Τώρα μπρός μας ο εχθρός. Βρισκόμαστε σε στενή επαφή μ' αυτόν. Κι' ήλθαμε εδώ περνώντας απ' όλους τους κύκλους μιας καινούργιας Κόλασης. Κι' ήμασταν νηστικοί κι' ήμασταν διψασμένοι.
Την νύχτα η δίψα η στρίγλα στέγνωσεν όλους τους πολεμάχους τους στράγγιξεν.
Νερό! Νερό! αντηχούσαν οι κραυγές απ' όλη τη Στρατιά.
Αύριο θα μας θερίση ο Χάρος. Αύριο θα ριχτούμε στη φωτιά. Να πάμε στον άλλο κόσμο νηστικοί μα όχι και διψασμένοι, φώναζεν όλη η Στρατιά μ' ένα στόμα. Μα το νερό νάτο! εκεί πέρα εκεί τα ρείθρα δυο ποταμιών, του Γκεούκ και του Κτραντζή. Να εκεί οι δροσόλουστες πηγές!
Αέρα λοιπόν για τις πηγές αντήχησεν η κραυγή των φαντάρων.
—Αύριο-αύριο στην εξόρμησι απαντούσεν η φωνή της τακτικής του σχεδίου των επιχειρήσεων.
— Απόψε απήντησαν οι διψασμένοι μάρτυρες. Ο χάρος να μη μας βρη διψασμένους !
Νά το το νερό εκεί σε βάθος 5 χιλιομέτρων. Μα είνε οι πηγές στοιχειωμένες και το νερό θανατερό. Πάνω από τις πηγές νά-τοι και οι διψασμένοι για αίμα λόφοι. Αραδιαστά εκεί τα χίλια μύρια κανόνια του εχθρού, έτοιμα να βάψουν από το αίμα σας κόκκινο το νερό. Να και τα μύρια χίλια κανόνια του εχθρού γύρω από τις πηγές με τα βόλια πεινασμένα για σάρκα, τη σάρκα σας που την ετσάλωσαν τα μαρτύρια της Ερήμου. Φωτιά και σίδερο γύρω ατό τό νερό. Πάνω από τις πηγές φτερουγίζει ο χάρος με το ακονισμένο δρεπάνι του, έτοιμος κι' αυτός γιά τή θανατερή του εξόρμησι.
Μέσα στα σκοτάδια της νύχτας της κρυερής νύχτας βύθιζαν οί διψασμένοι μάρτυρες τα βαθουλωμένα μάτια τους προς την διεύθυνσιν των πηγών. Ποιά μάγια σκόρπισεν η νύχτα αυτή, τις στιγμές τούτες ολόγυρα από το διψασμένο στρατόπεδο;
Κι' οι μαρτυρικοί ετοιμοθάνατοι δε μιλούσαν πιά. Έσκυψαν και καθάριζαν τα αγαπημένα τους τουφέκια από τη σκόνη της Ερήμου.
Τί ειπώθηκε βαθειά άφοβα μεταξύ του φαντάρου, του όπλου, και της δίψας ; Ποιός τραγικός διάλογος σκίρτησεν ανάμεσα τους; Κοιμηθήτε, να ξεκουρασθήτε, αύριον το πρωΐ μπαίνομε στο θανατερό χορό ! Φώναζαν οι αξιωματικοί.
Να κοιμηθούν: να ξεκουρασθούν; ποιοί; Οι ακοίμητοι, οι διψασμένοι, οι μαρτυρικοί διψασμένοι; Αύριο θα ριχτούν στις περιπέτειες της ματωμένης καντρίλιας. Αύριο θα χορτάσουν τα αμέτρητα κοπάδια των κοράκων που σαν σύννεφα άγρια παρακολουθούν τις φάλαγγες, θα χορτάσουν από ανθρώπινες σάρκες.
Αύριο τις ρεματιές και τους κάμπους και τα ποτάμια, και τις κορφές θα τις σκεπάσουν τα ωραία σας κορμιά για να τα σπαράξουν τα όρνεα, για να τα μαυρίση ο ήλιος, για να τα λυώση η γη άκλαυτα κι' αμοιρολόγητα.
—Κοιμηθήτε. Ξεκουρασθήτε.
—Νερό, νερό αντήχησαν τα στρατόπεδα από την τραγικήν αυτήν κραυγήν.
Και σαν ηλεκτρισμένη από βαθύτατην αίσθησι τινάχθηκεν όρθια όλη η Στρατιά σαν δαιμονισμένη. Έξω φρενών·
—Νερό! Νερό!
Η νύχτα απλώνει τά μάγια της πάνω στις πηγές.
Αέρα γιά τις πηγές κραυγάζουν οι φαντάροι.
Κι' εξορμούν.
Αφάνταστη πρωτάκουστη εις τα χρονικά των πολέμων η νυκτερινή αυτή έξαλλη εξόρμησις. Μια έξόρμησι χωρίς διαταγή, χωρίς σχέδιο αυθόρμητος. Αρχηγός η Δίψα.
— Πού πάτε; φωνάζουν οι αξιωματικοί. Η Γενική Διοίκησις, οι Διοικηταί των μονάδων, όλοι οι βαθμούχοι προσπαθούν να συγκρατήσουν τον μαινόμενον στρατόν.
—Πού τρέχετε στον χαμό και στον όλεθρο ;
—Πού; στη πηγή στο ξεδίψασμα απαντούν.
Ο εχθρός είνε άγρυπνος θα ξαπολύση τους κεραυνούς του.
— Θα ξεδιψάσουν όσοι σωθούν! απαντούν πάλι οι φαντάροι.
—Αέρα! προς τη πηγή!
Και μέσα στο σκοτάδι και μέσα στην φρίκη του ολέθρου, κυματίζει λαίλαψ σιμούν η αυθόρμητη εξόρμηση των φαντάρων. Κάτι το άγριο, το ζοφερό, το φρικιαστικόν. Λες και μύριες αθώρητες σάλπιγγες σάλπιζαν την έφοδον κατά της πηγής. Ο εχθρός άγρυπνος. Από τις κορφές του χίλια μύρια κανόνια, ξερνούν τη φωτιά τους. Το εχθρικό πεζικό θερίζει γύρω από τις πηγές»
Φρικτός θεριστής ο χάρος κατεβάζει στη σκοτεινιά του, τους διψασμένους, αρπάζοντας από την αγκαλιά της νύκτας αυτής, τα μεστωμένα κορμιά , τα παλληκάρια τα ωραιόψυχα.
Πανδαιμόνιον μέοα στην ασχεδιάστη νυχτιάτικη μάχη. Ο κρότος των κανονιών, των πολυβόλων , των τουφεκιών. Αναστενάγματα και βογγητά των πληγωμένων. Βλαστήμιες και θριάμβων επιφωνήματα.
Νάτο το νερό το στοιχειωμένο νερό! Αυτή τη νύχτα πολεμά ο άνθρωπος για να νικήση τη δίψα.
Και τραγουδούν τις πήγες, τις μαγικές και τις στοιχειωμένες πηγές, με τραγούδια της ζωής και του θανάτου τραγούδια. Τραγούδια και των δροσοπηγών των αρματωλικών λημεριών.
Μαίνεται η νυχτιάτικη μάχη. Και πάνω από όλα απ' όλα από τον κρότο των όπλων , από τους στεναγμούς . Πάνω από τις στερνές κραυγές των ετοιμοθανάτων .. Κι' ακόμα πάνω από τα επιφωνήματα του θριάμβου. Πάνω απ' όλα οι πολεμικοί παιάνες των αντιπάλων.
Αέρα...
Αλλάχ.
Οι δυο αυτές ιαχές σκεπάζουν τα πάντα. Και κυριαρχούν και γεμίζουν τα υψώματα και την κοιλάδα. Και αντιλαλούν πάνω από τις στοιχιωμένες τις επίμαχες πηγές .
Σώμα με σώμα .Στήθος προς στήθος. Στα χέρια. Λυσσασμένοι.
Πάντα σειρήνες και μάγισσες οι πηγές τραβούν τους διψασμένους πολεμιστάς.
Ο εχθρός απορεί. Αυτόν τον νυχτερινόν αιφνιδιασμόν δεν τον περίμενε. Ανθρωπίνως δεν μπορούσε να τον δικαιολόγηση.
Μα είνε στρατός ανθρώπων αυτός που διέσχισε σε δέκα μέρες 300 χιλιόμετρα μέσα από την κόλασι της Ερήμου, κι' αύριο θά δώση μάχη;
Ναι . Δεν είνε στρατός ανθρώπων! Δεν είνε στρατός δαιμόνων. Δεν είνε στρατός ούτε υπερανθρώπων.
Εΐνε ο κεραυνός, είνε η αστραπή, είνε οι αετοί.
Είνε οι Έλληνες.
Και η μάχη μαίνεται και γύρω από τις πηγές τώρα, άγρια, φονική, απερίγραπτη, υπεράνθρωπη, ασημαστράφτει η Ελληνική λόγχη.
Η λόγχη θρίαμβος. Η λόγχη Έπος. Η ελληνική λόγχη.
Και στα λαρύγγια του εχθρού κόβεται η συνέχεια της ιαχής, της μάταιης ιαχής, που ανεβαίνει προς τον ουρανόν, ειρωνεία και κατάρα της φυλής που είνε βουτηγμένη στο αίμα των μαρτύρων.
Και τώρα πάνω από τά ξαπλωτά κορμιά, πάνω από το αιματόβρεχτο πεδίο της μάχης, μια μονάχα κυριαρχεί ιαχή.
— Αέρααα!
Και ξεδιψούν οι διψασμένοι, (1) οι νικηταί μιας άγριας και φονικής μάχης που δώθηκε από τους φαντάρους, χωρίς διαταγή και χωρίς Διοίκησι, της πρωτάκουστης αυτής μάχης της νύχτας της 9ης προς την Ι0ην Αυγούστου 1921.
I) Σ" όλη τη διαδρομή του ο Ελληνικός στρατός μέσα στο καμίνι της Αλμύρας Ερήμου, μονάχα μια πηγή αντάμωσε το Γκιόκ- Πουνάρ κοντά στο Ρέγκογλου. Γκιόκ- Πουνάρ θα πη στη Τούρκικη γλώσσα Ουράνια Πηγή. Κι αληθηνά της ταιριάζει η ονομασία αυτή. Κάπου κάπου εύρισκαν και κάποιες πράσινες νεκρόλιμνες. Έπιναν οι φαντάροι από το σάπιο και μολυσμένο αυτό νερό, για το οποίον ο Διοικητής της 3ης Μεραχίας έγραφε στο ημερολόγιο του: 8 Αυγούστου. Βρισκόμαστε Τσακιρ —Χαν—Σιβρή Τεπέ. Πίνομεν από έλος έχον δυσωδεστάτην και ανυπόφορον οσμήν.
Τί ειπώθηκε βαθειά άφοβα μεταξύ του φαντάρου, του όπλου, και της δίψας ; Ποιός τραγικός διάλογος σκίρτησεν ανάμεσα τους; Κοιμηθήτε, να ξεκουρασθήτε, αύριον το πρωΐ μπαίνομε στο θανατερό χορό ! Φώναζαν οι αξιωματικοί.
Να κοιμηθούν: να ξεκουρασθούν; ποιοί; Οι ακοίμητοι, οι διψασμένοι, οι μαρτυρικοί διψασμένοι; Αύριο θα ριχτούν στις περιπέτειες της ματωμένης καντρίλιας. Αύριο θα χορτάσουν τα αμέτρητα κοπάδια των κοράκων που σαν σύννεφα άγρια παρακολουθούν τις φάλαγγες, θα χορτάσουν από ανθρώπινες σάρκες.
Αύριο τις ρεματιές και τους κάμπους και τα ποτάμια, και τις κορφές θα τις σκεπάσουν τα ωραία σας κορμιά για να τα σπαράξουν τα όρνεα, για να τα μαυρίση ο ήλιος, για να τα λυώση η γη άκλαυτα κι' αμοιρολόγητα.
—Κοιμηθήτε. Ξεκουρασθήτε.
—Νερό, νερό αντήχησαν τα στρατόπεδα από την τραγικήν αυτήν κραυγήν.
Και σαν ηλεκτρισμένη από βαθύτατην αίσθησι τινάχθηκεν όρθια όλη η Στρατιά σαν δαιμονισμένη. Έξω φρενών·
—Νερό! Νερό!
Η νύχτα απλώνει τά μάγια της πάνω στις πηγές.
Αέρα γιά τις πηγές κραυγάζουν οι φαντάροι.
Κι' εξορμούν.
Αφάνταστη πρωτάκουστη εις τα χρονικά των πολέμων η νυκτερινή αυτή έξαλλη εξόρμησις. Μια έξόρμησι χωρίς διαταγή, χωρίς σχέδιο αυθόρμητος. Αρχηγός η Δίψα.
— Πού πάτε; φωνάζουν οι αξιωματικοί. Η Γενική Διοίκησις, οι Διοικηταί των μονάδων, όλοι οι βαθμούχοι προσπαθούν να συγκρατήσουν τον μαινόμενον στρατόν.
—Πού τρέχετε στον χαμό και στον όλεθρο ;
—Πού; στη πηγή στο ξεδίψασμα απαντούν.
Ο εχθρός είνε άγρυπνος θα ξαπολύση τους κεραυνούς του.
— Θα ξεδιψάσουν όσοι σωθούν! απαντούν πάλι οι φαντάροι.
—Αέρα! προς τη πηγή!
Και μέσα στο σκοτάδι και μέσα στην φρίκη του ολέθρου, κυματίζει λαίλαψ σιμούν η αυθόρμητη εξόρμηση των φαντάρων. Κάτι το άγριο, το ζοφερό, το φρικιαστικόν. Λες και μύριες αθώρητες σάλπιγγες σάλπιζαν την έφοδον κατά της πηγής. Ο εχθρός άγρυπνος. Από τις κορφές του χίλια μύρια κανόνια, ξερνούν τη φωτιά τους. Το εχθρικό πεζικό θερίζει γύρω από τις πηγές»
Φρικτός θεριστής ο χάρος κατεβάζει στη σκοτεινιά του, τους διψασμένους, αρπάζοντας από την αγκαλιά της νύκτας αυτής, τα μεστωμένα κορμιά , τα παλληκάρια τα ωραιόψυχα.
Πανδαιμόνιον μέοα στην ασχεδιάστη νυχτιάτικη μάχη. Ο κρότος των κανονιών, των πολυβόλων , των τουφεκιών. Αναστενάγματα και βογγητά των πληγωμένων. Βλαστήμιες και θριάμβων επιφωνήματα.
Νάτο το νερό το στοιχειωμένο νερό! Αυτή τη νύχτα πολεμά ο άνθρωπος για να νικήση τη δίψα.
Και τραγουδούν τις πήγες, τις μαγικές και τις στοιχειωμένες πηγές, με τραγούδια της ζωής και του θανάτου τραγούδια. Τραγούδια και των δροσοπηγών των αρματωλικών λημεριών.
Μαίνεται η νυχτιάτικη μάχη. Και πάνω από όλα απ' όλα από τον κρότο των όπλων , από τους στεναγμούς . Πάνω από τις στερνές κραυγές των ετοιμοθανάτων .. Κι' ακόμα πάνω από τα επιφωνήματα του θριάμβου. Πάνω απ' όλα οι πολεμικοί παιάνες των αντιπάλων.
Αέρα...
Αλλάχ.
Οι δυο αυτές ιαχές σκεπάζουν τα πάντα. Και κυριαρχούν και γεμίζουν τα υψώματα και την κοιλάδα. Και αντιλαλούν πάνω από τις στοιχιωμένες τις επίμαχες πηγές .
Σώμα με σώμα .Στήθος προς στήθος. Στα χέρια. Λυσσασμένοι.
Πάντα σειρήνες και μάγισσες οι πηγές τραβούν τους διψασμένους πολεμιστάς.
Ο εχθρός απορεί. Αυτόν τον νυχτερινόν αιφνιδιασμόν δεν τον περίμενε. Ανθρωπίνως δεν μπορούσε να τον δικαιολόγηση.
Μα είνε στρατός ανθρώπων αυτός που διέσχισε σε δέκα μέρες 300 χιλιόμετρα μέσα από την κόλασι της Ερήμου, κι' αύριο θά δώση μάχη;
Ναι . Δεν είνε στρατός ανθρώπων! Δεν είνε στρατός δαιμόνων. Δεν είνε στρατός ούτε υπερανθρώπων.
Εΐνε ο κεραυνός, είνε η αστραπή, είνε οι αετοί.
Είνε οι Έλληνες.
Και η μάχη μαίνεται και γύρω από τις πηγές τώρα, άγρια, φονική, απερίγραπτη, υπεράνθρωπη, ασημαστράφτει η Ελληνική λόγχη.
Η λόγχη θρίαμβος. Η λόγχη Έπος. Η ελληνική λόγχη.
Και στα λαρύγγια του εχθρού κόβεται η συνέχεια της ιαχής, της μάταιης ιαχής, που ανεβαίνει προς τον ουρανόν, ειρωνεία και κατάρα της φυλής που είνε βουτηγμένη στο αίμα των μαρτύρων.
Και τώρα πάνω από τά ξαπλωτά κορμιά, πάνω από το αιματόβρεχτο πεδίο της μάχης, μια μονάχα κυριαρχεί ιαχή.
— Αέρααα!
Και ξεδιψούν οι διψασμένοι, (1) οι νικηταί μιας άγριας και φονικής μάχης που δώθηκε από τους φαντάρους, χωρίς διαταγή και χωρίς Διοίκησι, της πρωτάκουστης αυτής μάχης της νύχτας της 9ης προς την Ι0ην Αυγούστου 1921.
I) Σ" όλη τη διαδρομή του ο Ελληνικός στρατός μέσα στο καμίνι της Αλμύρας Ερήμου, μονάχα μια πηγή αντάμωσε το Γκιόκ- Πουνάρ κοντά στο Ρέγκογλου. Γκιόκ- Πουνάρ θα πη στη Τούρκικη γλώσσα Ουράνια Πηγή. Κι αληθηνά της ταιριάζει η ονομασία αυτή. Κάπου κάπου εύρισκαν και κάποιες πράσινες νεκρόλιμνες. Έπιναν οι φαντάροι από το σάπιο και μολυσμένο αυτό νερό, για το οποίον ο Διοικητής της 3ης Μεραχίας έγραφε στο ημερολόγιο του: 8 Αυγούστου. Βρισκόμαστε Τσακιρ —Χαν—Σιβρή Τεπέ. Πίνομεν από έλος έχον δυσωδεστάτην και ανυπόφορον οσμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου