Α. Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.
1) Δεν δυνάμεθα να αντιμετωπίζωμεν με εμπιστοσύνην την επικράτησιν της λογικής, εφ' όσον αύτη εξακολουθεί να παραμένει κτήμα ελαχίστων ανθρώπων παραμενόντων εις τα παρασκήνια. Αντιθέτως θα πρέπει οι λαοί και οι ταγοί των να ενστερνισθούν την λογικήν. Τούτο δεν είναι δυνατόν ειμή όταν πας πολίτης δύναται να έχη την ευκαιρίαν να λαμβάνη μέρος εις τα κοινά. (267)
Συμπέρασμα: η δημοκρατία απαιτεί την διαπαιδαγώγηση; του συνόλου του λαού, ώστε έκαστος αναλόγως των φυσικών του προδιαθέσεων να αναπτύσση κατά το μέτρον του δυνατού τας ικανότητας σκέψεως και κρίσεως του.
Η δημοκρατία απαιτεί, η σκέψις να είναι δημοσία και ειδικώτερον, αι ειδήσεις, αι συζητήσεις, αι προτάσεις, τα σχέδια, να τυγχάνουν ευρύτατης δημοσιότητος.
2) Ουδείς κατέχει την λογικήν. Ευρισκόμεθα εν πορεία, προς αυτήν. Μόνον διά της των πάντων διαπαιδαγωγήσεως δύ ναται αύτη να μας οδηγήση προς την δημοκρατίαν, θεωρουμένην ως συλλογικήν σκέψιν και δράσιν. Επομένως, η δημοκρατία ουδέποτε αποτελεί κάτι το οριστικόν, τροποποιείται αντιθέτως, καθ' ό μέτρον της δίδεται μία μορφή.
Συμπέρασμα: Η δημοκρατία απαιτεί την αυτοκριτικήν. Δεν δύναται να διατηρηθή εί μή υπό την προϋπόθεση; της συνεχούς βελτιώσεως της μορφής υπό την οποίαν εκδηλούται.
3) Η λογική ανήκει κατ' αρχήν εις όλους τους ανθρώπους. Επομένως, έκαστος ιδιώτης έχει ιδίαν αξίαν και ουδέποτε δύναται να αποτελέση απλούν μέσον. Ο καθ' είς είναι αναντικατάστατος. Έκαστος κατ' ιδίαν και όλοι ομού αποτελούν τον λαόν. Σκοπός είναι, έκαστος να δυνηθή να πραγματο ποίηση την έμφυτον εν αυτώ ανθρωπίνην ύπαρξιν, την ελευθερίαν εν τω μέτρω των δυνατοτήτων του.
Συμπέρασμα: Η δημοκρατία θέλει την ισότητα. Δίδει εις όλους ίσα δικαιώματα, υπό μορφήν ίσων δυνατοτήτων. Ο σκοπός αυτός, οσονδήποτε και αν είναι γενικώς δυνατός, δεν δύναται να επιτευχθή ει μη δια του Συνταγματικού κράτους. Αι πράξεις όλων, ακόμη και του Αρχηγού του Κράτους, υπόκεινται εις νόμους καθιερωθέντας δια της νομίμου οδού και δυναμένους να μετατραπούν. Πάσα αλλαγή σχέσεων απαιτεί αλλαγήν των σχετικών νόμων. Η αδικία ήτις αποτελεί μόνιμον κατάστασιν, απαιτεί την συνεχή βελτίωσιν των νόμων.
4)Η λογική δρα δια της πειθούς και ουχί διά της βίας. Δεδομένου όμως ότι κατά τας ανθρωπίνους ενεργείας, η ισχύς είναι εκείνη ήτις δρα αποτελεσματικώς, η λογική θα πρέπει, διά να εξασφάλιση εαυτήν από την ισχύν, να διαθέτη επίσης ισχύν.
Συμπέρασμα: Η δημοκρατία χρησιμοποιεί την ισχύν εναντίον της παρανομίας, όταν ανατρέχει εις την αστυνόμευσιν. Δεν (269)πράττει όμως τούτο εί μή διά της οδού της κειμένης νομοθεσίας και βάσει δικαστικών αποφάσεων. Κατά τον τρόπον αυτόν, ο καθ' εις προστατεύεται από την αυθαίρετον και παράνομον βίαν του κράτους. Η ζωή και η ελευθερία του είναι ηγγυημέναι.
5) Η λογική, αποτελεί την βάσιν των αρχών επί των οποίων στηρίζονται όλοι οι καθιερούμενοι νόμοι και Θεσμοί.
Προ παντός νόμου και προ πάσης νομοθεσίας, αναγνωρίζονται τα δικαιώματα του ανθρώπου, τα οποία συνδέουν ελευθέρως όλους γενικώς τους ανθρώπους, χωρίς αυτά καθ' εαυτά να υπάγονται υπό μίαν φύσει μεταβλητήν νομοθεσίαν.
Προ πάσης κρίσεως, πάσης εκτιμήσεως και πάσης οργανώσεως εκεί νου το οποίον είναι οι άνθρωποι εν τη ποικιλία των, εκείνο το όποιον εν διαφέρει, είναι ο φιλελευθερισμός εν τη αναγνωρίσει όλων των ανθρωπίνων δυνατοτήτων.Εκείνο το όποιον προέχει εν τη επεξεργασία, τη ψηφίσει και τη εφαρμογή των νόμων είναιη ευαισθησία έναντι της αδικίας και της προσβολής του δικαίου γενικώτερον.
Συμπέρασμα: Η δημοκρατία διατυπώνει τα δικαιώματα του ανθρώπου και προσπαθεί να τα προστατεύση από τους κινδύνους τους οποίους δύνανται να διατρέξουν εκ μελλοντικών αποφάσεων. Προστατεύει όλους τους πολίτας. Εξασφαλίζει τας μειονότη τας έναντι μισαλλοδοξίας και των βιαιοτήτων της πλειονοψηφίας. Ζη εν ενεργώ ανησυχία, ώστε πάσα προσγενομένη εις οιονδήποτε αδικία να αποτελή υπόθεσιν όλων των πολιτών.
6) Η λογική ουδέποτε λησμονεί (όταν εισέρχεται εις τον χώρον της πολιτικής δράσεως), ότι και οι κυβερνώντες είναι άνθρωποι. Είναι άνθρωποι της αυτής με τους κυβερνομένους ψυχοσυνθέσεως. Οι άνθρωποι έχουν ελαττώματα και υπόκεινται εις σφάλματα.
Συμπέρασμα: Ακόμη και μία κυβέρνησις αποτελούμενη εκ των «αρίστων», έχει ανάγκην ελέγχου εν δεδομένη στιγμή. Πλην, ο έλεγχος αυτός ασκείται επίσης από ανθρώπους. Ως εκ τούτου είναι απαραίτητον όπως ο έλεγχος ασκείται αμοιβαίως δια πνευματικών συζητήσεων δημοσία διεξαγόμενων, δια του καταμερισμού των αρμοδιοτήτων, δια της παρ' εκάστου αποδόσεως απολογισμού των πεπραγμένων.
Ο ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.
Η δημοκρατία θέλει την διά της κυριαρχίας του λαού επικράτησιν της λογικής. Πώς όμως ό λαός θα είναι δυνατόν να ασκή την «κυριαρχίαν» του, εφ' όσον δεν έχει εισέτι ενστερνισθή την λογικήν;
Το ζήτημα έγκειται εις το να γνωρίζωμεν τον τρόπον με τον οποίον η λαϊκή Θέλησις λαμβάνει συνείδησιν εαυτής, διακηρύσσεται και υλοποιεί ται. Μέσα είναι· ο τύπος, αι συνελεύσεις των πολιτών, (εις τας πολύ μικράς δημοκρατίας[1] υπό μορφήν συνελεύσεως όλων των πολιτών
«εκκλησίας του δήμου». Εις τας μεγάλας υπό μορφήν προκαταρκτικής αναδρομής εις την κοινήν γνώμην βάσει συγκεκριμένων ερωτημάτων και της προκαταρκτικής επί μακρόν δημοσίας συζητήσεως όλων των πλευρών εκάστου θέματος) και αι Βουλαί των αντιπροσώπων του λαού. Τί δέον όμως γενέσθαι εις ην περίπτωσιν τα μέσα αυτά υλοποιήσεως της ιδέας της δημοκρατίας, στραφούν εναντίον αυτής ταύτης της δημοκρατίας;
Όπως λόγου χάριν εις ην περίπτωσιν απόφασις ληφθείσα διά της ψήφου της πλειονοψηφίας των βουλευτών παραβιάζει αυτάς ταύτας τας αρ χάς της δημοκρατίας· (όπως λόγου χάριν ο «νόμος αυτοκτονία», περί κα ταλήψεως της εξουσίας, όστις εψηφίσθη υπό του Ράϊχσταγκ το 1933) ή όταν η πλειονοψηφία αποφασίζει την κατάργησιν του Συνταγματικού κράτους (Εις Γερμανίαν μία τοιαύτη πρότασις εγένετο αποδεκτή το 1933 υπό της πλειονοψηφίας του Ράϊχσταγκ συνισταμένης από το Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα (Ν.S.D.Α.Ρ.) το Εθνικιστικόν Γερμανικόν (D.Ν.V.Ρ.) και το Κομμουνιστικόν Κόμμα).
Τί δέον γενέσθαι όταν η ελευθερία επιτρέπει την ψήφισιν νόμου καταργούντος την ελευθερίαν; Η πλειονοψηφία έχει το δικαίωμα να αποφασίση ότι θα παύση υπάρχουσα εις το μέλλον; Έχει το δικαίωμα να κατάρ γηση την δημοκρατίαν, τα δικαιώματα του άνθρωπου, να παραβίαση τα δικαιώματα των μειονοτήτων; Δύναται να θεωρηθή νόμος και δίκαιον εκείνο το οποίον διά μιας αποφάσεως της πλειονοψηφίας καταργεί πάσαν έννοιαν ισότητος και πάσαν νομιμότητα;
Εδώ έγκειται το δίλημμα, το οποίον εις όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα, εν δεδομένη στιγμή και εν κρισίμω τινί καταστάσει είναι αδύνατον να επιλυθή. Ουδεμία πολιτειακή μορφή εξασφαλίζει την ιδέαν της δημοκρατίας.
Ποία είναι η υπερτάτη διαιτησία ήτις θα δυνηθή να λύση τον Γόρδιον αυτόν δεσμόν;
Η δημοκρατία απαιτεί λογικήν διά τον λαόν ενώ θα πρέπει προη γουμένως να την γεννήση. Η βία, ο ανταγωνιστής αυτός της λογικής, δεν θα εξαλειφθή εί μη όταν όλοι οι άνθρωποι αποκτήσουν το μερίδιόν των της λογικής.
Εάν όμως η λογική παραμελεί τον λαόν, τί θα συμβή τότε;
Δύναται να γίνη διάκρισις μεταξύ της θελήσεως της πλειονοψηφίας της στιγμής και της βαθυτέρας θελήσεως της λογικής της ευρισκομένης εν τή διαρκεί οντότητι του λαού; Η θέλησις της στιγμής δυνατόν να σφάλλη. Ίσως ή μειονοψηφία, ίσως ελάχιστος αριθμός ανθρώπων να εκφράζη την αλήθειαν με αφετηρίαν την βαθυτέραν αυτήν θέλησιν. Εν τή πράξει όμως ουδείς δύναται να υπάρξη οργανισμός, ικανός να κρίνη κυριαρχικώς την βαθυτέραν αυτήν θέλησιν. Πάς θεσμός (είτε Αρχηγός τού Κράτους είναι, είτε Υπουργικόν Συμβούλιον, είτε Κοινοβούλιον είτε λαϊκή ψηφο φορία) δύναται να αποτύχη εν τή αποστολή του και να καταστή βορά του παραλογισμού. Η επιβαλλομένη διαιτησία εμπειρικήν μόνον έχει αξίαν. Εν ταις δημοκρατίαις είμεθα συνδεδεμένοι με τας πλειονοηφίας, εν τη ελπίδι πάντοτε ότι εκ των υστέρων θα καταστή δυνατή η επανόρθωσις των εσφαλμένων αποφάσεων των.
Τί δέον όμως γενέσθαι όταν η απόφασις αποκλείει πάσαν επανόρθωσιν, διότι έχει ως αποτέλεσμα την αυτοκαταστροφήν; Ουδείς οργανισμός δύναται να παράσχη την εγγύησίν του ότι δεν θα γίνη κατάχρησις των δημοκρατικών θεσμών εναντίον της ιδέας της δημοκρατίας. Το μόνον το οποίον δύναται να παρεμπόδιση την κατάχρησιν αυτήν είναι η διαρκής προσκόλλησις εις την λογικήν, εκείνων οίτινες ετάχθησαν λειτουργοί και υπηρέται των θεσμών αυτών. Το όριον, ευρίσκεται εκεί όπου η λογική της μεινοψηφίας, έναντι της βίας διά της οποίας η πλειονοψηφία προσπαθεί να εξαφανίση πάσαν λογικήν, υφίσταται παθητικώς και ανέχεται την επιβολήν της βίας. Μη πράττουσα όμως ούτω, ανοίγει τους ασκούς της βίας εν γένει (μέχρις ότου το ρεύμα τούτο, όπως κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, υπερβή παν το μέχρι τότε επιστητόν και τελικώς, κατ' ευτυχή συγκυρίαν, επιτρέψη την κατά το ήμισυ παλινόρθωσιν των πιθανοτήτων της ελευθερίας. Κατά τον προσεχή πόλεμον, τον πυρηνικόν πόλεμον, θα οδηγήση εις την καταστροφήν των πάντων). Ή ίσως, θα συμβή ώστε η λογική, ήτις δεν θα αντιπροσωπεύεται πλέον εί μή διά των μεγάλων πο λιτικών ανδρών, υποστηριζόμενων πιθανώς υπό μικράς μειοψηφίας, αφού επικαλεσθή κατά την αποφασιστικήν στιγμήν όλα τα υπό της νομιμότητος επιτρεπόμενα, εναντίον της εφαρμοζόμενης υπό της πλειονοψηφίας βιαίας τρομοκρατίας μέσα, θα καταφυγή εις την βίαν;
Ο τρόπος αυτός ενεργείας είναι παράνομος, αντιθέτως προς τας πρά ξεις της πλειονοψηφίας ήτις τηρούσα τούς τύπους της νομιμότητος καταρ γεί αυτήν ταύτην την νομιμότητα!
Εις ουδένα θεσμόν δύναται, να εύρη την δικαιολόγησίν της.
Επανερχόμεθα διά μίαν ακόμη φοράν εις την αυτήν παρατήρησιν:
H δημοκρατία δεν δύναται να διατηρηθή ως πραγματικότης είμή εφ' όσον καταστή κυρία, μόνον των ορθολογιστικών αποτελεσμάτων, των διεπόντων τους θεσμούς της φιλελευθέρων νόμων ή εν άλλοις λόγοις: εφ' όσον η δύναμις της ιδέας της, επιτρέπει την παρεμπόδισιν των ψηφισμάτων αυτοκτονίας.
Τούτο όμως δεν καθίσταται δυνατόν, εί μή δια των πράξεων εκείνων οίτινες ευρίσκονται εις την εξουσίαν κατά τας κρίσιμους διά την δημοκρατίαν στιγμάς, ή αναλαμβάνουν τότε το πηδάλιον. Η αυτή μορφή νομικών θεσμών δύναται εξ ίσου να χρησιμοποιηθή δια την σωτηρίαν ή την καταστροφήν της δημοκρατίας (Ο Βruning προσεπάθησε να την σώση εν Γερμανία το 1932 δια νομότυπων διαταγμάτων, αποτελούντων εμβαλωματικά μέτρα και επομένως απρόσφορων. Μετά ταύτα ο Χίτλερ και ο φον Πάπεν την κατήργησαν δια παρανόμων πράξεων βίας, αίτινες αρχικώς εσέβοντο την επιφανειακήν νομοτυπίαν, καίτοι η εμπνευσίς των ήτο ήδη πλήρης παρανόμου μορφής. Ουδείς νόμος, ουδείς οργανισμός είναι δυ νατόν να πρόβλεψη περί του τί θα συμβή εις τοιαύτας στιγμάς. Ολόκληρος η ορθολογιστική λογική, η νομολογία, οι ειδικοί, οι ανώτατοι λειτουρ γοί.... όλοι αυτοί αποτυγχάνουν. Ο μέγας πολιτικός ανήρ όστις παρουσιάζεται (ή δεν παρουσιάζεται) εις τοιαύτας στιγμάς, είναι ο μόνος ικανός να κερδίση κατά την αποφασιστικήν στιγμήν οπαδούς της ιδίας του λογικής και να επιτύχη εκείνο το οποίον ζητείται παρ' αυτού, κατά τρόπον εξασφαλίζοντα την διάρκειάν του.
H δημοκρατία είναι διαλλακτική προς όλας τας δυνατάς αντιλήψεις αλλά θα πρέπει να έχη την ικανότητα να καθίσταται αδιάλλακτος έναντι της αδιαλλαξίας. Είναι εναντίον πάσης βίας αλλά θα πρέπει να είναι εις θέσιν να αντιταχθή εις την βίαν δια της βίας. Επιτρέπει πάσαν πνευματικήν, κοινωνικήν ή πολιτικήν κίνησιν, όταν όμως αύται δια των οργανώσεων των και των πράξεων των, στρέφονται εναντίον του ρεύματος της δημοκρατικής λογικής, η κρατική ισχύς θα πρέπει να έχη την δυνατότητα να στραφή εναντίον των. Πολιτικοί και λειτουργοί της δημοκρατίας, πλην ανάξιοι αυτής, αφίνουν εαυτούς να περιπλακούν εις τα πολλαπλά νομότυπα δύκτια τα οποία απλώνουν εκείνοι οίτινες έχουν ως σκοπόν την κατάργησιν πάσης νομιμότητος. Μη δυνάμενοι να απελευθερωθούν και δια να αποκρύψουν την απώλειαν της ευκαιρίας , αγορεύουν, παζαρεύουν προς όλας τας κατευθύνσεις και καταλήγουν εις το μηδέν . Η ιδέα της δημοκρατίας εκμηδενίζεται πίπτουσα εις χείρας των "πολιτικάντιδων" αυτών.Την αφίνουν να αποθάνη εντός των συγκινήσεων και των σπασμών μιας ψευδοδημοκρατικής ζωής.
Όλαι αι ανωτέρω σκέψεις αποδεικνύουν απλώς και μόνον , ότι η δημοκρατία έχει κτισθή επί ηφαιστιώδους εδάφους και ότι η επιβίωσις της δεν δύναται να εξασφαλισθή διά νομικών και μόνον εγγυήσεων.
Η δημοκρατία είναι πλήρης κινδύνων , όπως άλλωστε ολόκληρος η ανθρωπίνη ζωή. Αι εκάστοτε εμφανιζόμεναι εις τα μεγάλα κράτη κρισιμώτεραι ώραι, είναι εκείναι αι οποίαι παίζουν αποφασιστικόν εν τη Ιστορία ρόλον. Η δημοκρατία είναι αδύνατον να επιζήση, όταν αρνείται την αποδοχήν διευθετήσεων, την παραδοχήν συμβιβασμών , την δι' αμοιβαίων παραχωρήσεων διαπραγμάτευσιν των συμφερόντων της.
Δύναται να ενεργή ούτω εις περιόδους ηρεμίας.Υπό την μοναδικήν όμως προϋπόθεσιν ότι από του καιρού αυτού , προαισθάνεται ήδη την πνοήν του κακού και αποφεύγει να ξεχνά ότι πρέπει να ευρίσκεται πάντοτε εν συναγερμώ ουδ΄ επί στιγμήν χαλαρουμένω. Τότε και μόνον τότε, τα δημοκρατικά πνεύματα θα είναι δυνατόν , κατά την ώραν της μεγάλης απειλής , αντί να παραλύσουν εκ φόβου, να ανεύρουν εντός του ευρέως των ορίζοντος τας γενναίας αποφάσεις, την δύναμιν επιβολής των, και το ψυχικόν σθένος δια του οποίου θα συγκινήσουν και θα καταπείσουν τους άλλους.......
ΙΔΕΑ ΚΑΙ ΙΔΑΝΙΚΟΝ
Η δημοκρατία είναι ιδέα .Τούτο σημαίνει ότι ουδέποτε καθίσταται δυνατόν να φθάση εις την τελειότητα, ως επίσης και ότι ως ιδανικόν δεν είναι δυνατόν να αναπαρασταθή κατά τρόπον υποπίπτοντα εις τας αισθήσεις.
Η λογική της , καταδεικνύει εις τον άνθρωπον ότι δεν υφίστανται άξιος του ονόματός της οργανισμός δια του οποίου να είναι δυνατόν ποτέ να οδηγηθή εις την τελείωσιν της.
Εις την ιδέαν της δημοκρατίας ανταποκρίνεται η αίσθησις καθ΄ ήν ο άνθρωπος ουδέποτε θα καταστή τέλειος.
Ως ιδέα όμως δεν εκπροσωπεί την αδυναμίαν του σκεπτικισμού. Τουναντίον εκπροσωπεί την εσκεμμένην κατάληξιν των διανοημάτων της λογικής, μίαν δύναμιν ικανή να συγκινήση, να συναρπάση, να ενθουσιάση.
Παρουσιάζεται προ ημών (ουδέποτε καταληπτή, πάντοτε παρούσα) αποκρύπτεται συγχρόνως επιμόνως, χωρίς ποτέ να παύη να μας καθοδηγή.
Εις τον γνήσιον ρεαλιστήν η ιδέα παρουσιάζεται ως πλάσμα φαντασίας. Ευρίσκεται εν δικαίω , εάν και εφ' όσον εις εκείνο το οποίον δεν είναι ει μη "σχήμα ιδέας", ισχυριζόμεθα ότι βλέπομεν ήδη το πρόγραμμα μιάς πραγματοποιήσεως και εν τη συνειδητοποιήσει των παρορμήσεων την έναρξιν μιάς πρακτικής εφαρμογής.
Ευρίσκεται εν αδίκω , εφ' όσον παραγνωρίζει ότι πάσα πρακτική δημιουργία ήτις δεν αποφέρει μόνον στιγμιαία αποτελέσματα , εξαφανιζόμενα σχεδόν άμα τη εμφανίσει των, αλλ' οδηγεί συγχρόνως προς την οδόν των σταθερών πραγματοποιήσεων συνδέεται αρρήκτως με την Ιδέαν . Αύτη προσλαμβάνει την ισχύν της εν τη ευρύτητι των οριζόντων , εν τη πληρότητι της γνώσεως, εν ταις δοκιμασίαις του πρακτικού βίου.
Β. AΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ.
Η λέξις «δημοκρατία» χρησιμοποιούμενη σήμερον παρ' όλων των κρατών ως «δικαιολογητική προμετωπίς», είναι αδύνατον να εκφρασθή ως σύλληψις, δι' απλού τινός ορισμού.
Πρέπει νά διακρίνωμεν :
Την ιδέαν της δημοκρατίας και τας δομάς τας οποίας καλύπτει εν εκάστω των υπό εξέτασιν κρατών: αι ποικιλίαι των δομών αυτών είναι απεριόριστοι. Ελάχιστα ή ουδόλως αι πλείσται εξ αυτών εμπνέονται από την ιδέαν της δημοκρατίας. Καθίστανται μορφαί καταστρέφουσαι την ιδέαν. Η ιδέα της δημοκρατίας είναι ζώσα ιδέα. Οφείλει την ουσίαν της εις την ιστορικήν παράδοσιν και διεισδύει μέχρι της καθημερινής ηθικής συμπεριφοράς του πληθυσμού.
Η δημοκρατία αναγομένη εις «είδωλον», υπό μορφήν καθωρισμένων δομών, παραλαμβάνεται «έτοιμη» ως είδος «πανακείας ή μαγείας», ή επιβάλλεται βιαίως εις τους λαούς «δια το καλόν των και δια την ευτυχίαν των», ως ισχυρίζονται οι βιαιπραγούντες. Εξ άλλου, η ιδέα της δημοκρατίας σύρει όπισθεν αυτής μακραίωνον ιστορικήν παράδοσιν, από των μορφών με τας οποίας παρουσιάσθη εις την Αρχαιότητα, από του σταδίου των «συμπολιτειών» και των δημοκρατιών—άστεων των μεσογειακών πόλεων, μέχρι των συγχρόνων μορφών, αίτινες όμως μόνον εις τας χώρας όπου η ελευθερία αποτελεί παλαιάν παράδοσιν (Μ.Βρεττανία, Ηνωμέναι Πολιτείαι, Ολλανδία, Ελβετία κ.τ.λ.) παρέχει σχετικήν εγγύησιν ιστορικώς θεμελιουμένην. Έχει ακόμη και μίαν άλλην Ιστορίαν, χρονολογουμένην από της εποχής της Γαλλικής Επαναστάσεως, καθ' ην η δημοκρατική ιδέα διαστραφείσα εις αφηρημένας αρχάς, είχεν ως αποτέλεσμα άλυσιν δομών και καθαρώς ορθολογιστικών πράξεων, των οποίων τα αποτελέσματα απεδείχθησαν καταστροφικά όχι μόνον δια την ιδέαν της δημοκρατίας αλλά και δια την ελευθερίαν γενικότερον.
-Μορφή του κράτους και τρόπος διακυβερνήσεως.
-Η ιδέα
της δημοκρατίας και η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας.
Αμφότεραι, αποτελούσαι αρχικώς εν και το αυτό, αντιτίθενται όταν αντί να υποδεικνύεται η άγουσα εις την λογικήν οδός, τίθεται ως αρχή ότι, υφίσταται ήδη εν τη λαϊκή πραγματικότητι η απόλυτος σοφία. Τότε, δεν υπάρχουν μόνον καθωρισμέναι δομαί, αλλά συγχρόνως εν αυταίς «ειδωλοποιείται» ο λαός.
Ιδού τότε ο «κυρίαρχος λαός» περιβαλλόμενος κατά τινα τρόπον την «βασιλικήν πορφύραν» (ως κατά το παρελθόν οι απόλυτοι μονάρχαι): «voxpopoli, vox Deum (φωνή λαού, φωνή Θεού)».H θέλησις του λαού, όμοία με την τελεσίδικον απόφασιν των κυριάρχων Ηγεμόνων της εποχής της απολύτου μοναρχίας.
Το θέμα είναι, να γνωρίζωμεν τον τρόπον με τον οποίον εκφράζεται η λαϊκή θέλησις. Εφ' όσον τίθεται ως αρχή, ότι υπάρχει εν εαυτή, θα πρέπει να αναζητηθή ο τρόπος καθορισμού της. Όταν εκφράζεται, παρουσιάζεται συχνά εσφαλμένη.
Πότε δεν είναι εσφαλμένη ; Πιθανόν να δοθή η απάντησις : είτε εν τη κατά τας εκλογάς εκφραζομένη πλειονοψηφία, είτε εν τη μειονοψηφία μιας «εμπροσθοφυλακής», ήτις αντιθέτως προς τα ακατάστατα, ευμετάβολα και προκατειλημμένα κινήματα των μαζών, πιστεύει ότι γνωρίζει την πραγματικήν λαϊκήν θέλησιν. Πάντοτε, ωρισμένοι άνθρωποι επιζητούν, εν ονόματι του λαού, δι' εαυτούς την κυριαρχίαν. Δεδομένου ότι, η κυριαρχία του λαού θεωρείται απόλυτος, προκύπτει το συμπέρασμα ότι, ή μειονοψηφία κατατυραννείται από τους εν ονόματι της πλειονοψηφίας κυβερνώντας ή ότι, οι πάντες κατατυραννούνται υπό μιας μικράς μειονοψηφίας.
Στηριζόμενοι επί της δήθεν υπάρξεως μιας «λαϊκής Θελήσεως» την οποίαν οι κατέχοντες την εξουσίαν ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν, ισχυρίζονται επίσης ότι έχουν το δικαίωμα εκμηδενισμού των αντιπάλων εφ' όσον αντιδρούν εις την «λαϊκήν κυριαρχίαν». Η λαϊκή κυριαρχία, ενσαρκουμένη εις Θεσμούς εξ ίσου απολύτους, αποκλείει πάσαν αντιγνωμίαν, θεωρούσα αυτήν ως «αντίδρασιν» και «κακήν πίστιν».
Η εν ονόματι της δήθεν λαϊκής κυριαρχίας ασκούσα την εξουσίαν κυβέρνησις, διά των οργανώσεων της και των αρχηγών των, καταργεί πάντα διάλογον.
Εναντίον της ειδωλολατρείας της «εγκατεστημένης λαϊκής κυριαρχίας», η ιδέα της δημοκρατίας αποτελεί μίαν ακολουθητέαν οδόν. Δεν υπάρχει εκεί «δεσπότης» βασιλεύων και κυβερνών, αλλά θα πρέπει να υφίσταται παρά τω λαώ, ανυψουμένω αφ' εαυτού, μία θέλησις εκφραζόμενη εν εκάστη στιγμή και αενάως. Η θέλησις αυτή θα πρέπει να μορφοποιηθή εντός των οργανισμών, οίτινες καίτοι παραμένοντες σταθεροί, τίθενται υπό σταθεράς εγγυήσεις και περιορισμούς, διατηρούντες κατά τον τρόπον αυτόν ποιάν τίνα ευελιξίαν.
Η οδός αυτή απαιτεί την αλληλεγγύην μεταξύ των πλέον διαφερόντων μεταξύ των στοιχείων της προσανατολισμένης και καθοδηγουμένης υπό της λογικής κοινότητος.
Εν συμπεράσματι, εκείνο το οποίον ενδιαφέρει είναι : αφ' ενός μεν ο φιλελευθερισμός και αφ' ετέρου, ο άθικτος χαρακτήρ των υφισταμένων νόμων.
Θα βλέπωμεν πάντοτε να κυβερνούν άνθρωποι, οίτινες ακολουθούντες την οδόν της δημοκρατικής ιδέας, παρεμποδίζονται από τους ισχύοντας νόμους (ενώ εκείνοι οίτινες ενσαρκώνουν την «λαϊκήν κυριαρχίαν» αποφασίζουν κατά τας κρισίμους στιγμάς, χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τους νόμους, τους οποίους από του ύψους της «κυριαρχικότητός» των περιφρονούν).
Επί της οδού της δημοκρατικής ιδέας, αγωνιζόμεθα εισέτι συνεχώς εντός των κόλπων της κοινότητος προς εξεύρεσιν της αληθείας.Ούτω, το παν ευρίσκεται εν τω πεδίω μιας απεριορίστου δημοσίας συζητήσεως, χωρίς εν τούτοις να θεμελιούται επί της συζητήσεως, αλλά επί των αποφάσεων. Η εκάστοτε αποκαλυπτόμενη αλήθεια δέον να γίνεται αποδεκτή υπό την πίεσιν της καταστάσεως. Επέρχεται εκάστοτε προσωρινή συμφωνία «παρά τας διαφωνίας», δια της θέσεως υπό ψηφοφορίαν των θεωρουμένων εκάστοτε ως αναγκαίων ενεργειών. Η μεινοψηφία παύει να υποστηρίζει την αντίθετον άποψίν της, ενώ συγχρόνως διατηρεί ελπίδας μελλοντικής υπό νέας συνθήκας επιβολής αυτής. Αποδέχεται νομοταγώς την ληφθείσαν απόφασιν, ήτις έκτοτε θεωρείται ως «κοινή απόφασις».
Τέλος, η μειονοψηφία τελεί υπό την προστασίαν των νόμων και της επί του κοινού πεδίου καθιερουμένης υπό της ιδέας της δημοκρατίας αλληλεγγύης.
Η ιδέα της δημοκρατίας είναι μετριοπαθής, διαυγής και ενθουσιώδης. Η απαίτησις της «απολύτου λαϊκής κυριαρχίας» είναι βιαία, σκοτεινή και προκαλεί φανατισμούς.
Θα έδει να αποφεύγεται η λέξις «δημοκρατία» ως υποκειμένη εις πολλαπλάς ερμηνείας και δίδουσα λαβήν εις τοσαύτας καταχρήσεις του ονόματος της ; Μήπως η εξαφάνισίς της δεν θα εδικαιολογείτο ακόμη περισσότερον, εφ' όσον εμμένοντες εν τη αρχαία έννοια των μορφών του κράτους, εννοούμεν διά του όρου αυτού μίαν μορφήν διακυβερνήσεως παραπλεύρως της ολιγαρχίας και της μοναρχίας ;
Κατάργησις του όρου θα ήτο ματαία και άνευ αποτελέσματος. Διότι ετυμολογικώς σημαίνει τον λαόν και επομένως πάντας τους αποτελούντας το κράτος ανθρώπους. Έχουν υποχρέωσιν άπαντες να αναλάβουν το δικαίωμα συμμετοχής εις τα την σκέψιν και την δράσιν.
Η μόνη αντίθεσις είναι εκείνη ήτις υφίσταται μεταξύ δημοκρατικής διακυβερνήσεως και δεσποτικής διακυβερνήσεως. Όταν ομιλούμεν περί δημοκρατίας, εννοούμεν δια του όρου τούτου το καντιανόν δημοκρατικόν καθεστώς. Ουδέν άλλο όνομα αρμόζει εις αυτό περισσότερον από το όνομα «δημοκρατία»
γ) ΤO ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.
Οπουδήποτε ισχυρίζονται ότι ζουν υπό δημοκρατικόν καθεστώς , (και σήμερον οι πάντες ισχυρίζονται τούτο), διερωτώνται επί του διλήμματος: τι είναι και τι δεν είναι δημοκρατικόν. Απορρίπτουν το "αντιδημοκρατικόν" . Έκαστος επιρρίπτει εις τον άλλον την μομφήν , ότι δεν κυβερνά παρ΄αυτώ αλλά μία μικρή μειοψηφία : εντεύθεν ο καπιταλισμός και τα μονωπώλια του, εκείθεν το κόμμα και η κλίκα του. Εντεύθεν η εκμετάλλευσις του καπιταλισμού , εκείθεν η εκμετάλλευσις του δεσποτισμού.
Αι εναλλαγαί όμως αυταί αποτελούν διαπληκτισμούς της προπαγάνδας όπου το "ειδικόν" μεταβάλλεται εις "γενικόν". Έναντι των διλημμάτων (278) αυτών άτινα ανάγονται εις καθωρισμένα και επαισθητά αντικείμενα , υπάρχει εν τούτοις εν και μόνον , το οποίον είναι απόλυτον και καθορίζει ολοκληρωτικώς την βούλησιν και την δράσιν μας.Τα όριά του επιτείνονται προς το άπειρον αυτών άτινα ανάγονται εις καθωρισμένα και επαισθητά αντικείμενα, υπάρχει εν τούτοις εν και μόνον, τό όποιον είναι απόλυτον και καθορίζει ολοκληρωτικούς την βούλησιν και την δράσιν μας. Τα όριά του επιτείνονται προς το άπειρον.
Δεν επιδέχεται καθορισμόν.
Διότι, πρωταρχικός του χαρακτήρ είναι, ότι δεν αποτελεί δίλημμα μεταξύ δύο αντιτιθεμένων δογμάτων. Αποτελεί δίλημμα αφορών τας ουσιώδεις κατευθύνσεις της ζωής μας.
Η οδός της λογικής αναγνωρίζει τα δόγματα ως «ειδικής μορφής μέσα» προς επίτευξιν «ειδικών σκοπών», αλλά δεν καθίσταται αυτή καθ' εαυτήν δόγμα, επομένως δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ανταγωνιστικόν αυτής δόγμα. Ανθίσταται μάλλον εναντίον της προς καθιέρωσιν δογμάτων γενικής τάσεως, εναντίον παντός είδους αδιαλλαξίας κατά την υποστήριξιν «θέσεως» τινός, εναντίον πάσης συγκεκριμενοποιήσεως του απολύτου, εναντίον παντός εγκλεισμού εντός των φαύλων κύκλων της διαλεκτικής κινήσεως.
Η δημοκρατία, θεωρουμένη ως οδός της λογικής αποφεύγει τους τρόπους αυτούς επιβολής «απολύτου». Εφ' όσον στηρίζεται επί της λογικής, θα πρέπει να έχη την πείραν καθ' ην, χωρίς να τεθή υπό αίρεσιν η λογική, δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι διεισδύει παντού, ούτε ότι θα δυνηθή να ακολουθήση συνεχώς και μετά σταθερότητος τον δρόμον της (έστω και αν το ελπίζει). Αι δημοκρατίαι, αρνούνται εν τούτοις να παραδεχθούν, στηριζόμεναι επί της πείρας ταύτης, ότι η κυριαρχία της «αντιλογικής» είναι αναπόφευκτος, ότι η κυριαρχία του παραλογισμού δια μιας εξ ίσου παραλόγου βίας είναι αδύνατον να αποφευχθή τελικώς.Η δημοκρατία, δεν παραδέχεται το «αξίωμα» καθ' ο οι κυβερνώντες είναι «κάτι περισσότερον» από άνθρωποι, ή ότι θα ηδύναντο να είναι, ή ότι πρέπει να είναι. Πρεσβεύει ότι, όλαι αι εκ της φύσεως των πραγμάτων προκύπτουσαι απαιτήσεις, απευθύνονται προς τον άνθρωπον και απορρίπτει πάσαν άλλην μορφήν «νομιμοποιήσεως» όπως, το θεωρούμενον ως απ' ευθείας υπό του θεού δεδομένον λειτούργημα, ή τα «υπεράνθρωπα» χαρίσματα ανθρώπου τινός χρισθέντος παρά του Θεού ως «οδηγού των λαών». Αναγνωρίζει όμως την επιβαλλομένην εκ της υπευθυνότητος εκάστης θέσεως σπουδαιότητα και το «δώρον» το οποίον αντιπροσωπεύουν οι μεγάλοι άνδρες. Έχει δι' αμφότερα σεβασμόν, όχι όμως ειδωλολατρίαν. Γνωρίζει ότι αμφότερα θα πρέπει να είναι ουσιαστικά δια να δύναται και αυτή να αναπτυχθή.
Εις την ιδέαν της δημοκρατίας αντιτίθεται παν ότι υπαναχωρεί προ του επιβαλλομένου εις την ανθρωπίνην φύσιν καθήκοντος.(278)
Τούτο συμβαίνει και συνέβαινε πάντοτε εις όλα τα απολυταρχικά συστήματα, εις τα καθεστώτα τα οποία ανάγουν εαυτά εις την «Θείαν χάριν» ή ισχυρίζονται ότι κατέχουν την «απόλυτον γνώσιν».
Όλας αύτάς, τας αντιτιθεμένας προς την ιδέαν της δημοκρατίας προθέσεις, δυνάμεθα να τας ονομάσωμεν, εν συμφωνία προς τον Κάντ «προθέσεις δεσποτισμού».
Αύται, ακόμη και κατά την ευμενεστέραν περίπτωσιν, φράσσουν την οδόν ην ακολουθεί ο άνθρωπος της λογικής, συγκεκριμένως δε σήμερον: την μοναδικήν προς την σωτηρίαν της ανθρωπότητος οδόν. Δύναται τις να ισχυρισθή ότι, εις ευτυχείς στιγμάς οι δεσπόται εκυβέρνησαν καλώς. Αύται όμως δεν αποτελούν εί μη απλά επεισόδια εις τον δρόμον πρός την καταστροφήν, διότι οι λαοί δεν αφυπνίζονται διά του τρόπου αύτοϋ. Η μάζα των ανθρώπων δεν φθάνει ούτε εις την κατανόησιν, ούτε εις την υπευθυνότητα των γεγονότων. Παραμένει αιχμάλωτος των λαμπροτήτων και των αθλιοτήτων του μικρόκοσμου του περιβάλλοντος της, υποτεταγμένη εις μίαν αυταρχικήν εξουσίαν. Υφίσταται τον υπό της τεχνικής επιβαλλομένον δαμασμόν. Δια των γνώσεων και των δυνατοτήτων της καθίσταται «όργανον εργασίας», χρησιμοποιούμενον αναλόγως των αναγκών, ουδέποτε όμως καθίσταται κοινωνός της μεγάλης προς το άπειρον πορείας του ανθρωπίνου πολιτισμού.
Η οδός της δημοκρατίας παρά τα σφάλματα και τα φαινομενικά της αδιέξοδα, προσφέρει εις τους ακολουθούντας αυτήν τας πιθανότητας εξυψώσεώς των (κατά μεγάλην τουλάχιστον πλειονότητα), εις το επίπεδον υπευθύνως σκεπτομένων ανθρώπων, καίτοι αρχικώς επεμβαίνει η «ισοπέδωσις» και μαζύ με αυτήν ο κίνδυνος νοθεύσεως της δημοκρατίας και καταλήξεως εις δικτατορίας απαισιοτέρας πάσης μέχρι σήμερον γνωστής μορφής.
Η ιδέα της δημοκρατίας αιτιολογείται, από το επιβαλλόμενον εις έκαστον των ανθρώπων καθήκον ουσιαστικοποιήσεως του εν τη λογική και από τον μοναδικόν και αναντικατάστατον χαρακτήρα εκάστου ανθρώπου και την αξίαν ην τω παρέχει η συμμετοχή του εις την λογικήν. Αι επί του πεδίου των πραγματοποιήσεων αδυναμία της δημοκρατίας δεν δικαιολογούνται βεβαίως, αλλά φωτίζονται από τα πολύ μεγαλύτερα σφάλματα, πάσης άλλης ακολουθουμένης οδού. Εάν απελπισθώμεν ως προς την ιδέαν της δημοκρατίας, θα πρέπει να απελπισθώμεν και ως προς την τύχην του ανθρώπου.
δ) ΕΚΛΟΓΑΙ ΚΑΙ ΠΛΕΙΟΝΟΨΗΦΙΑΙ
Εν δεύτερον ερώτημα τίθεται : ποίοι είναι οι καλλίτεροι θεσμοί οίτινες (279) πραγματοποιούν κατά τον καλλίτερον τρόπον την «δημοκρατικήν διακυβέρνησιν» ή την αληθή δημοκρατίαν ;
Ενώ η ιδέα της δημοκρατίας είναι μία και μοναδική, τα μέσα και οι θεσμοί της είναι πολλαπλοί και πρέπει να τίθενται εν εκάστη στιγμή υπό τον έλεγχον της πείρας και της δημιουργικής σκέψεως.
Η πολιτική «θέσις» ήτις καθιστά δυνατήν την ελευθερίαν συνδέεται με τας υπό της πλειονοψηφίας λαμβανομένας αποφάσεις. Μυστικαί, ελεύθεροι καί γενικαί εκλογαί, αναγνωρίζονται υπό των θεσμών, ως το επίκεντρον, η απαραίτητος συνθήκη και το χαράκτηριστικόν γνώρισμα της πολιτικής ελευθερίας.
«Ελεύθεραι εκλογαί, σημαίνει :
Πρώτον: να είναι μυστικαί, να μην υφίσταται δηλαδή ουδείς φόβος αποκαλύψεως του είδους της ριφθείσης παρ' εκάστου ψηφοφόρου εις την ψηφοδόχον ψήφου, (ο έκλογεύς πρέπει να είναι βέβαιος, ότι ουδείς θα μάθη τί εψήφισεν, ώστε να μη έχη ουδένα φόβον περί των συνεπειών ας δύναται να έχη δι' αυτόν).
Δεύτερον: τα κόμματα και οι υποψήφιοι να παρουσιάζονται προ των καλπών με πραγματικήν ελευθερίαν, ώστε ο εκλογεύς να δύναται ανέτως να εκλέξη μεταξύ των τάσεων και των απόψεων των ανθρώπων, οίτινες ζητούν την ψήφον του. Τρίτον: όλοι οι εκλογείς να διαθέτουν μίαν ψήφον. Η οργάνωσις του τρόπου της ψηφοφορίας σημαίνει ότι ελήφθη ήδη απόφασις περί του τρόπου με τον οποίον αντιλαμβάνονται την πολιτικήν ελευθερίαν.
Πολλάκις ημφεσβητήθη η ειλικρίνεια των εκλογών. Κατηγγέλθη η τύφλωσις των αισιόδοξων οίτινες λέγουν: οι εκλογείς γνωρίζουν τι εκλέγουν, γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. Είναι εις θέσιν να εκφέρουν ορθήν πολιτικήν κρίσιν.
Πρώτον: αι έκλογαί αποτελούν πάντοτε προνόμιον μιας ομάδος. Αι εκλογαί διεξάγονται εντός των κρατών και όχι εις ολόκληρον την Οικουμένην, ήτις εν τούτοις θα έδει να κρίνη εν τω συνόλω της περί του δικαιώματος του υπάρχειν ή του μη υπάρχειν. Πώς όμως θα ηδύνατο να διαπιστωθή, εάν η ανθρωπότης (τρία περίπου δισεκατομμύρια ψυχών) επρόκειτο να αποφασίση περί εαυτής, η πλειονοψηφία; Και εν πάση περιπτώσει, θά ανεγνωρίζετο αύτη;
Μία πλειονοψηφία δεν έχει έννοιαν ει μή δια μίαν ομάδα ανθρώπων ζώντων εν κοινότητι, ευρισκομένων εν συνεχεί μεταξύ των επικοινωνία και εχόντων ενιαίας αντιλήψεις περί του δυνατόν γενέσθαι.
Η πλειονοψηφία δεν δύναται να διαπιστωθή εί μη υπό ενός καθιερωμένου οργανισμού. Πρωταρχική συνθήκη πάσης ψηφοφορίας (280) είναι ο συντονισμός ττρος εκείνους οίτινες έχουν δικαίωμα να λάβουν μέρος εις αυτήν.
Δεύτερον: Η πλειονοψηφία ενέχει εν εαυτή την τάσιν προβολής της μάζης και όχι της προσωπικότητος. Η μάζα είναι κατ' αρχήν η αυτή, είτε πρόκειται περί «προνομιακής ομάδος» δωδεκάδων τινών αριστοκρατικών οικογενειών, είτε περί του συλλόγου των καθηγητών ενός Πανεπιστημίου, είτε περί της ολότητος του πληθυσμού μιας χώρας. Εναντίον της αρχής της πλειονοψηφίας τίθεται η εξής πρότασις: Δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν ο αριθμός των ψήφων, αλλά η αξία εκάστης ψήφου.
Τρίτον: Καίτοι ο λαός ψηφίζει, αι εκλογαί δεν είναι ουσιαστικώς ελεύθεραι, δεδομένου ότι παρουσιάζουν «έτοιμον» εις τον λαόν εκείνο το οποίον οφείλει να ψηφίση, εκείνο περί του οποίου οφείλει να αποφασίση. Εκείνο το οποίον ψηφίζουν και περί του οποίου αποφασίζουν δεν είναι εκείνο το οποίον επιθυμούν. Αι εκλογαί καθορίζονται από το κράτος και τα κόμματα, κατευθύνονται από την προπαγάνδαν και το χρήμα των ενδιαφερομένων, (κατ' αρχήν διαθετόντων οικονομικήν άνεσιν). Επηρεάζονται από την κρατικήν θέλησιν εκφραζομένην δια της κρατικής μηχανής. Κατά τον τρόπον αυτόν αι «πραγματικαί αποφάσεις» λαμβάνονται προκαταβολικώς εντός του στενού κύκλου των πολιτευομένων: οργανώνουν τας προϋποθέσεις των εκλογών δια των οποίων επηρεάζεται η μάζα.
Τέταρτον: Η προπαγάνδα και όχι η λογική είναι εκείνη ήτις κατευθύνει τας εκλογάς. Η εκλέπτυνσις της συγχρόνου ψυχολογίας ανέπτυξε τας μεθόδους της «εμπορικής δημοσιότητος» : κινητοποιούν τας εν τω υποσυνειδήτω της ψυχής καθευδούσας παρορμήσεις, διαφημίζουν την «ανωτέραν ποιότητα» του εμπορεύματος των διά να αιτιολογήσουν και προκαλέσουν την «αγοράν» του. Αι μέθοδοι αύται «εμπορικής διαφημίσεως» χρησιμοποιούνται ενστικτωδώς και συστηματικώς υπό της πολιτικής προπαγάνδας. Υπάρχουν όμως και πράγματα τα οποία επιβάλλονται και άνευ της προπαγάνδας. Αυτή αύτη η λογική, δύναται να χρησιμοποιήση την προπαγάνδαν, χωρίς διά τούτο να παύση να είναι η λογική.
Πέμπτον: Οι υποψήφιοι, είναι αληθές ότι μεταχειρίζονται παν δυνατόν μέσον δια να επιτύχουν την εκλογήν των. Δια να επιζητήσουν όμως μίαν υποψηφιότητα, θα πρέπει να είναι εντεταγμένοι εις ωρισμένον κόμμα (το οποίον συνδέεται με χρηματοδοτικάς πηγάς) ή να ανήκουν εις το κράτος.Η εκλογή των υποψηφίων αποτελεί (281) έργον, σχετικώς στενού κύκλου ανθρώπων. Ίσως να απορρίπτη όλους τους άξιους προς εκλογήν θεωρών αυτούς ως αναξίους της εμπιστοσύνης του. Η ψηφοφορία αυτή καθ' εαυτήν αποτελεί εκλογήν ενός ανεπιθύμητου μεταξύ ανεπιθύμητων, εφ' όσον ουδείς άλλος παρουσιάζεται ως υποψήφιος.
Καίτοι αι
εκλογαί είναι ελεύθεραι, οι πολιτικοί άνδρες φαίνονται ως «άλλοθεν
προερχόμενοι» και όχι απ' ευθείας από τον λαόν δια να αντιπροσωπεύσουν τον
λαόν. Αποτελούν έναν ιδιαίτερον κόσμον, εις τον οποίον θα πρέπει εκόντες
άκοντες να υποταχθώμεν διατηρούντες δι' ημάς τας αντιπαθείας μας ή τας
συμπαθείας μας. Τείχος υψούται μεταξύ των μικρών ομάδων της κομματικής
γραφειοκρατίας και της μάζης του πληθυσμού. Αι εκλογαί αποτελούν «προθήκην
ελευθερίας», αποτελούν εν είδος «παιγνίου», παιζομένου μεταξύ των ισχυρών.
Επίσης
ομιλούν περί «σχηματικής δημοκρατίας» : Δεν επιβάλλεται ο λαός δια
των καλλιτέρων του στοιχείων, αλλά μία διαδικαστική δομή ήτις δια των μορφών
ας προσλαμβάνει καταλήγει εις την εγκατάστασιν της ουσιαστικής κυριαρχίας όλως
διαφορετικών δυνάμεων. Λέγουν τότε ότι η δημοκρατία ουδέν άλλο αποτελεί ει μη
μορφήν ολιγαρχίας ή δικτατορίας.
Αι
δυνάμεις όμως αύται αντιμάχονται αλλήλας και ούτω το δόγμα της πλειοψηφίας
παραμένει ως ανωτάτη διαιτησία.
Η
πολιτική εξουσία εξαρτάται από τας εκλογάς και ως εκ τούτου πας πολιτικός έχει
εστραμμένους τους οφθαλμούς προς τας πιθανότητας των προσεχών εκλογών και
πράττει παν το δυνατόν ώστε να είναι ευμενείς δι' αυτόν.
Επί
πλέον: Η ύπαρξις της κομματικής γραφειοκρατίας καθιστά αναγκαίαν την ανάληψιν
της διευθύνσεως, υπό ανθρώπων ετοίμων να διακινδυνεύσουν υπό τας συνθήκας αυτάς
την σταδιοδρομίαν των, προσπαθούντων να φθάσουν εις τας κορυφάς του κόμματος
και να πράξουν παν το δυνατόν δια να επιτύχουν την άνοδον ταύτην.
Έχουν
προτερήματα αντιστοιχούντα εις τους οργανισμούς αυτούς οίτινες αποκαλούνται
«κόμματα». Δεν είναι ίσως οι χειρότεροι, αλλ' ασφαλώς όχι οι κάλλιστοι μεταξύ
των πολιτών. Αυτοί είναι εκείνοι οίτινες τελικώς καταλαμβάνουν τας επικαίρους
θέσεις, λαμβάνουν εις χείρας των πηδάλιον και διευθύνουν τας τύχας των λαών.
Τέλος, η
σοβαρωτέρα παρατήρησις:
Η συντριπτική πλειονοψηφία των σημερινών εκλογέων δεν είναι
πληροφορημένη, είναι ανίκανος να εκφέρη ορθήν πολιτικήν κρίσιν, δεν
ενδιαφέρεται δια την (282) πολιτικήν. Σήμερον, όταν έκαστος εκ των εκλογέων
συμμετέχει δια της ψήφου του εις τον καθορισμόν των πεπρωμένων της κοινότητος,
προκαλεί τρόμον η διαπίστωσις ότι η πλειονοψηφία του πληθυσμού, εις όλα τα
κράτη της Ευρώπης και της Αμερικής ουδόλως γνωρίζει, (όταν καλείται να
ψηφίση), το περί τίνος πρόκειται.
Θα πρέπει
να έχη αποκτήση πείραν τούτου πας Γερμανός το 1933 και τα προηγηθέντα έτη·
βλέπων τον τρόπον με τον οποίον παν λογικόν πολιτικόν επιχείρημα, πάσα αναδρομή
εις χειροπιαστά γεγονότα, συνετρίβετο επί των βράχων του άκαμπτου πείσματος των
συναισθηματικών εξάψεων, τον τρόπον με τον οποίον άνθρωποι διά διαφόρους λόγους
δυσηρέστημένοι, αυθυπεβάλλοντο αμοιβαίως. Οι «καλοκάγαθοι» άνθρωποι, ευκόλως
επείθοντο ότι δεν επρόκειτο περί σοβαρού τινός πράγματος και ότι θα έδει να
δοθή η ευκαιρία εις τας ολοκληρωτικάς δυνάμεις να δείξουν τας ικανότητάς των.
Στηρίζονται επί χιμαιρών και όταν τα φράγματα ανοίγονται εις τους καταρράκτας,
καταλαμβάνονται υπό φόβου και δεν θέλουν ούτε να πιστεύσουν εις το χειρότερον,
ούτε να διακινδυνεύσουν υπερβολικά. Αισθάνονται εαυτούς υποστηριζομένους από
την «λαϊκήν γνώμην», θα ήθελον να ανήκουν εις το «Κόμμα»· και τίποτε άλλο δεν
επιθυμούν περισσότερον, από το «να τους αφίνουν ήσυχους».
Όποιος
είδε τους συμπολίτας του αυτούς, εν τη μεγάλη των πλειοψηφία να «χάνουν τελείως
τα νερά τους» (κατά την κοινήν παροιμίαν), έχει παν δικαίωμα να αμφιβάλλη επί
των πολιτικών ικανοτήτων των ανθρώπων.
Επιτρέπεται
όμως να αφίνωμεν εαυτούς να παρασύρρονται από εκείνους των
οποίων η προσωπική διαγωγή πιστοποιεί αυτό ακριβώς το οποίον πρεσβεύουν : τον
παραλογισμόν της δημοκρατίας ;
Θα πρέπει
να παραδεχθώμεν την άποψιν : αποδεικνύω δια της ανοησίας μου και της πτωχότητος
του πνεύματος μου, ότι οι άνθρωποι είναι ανόητοι και πτωχοί τω πνεύματι,
επομένως ανίκανοι να κυβερνηθούν δημοκρατικώς ; Βεβαίως όχι! Διότι δεν πρέπει
να λησμονώμεν ότι ακόμη και το 1933 πολλοί πολίται προερχόμενοι από όλας τας
κοινωνικάς τάξεις (όχι βεβαίως η πλειονοψηφία) τεχνίται, ηλεκτρολόγοι,
καθηγηταί, ιατροί, επιστήμονες και διάφοροι άλλοι, παρέμειναν πιστοί εις την
λογικήν. Καίτοι ουδένα ρόλον ήσαν εις θέσιν να παίξουν, παρέμειναν ακλόνητοι.
Οι μεμονωμένοι δύνανται να καταστούν πλήθος ή και σύνολον, διότι η λογική
ενυπάρχει εν παντί άνθρώπω.(283)
ε) ΣΧΕΤΙΚΩΣ ΜΕ ΤΑΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΔΙ' ΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΝΤΑΙ ΤΑ ΗΘΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.
Όταν ο Χίτλερ κατέλαβε θριαμβευτικώς την εξουσίαν, διεκήρυξεν ότι συνέλαβε την δημοκρατίαν εν τη παγίδι της ιδίας της παραφροσύνης. Πράγματι, εχρησιμοποίησε τα δημοκρατικά μέσα δια να καταλάβη νομοτύπως την έξουσίαν, δια της οποίας εξηφάνισε πάσαν νομιμότητα, καθώς και αυτήν ταύτην την δημοκρατίαν. Εν συνεχεία όμως έφθασε μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζη το καθεστώς του ως την... αληθή δημοκρατίαν..
Εάν Η έννοια της δημοκρατίας σημαίνει την υλοποίησιν της λογικής και της ελευθερίας και την συνεχή βελτίωσιν της δι' εαυτών διαπαιδαγωγήσεως πάντων, ο ακολουθηθείς υπό της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» δρόμος ωδήγησεν αντιθέτως εις την ολοκληρωτικήν δικτατορίαν.
Ο δρόμος της δημοκρατίας είναι ο ακολουθηθείς υπό της Δύσεως. Εκεί, και μόνον εκεί, ανεπτύχθησαν η τε φιλοσοφική της θεμελίωσις και η (286) προς αυτήν συνδεδεμένη πολιτική σκέψις. Μόνον η Δύσις εγνώρισεν από χιλιετηρίδων την ιδέαν της πολιτικής ελευθερίας. Μαζύ της ανεδύθη επίσης ο κίνδυνος, όστις δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθή ει μη επί του πεδίου τούτου. Ανταποκρίνεται προς τον κίνδυνον της τεχνικής επί του πεδίου της επιστημονικής γνώσεως. Αι εναντίον της δημοκρατίας κατηγορίαι άρχονται από της αρχαιότητος. Αι ουσιώδεις ιδέαι επί των οποίων στηρίζονται ανευρίσκονται εις το «Κράτος των Αθηνών» του Ψευδοξενοφώντος και εις τα έργα του Πλάτωνος. Η παραμόρφωσις της δημοκρατίας ωθουμένη μέχρι του αντιθέτου της, δύναται να συλληφθή ως μορφή εκφυλισμού, συμφώνως προς την αρχαίαν θεωρίαν του «κύκλου των δομών». Εις τας συγχρόνους όμως δημοκρατίας ενυπάρχει κάτι το εντελώς νέον: αι τεχνικαί δυνατότητες, η έκτασις των δημοκρατικών δομών του κράτους, η ανάγκη όπως οι πάντες κερδίζουν τον άρτον «με τον ιδρώτα του προσώπου των» (δεν υπάρχουν πλέον δούλοι ως κατά την αρχαιότητα), η ποικιλία των εργασιών, αι οικονομικαί σχέσεις, και τέλος η επιστημονική μελέτη των πραγματικοτήτων αυτών και, η (πάντοτε ανεπαρκής) γνώσις των παρουσιαζομένων εκάστοτε προβλημάτων.
Σήμερον προβάλλει το δίλημμα : ή της κατακρίσεως της δημοκρατίας ταύτης, ήτις μη ευρίσκουσα εν τη ιδέα της την δύναμιν βουλήσεως προπαρασκευάζει εν τη πραγματικότητι την ολοκληρωτικήν κυριαρχίαν, την επιτάχυνσιν του χάους και την εξαφάνισιν της ανθρωπότητος, ή την αυτοκριτικήν της δημοκρατίας εν τη υπαρξική της πραγματικότητι δια της δυνάμεως μιας ηθικής και πολιτικής βουλήσεως, θεμελιουμένης εν τη ζωή αυτού τούτου του πολίτου της δημοκρατίας.
Ημείς οι Γερμανοί εζήσαμεν τας ολίγας προ του 1933 δεκαετηρίδας. Την εποχήν εκείνην είδον το φως όλαι αι δυναταί και φανταστικαί κριτικαί εις βάρος της δημοκρατίας. Περιεβλήθησαν πολλαπλάς μορφάς εκφράζουσαι λίαν διαφορετικάς τάσεις. Κατηγορούντο και κατεκρίνοντο συλλήβδην τα πάντα. Απεσύροντο εις ένα «δήθεν καλλίτερον» κόσμον όπου οι διανοούμενοι ενεθουσιάζοντο υπέρ του αισθητισμού, αποστρέφοντες το πρόσωπον εκ της πραγματικότητος. Ανέφερον πολλά συγκεκριμένα πράγματα, δεν υπήρχεν όμως ούτε θέλησις ούτε έννοια υπευθυνότητος. Επρόκειτο περί σκληράς και κατά μέγα μέρος ευθυκρινούς κριτικής, στηριζομένης εις γνησίως γερμανικάς δια την εποχήν εκείνην περί δημοκρατίας αντιλήψεις, τότε είδε το φως η πνευματώδης ειρωνική φιλολογία καθώς και η επιχαιρομένη δια τα σκάνδαλα λιβελογραφική φιλολογία απετέλει έργον ανθρώπων οίτινες εκ φύσεως επαναστατικοί και εξ ιδιοσυγκρασίας έξαλλοι ήσκουν μαγνητίζουσαν επιρροήν επί εκείνων (287) οίτινες ωθούμενοι από την ιδίαν των απογοήτευσιν, προσετίθεντο εις αυτούς.
Ενυπήρχον κεκρυμμένα κίνητρα εις όλα αυτά, ωθούντα προς ανατροπήν και δημιουργούντα ευνοϊκόν δια την δικτατορίαν κλίμα (οπωσδήποτε και δι' οιουδήποτε τρόπου «αυτό πρέπει να αλλάξη»). Διεξήγετο ανοικτός άγων, εν τω οποίω ανέδραμον εις όλας τας μορφάς δυσαρεσκείας, δια του οποίου εδίδοντο «ελπίδες καλλιτέρου μέλλοντος», εις όλας τας αθλιότητας, εις όλους τους παραστρατημένους, εις όλους τους εγκληματίας, με υποσχέσεις υπερπηδήσεως όλων των δυσχερειών και τον ισχυρισμόν ότι ήνοιγον την φωτεινήν λεωφόρον προς ένα νέον μέγα και ισχυρόν «Γερμανικόν Ράϊχ». Είδομεν τότε την κατάρρευσιν της ηθικής πολλών απογοητευμένων δημοκρατών, αναλισκομένων εις ματαιότητας, εις κομματικάς συναλλαγάς, εις την ικανοποίησιν υπόπτων συμφερόντων, ενώ συγχρόνως αυτοί, οι άνευ ουδεμιάς πίστεως, επεκαλούντο μίαν «νέαν πίστιν», «νέας ιδέας», ανακαλύπτοντες την έννοιαν της «αυταρχικής δημοκρατίας» και άλλας άνευ ουδενός ουσιαστικού περιεχομένου έννοιας. Ουδέν καλλίτερον ήσαν εις θέσιν να προτείνουν. Επρόδιδον την ουσίαν της ιδίας των υπάρξεως: την ιδέαν της δημοκρατίας.
Έναντι της αδιαφορίας μιας Δημοκρατίας ήτις δεν είχεν θεμελιωθή επι της θελήσεως της υπέρ της ελευθερίας θυσίας, αλλά προέκυψεν από τα ερείπια μιας Αυτοκρατορίας και ενός λαού έναντι της ομοβροντίας των κριτικών (εξ άλλου καθαρώς αρνητικών ) τας οποίας το «πνεύμα» κατηύθυνεν εναντίον της δημοκρατίας, ανεδύθησαν αι αυταρχικαί δυνάμεις. Έχομεν προ ημών την ιστορικήν πείραν επί της επιτυχίας ή ου του δημοκρατικού καθεστώτος και την ευρυτάτην φιλολογίαν ην η δημοκρατική ιδέα ενέπνευσεν εις τον Μοντεσκιέ, τον Καντ, τον Τοκεβίλ ή τον Μαξ Βέμπερ.
Τούτο όμως δεν αρκεί.
Θεώρησις της πορείας της δημοκρατίας από ιστορικής και κοινωνιολογικής πλευράς, είτε αύτη καταλήγει εις την μεταμόρφωσίν της εις δικτατορίαν, είτε κατώρθωσε να υλοποίηση την ιδέαν της δημοκρατίας, αποτελεί απλούν μόνον βήμα διά τον προσανατολισμόν μας. Η γνώσις οφείλει να αφύπνιση τας προσωπικάς αντιδράσεις. Ας διερωτηθώμεν, τι είναι εκείνο το οποίον επιζητεί ο παρατηρητής, τι επιζητεί ο κριτικός, εκτός αν... ουδέν επιζητεί.
Το ότι εις τας κριτικάς αίτινες είδον το φώς προ του 1933, ουδεμία κατά το πλείστον υπάρχει συγκεκριμένη πρότασις, (εκτός εις μερικάς η σαφής πρότασις περί καταργήσεως πάσης περί δημοκρατίας ιδέας), αποτετελεί (288) κάτι το ασυγχώρητον. Η εναντίον της δημοκρατίας κριτική εκείνη, συνέβαλεν απλώς εις την καταστροφήν της.
Εκείνο το οποίον ενδιαφέρει είναι, να γνωρίζωμεν εάν ο «κατήγορος» της δημοκρατίας, ακόμη και όταν παρουσιάζεται «ανοικτήρμων» επιθυμεί εκκινών από την δημοκρατικήν ιδέαν να βοηθήση την δημοκρατίαν, ή προς ποίον άλλον σκοπόν παρουσιάζει γυμνάς εις τα όμματα των πάντων, τας ολεθρίας πραγματικότητας της δημοκρατίας.
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΗΡ ΚΑΙ Η ΜΑΖΑ.
O ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΛΑΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ.
Αι εν τη δημοκρατία ελεύθεραι εκλογαί ουδεμίαν έννοιαν έχουν, εάν δεν προσθέσωμεν εις αυτάς την εξής στοιχειώδη αλήθειαν:
Από τους λαούς και μόνον εξαρτάται ο τρόπος με τον όποιον θα κυβερνηθούν και το ποιόν των κυβερνητών των. Δυνάμεθα ασφαλώς, αναλύοντες αντικειμενικώς την πραγματικότητα εν τη ολότητί της, να καταδείξωμεν ότι η εγκαθισταμένη εξουσία, εξαρτάται από την ιστορικήν κατάστασιν, την υπό του εν όψει κράτους διατιθεμένην εν τω κόσμω ισχύν, τας υλικάς συνθήκας, τας μεθόδους εργασίας, τους τρόπους διαβιώσεως και τας κοινωνικάς δομάς. Εν συνεχεία εξαρτάται από τα ιδιαίτερα προσόντα των πολιτικών ανδρών, οίτινες χάρις εις τον χαρακτήρα των λαών των καταλαμβάνουν τήν εξουσίαν.
Η όλως κοινωνιολογική όμως αυτή σύλληψις προσκρούει πάντοτε εις εν όριον: η κοινωνιολογική ανάλυσις ουδόλως συλλαμβάνει εκείνο το οποίον καθίσταται πράγματι αποφασιστικόν. Το «αποφασιστικόν, είναι αι «ελεύθεραι αποφάσεις» η ελευθερία των λαών. Ουδέποτε είναι δυνατόν να έχωμεν αποφασιστικήν γνώσιν αυτής. Παραμένει πάντοτε ανοικτή εις όλας τας πιθανότητας. Δεν υφίσταται ει μη εφ΄όσον αποτελεί την ελευθερίαν ενός εκάστου πολίτου. Η ελευθερία αυτή (ακόμη και όταν την αρνούνται ή κάμνουν κατάχρησιν αυτής) αποτελεί το «θεώρημα» και όχι την συνισταμένην του γεγονότος.
Το να απαλλάσσω εαυτόν της υπευθυνότητός μου, υπέρ του «Κυριάρχου Λάου», ως να μη απετέλουν μέρος αυτού, αποτελεί ήτταν. Η κοινότης του «Λαού-Κράτος» εκφράζει την βούλησίν της δια της πλειονοψηφίας. Εάν αυτή αναγνωρίζεται Ως «κυρίαρχος», η υπευθυνότης της θα πρέπει να θεωρείται επίσης ως κυριαρχική. Το να αφίνωμεν εις την πλειονοψηφίαν την μέριμναν της αποφάσεως, (συμφώνως προς την αρχήν της δημοκρατίας), δια να απορρίψωμεν εκ των υστέρων πάσαν ευθύνην μας, αποτελεί πράξιν κακόβουλον και κακόπιστον. Ελέγετο άλλοτε: «Οι λαοί είναι υποχρεωμένοι να υφίστανται τας συνεπείας των πράξεων των Ηγεμόνων». Δύναται να λεχθή σήμερον' «Τα σημερινά «Κράτη-Λαοί» θα πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνην των συνεπειών των ενεργειών εις τας οποίας προβαίνουν δια της μεσολαβήσεως των πλειοψηφιών των».
Ημείς, οι κατοικούντες εντός των ορίων της Αυτοκρατορίας του Βίσμαρκ Γερμανοί, εγκαταστήσαμεν το 1933, δι' ελευθέρων εκλογών και της πλειονοψηφίας του λαού την δικτατορίαν, καταργήσαντες το Συνταγματικόν Κράτος και την Δημοκρατίαν. (Η πλειονοψηφία συνισταμένη από τους εθνικοσοσιαλιστάς και τους κομμουνιστάς, ήτο σύμφωνος εις τούτο. Η εις την περίπτωσιν εκείνην επιτευχθείσα υπό των εθνικοσοσιαλιστών νίκη, κατέστη δυνατή —πλην της υπεροχής των ψήφων των—χάρις εις την υπό των λοιπών κομμάτων παρασχεθείσαν βοήθειαν, δεδομένου ότι εδέχθησαν προς αποφυγήν του εμφυλίου πολέμου την έθνικοσοσιαλιστικήν κυριαρχίαν, ενώ απέκρουον την εγκατάστασιν κομμουνιστικού καθεστώτος). Με ακόμη μεγαλυτέραν πλειονοψηφίαν το δημοκρατικώς εκλεγέν Ράϊχσταγκ, παρητήθη των δικαιωμάτων του δια του ψηφίσματος της εις τον Καγγελάριον παραχωρήσεως πλήρων δικαιωμάτων, αφίνον ούτω ελεύθερον το πεδίον δράσεως εις την δικτατορίαν.
Εφ' όσον όμως συμφώνως προς το πνεύμα της δημοκρατίας, η ευθύνη ανήκει εις τον λαόν (ίδε του αυτού συγγραφέως «Το θέμα των ευθυνών» Αϊδελβέργη 1946) παρουσιάζεται ενταύθα μία αντίφασις: δέν υφίσταται όντως «συλλογικόν σφάλμα». Το σφάλμα αφορά έκαστον άτομον: Η υπευθυνότης όμως ως προς τας συνεπείας μιας δημοκρατικώς ληφθείσης αποφάσεως ανήκει εις όλους. Μόνον εκεί όπου αναγνωρίζεται η αξία της αρχής ταύτης, η ιδέα της δημοκρατίας δύναται να επιζήση και να καταστή πραγματικότης.
Καίτοι οι πάντες υπέχουν πολιτικήν ευθύνην, η ενοχή δεν ήτο η αυτή δι' όλους. Εκείνοι οίτινες τον Μάρτιον του 1933 εψήφισαν υπέρ των Εθνικοσοσιαλιστών (οι Γερμανοί Εθνικόφρονες και οι Κομμουνισταί) πλην της πολιτικής ευθύνης, είναι και έγκληματίαι έναντι της πολιτικής ηθικής. Οι άλλως ψηφίσαντες θα πρέπει να διερωτηθούν (εξετάζοντες την πέραν της πολιτικής ευθύνης ενοχήν των ) εάν έπραξαν π α ν τ ο δ υ ν α τ ό ν, δια να αντιδράσουν και κατά τα προηγηθέντα και κατά τα επακολουθήσαντα έτη.
Η δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να είναι συνεπής προς την ιδέαν της, ει μη εφ' όσον μελετά συνεχώς και επισταμένως το παρελθόν της. Θα πρέπει, αι αποφασιστικαί δια την εξέλιξιν των ιστορικών γεγονότων πράξεις να εκτίθενται, να διευρευνώνται και να μελετώνται εις τα σχολεία, ως επίσης και αι πολιτικαί απόψεις δια των οποίων καθίσταται δύσκολος και ει δυνατόν αδύνατος, η υπό άλλην μορφήν επανάληψις της εις βάρος της ελευθερίας, της λογικής και της ιδέας της δημοκρατίας, διαπραχθείσης προδοσίας.