Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΑΙΗ:ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΧΤΥΠΑ Η ΚΑΜΠΑΝΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΑΛΕΞ ΚΑΡΡΕΡ
ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΠΑΠΥΡΟΥ
»Κοντά στο γκρεμό είχε μαζευτεί πολύς κόσμος τώρα κ' εγώ τους άφησα και πήγα κάτω απ' την καμάρα του Αγιουνταμιέντο. Παραμέρισα δύο μεθυσμένους και κοίταξα απ' το παράθυρο τι γινόταν μέσα στη σάλα. Ήταν όλοι γο­νατισμένοι και προσευχόντουσαν κι' ο παπάς ήταν γονατισμένος κι' αυτός και προσευχόταν μαζί τους. O Πάμπλο, ένας τσαγκάρης, που τον φώναζαν Τετραδάχτυλο, και δυο άλλοι τους φύλαγαν με τα όπλα κ' είπε ο Πάμπλο στον παπά: "Ποιος είναι έτοιμος;" μα ο παπάς εξακολούθησε να προσεύ­χεται και δεν του απάντησε.
»"Μ' ακούς;" είπε ο Πάμπλο στον παπά με τη βραχνιασμένη του φωνή: "Ποιος είναι έτοιμος;"
»Ο παπάς έκανε πως δεν άκουγε κι' ο Πάμπλο άρχισε να θυμώνει.  
»"Πάμε όλοι μαζί", είπε ο Ντον Ρικάρντο Μονσάλβο, ένας μεγάλος τσιφλικάς.
»"Κε βα" είπε ο Πάμπλο·. "Ένας, Ένας".
»"Έρχομαι 'γώ" είπε ο Ντον Ρικάρντο. "Τελείωσα". Κι' ο παπάς τον ευλόγησε και του 'δωσε να φιλήσει το σταυρό. Ο Ντον Ρικάρντο σηκώθηκε κ' είπε στον Πάμπλο: "Πάμε, διαόλου γέννα".
»Ο Ντον Ρικάρντο ήταν κοντός με ψαρά μαλλιά και χον­τρό λαιμό. Φορούσε πουκάμισο δίχως κολάρο και τα πόδια του ήταν σαν τόξα απ' την ιππασία. "Γειά σας", είπε στους άλλους "Μη λυπόσαστε. Δεν είναι τίποτα ο θάνατος. Μόνο που πάμε απ' αυτουνού τα χέρια. Μη μ' αγγίζεις" είπε στον Πάμπλο. "Μη μ' αγγίζεις με το ντουφέκι σου".
»Βγήκε στην πόρτα, κοίταξε τους συγκεντρωμένους χω­ριάτες κ' έφτυσε καταγής. Έφτυσε πραγματικό σάλιο. Πρέ­πει να ξέρεις, Ινγκλές, ότι αυτό είναι πολύ σπάνιο πράμα, να' χει κανείς σάλιο σε τέτοιες στιγμές, κ' είπε: "Άρρίμπα Εσπάνα! Κάτω η Δημοκρατία. Να χέσω τη Δημοκρατία σας".
»Δεν πρόφτασε να προχωρήσει πολύ στο διάδρομο, γιατί οι χωριάτες έπεσαν πάνω του και τον σκότωσαν με τα ξύλα. Είχαν αγριέψει όλοι με τα λόγια του και τον βαρούσαν αλύπητα. Όταν τον ξέκαναν τον πέταξαν στο γκρεμό. Τότε άρχισε να δημιουργείται μέσα στους χωρικούς η συνείδηση ότι αυτοί, που 'βγαιναν απ' τη Δημαρχία, ήταν εχθροί τους κ' έπρεπε να τους σκοτώσουν.
»Πριν εμφανιστεί ο Ντον Ρικάρντο κι' αρχίσει να βρίζει, πολλοί μέσα στο πλήθος στενοχωριόντουσαν γι' αυτό πού γινόταν. Κι' αν ένας πριν φώναζε: "Ας αφήσουμε τους άλλους, αρκετά τιμωρήθηκαν", είμαι βέβαιη, πως όλοι θα συμφωνούσαν.
»Μα ο Ντον Ρικάρντο, με τον τρόπο του, έκανε πολύ κα­κό στους ρέστους. Γιατί εξαγρίωσε τούς χωριάτες κ' ενώ πρώτα έκαναν απλώς το καθήκον τους, και μάλιστα όχι μ' ευχαρίστηση, τώρα είχαν θυμώσει.
»"Βγάλτε τον παπά για να τελειώνουμε", φώναξε κά­ποιος.
«"Βγάλτε τον παπά".
»Τότε είδαμε μια αηδιαστική σκηνή. Στην πόρτα πρόβαλε ο Ντον Φαουστίνο Ριβέρο, ο μεγάλος γιος του τσιφλικά Ντον Σελεστίνο Ριβέρο. Ήταν ψηλός κ' είχε πυρόξανθα, κα­λοχτενισμένα μαλλιά, και τώρα, πριν βγει, τα είχε χτενί­σει. Έτρεχε διαρκώς πίσω απ' τα κορίτσια, ήταν δειλός κ' ήθελε να γίνει ταυρομάχος.  Έκανε παρέα με τσιγγάνους και τορεαντόρ και του άρεσε να φοράει τη στολή των ταυρομάχων της Ανδαλουσίας, μα δεν είχε καθόλου θάρρος. Μια φορά ήταν να πάρει μέρος στις ταυρομαχίες στην Άβιλαεα κ' είχε διαλέξει ένα μικρό ταύρο μ' αδύνατα πόδια. Την τελευταία στιγμή όμως  του άλλαξαν το ζώο και του έστειλαν στο στίβο ένα μεγάλο ταύρο. Όταν τον είδε ο Ντoν Φαουστίνο έκανε πως αρρώστησε ξαφνικά και βγήκε απ' το στίβο. Μάλιστα λένε μερικοί ότι έβαλε το δάχτυλο στο λαιμό του για να κάνει εμετό.
«Όταν τον είδαν οι χωριάτες άρχισαν να φωνάζουν: »Έ, Ντον Φαουστίνο, πρόσεξε μην κάνεις εμετό". »Άκου, Ντον Φαουστίνο. Κάτω στο γκρεμό έχει όμορφα κορίτσια".
»'Ηταν μεγάλος ο ταύρος, Ντον Φαουστίνο;"
«Κ' ένας χωριάτης του φώναξε: "Άκουσες, Ντον Φαου­στίνο, να γίνεται ποτέ λόγος για θάνατο;"
»Ο Ντον Φαουστίνο στεκόταν στην πόρτα κ' έκανε ακό­μα το παληκάρι. Μα δεν μπορούσε να μιλήσει.
»"Έλα, Ντον Φαουστίνο", του φώναξε ένας χωριάτης. "Έλα, Ντον Φαουστίνο. Μη φοβάσαι τον ταύρο".
»Ο Ντον Φαουστίνο τους κοίταζε, και νομίζω κανένας δεν τον λυπόταν. Στεκόταν κοντά στην είσοδο περήφανος κι' ω­ραίος, η ώρα όμως περνούσε κ' έπρεπε να προχωρήσει.
»"Ντον Φαουστίνο", του φώναξε κάποιος. "Τί περιμένεις, Ντον Φαουστίνο;"
«"Ετοιμάζεται να κάνει εμετό", είπε κάποιος, κ' έσκασαν όλοι στα γέλια.
»Τότε ο Ντον Φαουστίνο κοίταξε προς το άλλο μέρος της πλατείας κι' όταν είδε την άκρη του γκρεμού, γύρισε από­τομα και μπήκε μέσα στη Δημαρχία.
»"Έ, Ντον Φαουστίνο, πού πας;" του φώναξαν.
»Πάει να ξεράσει", είπε ένας άλλος, κι' όλοι έσκασαν πά­λι στα γέλια.
»Ο Ντον Φαουστίνο ξαναφάνηκε στην πόρτα. Πίσω του ερχόταν ο Πάμπλο με το ντουφέκι του. Τώρα δεν είχε πια ε­κείνο το περήφανο ύφος κι' όλο σταυροκοπιόταν και ψιθύριζε προσευχές. Έκρυψε το πρόσωπο του με τα χέρια του και προχώρησε.
«Κανένας δεν μιλούσε και κανένας δεν τον άγγιζε κι' ό­ταν έφτασε στα μισά του δρόμου, δεν μπόρεσε να προχωρήσει άλλο κ' έπεσε χάμω γονατιστός.
«Κανένας δεν τον χτύπησε. Πλησίασα να δω τί είχε πά­θει. Ένας χωριάτης έσκυψε και τον σήκωσε. Του είπε: "Σή­κω, Ντον Φαουστίνο. Σήκω να περπατήσεις. Δεν βγήκε ο ταύρος ακόμα".
»Ο Ντον Φαουστίνο δεν μπορούσε να περπατήσει μόνος του και δυο χωριάτες τον έπιασαν απ' τις μασχάλες και τον κρατούσαν κι' αυτός προχωρούσε σιγά, έχοντας πάντα σκε­πασμένο το πρόσωπο του με τα χέρια του κ' οι χωριάτες του έλεγαν: "Ντον Φαουστίνο, μπουέν προβέχο, καλή όρεξη. Ντον Φαουστίνο, α σους όρντενες. Έχει ωραία κορίτσια στον ουρανό, Ντον Φαουστίνο. Φαίνεται όμως ότι ο Ντον Φαουστί­νο κοίταζε ανάμεσα απ' τα δάχτυλα του, γιατί μόλις έφτασε στην άκρη του γκρεμού γονάτισε πάλι και με τα χέρια του προσπαθούσε να πιαστεί απ' το χορτάρι φωνάζοντας: "Όχι. Όχι. Όχι. Σάς παρακαλώ. Σάς παρακαλώ. Σας παρακαλώ. ΄Οχι.  Όχι".
»"Τότε όρμησαν οι άλλοι χωριάτες κι' όπως ήταν γονατι­στός του 'δωσαν μια και τον πέταξαν στο γκρεμό χωρίς να τον χτυπήσουν καθόλου κι' αυτός έβγαλε σπαραχτικές φω­νές. Μετά έγινε πάλι ησυχία.
«Εκείνη την στιγμή κατάλαβα πόσο σκληροί είχαν γίνει οι χωριάτες.
«"Άλλον!" φώναξε ένας χωριάτης. Κάποιος δίπλα του τον χτύπησε στον ώμο και του είπε: "Αλησμόνητος θα μου μείνει ο  Ντον Φαουστίνο. Αλησμόνητος".
«"Είδε τώρα το μεγάλο ταύρο", είπε ένας άλλος. "Κ' εμε­τό να κάνει δεν γλυτώνει".
«"Δέν ματάειδα στη ζωή μου τέτοιο πράμα", είπε ένας άλλος χωριάτης.
«"Περίμενε. Είναι κι' άλλοι μέσα. Ποιος ξέρει τί θα δούμε ακόμα".
»Τα μπουκάλια με  το κονιάκ και τ' αψέντι περνούσαν από χέρι σε χέρι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου