Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΕΡΑΝΘΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΥ...





Tρίζουν τα σίδερα στο πορτόνι, βγαίνουν οι αμπάρες. Το άνοιγμα κιτρινίζει από τα λαδοφάναρα και γιομίζει ποδάρια. Αλλά είναι αλήθεια κι' άνοιξαν ή έτσι του φάνηκε μες στον ύπνο του , δεν βρίσκεται σίγουρος. Αλλά νιώθει στα δάχτυλα ένα απότομο γδάρσιμο καί. . .
— Τούτο δω θα το πάρω, δεν του χρειάζεται πιά, λέει ο Θεοχάρης από Λιδωρίκι. Και σκύβει με το  λαδοφάναρο, του τραβάει το δαχτυλίδι από το δάχτυλο.
. . . νιώθει στο δάχτυλο ένα γδάρσιμο και ξυπνάει. Βλέποντας, πετάγεται ορθός.
— Θα μας πης τώρα τους  θησαυρούς σου πού τους έχεις χωμένους; κοροϊδεύει ο Παπακώστας Τζαμάλας, σίγουρος που έτσι κι' αλλιώς, τι θα κάμη, θ΄αναγκαστή.
— Γι' αυτό με βασανίζατε ορέ τόσες βδομάδες; θησαυρούς είχατε στο μυαλό σας ;
— Μίλα, και δεν μας παίρνει ο καιρός — του κόβει τη φόρα ο Τριανταφυλλίνας.
—Οχιά εσύ! και νάχα θησαυρούς, δεν θα μί. . .
Δεν πρόλαβε ν' αποσώση οπού του κατεβάζει στα μούτρα του κατακέφαλο απρόσμενον και γερόν.
— Αυτόν σου τον χρώσταγα, τούρκε.
Βρουχιέται ο Δυσσέος, κάνει να χυμήξη, αλλά τα πόδια του ακούνητα, δεμένα στις μπόμπες, τα χέρια του αλυσομένα, ίσια ίσια οι παλάμες του λεύτερες. Και τώρα να του ρίχνονται τρεις.
— Ξέρω γιατί ήρθαταν, ύαινες. Ξέρω το ποιοί σας έστειλαν.
Τον βαράνε γροθιές, τον βαράνε κλωτσιές, όπου βρουν. . .
— Καλά αυτοί, ορέ Γιάννη. Αλλά και συ ; και συ ;
Ουδέ τ' αποκρίνονται κι' ουδέ παραλλάζει ο Μαμούρης από τους άλλους, παρά του ρίχνονται τώρα όλοι μαζί, να τον ξεκάμουν δίχως μαχαίρι, δίχως κουμπούρι, κατά το σκέδιο οπού έβαλαν, κι' ο σκοπός τους νά τον πιάσουν απ' το λαιμό, να τον πνίξουν. Κι' ούδ' αυτό καταφέρνουν. Ότι τινάζεται, και τους κουτουλάει, και σφίγγει τα χέρια γροθιές, και κάνει τους αγκώνες του σίδερο και μαζεύει τη δύναμη του όλη στα γόνατα.
—Ένα χέρι ας είχα λεύτερο, ύαινες, και σας έλεγα γω. . .
Κι' όσο αγριεύουν αυτοί, τόσο θεριεύει ξάφνου η δύναμη του. Οπού ασηκώνοντας μπροστά τους το γόνατο, ν' ασηκώνεται τώρα κι' η μπόμπα η ασήκωτη.
Κι' ο αγκώνας του να μπήχνεται πίσω λοστάρι. Τέτοιο πάλεμα δεν τόχαν στο νου τους, από ψοφίμι θεονήστικο. Και να λυσσάν τώρα χειρότερα. Και μπήχνοντάς του ο Τριανταφυλλίνας τα νύχια του στο λαιμό, σκύβει και του δαγκώνει δυο δάχτυλα, οπού τα κόβει. Ρεκάζει αυτός απ' τον πόνο, τραβιέται. Κι' ο Δυσσέος χυμάει πάλι με αγκώνες και γρόθους και κουτουλιές, να τρέμουν πια οπού και δεμένος θα τους ζαπώση. Και το τί είπαν στο σκέδιο, μπρος στον κίντυνο γίνονται αλλιώς. Και κατεβάζει ο Τζαμάλας τη μπούκα της κουμπούρας του, του κόβει τ' αχείλια μπροστά και τα δυό. Αφήνει το λαδοφάναρο ο Θεοχάρης, ορμάει κι' αυτός. Ο Μπαλαούλας, ακούοντας απόξω το βόγγο, μπαίνει και τούτος, και ρίχνεται από πίσω, και κατεβάζει με το τσεκούρι του μια στο σβέρκο από πάνω. . .
Τα αίματα πηδάν βρυσομάνα απ' το στόμα του και του μπερδεύουν το ανάσασμα. Το κεφάλι του σα να γκρεμίζεται. Σφαγιό οι πόνοι σ' όλα τα κόκαλα, και να του ρίχνονται πέντε κι' ακόμα να μην τον κάνουν καλά. Παρά μουγκρίζοντας τους ξεκολλάει από πάνω του. Σειέται και τους τινάζει πέρα. Σαν τό ταυρί κουτουλάει και τούς παλεύει και τούς παιδεύει. Τρέχει ολοένα το αίμα απ' το στόμα το πληγιασμένο. Το ίδιο το αίμα έχει πηδήσει ως τα μάτια του, να τα κρατάη κλεισμένα κάτω απ' τις πιτσιλιές κι' ο βόγγος του να μην έχη σωσμό. Οπού βρίσκει τον καιρό ο Τζαμάλας και του τινάζει με το τσαρούχι του κλωτσιά στ' αχαμνά. Βρίσκουν Μαμούρης και Μπαλαούλας και του αδράχνουν τις απαλάμες και του γυρνάνε τα χέρια πιστάγκονα, όσο αφήνουν οι αλυσίδες. Του αγκαλιάζει ο Θεοχάρης τα πόδια του και τα δυό. Και σκύβει ο Τριανταφυλλίνας για το «στρίψιμο». Και του σφίγγει τ' αχαμνά του και με τα δυό χέρια, και τα γυρνάει, τα γυρνάει, ένα στρίψιμον όπου ο αλυσομένος ξερνάει βόγγον ουρλιαχτερόν, να τον αντιλαλούν άγρια τα ογρά τείχια. Σαν τη δαμάλα οπού τη σφάζουν, έτσι ρεκάζει. Σα νάθελε ν' απιθώση τα χέρια του πάνω στον πόνο του, έτσι μοιάζει το λύγισμά του. Αλλά χέρια δεν τα ορίζει. Τα μιλίγγια του αναμένα. Η ανάσα του πηγμένη στο αίμα. Θόλωνε πιά ολάκερος μέσα του. Κι' ο βόγγος του αχάμνευε, γίνονταν ψυχομαχητό, και τούσφιγγαν το λαιμό του ολοένα κι' ολοένα λιγόστευε ο ρόχθος του, όσο που έσβησε. Τότε τον άφηκαν. Κι' έπεσε στην πλάκα απάνω σαν άδειο σακί.
Οι αλυσίδες δεν χρειάζονται τώρα άλλο. Τις βγάζουν και τις σωριάζουν σέ μιά άκρη.
(Μιχάλης Περάνθης :Ο Δαίμονας, Βιβλιοπωλείον της "ΕΣΤΙΑΣ" σελ 439-442)

 
 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου