11 του Νοέμβρη, ημερομηνίας της ανακωχής, δε σταμάτησε η προέλαση των Συμμάχων, κι' οι νίκες τους ήταν αδιάκοπες. Η ήττα, έπειτα η γερμανική επανάσταση, ανάγκασαν τον Αυτοκράτορα Γουλιέλμο να εγκαταλείψει τη χώρα του και να καταφύγει στην Ολλανδία. Στο γερμανικό στόλο, που προς το τέλος του Οχτώβρη έλαβε τη διαταγή να κάμει μιαν απελπισμένη έξοδο, οι ναύτες είχαν στασιάσει. Παρά να παραδώσουν τα πλοία τους στους Άγγλους, οι αξιωματικοί προτίμησαν να τα βυθίσουν στο Σκάπα-Φλόου. Η Αγγλία είχε γλυτώσει από τον εφιάλτη αυτόν: έναν αντίπαλο στόλο στην .Ευρώπη. Αυτός ήταν για την Αγγλία ο κυριότερος αντικειμενικός σκοπός του πολέμου. Είχε πραγματοποιήσει κι' άλλους: τό Βέλγιο κι' οι ακτές της θάλασσας του Βορρά είχαν απαλλαγεί από κάθε απειλή· η Μεσοποταμία, η Παλαιστίνη, οι γερμανικές αποικίες στην Αφρική, είχαν κατακτηθεί από τα στρατεύματα της ή από τα στρατεύματα των Συμμάχων' τα εδάφη αυτά στο εξής θα ενσωματώνονταν κάτω από διάφορες μορφές στην Αυτοκρατορία της, ή θα περιστρέφονταν γύρω από το κέντρο αυτό του ηλιακού της συστήματος.

9.—Ήταν φυσικό μια νίκη τόσο ολοκληρωτική, που τερμάτιζε έναν πόλεμο τόσο σκληρό, να γίνει το σύνθημα για ένα «όργιο σωβινισμού». Οι πρώτες εκλογές μετά την ανακωχή έδωσαν στην Αγγλία μια «Βουλή Χακί», πού βγήκε μ' ένα πρόγραμμα για εκδίκηση. Η βρεταννική κυβέρνηση, προσθέτοντας στις επανορθώσεις των ζημιών τις δαπάνες για τα πολεμικά επιδόματα, ανέβασε τις αποζημιώσεις που ζητούσαν από τη Γερμανία σε αριθμούς εξωφρενικούς. Ήταν συνάμα η πρώτη που υποσχέθηκε στο Κοινοβούλιο της την τιμωρία των «ενόχων του πολέμου». Για να κάμουν τους λαούς να υποφέρουν αγόγγυστα φριχτές δοκιμασίες κι' απάνθρωπες απώλειες, όλοι οι αρχηγοί κρατών είχαν βρεθεί στην ανάγκη να υπερεξάψουν τα πνεύματα ως την παραφροσύνη' δεν τους ήταν πια εύκολο να τα καταπραΰνουν. Η ειρήνη τvν Βερσαλλιών ήταν λοιπόν μια κακή ειρήνη. Με την πρόφαση της αυτοδιάθεσης των λαών, οι Πέντε Μεγάλοι κατακερμάτισαν την Ευρώπη, χωρίς να λάβουν υπόψη τις παραδόσεις της, την ιστορία της, ούτε την οικονομική της ζωή. Η Γαλλία, που ο Λόϋδ Τζvρτζ της είχε αρνηθεί τα σύνορα του Ρήνου, πήρε αντάλλαγμα την υπόσχεση για μια συνθήκη συμμαχίας, που δεν επικυρώθηκε ποτέ. Την Ιταλία, που είχαν αναλάβει απέναντι της ρητές υποχρεώσεις όταν εκείνη μπήκε στον πόλεμο, οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι τη μεταχειρίστηκαν με μια κακή θέληση, που έφτανε τα όρια της έχθρας. Τέλος έσπρωξαν τη Γερμανία στην απόγνωση με  μια συνθήκη «πάρα πολύ μαλακιά σε ό,τι είχε σκληρό, πάρα πολύ σκληρή σε ό,τι είχε μαλακό». Μια τέτοια pax britannica δε μπορούσε να τερματίσει τελειωτικά τις διεθνείς συγκρούσεις.

Υποσημειώσεις:
1    Φόρος επί του  είοσδήμοπος.   (Σημ.  τ.   Μετ.).



Σχετικό:
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ