Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

TO ΗΘΙΚΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΛ. ΚΟΡYΖΗ

Απετράπη επίσης μία άλλη λύσις, πολύ χειρότερα, η οποία θα είχε τραγικωτέρας συνεπείας. Συμφώνως προς αυτήν, όχι μόνον θα εξουσιοδοτείτο ο διοικητής του Τμήματος Στρατού Δυτ. Μακεδονίας, αντιστράτηγος Τσολάκογλου, να αναλάβη την διοίκησιν ολοκλήρου του απομείναντος Ελληνικού στρατού και να έλθη εις συνεννοήσεις προς συνθηκολόγησιν με τους Γερμανούς, αλλά και θα εσχηματίζετο Κυβέρνησις ή «Διευθυντήριον» εις τα Ιωάννινα, υπό την προεδρίαν του μητροπολίτου Σπυρίδωνος και με την συμμετοχήν των στρατιωτικών ηγετών. Κατά την γενομένην, μάλιστα, την 19ην Απριλίου σύσκεψιν, συνετάχθη και κείμενον τηλεγραφήματος προς τον Χίτλερ, διά του οποίου εζητείτο η άμεσος κατάπαυσις των εχθροπραξιών τόσον εις το Μακεδονικόν, όσον και εις το Ηπειρωτικόν μέτωπον, εν τη πεποιθήσει ότι «θα τύχη της δεούσης εκτιμήσεως η ηρωϊκή προσπάθεια και η τιμή του Ελληνικού Στρατού και ότι αι τύχαι της Ελλάδος θα ρυθμισθούν κατά τρόπον αντάξιον της μακραίωνος ιστορίας της». Η αντίθετος γνώμη του διοικητού του Τμήματος Στρατού Δυτικής Μακεδονίας φαίνεται ότι εματαίωσε την αποστολήν και του τηλεγραφήματος αυτού, καίτοι, εν τω μεταξύ, παρεσκευάζοντο οι αξιωματικοί, οι οποίοι θα μετέβαινον ως κήρυκες προς τον Γερμανικόν στρατόν, δια να ζητήσουν την συνθηκολόγησιν .
Αλλ' η κατάστασις επεδεινούτο κατά τρόπον επίσης τραγικόν και εις τας Αθήνας. Η από της 15ης Απριλίου εμφάνισις εις την πρωτεύουσαν ομάδων στρατιωτών από τους διαλυθέντας σχηματισμούς [1 ] των συμπτυσσομένων Ελληνικών δυνάμεων, συνδυαζόμενη προς τον συνεχή βομβαρδισμόν υπό της Γερμανικής αεροπορίας όλων των προς τας Αθήνας οδεύσεων, του λιμένος του Πειραιώς και των περιχώρων των Αθηνών, εδημιούργει ατμόσφαιραν αυτόχρημα απελπιστικήν. Εις το έμπεδον των Αθηνών και εις το έμπεδον των Θηβών, όπου ευρίσκοντο ήδη πολλαί ομάδες αγυμνάστων στρατιωτών μόλις προ εβδομάδος κληθείσης υπό τα όπλα κλάσεως, συνεκεντρούντο και οι φυγάδες αυτοί στρατιώται, δημιουργουμένου, ούτω, κινδύνου συμφορήσεως και αποσυνθέσεως. Κατόπιν τούτου, το Γενικόν Στρατηγείον εξέδωκε την 15ην Απριλίου διαταγήν προς το γενικόν έμπεδον Θηβών, περί χορηγήσεως δεκαπενθημέρου κανονικής αδείας εις τους οπλίτας τους καταγόμενους από τας περιοχάς που δεν είχε καταλάβει ακόμη ο εχθρός. Την 16ην δε Απριλίου, εξέδωκε και άλλην διαταγήν, περί χορηγήσεως διμήνου αδείας εις τους εφέδρους αγυμνάστους οπλίτας, οι οποίοι δεν ήσαν απαραίτητοι δια την υπηρεσίαν των φρουρών και μηνιαίας κανονικής αδείας εις τους εφέδρους αξιωματικούς. Σημειωτέον ότι επρόκειτο περί διαταγών, αι οποίαι δεν απέβλεπον ειμή εις την αποσυμφόρησιν των φρουρών των μεγάλων πόλεων από οπλίτας, οι οποίοι ούτε να οπλισθούν καταλλήλως ήτο δυνατόν, ούτε και να σχηματίσουν οπωσδήποτε αξιόμαχα τμήματα, άλλα μόνον αύξησιν της συγχύσεως προεκάλουν δια της μεγάλης των συγκεντρώσεως. Τέλος, ελήφθησαν μέτρα εις τας εισόδους της πρωτευούσης, όπου εξηκολούθουν να φθάνουν, εν κακή καταστάσει, πολυάριθμοι στρατιώται από το μέτωπον.
Από της εσπέρας ήδη της 15ης Απριλίου, ο πρωθυπουργός Αλ. Κορυζής ανεκοίνωσεν επισήμως εις τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, ότι κατόπιν σχετικής εισηγήσεως των Βρεταννικών άρχων, την οποίαν και ενέκρινεν η Κυβέρνησις, έχουσα υπ' όψει της την συνεχή επιδείνωσιν της καταστάσεως, απεφασίσθη όπως την νύκτα της 17ης Απριλίου αναχωρήσουν, επιβαίνοντες πλοίων και αντιτορπιλλικών από τον όρμον των Μεγάρων, ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις, τους οποίους θα συνώδευεν ο εν Αθήναις Άγγλος πρέσβυς Πάλλαιρετ. Αι σχετικαί προετοιμασίαι έγιναν την επομένην, 16ην Απριλίου, οπότε και διετυπώθη υπό του Έλληνος πρωθυπουργού προς τον Άγγλον πρέσβυν η πρότασις όπως τα μέλη της Κυβερνήσεως αναχωρήσουν άνευ των οικογενειών των, διάα να μη δοθή η εντύπωσις εις τον Ελληνικόν λαόν ότι θέλουν να τας προφυλάξουν από τας ταλαιπωρίας τας οποίας μοιραίως θα επέφερεν η Γερμανική κατοχή. Ο Άγγλος πρέσβυς, όμως, ετόνισεν ότι η Κυβέρνησις του δεν θα συνεφώνει με την πρότασιν αυτήν και υπενθύμισε, μάλιστα, ότι εις προηγουμένην ανάλογον περίπτωσιν ο ίδιος ο Τσώρτσιλ είχε τονίσει, ότι χρειάζονται άνθρωποι οι οποίοι να είναι απερίσπαστοι από την ανησυχίαν διά την τύχην των οικογενειών των.
Το απόγευμα της 17ης Απριλίου εγένετο σύσκεψις των μελών της Κυβερνήσεως, κατά την οποίαν όλοι μεν συνεφώνησαν με την σκέψιν της αποχωρήσεως της Κυβερνήσεως εκ της ηπειρωτικής Ελλάδος διά την Κρήτην, ίνα ούτω δοθή σαφώς η εντύπωσις ότι το Έθνος συνεχίζει και από την τελευταίαν ακόμη ελευθέραν γωνίαν τον αγώνα του, απεφασίσθη, όμως, να μη παρακολουθήσουν όλοι οι υπουργοί την Κυβέρνησιν, αλλά μερικοί μόνον εξ αυτών, οι υπόλοιποι δε υπέβαλον τας παραιτήσεις των. Από της στιγμής εκείνης προεκλήθη κάποια καθυστέρησις εις την πραγματοποίησιν της αποφάσεως αυτής, οφειλομένη εις τον βομβαρδισμόν των διατεθέντων διά την αναχώρησιν της Κυβερνήσεως πλοίων και εις ωρισμένας εκδηλώσεις απειθαρχίας των πληρωμάτων των πολεμικών πλοίων.
Την πρωΐαν της 18ης Απριλίου, Μεγάλης Παρασκευής, συνεκροτήθη εις τήν βασιλικήν έπαυλιν της Δεκελείας (Τατοΐου) σύσκεψις υπό την προεδρίαν του Βασιλέως, εις την οποίαν συμμετέσχον ο αρχιστράτηγος Παπάγος καιί οι Άγγλοι εν Ελλάδι στρατηγοί, κατά την οποίαν οι τελευταίοι εξέφρασαν την άποψιν ότι θα ήτο δυνατόν να παραταθή το τελευταίον χρονικόν όριον συνεχίσεως της αντιστάσεως και, κατά συνέπειαν, αποχωρήσεως των Αγγλικών δυνάμεων, μέχρι της 6ης Μαΐου. Οι συμμετέχοντες Έλληνες στρατιωτικοί διετύπωσαν τας αντιρρήσεις των έναντι της απόψεως αυτής, την οποίαν ουδόλως εδικαιολόγει η πραγματική κατάστασις, δεν ηθέλησαν, όμως, να επιμείνουν και περισσότερον, διά να μη δημιουργήσουν την εντύπωσιν ότι επεδίωκον να συνεννοηθούν με τους Γερμανούς.[2] Κατά τας 2 μ, μ. συνεκροτήθη εις το ξενοδοχείον της «Μεγ. Βρεταννίας» —όπου από της αρχής του πολέμου είχεν εγκατασταθή το Γενικόν Στρατηγείον— υπουργικόν συμβούλιον, του οποίου προήδρευσεν ο ίδιος ο Βασιλεύς. Κατά την διάρκειαν του συμβουλίου αυτού, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κοριζής, χλωμός και προφανώς εκνευρισμένος, ανέγνωσε το τηλεγράφημα του διοικητού του Β' Σώματος Στρατού, το οποίον ανεφέραμεν προηγουμένως και το οποίον περιέγραφεν ως απελπιστικήν την κατάστασιν εν Ηπείρω. Το τηλεγράφημα αυτό έκαμεν εξαιρετικήν εντύπωσιν εις τον Πρωθυπουργόν, τον οποίον έθετε προ σοβαρού διλήμματος: Έπρεπε δηλαδή είτε να συμμορφωθή προς τας ούτω διατυπουμένας από τον στρατόν της Ηπείρου απόψεις και να προβή εις μίαν συνθηκολόγησιν η οποία θα μετέβαλλε τελείως την μέχρι της στιγμής εκείνης ακολουθηθείσαν τιμίαν Ελληνικήν πολιτικήν ή να αδιαφορήση διά τας εξ Ηπείρου απευθυνομένας εκκλήσεις, με κίνδυνον να δημιουργήση τας προϋποθέσεις ενός πραξικοπήματος των στρατιωτικών. Αφ' ετέρου, υπήρχον και ωρισμέναι φήμαι, αι οποίαι έφερον την Αγγλικήν στρατιωτικήν ήγεσίαν ως έχουσαν βασικά παράπονα διά τον τρόπον με τον οποίον ο Ελληνικός στρατός παρείχε την βοήθειάν του εις τα μαχόμενα επί Ελληνικού εδάφους Βρεταννικά στρατεύματα. Υπό τοιαύτας συνθήκας, εκείνο μόνον που θα ήτο δυνατόν να επιτρέψη λύσιν της καταστάσεως θα ήτο η επίσπευσις της εξ Ελλάδος αποχωρήσεως των Βρεταννικών στρατευμάτων και η αναχώρησις του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως εκ της ηπειρωτικής Ελλάδος, οπότε και θα ελύοντο αι χείρες των στρατιωτικών ηγετών, ώστε μόνοι των να προβούν εις οιανδήποτε ενέργειαν την οποίαν θα έκριναν επιβεβλημένην, χωρίς η ενέργεια αύτη να έχη την έννοιαν μεταβολής της μέχρι τότε Ελληνικής πολιτικής.
Εν τούτοις, η λήψις αμέσου αποφάσεως δεν καθίστατο δυνατή. Απεφασίσθη, λοιπόν, να αναβληθή η σύσκεψις δια την νύκτα της ιδίας ημέρας, διά να δοθή εν τω μεταξύ καιρός και εις τον Βασιλέα να συσκεφθή πάλιν με τους αρμοδίους Έλληνας και Άγγλους στρατιωτικούς παράγοντας, και εις τον Πρωθυπουργόν να σκεφθή καλύτερα. Ο Αλέξανδρος Κορυζής, όμως, αναχωρήσας εκ του ξενοδοχείου της «Μεγ. Βρεταννίας» μετέβη εις την οικίαν του, όπου και ηυτοκτόνησε διά δύο σφαιρών περιστρόφου.[3] Το γεγονός, γνωσθέν κατά τας απογευματινάς ώρας εις την πρωτεύουσαν, εις την οποίαν επεκράτει ήδη βαρεία ατμόσφαιρα, τονιζομένη κατά τινα τρόπον και από τας συνεχείς κωδωνοκρουσίας της Μεγάλης Παρασκευής, προεκάλεσεν ακόμη μεγαλυτέραν απογοήτευσιν και αποθάρρυνσιν. Η κηδεία του Κορυζή, γενομένη την μεσημβρίαν της επομένης ημέρας, συνωδεύθη από την εμφάνισιν πολυαρίθμων σμηνών Γερμανικών αεροπλάνων, τα οποία εβομβάρδιζαν τας εις την περιοχήν των Αθηνών η εις άμεσον γειτνίασιν της πόλεως στρατιωτικάς εγκαταστάσεις και τα αεροδρόμια.
Κατά την διάρκειαν της νυκτός, της ημέρας του Μεγάλου Σαββάτου και της ημέρας του Πάσχα, ο βασιλεύς Γεώργιος, ευρεθείς μόνος πλέον απέναντι των βαρυτάτων ευθυνών της ιστορικής εκείνης στιγμής, εξηκολούθησε τας προσπαθείας του διά τον άμεσον σχηματισμόν μιας κυβερνήσεως, η οποία θα είχεν ως κύριον σκοπόν και πρόγραμμα την αντί πάσης θυσίας συνέχισιν του αγώνος, χάριν του μέλλοντος της Ελληνικής Πατρίδος και της μετά τον πόλεμον ικανοποιήσεως των εθνικών μας δικαίων. Εν προκειμένω, μάλιστα, πρέπει να αναφερθή, ότι την πρωίαν της 19ης Απριλίου, ο Βασιλεύς, διακόψας επ' ολίγον τας προσπαθείας του διά τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως, συνειργάσθη με τον αντιστράτηγον Παναγάκον, διοικητήν του εν Φλωρίνη Β' Ρυθμιστικού Κέντρου, ο οποίος του παρέσχε πλήρη την εικόνα της καταστάσεως εις την Δυτικήν Μακεδονίαν και την Ήπειρον, τονίσας ιδίως την τρομεράν δράσιν της εχθρικής αεροπορίας, η οποία εσάρωνε τα πάντα, την μεγάλην υπεροχήν του εχθρού εις άρματα μάχης, την παράλυσιν πάσης κινήσεως των τμημάτων επί των συνεχώς βομβαρδιζομένων οδών, την μοιραίαν αποσύνθεσιν των στρατιωτικών μας τμημάτων. Ο Βασιλεύς ηυχαρίστησε τον στρατηγόν διά τας πολυτίμους πληροφορίας τας οποίας του παρέσχε, περιορισθείς να τονίση: «Ηκολουθήσαμεν μίαν πολιτικήν. Η Ιστορία θα μας κ ρ ί ν η. Η τιμή της Ελλάδος, αυτήν την στιγμήν, κρέμεται από μίαν κλωστήν. Αλλοίμονον αν η κλωστή αυτή κοπή!».

Ολίγον μετά μεσημβρίαν της ιδίας ημέρας, ο Βασιλεύς παρεκάλεσε τον στρατηγόν Ουίλσον, αρχηγόν των εν Ελλάδι Βρεταννικών στρατευμάτων, τον επιτελάρχην του και τον Άγγλον-σύνδεσμον με το Ελληνικόν Στρατηγείον, στρατηγόν Χέϋγουδ, να προσέλθουν εις μίαν σύσκεψιν, εις την οποίαν συμμετέσχε και ο αρχιστράτηγος Παπάγος και εις την οποίαν εκλήθη ο αντιστράτηγος Παναγάκος να επαναλάβη τα όσα είχεν αναφέρει εις τον Βασιλέα. Κατά την σύσκεψιν αυτήν ο στρατηγός Ουίλσον εβεβαίωσεν ότι αι πληροφορίαι του στρατηγού Παναγάκου συνέπιπτον απολύτως και με τας ιδικάς του πληροφορίας και ότι επεθύμει να δήλωση κατηγορηματικώς, εξ ονόματος όλων των Βρεταννών στρατιωτών του, ότι «η Αγγλία ουδέν απολύτως παράπονον έχει κατά της Ελλάδος , η οποία μέχρι τέλους εξεπλήρωσε πλήρως και τιμίως το καθήκον της , ούτε και κατά των Ελλήνων στρατιωτών , οι οποίοι , ως γενναίοι και τίμιοι συμπολεμισταί, έκαμαν ότι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν δια να βοηθήσουν τα Αγγλικά στρατεύματα." (Το απόσπασμα είναι από το έργο  Εμπρός της Ελλάδος παιδιά των αδελφών Αχιλλέως και Κύρου .Αδ. Κύρου. Οι υποσημειώσεις είναι εκτός κειμένου και απηχούν τις θέσεις των συγγραφέων τους.)

Υποσημειώσεις:
[1] Την 14 Απριλίου εμφανίζονται τα πρώτα κρούσματα στις μεραρχίες Vη Kρητών και VI Σερρών. Την 15 Απριλίου αποτελούν γενικό φαινόμενο σε όλες τις μεγάλες μονάδες του Κεντρικού και του Νοτίου Μετώπου. Από τις 16 «έβαινον με αύ­ξοντα ρυθμόν, δημιουργούν τ α την εντυπώσιν ότι αι μονάδες, πλην ολίγων εξαιρέ­σεων, ευρίσκοντο εις τα πρόθυρα διαλύσεως», σημειώνει η ιστορία του ΓΕΣ . Η μάζα δίνει την δική της λύση: τελείωσε ο άσκοπος πλέον πόλεμος γι' αυτήν. Ένα και μόνο πρόβλημα έχουν τώρα οι μαχητές, όλοι τους: την σωτηρία τους από αιχμαλωσία. Μερικές μονάδες έσπευσαν να εφαρμόσουν τον κανονισμό: παραπομπή σε έκτακτα στρατοδικεία και εκτελέσεις επί τόπου «δι' εγκατάλειψιν θέσεως ενώ­πιον του εχθρού». Στην γέφυρα της Μέρτζανης, υποχρεωτικό πέρασμα από την Αλβανία στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν οι έφιππες ομάδες των μεραρχιών Vης, ΧVης και ΧVΙΙης, με 12 πολυβόλα και 36 οπλοπολυβόλα και με διοικητή τον συνταγματάρχη Φίλη. Συλλαμβάνουν «ζωηρούς φυγάδες» και τους εκτελούν επί τόπου, «προς παραδειγματισμόν». Από όσα αναφέρει η ιστορία του ΓΕΣ πρέπει οι εκτελέσεις να αφορούν διψήφιο αριθμό. Περισσότερα στοιχεία δεν παρέχονται.Πρέπει, όμως, κάποτε να ερευνηθούν τα στρατιωτικά αρχεία, για να διαπιστωθεί πόσοι και ποίοι εκτελέστηκαν. Είναι αμφίβολο αν θα κατηγορηθεί έστω και ένα: από αυτούς για δειλία. Για να επισημανθούν και να συλληφθούν πρέπει να βρίσκο­νταν επικεφαλής φυγάδων ή να διαδηλώνουν ζωηρότερα την αντίθεση τους προς την συνέχιση του χαμένου πλέον πολέμου, που σημαίνει ότι ξεχώριζαν από τους άλλους με τις ικανότητες τους και με τον δυναμισμό τους. Θα διέθεταν προσωπι­κή παλικαριά, την οποία ασφαλώς θα επιδείκνυαν και στις μάχες. Αντί να τιμηθούν γι' αυτό , οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα αυτοί , και όχι όσοι ευθύνονται για την τραγωδία του ελληνικού στρατεύματος της Αλβανίας…..(Λ. ΑΡΣΕΝΙΟΥ: Ανατομία του Επους 1940-1941.Εκδόσεις "Δωδώνη".

[2] «Εξ όλων των ανωτέρω, τα οποία είχα ακούσει, ίδει και αντιληφθή κατά την επί εξάωρον παραμονήν μου εις το Γενικόν Στρατηγείον, εσχημάτισα την σαφή εντύπωση, ότι τόσον η Ανωτάτη διοικησις του Στρατού, όσον και η Κυβέρνησις, ουδέν εσκέπτοντο, ή ηδύνατο να πράξουν δια τον εν Ηπείρω στρατόν, εις τον οποίον είχον αρκεσθή να δώσουν την εντολήν της συνεχίσεως του αγώνος, με την προοπτικήν μόνον της με¬τά τινάς ημέρας δυνατότητας συνθηκολογήσεως, χωρίς ουδεμίαν άλλην κατεύθυνση, οδηγίαν η απλήν ένδειξη, παρά ποίου και υπό ποίας συνθήκας, θα ηδύνατο να γίνη αύτη. Τα πάντα αφήνετο να εξελιχθούν εις την τύχην των. Ουδεμία άλλη φροντίς, ή σκέψις δια τον μαχόμενον Στρατόν, ο οποίος μετά την επικειμένην αναχώρησιν της Κυβερνήσεως, θα παρέμεινε με την αγωνίαν της προσεγγιζούσης ταπεινώσεως και καταστροφής και με μόνην συμπαράσταση της προϊσταμένης αρχής, την βαρείαν υποθήκην της συνεχίσεως του αγώνος μέχρις εσχάτων. Ουδείς εσκέφθη, κατά τας τραγικάς αυτάς στιγμάς, όχι να συνταύτιση την τύχην του μετά του αγωνιζομένου και καλουμένου να θυσιασθή Στρατού, όπως άλλοτε θα επέβαλλαν αι στρατιωτικαί παραδόσεις, αλλά και να επισκεφθή απλώς, δι ολίγας ώρας, το μέτωπον και λάβη επαφήν με τας Ανωτέρας διοικήσεις, να εξήγηση τους λόγους διά τους οποίους η θυσία καθίσταται αναγκαία και δώσει εν γένει δια της παρουσίας του, ένα τόνο συμπαραστάσεως, που τόσον είναι αναγκαία εις παρόμοιας περιστάσεις. Σοβαρά επίδρασις της Ανωτάτης διοικήσεως, με το κύρος και γόητρον που έπρεπε αύτη να ακτινοβολή, ου¬δεμία ουδαμού ανεφάνη. Την προσωπικήν επαφήν, αντικαθίστων αι έγγραφοι ή τηλεγραφικαί διαταγαί της Κυβερνήσεως και του Αρχιστρατήγου, αι οποίαι όμως, λόγω της ταχείας εξελίξεως της καταστάσεως, δεν ηδύναντο, δυστυχώς, να ασκήσουν καμμίαν αποτελεσματικήν επίδρασιν, καθόσον η δύναμις των γεγονότων υπερέβαινεν ήδη κατά πολύ, την δύναμιν των λόγων.(...) Νομίζομεν όμως ότι, εάν απεδίδετο και εις την επίσκεφιν του μετώπου η μεγάλη σημασία την οποίαν αύτη προσελάμβανεν υπό τας κρατούσας τότε συνθήκας, ασφαλώς θα ηδύνατο να εξευρεθή και ο αναγκαίος χρόνος διά την πραγματοποίηση ταύτης. Ηγνοήθησαν, διά μίαν ακόμα φοράν, τα διδάγματα της ιστορίας και αι βασικαί αρχαί της διοικήσεως, και αι συνέπειαι εκ των παραλείψεων, τούτων δεν εβράδυναν να παρουσιασθούν» (Θ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΥ Από την κορυφήν του λόφου. Αθήνα)
[3] «Και τότε το Υπουργικόν Συμβούλιον, ο Πρωθυπουργός και πλην του Μανιαδάκη ό­λοι οι Υπουργοί, συνεφώνησαν ότι η Κυβέρνησις ευρίσκεται προ αλύτου διλήμματος, ο μεν Αρχηγός των βρεταννικών δυνάμεων να ζητεί να μη μεταφερθεί η Κυβέρνησις, ο δε στρατός - δηλ. οι πλείστοι των εν τω Μετώπω Αρχηγών του - να ζητεί συνθηκολόγησιν με τους Γερμανούς, ότι συνεπώς η Κυβέρνησις πρέπει να θεωρηθεί ως αποτυχούσα εις τας προσπάθειας της και να παραιτηθεί. Μέσα στην αναπόφευκτο διχο­γνωμία επρότειναν εις τον βασιλέα ν' αναθέσει την Κυβέρνησιν εις τους στρατιωτι­κούς, εκ των εντός και εκτός του στρατεύματος ευρισκομένων, διότι οι στρατιωτικοί, ως ασκούντες μεγαλυτέραν επιβολήν επί του μαχομένου στρατού από την Κυβέρνησιν Κορυζή, θα ηδύναντο να επιτύχουν να μη γίνει η συνθηκολόγησις μετά του εχθρού. Ο Βασιλεύς επεφυλάχθη να εκφέρει γνώμην και περί ώραν 2:20 μ.μ. το Υπουργικόν Συμβούλιον διεκόπη. Μετά την διακοπήν ο Βασιλεύς εκάλεσε τον Πρωθυπουργόν εις το παρακείμενον γραφείον. Κανείς δεν γνωρίζει αυθεντικώς τι διημείφθη μεταξύ των. Ύστερα από λίγη ώρα εξήλθε ο Κορυζής πελιδνός από το γραφείον του Βασιλέως, χω­ρίς να πει τίποτα σε κανέναν, επήρε το πανωφόρι του και το καπέλλο του από το γρα­φείο του, κατέβηκε δρομαίως την σκάλα του Ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρεταννίας, μπήκε στο αυτοκίνητο του, πήγε κατ' ευθείαν στο σπίτι του και κλειδώθηκε στην κάμαρα του»".(ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ Α. Η θέσις της Ελλάδος εις τον Β Παγκόσμιον Πόλεμον. Αθήνα.) Σχετικά με τις συνθήκες θανάτου του Πρωθυπουργού Κορυζή ο Ιστορικός και Συγγραφέας Ιάκωβος Χονσροματίδης παρουσιάζει μια άκρως ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας με τίτλο: ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΜΕΤΑΞΑΣ-ΚΟΡΥΖΗΣ; Νέα στοιχεία στο φως (Στρατοί & Τακτικές - Τεύχος 13) .  http://ermionh.blogspot.com/2011/06/0_17.html 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου