II. Η δημιουργία των Γερμανικών Τεθωρακισμένων.
Κυρία απασχόλησίς μου κατά το διάστημα του μεσοπολέμου ήτο η δημιουργία των γερμανικών τεθωρακισμένων. Αν και υττήρξα αξιωματικός των Κυνηγών και δεν κατείχα την απαιτουμένη τεχνική προπαίδευσι, εν τούτοις η μοίρα με ετοποθέτησε σε θέσεις που είχαν σχέσι με την μηχανοκίνησι. Μετά την επάνοδο μου από την περιοχή της Βαλτικής, το φθινόπωρο του 1919, και μετά σύντομη υπηρεσία στην 10η Ταξιαρχία της Ράϊχσβερ, στο Αννόβερο, μου ανετέθη τον Ιανουάριο του 1920 η διοίκησις ενός λόχου του παλαιού Τάγματος μου Κυνηγών στο Γκόσλαρ. Εκ νέου χρησιμοποίησίς μου στο Γενικό Επιτελείο, στην δύναμι του οποίου ανήκον μέχρι του Ιανουαρίου του 1920, δεν αντιμετωπίζετο, διότι η μετάθεσίς μου από την Βαλτική είχε πραγματοποιηθή υστέρα από μερικές προστριβές, αλλά και διότι η στενότης θέσεων στο εξ 100.000 ανδρών στράτευμα παρείχεν ούτως ή άλλως μικρές μόνον δυνατότητες μιας προνομιακής σταδιοδρομίας. Γι' αυτό και υπήρξε μεγάλη η έκπληξίς μου, όταν το φθινόπωρο του 1921 ο τότε διοικητής του Συντάγματος μου, συνταγματάρχης φον Άμσμπεργκ με ηρώτησε αν είχα την διάθεσι να υπηρετήσω και πάλιν στο Γενικό Επιτελείο. Απήντησα καταφατικά, επί μακρόν χρόνον όμως δεν ήκουσα πλέον τίποτα περί της υποθέσεως αυτής, έως ότου, τον Ιανουάριον του 1922 μου ετηλεφώνησε ο συνταγματάρχης Γιοαχίμ φον Στυλπνάγκελ, της Υπηρεσίας Στρατού του Υπουργείου Στρατιωτικών και με ηρώτησε διατί δεν είχα ακόμα αναχωρήσει στο Μόναχο. Από αυτόν επληροφορήθην, ότι υπήρχε πρόθεσις μεταθέσεώς μου εις την Επιθεώρησιν Μεταφορών, Τμήμα Μηχανοκινήτων, θέσις δια την οποίαν ο Επιθεωρητής, στρατηγός φον Τσίσβιτς, είχε ζητήσει έναν επιτελικό αξιωματικό. Η μετάθεσις θα επραγματοποιείτο την 1 Απριλίου, ήθελαν όμως να μου δώσουν προηγουμένως την δυνατότητα να γνωρίσω εν τη πράξει την στρατιωτικήν υπηρεσίαν των μηχανοκινήτων και γι' αυτό με τοποθετούσαν έως τότε στο 7ο (βαυαρικό) Τμήμα Μηχανοκινήτων, που είχε έδρα το Μόναχο. Ο Στυλπνάγκελ μου είπεν ότι έπρεπε ν' αναχωρήσω αμέσως για το Μόναχο. Εξαιρετικά ικανοποιημένος για τη νέα αυτή θέση ανεχώρησα και παρουσιάσθηκα, στο Μόναχο, στον διοικητή ταγματάρχη Λούτς, με τον οποίον μας συνέδεσεν έκτοτε όχι μόνον η κοινή εργασία αλλά, πέραν αυτού, εκ μέρους μου ειλικρινής εκτίμησις, εκ μέρους του δε μεγίστη ευμένεια. Με την εγκατάστασί μου στο Μόναχο ανήκον στην δύναμι του 1ου Λόχου, διοικητής του οττοίου ήτο τότε ο πρώην και μετέπειτα αεροπόρος Βίμμερ. Κατά την άφιξί μου ο ταγματάρχης Λούτς με επληροφόρησεν, ότι μελλοντικός τομεύς εργασίας μου στο Υπουργείο θα ήτο η οργάνωσις και χρησιμοποίησις των μηχανοκινήτων. Βασική απασχόλησίς μου στο Μόναχο ήτο επομένως η προετοιμασία μου δια το έργον αυτό. Ο ταγματάρχης Λουτς και ο λοχαγός Βίμμερ έκαναν κάθε τι το δυνατόν για να μπορέσω να γνωρίσω εκ του σύνεγγυς το είδος της υπηρεσίας τους. Εκεί έμαθα πράγματι πολλά. Την 1 Απριλίου παρουσιάσθην γεμάτος ανυπομονησία στο Βερολίνο, στον στρατηγόν φόν Τσίσβιτς δια να λάβω τις διαταγές του δια την νέαν μου υπηρεσία στο Γενικό Επιτελείο. Ο στρατηγός μου είπεν ότι αρχικώς είχε μεν την πρόθεσι να μου αναθέση ως τομέα εργασίας την χρησιμοποίησι των μηχανοκινήτων, πλην όμως ο αρχηγός του Επιτελείου ταγματάρχης Γίέττερ είχεν ορίσει διαφορετικήν κατανομήν των υπηρεσιακών καθηκόντων, συμφώνως προς την οποίαν εγώ θ' ανελάμβανα τα θέματα συνεργείων, δεξαμενών καυσίμων, κτιριακών εγκαταστάσεων και τεχνικών υπαλλήλων, τέλος δε θέματα οδών και συγκοινωνιών. Κατάπληκτος ανέφερα στον στρατηγό, ότι δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος δια την εκτέλεσιν τοιαύτης, κυρίως τεχνικής φύσεως, υπηρεσίας και ότι αμφέβαλλα, κατά πόσον διέθετα τας απαιτουμένας γνώσεις διά την ανάληψιν του τομέως αυτού στο Υπουργείο. Ο στρατηγός Τσίσβιτς μου απήντησεν, ότι κατ' αρχάς είχεν ευνοήσει την χρησιμοποίησί μου στην θέσι που μου είχεν αναφέρει ο ταγματάρχης Λουτς, πλην όμως ο αρχηγός του Επιτελείου τον είχε καταστήσει προσεκτικόν επί του ότι, βάσει του Κώδικος Υπηρεσίας του Βασιλικού Πρωσσικού Υπουργείου Πολέμου, του έτους 1873, ο οποίος βεβαίως και είχε συμπληρωθή με μεταγενέστερα διατάγματα, η κατανομή των τομέων εργασίας δεν υπήγετο εις την αρμοδιότητα του Επιθεωρητού, αλλά του Αρχηγού του Επιτελείου. Ως εκ τούτου δεν ήτο δυστυχώς εις θέσιν — μου είπε — να διατάξη αλλαγήν τίνα. Θα εφρόντιζεν εν τούτοις να μετάσχω και εγώ εις την σχεδιασθείσαν υπ' αυτού εργασίαν. Παράκλησίς μου, όπως μετατεθώ και πάλιν εις τον Λόχον μου των Κυνηγών, απερρίφθη. Κατ' αυτόν τον τρόπον εισήλθα εις τον τεχνικόν τομέα και δεν απέμενε παρά να προσπαθήσω να προσαρμοσθώ.Ο προκάτοχος μου, εκτός ωρισμένων μη διεκπεραιωμένων φακέλλων, δεν μου είχεν αφήσει τίποτε άξια λόγου στοιχεία. Μοναδικόν μου στήριγμα ήσαν μερικοί παλαιοί υπάλληλοι του Υπουργείου, οι οποίοι εγνώριζαν τους φακέλλους και τον τρόπον εργασίας και μου παρείχον κάθε δυνατήν συναδελφικήν βοήθειαν. Η εργασία ήτο αναμφιβόλως διδακτική και καλή για την μετέπειτα εξέλιξί μου. Βασικήν αξίαν είχεν εν τούτοις μία μελέτη του στρατηγού φονΤσίσβιτς, που αφορούσε μεταφοράν στρατιωτικών τμημάτων δι αυτοκινήτων οχημάτων. Η μελέτη αύτη της συγγραφής, της οποίας είχε ττροηγηθή μία μικρή πρακτική άσκησις στο Χαρτς, με έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με τις δυνατότητες χρησιμοποιήσεως μηχανοκινήτων μονάδων και με υπεχρέωσε να σχηματίσω ιδίαν γνώμην. Ο στρατηγός φον Τσίσβιτς, λεπτολόγος προϊστάμενος, επεσήμαινε το παραμικρό σφάλμα και έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ακρίβεια. Η εκπαίδευσίς μου υπήρξε πράγματι καλή. O πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μας είχε δώσει μια σειρά παραδείγματα μεταφοράς στρατευμάτων δι' αυτοκινήτων. Οι μετακινήσεις αυτές είχαν πραγματοποιηθή πάντοτε όπισθεν σταθερού μετώπου και ουδέποτε απ' ευθείας προ του εχθρού. Ένας μελλοντικός πόλεμος όμως με θέσεις μάχης όπισθεν σταθερού μετώπου ήτο κάτι το απίθανο δια την ανοχύρωτον Γερμανίαν. Διά τήν περίπτωσιν πολέμου έπρεπε να υπολογίσωμεν εις εύκίνητον μορφήν αμύνης. Τό πρόβλημα μεταφοράς μηχανοκινήτων μονάδων εις ενα πόλεμον κινήσεων έθεσε ταχέως το θέμα ασφαλείας τοιούτων μετακινήσεων. Η ασφάλεια, όμως, μόνον δια τεθωρακισμένων οχημάτων ήτο δυνατόν να επιτευχθή. Ανεζήτησα επομένως στοιχεία, με τα οποία θα μπορούσα να κατατοπισθώ επί της κτηθείσης πείρας εις ό,τι αφορούσε τα τεθωρακισμένα οχήματα. Κατά την προσπάθεια μου αυτή συνήντησα τον νεαρόν υπολοχαγόν Φολκχάϊμ, ο οποίος είχε θέσει ως σκοπόν ν' αξιοποίηση δια το μικρό στράτευμα μας την πενιχράν πείραν εκ της μικρής γερμανικής μονάδος τεθωρακισμένων, ως και την κατά πολύ μεγαλυτέραν των εχθρικών μονάδων τανκς. Με την βοήθειάν του κατώρθωσα ν' αποκτήσω ωρισμένα έργα και δι' αυτών να μελετήσω τα προκύπτοντα προβλήματα. Την μεγαλυτέραν πείραν είχαν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι. Επρομηθεύθην τα βιβλία τους και άρχισα να μελετώ. Ιδίως τα αγγλικά βιβλία και οι εκθέσεις των Φούλλερ, Λίντελ — Χάρτ και Μάρτελ εκέντρισαν το ενδιαφέρον μου και εξήψαν την φαντασία μου. Οι οξυδερκείς αυτοί στρατιώτες προσεπάθουν ήδη τότε να καταστήσουν το άρμα μάχης κάτι τι περισσότερον από ένα απλό βοηθητικό όπλο του πεζικού. Τοποθετούσαν το άρμα μάχης στο επίκεντρο της δημιουργούμενης μηχανοκινήσεως της εποχής μας και εγίνοντο δια του τρόπου αυτού σκαπανείς μιας νέας μορφής διεξαγωγής πολέμου, μεγάλου ρυθμού.
XΑΪΝΤΣ ΓΚΟΥΝΤΕΡΙΑΝ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ Μετάφραση από την 4η Γερμανική έκδοση: Γ.ΘΕΟΦΙΛΙΔΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.ΚΑΡΑΒΙΑ-Α.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ 1971 Σελ. 536 |
Ο μονόφθαλμος είναι βασιλεύς μεταξύ των τυφλών. Δεδομένου ότι κανείς δεν ησχολείτο με το θέμα αυτό, σύντομα απέκτησα την φήμη του ειδικού. Σ' αυτό συνετέλεσαν και μερικές μικρές εκθέσεις που δημοσίευα πότε - πότε στο περιοδικό «Μilitarwochenblatt», ο αρχισυντάκτης του οποίου, στρατηγός φον Άλτροκ, με επεσκέφθη επανειλημμένως και με παρώτρυνε σε συνεργασία. Επρόκειτο περί ανοικτού χαρακτήρος στρατιώτου ο οποίος ευχαρίστως διέθετε τις σελίδες του περιοδικού του σε σύγχρονα θέματα.
Η απασχόλησίς μου αυτή ωδήγησε στην γνωριμία μου με τον Αυστριακό Φριτς Χάϊγκλ, συγγραφέα του «Βιβλίου τσέπης των Τανκς», στον οποίον έδωσα ωρισμένα στοιχεία επί τακτικού πεδίου δια την εργασία του και τον οποίον εξετίμησα ως έναν ευθύ άνδρα γερμανικής καταγωγής .
Μία άσκησις, η οποία έγινε τον χειμώνα 1923/24 και αφορούσε την χρησιμοποίησι μηχανοκινήτων στρατευμάτων εν συνεργασία με την αεροπορία — την διοίκησιν της οποίας είχεν αναθέσει εις εμέ ο τότε αντισυνταγματάρχης και μετέπειτα Αρχηγός του Στρατού φον Μπράουχιτς — έτυχεν αναγνωρίσεως εκ μέρους της Υπηρεσίας Εκπαιδεύσεως Στρατού και είχεν ως συνέπειαν να προταθώ ως καθηγητής Τακτικής Πολέμου και Πολεμικής Ιστορίας. Μετά μίαν εξέτασιν, λαβούσαν χώραν κατά την διάρκειαν «εκπαιδευτικού ταξιδιού», έλαβα τον διορισμόν μου. Το φθινόπωρον του 1924 μετετέθην εις το Επιτελείον της 2ας Μεραρχίας εις το Στεττίνον, όπου και συνήντησα πάλιν, ήδη ως νέον προϊστάμενόν μου, τον στρατηγόν φον Τσίσβιτς, ο οποίος είχεν εν τω μεταξύ προαχθή εις διοικητήν μεραρχίας. Προηγουμένως όμως είχα διευθύνει υπό τον συνταγματάρχην φον Νάτσμερ, τον διάδοχον του Τσίσβιτς εις την θέσιν του Επιθεωρητού, σειράν ασκήσεων κατά τας οποίας επεδιώκετο η δοκιμή χρησιμοποιήσεως τεθωρακισμένων, συγκεκριμένως δι' αναγνωριστικούς σκοπούς και εν συνεργασία με το ιππικόν. Στην διάθεσί μας υπήρχαν μόνον τα χονδροειδή «τεθωρακισμένα μεταγωγικά οχήματα», που μας είχε επιτρέψει η συνθήκη των Βερσαλλιών. Τα οχήματα αυτά είχαν μεν την κίνησι και εις τους τέσσαρες τροχούς πλην όμως λόγω του βάρους των ήσαν κατάλληλα κυρίως δια κίνησιν μόνον επί των οδών. Εγώ προσωπικώς ήμουν ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα των ασκήσεων μου και κατά την ακολουθήσασαν αυτάς συζήτησιν εξέφρασα την ελπίδα, ότι εκ των ασκήσεων αυτών θα προέκυπτε κάποτε δια τας μηχανοκινήτους μονάδας ή μετατροπή των από μονάδας ανεφοδιασμού εις μαχίμους τοιαύτας. Ο επιθεωρητής μου εν τούτοις είχεν άλλην γνώμην και με τας λέξεις «στο διάβολο με τας μαχίμους μονάδας σας, καλύτερα να κουβαλάτε αλεύρι» με έρριξε πάλι στο μηδέν.
Έφυγα κατόπιν δια το Στεττίνο, δια να διδάξω Τακτικήν και Πολεμικήν Ιστορίαν εις αξιωματικούς προοριζομένους δια μελλοντικήν επιτελικήν εργασίαν. Η νέα θέσις μου με απησχόλει πολύ, αλλά και με υπεχρέωνε να θέτω εις τους λίαν οξυδερκείς ακροατάς μου καλώς προετοιμασμένα προβλήματα, να σκέπτωμαι καλώς την λύσιν των και να προβαίνω εις σαφείς αναλύσεις. Εις την πολεμικήν ιστορίαν αφιέρωσα την προσοχήν μου κυρίως εις την εκστρατείαν του Ναπολέοντος του 1806, με την οποίαν πολύ φειδωλά ησχολούντο ως τότε στην Γερμανία, δεδομένου ότι είχεν οδηγήσει σε μία σημαντική ήττα, η οποία όμως. από της σκοπιάς της ευελιξίας υπήρξεν εξαιρετικά διδακτική πέραν αυτής, εις την ιστορίαν του γερμανικού και του γαλλικού ιππικού κατά το φθινόπωρον του 1914. Η συστηματική μελέτη της δράσεως του ιππικού κατά το 1914 απεδείχθη πολύ ωφέλιμος δια την μελλοντικήν τακτικήν και μαχητικήν εξέλιξίν μου, η οποία διεγράφετο ολονέν εντονώτερον και απεσκόπει εις την εκμετάλλευσιν της ευκινησίας.
Το γεγονός, ότι πολλάκις είχα την δυνατότητα να εκθέτω τας σκέψεις μου εις ασκήσεις τακτικής και γυμνάσια υπέπεσεν εις την αντίληψιν του τότε άμεσου προϊσταμένου μου, ταγματάρχου Χέριγκ, ο οποίος και έκαμε σχετικήν μνείαν εις την έκθεσίν του επί της εργασίας μου. Κατ' αυτόν τον τρόπον μετετέθην, μετά τριετή υπηρεσίαν ως καθηγητής, πάλιν εις το Υπουργείον Στρατιωτικών, εκεί δε εις το Τμήμα Μεταφορών Στρατού, υπό την διοίκησιν του συνταγματάρχου Χάλμ και αργότερον υπό την διοίκησιν των αντισυνταγματαρχών Βέγκερ και Κιούνε, το οποίον υπήγετο τότε εις το Τμήμα Επιχειρήσεων. Το τμήμα μου ήτο νέον και σκοπός του ήτο η επεξεργασία θεμάτων μεταφοράς μονάδων δι' αυτοκινήτων οχημάτων. Η Υπηρεσία Στρατού απέβλεπεν εις μεγάλας μετακινήσεις κανονικών μονάδων δια συνήθων φορτηγών αυτοκινήτων του εμπορίου. Τότε βέβαια δεν διεθέταμε και τίποτε άλλο. Η μελέτη του θέματος απεκάλυψε τας δυσχερείας αι οποίαι θα προέκυπτον κατά τας μετακινήσεις αυτάς. Βεβαίως κατά την διάρκειαν του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι Γάλλοι είχον επιτύχει πολλά εις τον τομέα αυτόν, π.χ. πλησίον του Βερντέν. Τότε όμως επρόκειτο πάντοτε περί μεταφορών όπισθεν σταθερού μετώπου, κατά τας οποίας δεν απητείτο η άμεσος μεταφορά και όλων των ίππων και οχημάτων που ανήκον εις μίαν μεραρχίαν, ιδίως δε του πυροβολικού. Σε περίπτωσι ενός ευέλικτου πολέμου όμως θα έπρεπε να μεταφερθούν ολόκληρες μεραρχίες με ίππους και οχήματα επί φορτηγών αυτοκινήτων και τότε οι εις φορτηγά αυτοκίνητα ανάγκες θα ηύξαναν τρομακτικά. Περί το θέμα αυτό εδημιουργούντο λοιπόν βίαιαι συζητήσεις και οι αμφιβάλλοντες δια την δυνατότητα πραγματοποιήσεως του ήσαν περισσότεροι από τους πιστεύοντας εις αυτήν.
Το φθινόπωρον του 1928 ο συνταγματάρχης του επιτελείου εκπαιδεύσεως μηχανοκινήτων Στότμαϊστερ με παρεκάλεσε να δώσω εις τους εκπαιδευομένους του μαθήματα τακτικής εις άρματα μάχης. Οι προϊστάμενοι μου εις την Υπηρεσίαν Στρατού ενέκριναν την πρόσθετον αυτήν επιβάρυνσίν μου. Κατ' αυτόν τον τρόπον επανήρχισα απασχολούμενος με τα άρματα μάχης έστω και μόνον θεωρητικώς. Πρακτικές γνώσεις επί θεμάτων των αρμάτων δεν είχα. Ουδέποτε μέχρι τότε είχα επιβιβασθή ενός άρματος. Τώρα έπρεπε να κάνω και τον καθηγητή. Αυτό απαιτούσε κατ' αρχήν επιμελή προετοιμασίαν και μελέτην των πηγών. Δεδομένου, ότι εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να πλουτίζεται η βιβλιογραφία, η αφορώσα τον παρελθόντα Παγκόσμιον Πόλεμον, αλλά και επειδή εις τους ξένους Στρατούς είχεν αρχίσει να γίνεται αντιληπτή μία εξέλιξις που είχεν ως συνέπειαν την σύνταξιν υπηρεσιακών εγχειριδίων [1], η θεωρητική μελέτη ήτο περισσότερον εύκολη απ' ό,τι κατά την πρώτην θητείαν μου εις το Υπουργείον των Στρατιωτικών. Η πρακτική εξάσκησις βεβαίως έπρεπε κατ' αρχάς να βασισθή σε ασκήσεις με μοντέλα, τα οποία όμως από τα αρχικά, κατασκευασμένα από λινάτσα, που τα έσπρωχναν άνδρες, είχαν ήδη εξελιχθή σε μηχανοκίνητα μοντέλα κατασκευασμένα από λαμαρίνα. Διωργανώναμε λοιπόν ασκήσεις με τα μοντέλα αυτά, κατά τις οποίες μας υπεβοήθει το III Τάγμα του Σπάνταου, του 9ου Συντάγματος Πεζικού, υπό την διοίκησιν των υπολοχαγών Μπους και Λίζε. Κατά τις ασκήσεις αυτές εγνώρισα και τον μετέπειτα συνεργάτην μου Βένκ, τότε ύπασπιστήν του III/9. Εργαζόμαστε συστηματικά και μελετούσαμε την χρήσιν του άρματος μάχης ως μεμονωμένου οχήματος και εις τα πλαίσια διμοιρίας, λόχου και σώματος στρατού. Όσον περιωρισμένη και αν ήτο η δυνατότης της πρακτικής εξασκήσεως, εν τούτοις επήρκεσε δια να μας δώση σιγά-σιγά σαφή εικόνα των δυνατοτήτων του άρματος μάχης εις ένα σύγχρονον πόλεμον. Η φαντασία μου ηδυνήθη να καρποφορήση ιδιαιτέρως κατά την διάρκειαν υπηρεσιακής επισκέψεως μου, διαρκείας τεσσάρων εβδομάδων, εις την Σουηδίαν, όπου και είχα την ευκαιρίαν να ιδώ εν τη πράξει το τελευταίον γερμανικόν άρμα μάχης, τοLK ΙΙ και να το οδηγήσω.
Κατά το ταξίδι προς την Σουηδίαν η σύζυγος μου και εγώ εσταματήσαμε κατ' αρχάς εις την Δανίαν, όπου και διήλθομεν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες μέρες στην Κοπεγχάγη και στα ωραία περίχωρα της. Τα υπέροχα ζωγραφικά έργα του Τόρβαλντσεν μας έκαναν βαθείαν εντύπωσι. Στον εξώστη προ του ανακτόρου του Έλσινγκερ θυμηθήκαμε τον Άμλετ :
«Υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, απ' ό,τι ονειρεύεται η σχολική σοφία σας, Οράτιε».
Πράγματι, ενώ στεκόμαστε στη βεράντα αυτή, ο ήλιος έλουζε το Σουντ και οι σωλήνες των παλαιών χάλκινων κανονιών γυάλιζαν πρασινωποί. Κανένα φάντασμα δεν φάνηκε.
Το ταξίδι μας συνεχίσθηκε από τη Μοτάλα με το πλοίο δια του πορθμού Γκαΐτα και των σουηδικών λιμνών. Νύχτα εγκαταλείψαμε το πλοίο για να επισκεφθούμε την Βρέτα Κλόστερ Κύρκα, μια ωραιότατη παλαιά εκκλησία. Την επομένη αντικρύσαμε τη Στοκχόλμη, την Βενετία αύτη του Βορρά, με τα ωραία της κτίρια. Ένα πραγματικά υπέροχο Θέαμα.
Ανέλαβα υπηρεσία στο Τάγμα Στριζντσβάγκν, II Τάγμα της φρουράς της Γκαίτα. Ο διοικητής, συνταγματάρχης Μποϋρεν, με υπεδέχθη πολύ ευγενικά. Ετοποθετήθην εις τον λόχον του λοχαγού Κλίνγκσπορ με τον οποίον συνεδέθην δια πιστής φιλίας, που διετηρήθη μέχρι του προώρου θανάτου του. Οι Σουηδοί αξιωματικοί, τους οποίους εγνώρισα, εδέχοντο με μεγάλην εγκαρδιότητα τους Γερμανούς συναδέλφους των και παρείχον την φιλοξενίαν τους ως κάτι το αυτονόητον. Κατά τας ασκήσεις εις την ύπαιθρον μας εδέχοντο στα παραπήγματα με πολύ φιλικότητα. Επεσκέφθημεν την πενθεράν του Κλίνγκσπορ, την σεβαστήν χήραν Κέντερλουντ, εις το υπέροχον ανάκτορόν της Μπράνταλσουντ, κοντά στη θάλασσα. Η κυρία Κέντερλουντ ήτο κάτοχος του εργοστασίου που παράγει το περίφημο σουηδικό πόντσι, το οποίο μπορέσαμε πια να δοκιμάσουμε από την πηγήν του. Επεσκέφθημεν το βασιλικόν Κτήμα Τούλγκαρν στο οποίο διαχειριστής ήταν τότε ένας έφεδρος αξιωματικός του Τάγματος Αρμάτων, ονόματι Μπάγκερ, ο οποίος και μας εκάλεσε στο τόσο φιλόξενο σπιτικό του. Με τον συνταγματάρχη Μπούρεν πήγαμε και στις Σαίρεν για κυνήγι. Στο Σκάνσεν επεσκέφθημεν το υπαίθριο θέατρο και είδαμε τους ζωγραφικούς πίνακες του Λιλζεφόρς, του μεγάλου ζωγράφου σκηνών κυνηγίου. Στο Ντρότνιγκχολμ μας έδειξαν τις δερμάτινες ταπετσαρίες του ανακτόρου Βάλλενσταϊν της Πράγας, που είχε «σώσει» ο μεγάλος βασιλεύς των Σουηδών Γουσταύος Αδόλφος κατά την διάρκεια του τριακονταετούς πολέμου. Χαμογελάσαμε τότε για τον περίεργο αυτό χαρακτηρισμό, με τον οποίον ο φύλακας μας εξηγούσε τη σημασία της ωραίας αυτής ταπετσαρίας. Σήμερα πρέπει να ομολογήσουμε, ότι πράγματι διεσώθησαν πολλοί θησαυροί, που άλλως θα είχαν μάλλον καταστραφή κατά την διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παραδείγματος χάριν ο «Codex Argenteus» από την Πράγα, που βρίσκεται στην πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Ούψάλας κάτω από γυαλί και πίσω από ένα βελούδινο παραπέτασμα. Κοντά σ' αυτό το ανεκτίμητο κειμήλιο ανεκάλυψα την Βίβλο, που είχε χαρίσει ο Αυτοκράτωρ Ερρίκος ο Β' στον μητροπολιτικό Ναό του Γκόσλαρ. Και αυτή ανήκε στους διασωθέντας θησαυρούς πλέον των 250 γερμανικών πόλεων που είχε κυριεύσει τότε ο Γουσταύος Αδόλφος.
Η ωραία και διδακτική διαμονή μου στη Σουηδία παρέμεινε μία ευχάριστος ανάμνησις.
Κατά το έτος αυτό, το 1929, είχα καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι το άρμα μάχης μόνο του και προσκεκολλημένο στο πεζικό δεν θα μπορούσε ποτέ ν΄αποκτήση αποφασιστική σημασία. (Συνέχεια)
Η απασχόλησίς μου αυτή ωδήγησε στην γνωριμία μου με τον Αυστριακό Φριτς Χάϊγκλ, συγγραφέα του «Βιβλίου τσέπης των Τανκς», στον οποίον έδωσα ωρισμένα στοιχεία επί τακτικού πεδίου δια την εργασία του και τον οποίον εξετίμησα ως έναν ευθύ άνδρα γερμανικής καταγωγής .
Μία άσκησις, η οποία έγινε τον χειμώνα 1923/24 και αφορούσε την χρησιμοποίησι μηχανοκινήτων στρατευμάτων εν συνεργασία με την αεροπορία — την διοίκησιν της οποίας είχεν αναθέσει εις εμέ ο τότε αντισυνταγματάρχης και μετέπειτα Αρχηγός του Στρατού φον Μπράουχιτς — έτυχεν αναγνωρίσεως εκ μέρους της Υπηρεσίας Εκπαιδεύσεως Στρατού και είχεν ως συνέπειαν να προταθώ ως καθηγητής Τακτικής Πολέμου και Πολεμικής Ιστορίας. Μετά μίαν εξέτασιν, λαβούσαν χώραν κατά την διάρκειαν «εκπαιδευτικού ταξιδιού», έλαβα τον διορισμόν μου. Το φθινόπωρον του 1924 μετετέθην εις το Επιτελείον της 2ας Μεραρχίας εις το Στεττίνον, όπου και συνήντησα πάλιν, ήδη ως νέον προϊστάμενόν μου, τον στρατηγόν φον Τσίσβιτς, ο οποίος είχεν εν τω μεταξύ προαχθή εις διοικητήν μεραρχίας. Προηγουμένως όμως είχα διευθύνει υπό τον συνταγματάρχην φον Νάτσμερ, τον διάδοχον του Τσίσβιτς εις την θέσιν του Επιθεωρητού, σειράν ασκήσεων κατά τας οποίας επεδιώκετο η δοκιμή χρησιμοποιήσεως τεθωρακισμένων, συγκεκριμένως δι' αναγνωριστικούς σκοπούς και εν συνεργασία με το ιππικόν. Στην διάθεσί μας υπήρχαν μόνον τα χονδροειδή «τεθωρακισμένα μεταγωγικά οχήματα», που μας είχε επιτρέψει η συνθήκη των Βερσαλλιών. Τα οχήματα αυτά είχαν μεν την κίνησι και εις τους τέσσαρες τροχούς πλην όμως λόγω του βάρους των ήσαν κατάλληλα κυρίως δια κίνησιν μόνον επί των οδών. Εγώ προσωπικώς ήμουν ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα των ασκήσεων μου και κατά την ακολουθήσασαν αυτάς συζήτησιν εξέφρασα την ελπίδα, ότι εκ των ασκήσεων αυτών θα προέκυπτε κάποτε δια τας μηχανοκινήτους μονάδας ή μετατροπή των από μονάδας ανεφοδιασμού εις μαχίμους τοιαύτας. Ο επιθεωρητής μου εν τούτοις είχεν άλλην γνώμην και με τας λέξεις «στο διάβολο με τας μαχίμους μονάδας σας, καλύτερα να κουβαλάτε αλεύρι» με έρριξε πάλι στο μηδέν.
Έφυγα κατόπιν δια το Στεττίνο, δια να διδάξω Τακτικήν και Πολεμικήν Ιστορίαν εις αξιωματικούς προοριζομένους δια μελλοντικήν επιτελικήν εργασίαν. Η νέα θέσις μου με απησχόλει πολύ, αλλά και με υπεχρέωνε να θέτω εις τους λίαν οξυδερκείς ακροατάς μου καλώς προετοιμασμένα προβλήματα, να σκέπτωμαι καλώς την λύσιν των και να προβαίνω εις σαφείς αναλύσεις. Εις την πολεμικήν ιστορίαν αφιέρωσα την προσοχήν μου κυρίως εις την εκστρατείαν του Ναπολέοντος του 1806, με την οποίαν πολύ φειδωλά ησχολούντο ως τότε στην Γερμανία, δεδομένου ότι είχεν οδηγήσει σε μία σημαντική ήττα, η οποία όμως. από της σκοπιάς της ευελιξίας υπήρξεν εξαιρετικά διδακτική πέραν αυτής, εις την ιστορίαν του γερμανικού και του γαλλικού ιππικού κατά το φθινόπωρον του 1914. Η συστηματική μελέτη της δράσεως του ιππικού κατά το 1914 απεδείχθη πολύ ωφέλιμος δια την μελλοντικήν τακτικήν και μαχητικήν εξέλιξίν μου, η οποία διεγράφετο ολονέν εντονώτερον και απεσκόπει εις την εκμετάλλευσιν της ευκινησίας.
Το γεγονός, ότι πολλάκις είχα την δυνατότητα να εκθέτω τας σκέψεις μου εις ασκήσεις τακτικής και γυμνάσια υπέπεσεν εις την αντίληψιν του τότε άμεσου προϊσταμένου μου, ταγματάρχου Χέριγκ, ο οποίος και έκαμε σχετικήν μνείαν εις την έκθεσίν του επί της εργασίας μου. Κατ' αυτόν τον τρόπον μετετέθην, μετά τριετή υπηρεσίαν ως καθηγητής, πάλιν εις το Υπουργείον Στρατιωτικών, εκεί δε εις το Τμήμα Μεταφορών Στρατού, υπό την διοίκησιν του συνταγματάρχου Χάλμ και αργότερον υπό την διοίκησιν των αντισυνταγματαρχών Βέγκερ και Κιούνε, το οποίον υπήγετο τότε εις το Τμήμα Επιχειρήσεων. Το τμήμα μου ήτο νέον και σκοπός του ήτο η επεξεργασία θεμάτων μεταφοράς μονάδων δι' αυτοκινήτων οχημάτων. Η Υπηρεσία Στρατού απέβλεπεν εις μεγάλας μετακινήσεις κανονικών μονάδων δια συνήθων φορτηγών αυτοκινήτων του εμπορίου. Τότε βέβαια δεν διεθέταμε και τίποτε άλλο. Η μελέτη του θέματος απεκάλυψε τας δυσχερείας αι οποίαι θα προέκυπτον κατά τας μετακινήσεις αυτάς. Βεβαίως κατά την διάρκειαν του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι Γάλλοι είχον επιτύχει πολλά εις τον τομέα αυτόν, π.χ. πλησίον του Βερντέν. Τότε όμως επρόκειτο πάντοτε περί μεταφορών όπισθεν σταθερού μετώπου, κατά τας οποίας δεν απητείτο η άμεσος μεταφορά και όλων των ίππων και οχημάτων που ανήκον εις μίαν μεραρχίαν, ιδίως δε του πυροβολικού. Σε περίπτωσι ενός ευέλικτου πολέμου όμως θα έπρεπε να μεταφερθούν ολόκληρες μεραρχίες με ίππους και οχήματα επί φορτηγών αυτοκινήτων και τότε οι εις φορτηγά αυτοκίνητα ανάγκες θα ηύξαναν τρομακτικά. Περί το θέμα αυτό εδημιουργούντο λοιπόν βίαιαι συζητήσεις και οι αμφιβάλλοντες δια την δυνατότητα πραγματοποιήσεως του ήσαν περισσότεροι από τους πιστεύοντας εις αυτήν.
Το φθινόπωρον του 1928 ο συνταγματάρχης του επιτελείου εκπαιδεύσεως μηχανοκινήτων Στότμαϊστερ με παρεκάλεσε να δώσω εις τους εκπαιδευομένους του μαθήματα τακτικής εις άρματα μάχης. Οι προϊστάμενοι μου εις την Υπηρεσίαν Στρατού ενέκριναν την πρόσθετον αυτήν επιβάρυνσίν μου. Κατ' αυτόν τον τρόπον επανήρχισα απασχολούμενος με τα άρματα μάχης έστω και μόνον θεωρητικώς. Πρακτικές γνώσεις επί θεμάτων των αρμάτων δεν είχα. Ουδέποτε μέχρι τότε είχα επιβιβασθή ενός άρματος. Τώρα έπρεπε να κάνω και τον καθηγητή. Αυτό απαιτούσε κατ' αρχήν επιμελή προετοιμασίαν και μελέτην των πηγών. Δεδομένου, ότι εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να πλουτίζεται η βιβλιογραφία, η αφορώσα τον παρελθόντα Παγκόσμιον Πόλεμον, αλλά και επειδή εις τους ξένους Στρατούς είχεν αρχίσει να γίνεται αντιληπτή μία εξέλιξις που είχεν ως συνέπειαν την σύνταξιν υπηρεσιακών εγχειριδίων [1], η θεωρητική μελέτη ήτο περισσότερον εύκολη απ' ό,τι κατά την πρώτην θητείαν μου εις το Υπουργείον των Στρατιωτικών. Η πρακτική εξάσκησις βεβαίως έπρεπε κατ' αρχάς να βασισθή σε ασκήσεις με μοντέλα, τα οποία όμως από τα αρχικά, κατασκευασμένα από λινάτσα, που τα έσπρωχναν άνδρες, είχαν ήδη εξελιχθή σε μηχανοκίνητα μοντέλα κατασκευασμένα από λαμαρίνα. Διωργανώναμε λοιπόν ασκήσεις με τα μοντέλα αυτά, κατά τις οποίες μας υπεβοήθει το III Τάγμα του Σπάνταου, του 9ου Συντάγματος Πεζικού, υπό την διοίκησιν των υπολοχαγών Μπους και Λίζε. Κατά τις ασκήσεις αυτές εγνώρισα και τον μετέπειτα συνεργάτην μου Βένκ, τότε ύπασπιστήν του III/9. Εργαζόμαστε συστηματικά και μελετούσαμε την χρήσιν του άρματος μάχης ως μεμονωμένου οχήματος και εις τα πλαίσια διμοιρίας, λόχου και σώματος στρατού. Όσον περιωρισμένη και αν ήτο η δυνατότης της πρακτικής εξασκήσεως, εν τούτοις επήρκεσε δια να μας δώση σιγά-σιγά σαφή εικόνα των δυνατοτήτων του άρματος μάχης εις ένα σύγχρονον πόλεμον. Η φαντασία μου ηδυνήθη να καρποφορήση ιδιαιτέρως κατά την διάρκειαν υπηρεσιακής επισκέψεως μου, διαρκείας τεσσάρων εβδομάδων, εις την Σουηδίαν, όπου και είχα την ευκαιρίαν να ιδώ εν τη πράξει το τελευταίον γερμανικόν άρμα μάχης, τοLK ΙΙ και να το οδηγήσω.
Κατά το ταξίδι προς την Σουηδίαν η σύζυγος μου και εγώ εσταματήσαμε κατ' αρχάς εις την Δανίαν, όπου και διήλθομεν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες μέρες στην Κοπεγχάγη και στα ωραία περίχωρα της. Τα υπέροχα ζωγραφικά έργα του Τόρβαλντσεν μας έκαναν βαθείαν εντύπωσι. Στον εξώστη προ του ανακτόρου του Έλσινγκερ θυμηθήκαμε τον Άμλετ :
«Υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, απ' ό,τι ονειρεύεται η σχολική σοφία σας, Οράτιε».
Πράγματι, ενώ στεκόμαστε στη βεράντα αυτή, ο ήλιος έλουζε το Σουντ και οι σωλήνες των παλαιών χάλκινων κανονιών γυάλιζαν πρασινωποί. Κανένα φάντασμα δεν φάνηκε.
Το ταξίδι μας συνεχίσθηκε από τη Μοτάλα με το πλοίο δια του πορθμού Γκαΐτα και των σουηδικών λιμνών. Νύχτα εγκαταλείψαμε το πλοίο για να επισκεφθούμε την Βρέτα Κλόστερ Κύρκα, μια ωραιότατη παλαιά εκκλησία. Την επομένη αντικρύσαμε τη Στοκχόλμη, την Βενετία αύτη του Βορρά, με τα ωραία της κτίρια. Ένα πραγματικά υπέροχο Θέαμα.
Ανέλαβα υπηρεσία στο Τάγμα Στριζντσβάγκν, II Τάγμα της φρουράς της Γκαίτα. Ο διοικητής, συνταγματάρχης Μποϋρεν, με υπεδέχθη πολύ ευγενικά. Ετοποθετήθην εις τον λόχον του λοχαγού Κλίνγκσπορ με τον οποίον συνεδέθην δια πιστής φιλίας, που διετηρήθη μέχρι του προώρου θανάτου του. Οι Σουηδοί αξιωματικοί, τους οποίους εγνώρισα, εδέχοντο με μεγάλην εγκαρδιότητα τους Γερμανούς συναδέλφους των και παρείχον την φιλοξενίαν τους ως κάτι το αυτονόητον. Κατά τας ασκήσεις εις την ύπαιθρον μας εδέχοντο στα παραπήγματα με πολύ φιλικότητα. Επεσκέφθημεν την πενθεράν του Κλίνγκσπορ, την σεβαστήν χήραν Κέντερλουντ, εις το υπέροχον ανάκτορόν της Μπράνταλσουντ, κοντά στη θάλασσα. Η κυρία Κέντερλουντ ήτο κάτοχος του εργοστασίου που παράγει το περίφημο σουηδικό πόντσι, το οποίο μπορέσαμε πια να δοκιμάσουμε από την πηγήν του. Επεσκέφθημεν το βασιλικόν Κτήμα Τούλγκαρν στο οποίο διαχειριστής ήταν τότε ένας έφεδρος αξιωματικός του Τάγματος Αρμάτων, ονόματι Μπάγκερ, ο οποίος και μας εκάλεσε στο τόσο φιλόξενο σπιτικό του. Με τον συνταγματάρχη Μπούρεν πήγαμε και στις Σαίρεν για κυνήγι. Στο Σκάνσεν επεσκέφθημεν το υπαίθριο θέατρο και είδαμε τους ζωγραφικούς πίνακες του Λιλζεφόρς, του μεγάλου ζωγράφου σκηνών κυνηγίου. Στο Ντρότνιγκχολμ μας έδειξαν τις δερμάτινες ταπετσαρίες του ανακτόρου Βάλλενσταϊν της Πράγας, που είχε «σώσει» ο μεγάλος βασιλεύς των Σουηδών Γουσταύος Αδόλφος κατά την διάρκεια του τριακονταετούς πολέμου. Χαμογελάσαμε τότε για τον περίεργο αυτό χαρακτηρισμό, με τον οποίον ο φύλακας μας εξηγούσε τη σημασία της ωραίας αυτής ταπετσαρίας. Σήμερα πρέπει να ομολογήσουμε, ότι πράγματι διεσώθησαν πολλοί θησαυροί, που άλλως θα είχαν μάλλον καταστραφή κατά την διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παραδείγματος χάριν ο «Codex Argenteus» από την Πράγα, που βρίσκεται στην πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Ούψάλας κάτω από γυαλί και πίσω από ένα βελούδινο παραπέτασμα. Κοντά σ' αυτό το ανεκτίμητο κειμήλιο ανεκάλυψα την Βίβλο, που είχε χαρίσει ο Αυτοκράτωρ Ερρίκος ο Β' στον μητροπολιτικό Ναό του Γκόσλαρ. Και αυτή ανήκε στους διασωθέντας θησαυρούς πλέον των 250 γερμανικών πόλεων που είχε κυριεύσει τότε ο Γουσταύος Αδόλφος.
Η ωραία και διδακτική διαμονή μου στη Σουηδία παρέμεινε μία ευχάριστος ανάμνησις.
Κατά το έτος αυτό, το 1929, είχα καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι το άρμα μάχης μόνο του και προσκεκολλημένο στο πεζικό δεν θα μπορούσε ποτέ ν΄αποκτήση αποφασιστική σημασία. (Συνέχεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου