(Προηγούμενο)
Β΄
101. Δύναται και η ουρά σου ν' απαστράπτη εις τον ήλιον, και το στέμμα σου να θαυμάζεται· εφ' όσον έτι δεν ελάλησες, δεν έδειξες τι πετεινός είσαι.
102. Οσάκις συναντήσης σοφόν καθ' οδόν, σταμάτησε τον και ερώτα :
Τί προετίμας, ω σοφέ; να σου δώσω 100 χιλιάδας νέων δραχμών, ή να σου εμπνεύσω 100 χιλιάδας νέων ιδεών; Ή ακόμη τί προετίμας; να εσφετερίζεσο εν εκατομμύριον δραχμών από ένα τραπεζίτην, ή εν εκατομμύριον ξένων ιδεών από ένα φίλόσοφον, με την βεβαιότητα, ότι δεν θα σε εννοήση κανείς;... Μη λαμβάνης τον κόπον ν΄ απάντησης, διότι την απάντησίν σου την μαντεύω' ποσάκις δεν επώλησες ιδέας αντί δραχμών, και ποσάκις δεν παρεκάλεσες τον θεόν, ίνα σου εμβάλη εις τα θυλάκιά σου εκατομμύρια δραχμών, και να μη σου αφήση εις την κεφαλήν ουδεμίαν άλλην ιδέαν, ειμή; την ιδέαν μόνον... ότι είσαι εκατομμυριούχος! Βλέπεις λοιπόν, ω σοφέ, αυτό το χαρτονόμισμα το ξεσχισμένον, το λερωμένον, το βρωμερόν; η βρώμα του αποτελεί το ελιξίριον της μακροβιότητος και της αθανασίας· πολλοί έβλάβησαν από χρήσιν βρωμερών βιβλίων, από χρήσιν όμως βρωμερών χαρτονομισμάτων ουδείς. Με τούτο ημπορείς, όσον κτήνος και αν είσαι, να εγείρης ένα ανδριάντα εις την γελοίαν υπαρξίν σου, να τον ίδης ζων, τοποθετούμενον εις το άκρον μιας οδού, φερούσης το όνομά σου· και να διαιωνίσης δια του λίθου ξύλινον ον, μεταξύ του οποίου και σου η μόνη διαφορά υπάρχει, ότι το ξύλον επλήρωνε και ανεγείρετο ο λίθος!
102. Οσάκις συναντήσης σοφόν καθ' οδόν, σταμάτησε τον και ερώτα :
Τί προετίμας, ω σοφέ; να σου δώσω 100 χιλιάδας νέων δραχμών, ή να σου εμπνεύσω 100 χιλιάδας νέων ιδεών; Ή ακόμη τί προετίμας; να εσφετερίζεσο εν εκατομμύριον δραχμών από ένα τραπεζίτην, ή εν εκατομμύριον ξένων ιδεών από ένα φίλόσοφον, με την βεβαιότητα, ότι δεν θα σε εννοήση κανείς;... Μη λαμβάνης τον κόπον ν΄ απάντησης, διότι την απάντησίν σου την μαντεύω' ποσάκις δεν επώλησες ιδέας αντί δραχμών, και ποσάκις δεν παρεκάλεσες τον θεόν, ίνα σου εμβάλη εις τα θυλάκιά σου εκατομμύρια δραχμών, και να μη σου αφήση εις την κεφαλήν ουδεμίαν άλλην ιδέαν, ειμή; την ιδέαν μόνον... ότι είσαι εκατομμυριούχος! Βλέπεις λοιπόν, ω σοφέ, αυτό το χαρτονόμισμα το ξεσχισμένον, το λερωμένον, το βρωμερόν; η βρώμα του αποτελεί το ελιξίριον της μακροβιότητος και της αθανασίας· πολλοί έβλάβησαν από χρήσιν βρωμερών βιβλίων, από χρήσιν όμως βρωμερών χαρτονομισμάτων ουδείς. Με τούτο ημπορείς, όσον κτήνος και αν είσαι, να εγείρης ένα ανδριάντα εις την γελοίαν υπαρξίν σου, να τον ίδης ζων, τοποθετούμενον εις το άκρον μιας οδού, φερούσης το όνομά σου· και να διαιωνίσης δια του λίθου ξύλινον ον, μεταξύ του οποίου και σου η μόνη διαφορά υπάρχει, ότι το ξύλον επλήρωνε και ανεγείρετο ο λίθος!
103. Το Μεγαλείον έχει όρια, πέρα των οποίων, ή γελοίον αποβαίνει, ή ειδεχθές.
104. Εξέλεγχε πάντοτε την Αιδώ' ομοιάζει με τα πολύτιμα προϊόντα· όσω μάλλον εκλείπει, τόσον και πολλαπλασιάζεται η απομίμηαίς της.
105. Η φύσις κατέχει και τα αντίδοτα όλων των δηλητηρίων της· το δυστύχημα όμως είναι, ότι είναι δύσκολος η ανεύρεσις αυτών.
106. Μέγας νους μετά μεγάλης καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής δια να την φθάση.
Μέγας νους μετά μικράς καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής δια να την κρημνίση.
Μικρός νους μετά μεγάλης καρδίας, καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις εαυτού δια να την φθάση.
Μικρός νους μετά μικρας καρδίας καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις εαυτού δια να την συντρίψη.
107. Θέλεις να κρίνης την εργασίαν του άλλου ασφαλέστερον; δοκίμασε πρώτον αν ημπορής να την κάμης και ερώτησε τον εαυτόν σου διατί δεν την έκαμες.
108. Μη δίδης ποτέ πίστιν εις τα χρώματα· και τα δηλητήρια ανθούσιν, αλλά τα άνθη των φονεύουσι ταχύτερον.
109. Ουδέποτε θα δυνηθής να εννοήσης και τούτο' πως υπάρχουν άνθρωποι αναμιγνυόμενοι εις ξένα όνειρα, μολονότι δεν εξώφλησαν ακόμη με τα ιδικά των.
110. Ποτέ μη λέγης τι είσαι· δεν θα σε πιστεύση κανείς, ουδ' εάν κατηγορήσης σευτόν. Ο κόσμος τείνει εις το να έχη συνήθως περί σου πολύ διάφορον ιδέαν της ιδικής σου.
111. Όταν αγαπήσης και ανταγαπηθής, ερώτησε τον εαυτόν σου:
—Τί πλειότερον εγνώρισε και απήλαυσεν ο Μαθουσάλας από το έντομον εκείνο το καλούμενον Εφήμερον, του οποίου ο βίος άρχεται με την ανατολήν του ηλίου και εκλείπει με την δύσιν του.
112. Όταν σε πάρη ο κατήφορος, και εις τον Παράδεισον αν ταξιδεύσης θ' ακούσης περισσοτέρας κακολογίας επανερχόμενος, παρ' όσας θα ήκουες εάν εταξίδευες εις αυτήν την Κόλασιν.
113. Το μεγαλύτερον ελάττωμα είναι η προσπάθεια προς απόκρυψιν ενός ελαττώματος· αντί ν' αλλάξης όψιν, παρουσιάζεις αυτήν με εν ελάττωμα επί πλέον.
114. Και το γελοίον έχει όρια, πέραν των οποίων αποβαίνει συμπαθές.
115. Η γυνή οργιζομένη θάπτει ζώντας και εκθάπτει νεκρούς, μετά τοσαύτης ευκολίας, ώστε ο έρως δι' αυτήν καταντά νεκροθάπτης αυτόχρημα.
116. Μη θαυμάζης τον ταώ· έχει χρυσάς πτέρυγας, αλλά μυαουρίζει ως η γάτα' προτίμησε την γάτα, η οποία δεν μιμείται κανέν άλλο ζώον.
117. Ο ενθουσιασμός είναι σύμπτωμα μαρτυρούν αναβίωσιν και αναγέννησιν.
118. Ο Γολγοθάς της Τέχνης, έχει δύο ατραπούς, οδηγούσας εις την αυτήν κορυφήν από την μία ανέρχονται δια να σταυρωθούν από την άλλην δια να πάρουν τον αέρα των' και συμβαίνει συνήθως οι μέν πρώτοι να σταυρούνται, οι δε δεύτεροι να φαίνωνται εις τον κόσμον περιβεβλημένοι την αιγλην του αγίου Πνεύματος και τον στέφανον του μαρτυρίου.
119. Αγάπα τα άνθη' είναι το σιωπηλόν και άγραφον ευαγγέλιον τής φύσεως.
120. Δεν υπάρχει θέσις οικτρότερα δι' ένα άνδρα, από το πλευρόν γυναικός, παρ' ης δανείζεται το όνομά του, έστω και αν λέγεται «ο σύζυγος της Βασιλίσσης». Όταν του απονέμης τον τίτλον του είναι ωσάν να λέγης εις τους άλλους :
— «Ησυχάσετε, δεν είναι κανείς».
121. Μεσονύκτιον η τελευταία θωπεία της χθες, και το πρώτον ράπισμα της αύριον.
122. Μη πιστεύσης ποτέ, ότι η καρδία δεν έχει και ολίγον πνεύμα' το πνεύμα όμως είναι ανηλεές· δεν έχει ούτε ίχνος καρδίας.
123. Αλλοίμονον εις εκείνον, όστις εσυνήθισε να βλέπη όλα τα πράγματα ανάποδα· θα καταγγείλη επί εσχάτη προδοσία κατά της φύσεως και τον εαυτόν του ακόμη, όταν αποφασίση να εννοήση, ότι περπατεί με την κεφαλήν άνω και με τους πόδας κάτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου