Συνέβη το εξης ανήκουστο, αποτρόπαιο, απίστευτο πράγμα, η αποκάλυψη του οποίου απειλεί να σβήσει όλο το κύρος και την αξιοπιστία της Κομμουνιστικής Διεθνούς: στη Μόσχα, στο λόγο του προς την ιταλική αντιπροσωπία — ένα λόγο που, μην ξεχνάτε, έγινε σε άψογα ιταλικά, οπότε μπορούμε να αποκλείσουμε εκ των προτέρων κάθε πιθανότητα παρερμηνείας — ο σύντροφος Λουνατσάρσκυ (Υπουργός Πολιτισμού) δήλωσε ότι στην Ιταλία υπάρχει μόνον ένας διανοούμενος επαναστάτης, κι αυτός είναι ο Φίλιππο Τομμάζο Μαρινέττι. Οι Φιλισταίοι του εργατικού κινήματος έχουν σκανδαλιστεί για τα καλά, και είναι φανερό ότι στον κατάλογο των παλιών βρισιών: «μπερξονικός, βολονταριστής, πραγματιστής, πνευματοκράτης», θα προστεθεί μια νέα και χειρότερη.: Φουτουριστής! Μαρινεττιστής!
Άρθρο του Γκράμσι στην Οrdine Nuovo. (5 Ιανουάριου 1921)
Η σχέση ανάμεσα στο Φουτουρισμό και το Φασισμό έφερε σε αμηχανία γενιές ολόκληρες ιστορικών. Για τους φορμαλιστές ιστορικούς της τέχνης, ήταν μια πρόφαση για να αντιπαρέλθουν την πολιτική πλευρά και να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στο Φουτουρισμό ως απλό καλλιτεχνικό κίνημα, ένα φτωχό, επαρχιώτη δευτεροξάδερφο του Κυβισμού, μιλώντας συχνά στο τέλος για έναν πρόωρα ξεμωραμένο Μαρινέττι, που ξαφνικά εγκατέλειψε την παλιά αντι-ακαδημαϊκή στάση του για να δεχτεί μια θέση στη μουσσολινική Ακαδημία της Ιταλίας. Άλλοι πάλι κριτικοί, παίρνοντας παράδειγμα από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν (βλ. Κεφ. 2), έχουν δώσει μια εξίσου παραμορφωτική περιγραφή, αφήνοντας κενές τις γκρίζες ζώνες και προβάλλοντας μια μαυρόασπρη, χαρακτηριστική για το κλίμα της δεκαετίας του 1930, εικόνα, που παρουσιάζει την «κακή» φασιστική τέχνη να αισθητικοποιεί την πολιτική και την «καλή» κομμουνιστική τέχνη να πολιτικοποιεί την τέχνη. Το αποτέλεσμα είναι να μην εξετάζεται το γενικό πλαίσιο ή ο πολύπλοκος χαρακτήρας μιας εποχής στην οποία, τόσο στον πολιτιστικό όσο και στον πολιτικό χώρο, τα όρια ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό», το αριστερό και το δεξιό, το προοδευτικό και το αντιδραστικό, το επαναστατικό και το καταπιεστικό, δεν ήταν τόσο ευδιάκριτα. Επαναπαυμένοι στη βολική γνώση ότι ο Φουτουρισμός είχε τουλάχιστο τρία κοινά χαρακτηριστικά με το Φασισμό — τη ρομαντική και αστόχαστη εξύμνηση της μηχανής (τεχνολογίας), τη χρήση της φυσικής βίας εναντίον των αντιπάλων και την τυφλή λατρεία για τα νιάτα — γενιές ολόκληρες συγγραφέων, που θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι καλύτερα πληροφορημένοι, δεν προσπάθησαν καθόλου να εμβαθύνουν περισσότερο. Οι ευνοϊκές για το Φουτουρισμό δηλώσεις ανθρώπων της Αριστεράς όπως ο Γκράμσι, που δείχνουν ότι η αλήθεια ήταν πιό περίπλοκη, αγνοήθηκαν για τον ίδιο λόγο που δεν συγκρίθηκαν με τη φουτουριστική φιλοσοφία και μερικές δηλώσεις κομμουνιστών όπως το γνωστό σύνθημα του Λένιν «Ηλεκτρισμός+Σοβιέτ=Σοσιαλισμός» ή η διακήρυξη των ρώσων UNOVIS «Είμαστε νέοι — σ' εμάς βρίσκεται η απάντηση στην αιώνια νεότητα του κόσμου». Σήμερα πιά, οι επιπόλαιες υπεραπλουστεύσεις φτάνουν συχνά να γίνουν ανεύθυνες αναλήθειες. Σε πρόσφατα άρθρα, διαβάζουμε τις φράσεις όπως «ο Μαρινέττι έγινε αργότερα Υπουργός Πολιτισμού του Μουσσολίνι» και «ο Φουτουρισμός ήταν η επίσημη τέχνη του Φασισμού», που και οι δύο απέχουν πολύ από την αλήθεια. Το ίδιο συμβαίνει και στο πεδίο της ιστορίας. Σε μια τηλεοπτική διάλεξη που δόθηκε στο διάστημα που ολοκληρωνόταν το χειρόγραφο αυτού του βιβλίου, ο διαπρεπής άγγλος ιστορικός Α.Τζ.Π. Ταίηλορ μίλησε μισή ώρα για τον Μουσσολίνι, αναφέροντας τον πάντοτε ως «γιο του σιδερά» και αποφεύγοντας συστηματικά να πει ότι είχε δύο διπλώματα, μιλούσε τρεις γλώσσες, διηύθυνε τη σοσιαλιστική εφημερίδα L' Avanti και κατέληξε στο φασισμό αφού ξεκίνησε από τον αναρχοσυνδικαλισμό και πέρασε από το σοσιαλισμό. Η πορεία του Φουτουρισμού είχε σίγουρα πολλές ομοιότητες με τη σταδιοδρομία του Μουσσολίνι. Όταν ωστόσο αποφεύγουμε το πρόβλημα και αποσιωπούμε τα γεγονότα επειδή δεν μας βολεύουν, διαιωνίζουμε τελικά την αντίληψη ότι ο Φασισμός ήταν μια λέσχη χοντροκέφαλων παλιάτσων, και δεν καταφέρνουμε να εντοπίσουμε τις ρίζες και τα συμπτώματα του ολοκληρωτισμού στην πολιτική ή στον πνευματικό χώρο, τότε και τώρα.
Ο Γκράμσι έγραψε το άρθρο που αναφέρεται στην αρχή του κεφαλαίου 3 χρόνια μετά την ίδρυση του Φασιστικού Κόμματος από τον Μουσσολίνι, 2 χρόνια αφότου ο Μαρινέττι έβαλε υποψηφιότητα με το κόμμα αυτό στις βουλευτικές εκλογές (χωρίς επιτυχία) και μόλις 1 χρόνο μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Μαρινέττι «Πέρα από τον Κομμουνισμό», όπου η μαρξιστική αντίληψη για την ταξική πάλη κατηγορήθηκε ως ξεπερασμένη. Αυτό κάνει ακόμα πιό αξιοσημείωτη τη στάση του Γκράμσι, αν και κατά κάποιον τρόπο ήταν καλυμμένος από την «αποτρόπαιη» δήλωση του Λουνατσάρσκυ. Ο τίτλος του άρθρου ήταν «Μαρινέττι ο Επαναστάτης;», και σίγουρα ήταν ο μεγαλύτερος φόρος τιμής που δέχτηκε ποτέ ο ιδρυτής του Φουτουρισμού.
Ο Γκράμσι μπορούσε να θεωρεί τον Μαρινέττι επαναστάτη επειδή, περισσότερο από κάθε άλλον, είχε προσπαθήσει να καταστρέψει την αστική κουλτούρα, που ο μεγάλος ιταλός μαρξιστής εξίσωνε με τον αστικό πολιτισμό. Για τον Γκράμσι, αυτή η καταστροφή ήταν το πρώτο στάδιο της επανάστασης, γιατί μόνο τότε μπορούσε να ξεδιπλωθεί η αληθινή δημιουργικότητα του προλεταριάτου: «Τί άλλο πρέπει να κάνουμε; Τίποτα λιγότερο από το να καταστρέψουμε τη σημερινή μορφή πολιτισμού. Σ' αυτό το πεδίο, το "καταστρέφω" δεν έχει το ίδιο νόημα όπως στο πεδίο της οικονομίας: καταστρέφω δεν σημαίνει ότι στερώ από την ανθρωπότητα τα υλικά αγαθά που είναι απαραίτητα για την επιβίωση και την ανάπτυξη της· σημαίνει την κατάλυση των πνευματικών ιεραρχιών, προκαταλήψεων, ειδώλων, παραδόσεων που έχουν αποστεωθεί. Σημαίνει να μη φοβόμαστε ό,τι είναι νέο και τολμηρό, να μη μας τρομάζουν τα τέρατα, να μην πιστεύουμε ότι ο κόσμος θα χαθεί αν ένας εργάτης κάνει ένα γραμματικό λάθος, αν ένα ποίημα χωλαίνει, αν ένας πίνακας μοιάζει με λάβαρο, αν η νεολαία σουφρώνει τη μύτη της μπροστά στον ακαδημαϊκό γεροντισμό. Οι φουτουριστές... κατέστρεφαν, κατέστρεφαν, κατέστρεφαν, χωρίς να νοιάζονται αν τα καινούργια δημιουργήματα τους ήταν ανώτερα από εκείνα που κατέστρεφαν... είχαν μια ακριβή και ξεκάθαρη αντίληψη που η εποχή μας, η εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, των μεγάλων εργατικών πόλεων , της έντονης και πολυτάραχης ζωής, πρέπει να έχει καινούργια τέχνη, φιλοσοφία , ήθη, γλώσσα ' αυτή ήταν η σαφώς επαναστατική τους αντίληψη, αντίληψη απόλυτα μαρξιστική, τη στιγμή που οι Σοσιαλιστές δεν ασχολούνταν ούτε καν ακροθιγώς με τέτοια ζητήματα, τη στιγμή που οι Σοσιαλιστές σίγουρα δεν είχαν μια τόσο ακριβή αντίληψη για την πολιτική ή την οικονομία, τη στιγμή που οι Σοσιαλιστές θα φοβόντουσαν (και εξακολουθούν να φοβούνται) τη σκέψη ότι ο αστικός εξουσιαστικός μηχανισμός πρέπει να συντριβεί στο κράτος και στα εργοστάσια. Οι φουτουριστές στον τομέα τους, τον τομέα της κουλτούρας, είναι επαναστάτες" σ' αυτόν τον τομέα, από την άποψη της δημιουργικότητας, είναι απίθανο βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα η εργατική τάξη να καταφέρει περισσότερα από τους φουτουριστές. Οι ομάδες εργατών που υποστήριζαν τους φουτουριστές διαδήλωναν ότι δεν φοβόντουσαν την καταστροφή, ότι, σίγουροι για τη δύναμη τους, αυτοί οι εργάτες θα δημιουργούσαν ποίηση, τέχνη και δράμα όπως οι φουτουριστές: αυτοί οι εργάτες επιβεβαίωναν την ιστορική δυνατότητα ναά υπάρξει μια προλεταριακή κουλτούρα δημιουργημένη από τους ίδιους τους εργάτες».
Ο θαυμασμός που εκφράζει ο Γκράμσι ήταν αμοιβαίος. Στο κρητικό άρθρο του «Πέρα από τον Κομμουνισμό», που είχε γράψει 1 χρόνο νωρίτερα, ο Μαρινέττι, "παίζοντας" βέβαια το δικό του "βιολί", είχε εγκωμιάσει την κουλτούρα της Μπολσεβίκικης Επανάστασης: «Με μεγάλη μου χαρά μαθαίνω ότι οι ρώσοι φουτουριστές είναι όλοι μπολσεβίκοι και ότι για ένα διάστημα ο Φουτουρισμός ήταν η επίσημη ρωσική τέχνη... Όλοι οι φουτουρισμοί του κόσμου είναι παιδιά του ιταλικού φουτουρισμού, που δημιουργήθηκε στο Μιλάνο από μας πριν από 12 χρόνια. Όλα τα φουτουριστικά κινήματα είναι ωστόσο αυτόνομα».
Ο Γκράμσι έγραψε το άρθρο που αναφέρεται στην αρχή του κεφαλαίου 3 χρόνια μετά την ίδρυση του Φασιστικού Κόμματος από τον Μουσσολίνι, 2 χρόνια αφότου ο Μαρινέττι έβαλε υποψηφιότητα με το κόμμα αυτό στις βουλευτικές εκλογές (χωρίς επιτυχία) και μόλις 1 χρόνο μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Μαρινέττι «Πέρα από τον Κομμουνισμό», όπου η μαρξιστική αντίληψη για την ταξική πάλη κατηγορήθηκε ως ξεπερασμένη. Αυτό κάνει ακόμα πιό αξιοσημείωτη τη στάση του Γκράμσι, αν και κατά κάποιον τρόπο ήταν καλυμμένος από την «αποτρόπαιη» δήλωση του Λουνατσάρσκυ. Ο τίτλος του άρθρου ήταν «Μαρινέττι ο Επαναστάτης;», και σίγουρα ήταν ο μεγαλύτερος φόρος τιμής που δέχτηκε ποτέ ο ιδρυτής του Φουτουρισμού.
Ο Γκράμσι μπορούσε να θεωρεί τον Μαρινέττι επαναστάτη επειδή, περισσότερο από κάθε άλλον, είχε προσπαθήσει να καταστρέψει την αστική κουλτούρα, που ο μεγάλος ιταλός μαρξιστής εξίσωνε με τον αστικό πολιτισμό. Για τον Γκράμσι, αυτή η καταστροφή ήταν το πρώτο στάδιο της επανάστασης, γιατί μόνο τότε μπορούσε να ξεδιπλωθεί η αληθινή δημιουργικότητα του προλεταριάτου: «Τί άλλο πρέπει να κάνουμε; Τίποτα λιγότερο από το να καταστρέψουμε τη σημερινή μορφή πολιτισμού. Σ' αυτό το πεδίο, το "καταστρέφω" δεν έχει το ίδιο νόημα όπως στο πεδίο της οικονομίας: καταστρέφω δεν σημαίνει ότι στερώ από την ανθρωπότητα τα υλικά αγαθά που είναι απαραίτητα για την επιβίωση και την ανάπτυξη της· σημαίνει την κατάλυση των πνευματικών ιεραρχιών, προκαταλήψεων, ειδώλων, παραδόσεων που έχουν αποστεωθεί. Σημαίνει να μη φοβόμαστε ό,τι είναι νέο και τολμηρό, να μη μας τρομάζουν τα τέρατα, να μην πιστεύουμε ότι ο κόσμος θα χαθεί αν ένας εργάτης κάνει ένα γραμματικό λάθος, αν ένα ποίημα χωλαίνει, αν ένας πίνακας μοιάζει με λάβαρο, αν η νεολαία σουφρώνει τη μύτη της μπροστά στον ακαδημαϊκό γεροντισμό. Οι φουτουριστές... κατέστρεφαν, κατέστρεφαν, κατέστρεφαν, χωρίς να νοιάζονται αν τα καινούργια δημιουργήματα τους ήταν ανώτερα από εκείνα που κατέστρεφαν... είχαν μια ακριβή και ξεκάθαρη αντίληψη που η εποχή μας, η εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, των μεγάλων εργατικών πόλεων , της έντονης και πολυτάραχης ζωής, πρέπει να έχει καινούργια τέχνη, φιλοσοφία , ήθη, γλώσσα ' αυτή ήταν η σαφώς επαναστατική τους αντίληψη, αντίληψη απόλυτα μαρξιστική, τη στιγμή που οι Σοσιαλιστές δεν ασχολούνταν ούτε καν ακροθιγώς με τέτοια ζητήματα, τη στιγμή που οι Σοσιαλιστές σίγουρα δεν είχαν μια τόσο ακριβή αντίληψη για την πολιτική ή την οικονομία, τη στιγμή που οι Σοσιαλιστές θα φοβόντουσαν (και εξακολουθούν να φοβούνται) τη σκέψη ότι ο αστικός εξουσιαστικός μηχανισμός πρέπει να συντριβεί στο κράτος και στα εργοστάσια. Οι φουτουριστές στον τομέα τους, τον τομέα της κουλτούρας, είναι επαναστάτες" σ' αυτόν τον τομέα, από την άποψη της δημιουργικότητας, είναι απίθανο βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα η εργατική τάξη να καταφέρει περισσότερα από τους φουτουριστές. Οι ομάδες εργατών που υποστήριζαν τους φουτουριστές διαδήλωναν ότι δεν φοβόντουσαν την καταστροφή, ότι, σίγουροι για τη δύναμη τους, αυτοί οι εργάτες θα δημιουργούσαν ποίηση, τέχνη και δράμα όπως οι φουτουριστές: αυτοί οι εργάτες επιβεβαίωναν την ιστορική δυνατότητα ναά υπάρξει μια προλεταριακή κουλτούρα δημιουργημένη από τους ίδιους τους εργάτες».
Ο θαυμασμός που εκφράζει ο Γκράμσι ήταν αμοιβαίος. Στο κρητικό άρθρο του «Πέρα από τον Κομμουνισμό», που είχε γράψει 1 χρόνο νωρίτερα, ο Μαρινέττι, "παίζοντας" βέβαια το δικό του "βιολί", είχε εγκωμιάσει την κουλτούρα της Μπολσεβίκικης Επανάστασης: «Με μεγάλη μου χαρά μαθαίνω ότι οι ρώσοι φουτουριστές είναι όλοι μπολσεβίκοι και ότι για ένα διάστημα ο Φουτουρισμός ήταν η επίσημη ρωσική τέχνη... Όλοι οι φουτουρισμοί του κόσμου είναι παιδιά του ιταλικού φουτουρισμού, που δημιουργήθηκε στο Μιλάνο από μας πριν από 12 χρόνια. Όλα τα φουτουριστικά κινήματα είναι ωστόσο αυτόνομα».
Ο ηγέτης του Φασισμού και ο
ηγέτης του Φουτουρισμού δεν έμοιαζαν καθόλου στην κοινωνική προέλευση· έμοιαζαν
όμως πολύ στο χαρακτήρα. Και οι δυό τους πίστευαν στη νιτσεϊκή ιδέα του Ανθρώπου
του Πεπρωμένου, και ήταν τόσο πραγματιστές όσο χρειαζόταν για να ξέρουν να
επεμβαίνουν στα γεγονότα έτσι ώστε να φτάσουν σ' αυτό το πεπρωμένο. Και οι δύο
"έριξαν νερό στο κρασί" των επαναστατικών ιδανικών τους: ο Μουσσολίνι
επειδή είχε την εξουσία, ο Μαρινέττι επειδή δεν την είχε. Ο Μαρινέττι,
προνομιούχος και πλούσιος, ξεκίνησε από μια αριστοκρατικά αναρχική θέση. Τα
πρώτα πολιτικά μαθήματα του ο Μουσσολίνι τα πήρε μέσα από τον αναρχοσυνδικαλισμό
του πατέρα του, του σιδερά. Στα πρώτα χρόνια του αιώνα, τα εύκολα αποκτημένα διπλώματα
του Μαρινέττι είχαν ήδη "ισοφαριστεί" από τα πτυχία του Μουσσολίνι, το
ίδιο και η γλωσσομάθεια του. Και οι δύο είχαν αναδιφήσει την ιστορία του Αναρχισμού:
ο Μαρινέττι μέσα από τον παριζιάνικο αναρχοσυνδικαλισμό, ο Μουσσολίνι μεταφράζοντας
τον Σορέλ και τον Κροπότκιν στα ιταλικά. Το 1910 — ένα χρόνο αφότου ο Μαρινέττι
είχε κηρύξει το καταλυτικό μήνυμα του Φουτουρισμού που εκθείαζε «το δυνατό
μπράτσο του αναρχικού» — ο Μουσσολίνι έγραψε ένα άρθρο για μια συμπλοκή
αναρχικών και αστυνομικών στο Λονδίνο, την πολιορκία της Σίντνεϋ Στρητ, όπου
περιέγραφε τους πρωταγωνιστές ως «αναρχικούς με την κλασική έννοια της λέξης.
Μισούσαν την εργασία και είχαν το θάρρος να το διακηρύξουν, γιατί η φυσική
εργασία αποκτηνώνει και εξευτελίζει τον άνθρωπο, μισούσαν την ιδιοκτησία που
επισφραγίζει τη διαφορά ανάμεσα στο ένα άτομο και το άλλο... αλλά, πάνω απ'
όλα, μισούσαν, αρνιόντουσαν, κατέστρεφαν την κοινωνία» Τo 1912, όταν τo Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα
διασπάστηκε σε επαναστάτες και ρεφορμιστές, ο Μουσσολίνι, που έγινε διευθυντής
της επαναστατικής σοσιαλιστικής εφημερίδας L' Avanti, θεωρούσε
ακόμα το άτομο ως τη μόνη «ανθρώπινη πραγματικότητα»: «Θα υποστηρίζουμε όλα όσα
του δίνουν περισσότερη ελευθερία, περισσότερη ευεξία, περισσότερη απλοχωριά στη
ζωή. Θα πολεμάμε όλα όσα καταπιέζουν και εξευτελίζουν το άτομο». Όταν τελικά
προσχώρησε στο επεμβασιστικό στρατόπεδο — αυτό το παρδαλό συνονθύλευμα «δεξιών,
εθνικιστών, φουτουριστών, ρεπουμπλικάνων, ματσινικών, δημοκρατών και μασόνων»,
που ο αγώνας τους για την επέμβαση υπέρ της «μοντέρνας» Γαλλίας και Αγγλίας
είχε ενισχυθεί με την προπαγάνδα του Μαρινέττι — φρόντισε να διαχωρίσει τη
θέση του από «εκείνους που βλέπουν στον πόλεμο τη μόνη υγιεινή του κόσμου». Σ'
ένα γράμμα του 1913, ο Μουσσολίνι ανταπέδιδε με χαιρεκακία
τις επιθέσεις του
Μαρινέττι εναντίον του «δειλού σοσιαλισμού»: «Διάβασες το τελευταίο φύλλο του La Voce ;
Ο Φουτουρισμός πάει, ξόφλησε. Τον σκότωσε ο Μαρινέττι. Το
φεγγαρόφωτο επιστρέφει».Όταν όμως η επεμβασιστική εκστρατεία φούντωσε για τα
καλά και άρχισε να κερδίζει τη λαϊκή υποστήριξη, οι επιφυλάξεις του Μουσσολίνι
διαλύθηκαν και οι δύο άνδρες άρχισαν να μιλούν στις ίδιες συγκεντρώσεις. Τώρα ο
Μουσσολίνι συναγωνιζόταν τον αρειμάνιο πατριωτισμό του Μαρινέττι: «Είναι καιρός
να σταματήσουν πια οι διπλωμάτες τις μηχανορραφίες
και ν' αφήσουν να μιλήσουν οι ξιφολόγχες, με τις
οποίες θα επιβεβαιώσουμε τα ιδανικά μας, τα ιδανικά του
πατριωτισμού και του ανθρωπισμού». Η ρητορική του Μουσσολίνι χρωστάει πολλά στο
Φουτουρισμό και, ανάμεσα στις αντιφατικές δηλώσεις του για τον Μαρινέττι, ο
Μουσσολίνι ομολογούσε το χρέος του προς τον «καινοτόμο ποιητή που μ' έκανε να
αγαπήσω τον ωκεανό και τη μηχανή». Η γλώσσα του Μαρινέττι διακρίνεται εξάλλου
καθαρά και πίσω από τη λυρική δήλωση του Μουσσολίνι, μετά την πρώτη πτήση του το
1918: «Νιώθω στις φλέβες μου
την αληθινά διονυσιακή μέθη από την κατάκτηση των αιθέρων».
Τα γράμματα του Μουσσολίνι και
τα φουτουριστικά κείμενα που παραθέτει σ1 αυτά
δείχνουν με πόση επιμέλεια είχε μελετήσει το Φουτουρισμό. Η σχέση του πάντως
με τον Μαρινέττι ήταν πάντα ένα μίγμα αγάπης και μίσους, με μια δόση ζήλειας
ίσως και οπωσδήποτε καιροσκοπισμού. Όσο χρειαζόταν τον οίστρο του Μαρινέττι και
την ικανότητα του να διεγείρει τα πλήθη, τον χρησιμοποιούσε.
Όταν ο ριζοσπαστισμός του Μαρινέττι έγινε απρόσφορος και ενοχλητικός, τον
έκανε πέρα. Αλλά και ο Μαρινέττι ερωτευόταν και ξε-ερωτευόταν τον Μουσσολίνι,
πάντα με αφορμή την αντιπαράθεση ανάμεσα στον πραγματισμό, τη
συμβιβαστικότητα και τη στρατηγικότητα του πολιτικού από τη μια και το
μαξιμαλισμό του ποιητή από την άλλη. Ο Μουσσολίνι που αγαπούσε ο Μαρινέττι
ήταν ταυτισμένος στο μυαλό του με το δικό του απαίσιο δημιούργημα, τον
Μαφάρκα: «Ο Μουσσολίνι έχει μια οργιαστική, πληθωρική νευρώδη ιδιοσυγκρασία...
Τετράγωνα, δυνατά σαγόνια' σαρκώδη, περιφρονητικά χείλια που φτύνουν αγέρωχα
ό,τι είναι νωθρό, σχολαστικό καί τιποτένιο... Ογκώδες κεφάλι σάν βράχο, αλλά
μάτια που κινούνται υπερδυναμικά, που τρέχουν γρήγορα σαν αυτοκίνητα στην
πεδιάδα της Λομβαρδίας ή ιταλικά υδροπλάνα που σχίζουν τους αιθέρες πάνω από
τον ωκεανό, με τ' ασπράδια τους να αστράφτουν σαν τ' ασπράδια των ματιών ενός
λύκου... Ορμητικός Αλλά και σίγουρος, γιατί οι άγρυπνες και καλοακονισμένες
αισθήσεις του μετρούν με ακρίβεια την απόσταση. Όχι πωρωμένος, γιατί η
σπαρταριστή δροσερή, λυρική, παιδιάστικη ευαισθησία του γελάει. Θυμάμαι πως
χαμογέλασε σαν ευτυχισμένο μωρό όταν με το τεράστιο πιστόλι του πυροβόλησε 20
φορές το αστυνομικό φυλάκιο στη Βία Πάολο ντα Κανόμπια... Λυρικό παιδί με
υπέροχη διαίσθηση... μια φουτουριστική ιδιοσυγκρασία...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου