α' O ΚΑΤΣΩΝΗΣ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ
Στο εσωτερικό του είχαν αποκλεισθή ο ύπαρχος, ο άγγλος ανθυποπλοίαρχος Horgan κ' οι υπαξιωματικοί Smith , Aναστόπουλος και Σελάκης, ενώ στην κάθοδο του πυργίσκου —απ' όπου είχαν ανεβή όλοι οι άλλοι — σφηνώθηκαν, την τελευταία στιγμή, καθώς προσπαθούσαν να βγουν, τρεις, τελευταίοι...
Τα πόδια τους κρέμουνταν απ' το στρογγυλό άνοιγμα, ενώ τους χτυπούσα από κάτω και τους φώναζα να κατέβουν.
Ο Αναστόπουλος κι' ο Σελάκης καταφέρανε με κόπο να φτάσουν πιο πλώρα, στη χαμηλή κάθοδο των αξιωματικών, με την ελπίδα, καθώς το υποβρύχιο, βυθιζόμενο, σήκωνε την πλώρη του, να ξενερίση το πώμα. Το χείρισαν' μόλις όμως το σήκωσαν, το νερό άρχισε να μπαίνη κι' από κει. Κρατηθήκανε καλά για να μη τους παρασύρη. .. .Άξαφνα η θάλασσα έπαψε να σκεπάζη την είσοδο. Την άνοιξαν γρήγορα και ρίχτηκαν στο νερό. Οι δυο Άγγλοι τους ακολούθησαν...
.. .Μες στο αμυδρό φως και τον πυκνό καπνό έψαχνα να βρω το επιστόμιο του αέρα εκδιώξεως για να δώσω καιρό στους σφηνωμένους να σωθούν. Με την κλίσι όμως του καραβιού, έπεσα πάνω στον πίνακα διανομής του κέντρου, κι' από το shock τινάχτηκα μεμιάς εκεί όπου τόσην ώρα προσπαθούσα να φτάσω. Το επιστόμιο βρέθηκε μπροστά μου. Το άνοιξα ολο με ορμή...
Στο μηχανοστάσιο και στο κέντρο τα νερά είχαν πλημμυρίσει το κοίτος. Βαλίτσες, ποντίκια, σκαμνιά πλέαν πάνω στο απαίσιο υγρό, που πρασινοκιτρίνιζε από το οξύ της ξεχειλισμένης μπαταρίας. Κ' η λάβα κυλούσε στο δάπεδο, κ' έκαιγε ό,τι εύρισκε...
Ο Αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος |
Τη στιγμή που δρασκέλιζα την κάθοδο των αξιωματικών, το κατάστρωμα ωρθωνότανε δεξιά μου σχεδόν κατακόρυφο. Τα τροχιοδεικτικά, κόκκινα-άσπρα, ζώναν το άνοιγμα. Πρόφτασα όμως να πέσω στη θάλασσα απ' αριστερά, προς το μέρος του εχθρικού καραβιού που ξακολουθούσε να μας ρίχνη, ενώ το καράβι μας βυθιζόταν ...
Ήταν 9 το βράδυ. Είχε βγη το φεγγάρι-πανσέληνος.
Το εχθρικό καράβι άσπριζε πάνω στη θάλασσα κατά το Πήλιο. Έμοιαζε κορβέττα.
Η λύσσα των Γερμανών δεν περιγράφεται - σίγουρα γιατί θάχαν κ' εκείνοι απώλειες. Μια φορά, δεν έπαυαν να ρίχνουν συνέχεια πάνω στους ναυαγούς...
Προσπαθούσα τώρα με μακροβούτια ν' αλαργέψω απ' τον τομέα του πυρός. Κάποια στιγμή που σήκωσα το κεφάλι μου να πάρω ανάσα, ρούφηξα το μαύρο καπνό μιας οβίδας πούχε σκάσει δίπλα μου.
Κάποτε η κορβέττα έσωσε και σταμάτησε. « Ε, τώρα», σκέφτηκα ανήσυχα, «θα με ψαρέψη...».
Ευτυχώς, όχι! Την είδα σε λίγο να γυρίζη την πλώρη της στο νοτιά και να τραβά ολοταχώς προς το μπουγάζι...
Βρισκόμουν μακρυά απ' τους άλλους. Κάτω απ το λαμπρό φως του φεγγαριού τους έβλεπα να κολυμπούν. (Οι περισσότεροι ήταν πληγωμένοι και δεν είχαν ούτε σωσίβιο). Ξεδιάλυνα τη φωνή του ναυτομηχανικού του Φουντουλάκου, που φώναζε απελπισμένα:
«-Τα πόδια μου !.., βοήθεια, παιδιά!.. Δεν κρατάω άλλο!»
Η ξηρά, πολύ μακρυά, μόλις διαγράφονταν στον ορίζοντα! Η ακτή της Σκιάθου, που έπρεπε νάναι η κοντινώτερη, λογάριαζα πως θ' απείχε οχτώ μίλλια, το λιγώτερο...
Τώρα κάποιος κολυμπούσε μπρος μου. Του φώναξα" καμμιά απάντησι! Του ξαναφώναξα· τίποτε !.. Όταν τον πλησίασα, είδα πως ήταν ο υποκελευστής πυροβολητής Τάσος Τσίγκρος. Η θέσι του την ώρα της μάχης ήταν στο πυροβόλο κ' έπρεπε νάξερε τί έγινε ο Κυβερνήτης. Με όσα μου είπε, έχασα και την τελευταία ελπίδα πως ο αντιπλοίαρχος Λάσκος μπορούσε νάχε σωθή!
Αρχίσαμε να κολυμπάμε μαζύ προς τη Σκιάθο.
Μετά από κάμποση ώρα νά σου τη πάλι η κορβέττα! Ο κυβερνήτης της θα σκέφθηκε, φαίνεται, πως έπρεπε νάχη αποδείξεις ότι το βύθισε το υποβρύχιο κ' ερχόταν (τώρα!) να μαζέψη τους ναυαγούς. Ή μπορεί και ν' ανέφερε, κ'έτσι να τον διέταξαν...
Ο Τσίγκρος μου δήλωσε κατηγορηματικά πως προτιμούσε να πνιγή παρα να πιαστή απ' τους Γερμανούς.
Έτσι βάλαμε μαζύ όλα μας τα δυνατά να ξεμακρύνουμε απ' την κορβέττα, που μας είχε πλησιάσει αρκετά. Κολυμπούσαμε άλλοτε προς τα νότια κι' άλλοτε προς τ' ανατολικά, αντίθετα από κείνη, που μια σταματούσε, μια κινούσε, μια τη χάναμε μια τη βρίσκαμε κοντά μας...
Ήταν απόλυτη νηνεμία κ' η περισυλλογή των ναυαγών βάσταξε πάνω από δύο ώρες. Σε μια στιγμή, εκεί που νομίσαμε πως το κυνηγητό μας τέλειωσε και τήνε σκαπουλάραμε, βλέπουμε την κορβέττα να βάζη πλώρη κατά μας και να μας πλησιάζει.. Προσπαθήσαμε να βγούμε από τον άξονά της μάταια ! Ερχόταν κατά πάνω μας !..
Τότε σκεφθήκαμε να πέσουμε ανάσκελα και να μείνουμε ακίνητοι. Μπορεί, έτσι, να μη μας έβλεπαν...
Η σκοτεινή σιλουέττα της, που πρυβάλλουνταν στο φωτεινό τομέα της σελήνης, πέρασε ολοταχώς δίπλα μας! Κι' όπως δέ σηκώναμε τα κεφάλια, για να μην προδοθούμε, ήπιαμε μπόλικο νερό απ' το κύμα που σήκωσε. Όμως της είχαμε ξεφύγει ! Σε λίγο ήτανε μακρυά— μόλις που φαινότανε κατά τη Σκιάθο , ώσπου χάθηκε ολότελα.
Τότε νοιώσαμε πως είμαστε μονοί, χωρίς σωσίβια, καταμεσίς του πελάγου !. .
« -Αδερφέ μου» , του λέγω «τούτη τη στιγμή κάναμε ή τη μεγαλύτερη εξυπνάδα ή τη μεγαλύτερη βλακεία της ζωής μας! ».
Ξαναρχίσαμε να κολυμπάμε, σιγά-σιγά.
Η θάλασσα ζεστή. Ο Τάσος είχε μείνει μόνο με τα σώρρουχά του.Εγώ φορούσα το πουκάμισο και το κοντό το παντελόνι. Κ' επειδή το υποβρύχιο μας, σα βούλιαξε, σκόρπισε γύρω του άφθονο πετρέλαιο, τα ρούχα μας είχαν αλειφτή και βρωμούσαμε ολόκληροι.
Οι ώρες περνούσαν κ' εμείς κολυμπούσαμε, Πολλά είχαμε πει με τον σύντροφο μου και τώρα δε μιλούσαμε πια · τάχαμε όλα εξαντλήσει! Ένα μόνο έμενε άνεξάντλητο «θα φθάναμεπιαστούμε. «Κείνο το καϊκάκι που σταματήσαμε στις 7 1/2, λίγο προτού μπλέξουμε με τους Γερμανούς, πού άραγε να βρίσκεται; Κάπου εδώ θα πρέπει νάναι...» Μα πουθενά καΐκι! Θάκουσε ως φαίνεται, τις κανονιές κι' όπου φύγει-φύγει!
Κολυμπούσαμε μια πρόσθιο και μια ύπτιο. Το στεγανό μου ρολόϊ δούλευε κανονικά - μεγάλη παρηγοριά σε τέτοιες στιγμές! Κάθε τόσο κοίταζα την ώρα και πρόσεχα και τις ακτές. Πλησιάζαμε ; Δεν καταλάβαινα να μεγάλωναν! Πόσο απήχαμε λοιπόν;.. Τύλιξα τη ζώνη του παντελονιού κ' έστριψα τα μανίκια του πουκάμισου για να μην κυκλοφορή μέσ' απ' τά ρούχα το νερό και με κρυώνει. Όπου, καθώς προχωρούσα, νοιώθω κάτι να φουσκώνη στη ράχη μου και να με βαστά πάν' απ' το νερό. Ήταν το πουκάμισο πούχε γεμίσει αέρα! «Σαν καλά είμαστε τώρα», σκέφθηκα «έχουμε και σωσίβιο !»
Σε τούτο το αναμεταξύ ο Τάσος είχε μείνει πίσω. Τον παρακολουθούσα ανήσυχος και κάπου-κάπου του φώναζα. Θάταν φοβερό να μην άντεχε και να μου πνιγόταν !..
Κατά τη μια τα μεσάνυχτα, σα να μεγάλωσαν οι ακτές... Μα δεν καλοπρόφτασα να το χαρώ και σε λίγο άρχισαν οι κράμπες - μια στο ένα, μια στο άλλο πόδι! Ευτυχώς, τα χέρια δούλευαν κανονικά. Έπιανα, λοιπόν, με το ένα, το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, το στραμπούλαγα δυνατά κατά μέσα και συγχρόνως τέντωνα, όσο άντεχα στον πόνο, κατά έξω το πιασμένο μου πόδι. Ησύχαζα για λίγο, μα το μαρτύριο ξανάρχιζε ! Διψούσα και φοβερά και το στομάχι μου έκαιγε. Ένα αίσθημα δυσφορίας φούντωσε μέσα μου. Α, να μπορούσα, έστω για λίγο, ελάχιστο, νάβγαινα απ' το απαίσιο τούτο υγρό, να ξανασάνω !. .
Γύρισα ανάσκελα κ' έμεινα άκίνητος. Κατάλαβα πως είχα κουραστή. Το νερό μου πιτσίλαγε το πρόσωπο - είχε πιάσει κυματάκι και φύσαγε βοριάς. Δεν είχαμε όμως καιρό να χάνουμε-αν ξημερωνόμασταν μες στο κανάλι της Σκιάθου, σίγουρα θα μας έπιαναν το πρωί.
Κατά τις τρεις βαρεθήκανε, φαίνεται, κ' οι κράμπες και μ' άφησαν να παραδέρνω δίχως την έγνοια τους. Έφταναν τ' άλλα !..
Κολυμπούσα πια μηχανικά. Από τότε που έπεσα στη θάλασσα είχανε περάσει έξη ολάκερες ώρες ! Η ξηρά φαινόταν τώρα καθαρά απέναντι μας. Η ελπίδα μας έδινε δύναμι. Σε λίγο θα φτάναμε. Το λίγο όμως αυτό ήταν περισσότερο από δυο ώρες-και ποιες ώρες!..
Ένας σκοτεινός όγκος ξεχώριζε μπρος στην ακτή. Μπας κ' ήταν η κορβέττα ; Έχει γούστο να φουντάρησε κει, περιμένοντας να ξημερώση και να μας πιάση σαν τους ποντικούς στη φάκα!..
Τράβηξα βορεινότερα. Τά μάτια μου κατάτρωγαν τον ύποπτο όγκο... Δίχως να το καταλαβαίνω, προχωρούσα ολοταχώς. Και το βλέμμα στηλωμένο εκεί!.. Ώσπου γλύτωσα Απ'το μαρτύριο: ;Ήτανε χαράδρα! Βεβαιώθηκα.
Τέντωσα τ' αυτί κι' άκουσα ώς και το φλοίσβο απ' το κύμα πούσκαγε στα βράχια. «Κοντά είμαστε· σωθήκαμε!», σκέφθηκα. Κ' ένα αίσθημα χαράς πλημμύρισε την καρδιά μου.
Σε λίγο τα χέρια μου έπιαναν τα βράχια και τα πόδια μου πατούσαν στο πεζούλι τους μες στη θάλασσα!
Μα δεν εβάσταξε πολύ η χαρά, γιατί νέες τώρα έγνοιες βασάνιζαν το νου μου. Κ' εγώ που έλεγα.., έπειτ' από τέτοιο ξεθέωμα...
Τώρα ήμουν πάνω στο γυμνό Καστρονήσι - τη βορεινότερη άκρη της Σκιάθου. Κύτταξα το ρολόι· 5 και τέταρτο. Αναζήτησα τον Τάσο.. Δεν τον έβλεπα. Φώναξα. ..Δεν πήρα απάντησι! Προπορεύθηκα, λοιπόν, τόσο πολύ;.. Ξαναφώναξα... Τίποτε! Άρχισα ν' ανησυχώ... Μα βαστούσε... Αδύνατο !..
« -Τάσοοο!», ούρλιαξα. Τσιμουδιά!
Ήμουν έτοιμος να ξαναπέσω, όταν τον βλέπω νάρχεται με το πάσσο του...
«-Ρε , γιατί δεν απαντούσες!», του κάνω αγαναχτισμένος.
Κ' εκείνος απαθέστατα :
« -Για να μην εξαντληθώ!»..
Ξαπλώσαμε αποκαμωμένοι.Χάραζε. Από πάνω μας μαύρα αγριοπούλια κρώζαν μες στήν ερμιά... Σαν τις χαροκαμένες μάνες, τις χηρεμένες γυναίκες, τ' άρφανεμένα παιδιά των δόλιων μας των συντρόφων, πούχαν χαθή λίγες ώρες πριν!..
δ' ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
δ' ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
«Επιθετική περιπολία εις βορειοδυτικόν Αιγαίον βορείως πλάτους 37° 45' και δυτικώς γραμμής ενούσης Κάβο-Πάπα, άκραν Λιθάρι, (Σκύρου) και όρος Άθως. Σκοπός : καταβύθισις και καταστροφή εχθρικών πλοίων.Επιστροφή εις Βάσιν : 25 Σεπτεμβρίου».
Αυτά έλεγε η διαταγή για το δεύτερο μέρος της αποστολής μας. Και τραβούσαμε τώρα όλο βορεινά.
Μόλις μια βδομάδα είχε περάσει, αφ' ότου φύγαμε απ' τη Βυρηττό. Είχαμε, δηλαδή, ακόμα δυο ολάκερες βδομάδες μπροστά μας. Μες σ' ένα υποβρύχιο αργούν τόσο πολύ οι μέρες να περάσουν, οπού θαρρείς πως κι' ο Χρόνος ο ίδιος, μουδιασμένος απ' την αδιάκοπη κατάδυσι, αργοσέρνεται. Κ' ενώ όλοι είναι κακόκεφοι (απ' την έλλειψι οξυγόνου) και το βαρύ κεφάλι τους μετράει και ξαναμετράει τις μέρες περιπολίας, έρχεται άξαφν' αστραπή η μεγάλη στιγμή που θ' αναμετρηθούν με τον εχθρό.
Η ρουτίνα της περιπολίας μας συνεχιζόταν, όταν στις 12 Σεπτεμβρίου, τα μεσάνυχτα, σταματήσαμε ανοιχτά απ' τη Σκύρο δυο καΐκια. Όπως μάθαμε, μόλις έπεσαν δίπλα μας, το ένα ερχόταν απ' τη Σκύρο και πήγαινε στην Ύδρα και τ' άλλο ερχόταν απ' τη Θεσσαλονίκη για τη Σαλαμίνα, απ' όπου κατάγουνταν κι' ο καπετάνιος του. Έτσι βρέθηκαν πατριώτες με τον Κυβερνήτη και, κάπου-κάπου, στην κουβέντα τους πετούσαν και κάνα-δυο αρβανίτικα...
Αυτό το καΐκι μας πληροφόρησε πως εκείνες τις μέρες θάφευγε απ' τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά ένα μεγάλο επιβατικό, το επιταγμένο γαλλικό «Simfra», με αδειούχους Γερμανούς για την Αθήνα. Μοναδική ευκαιρία να το περιμένουμε στο στενό της Σκιάθου, απ' όπου, τρεις μήνες πριν, είχαμε χτυπήσει το φορτηγό «Rigel».
Τ' άλλο καΐκι πάλι μας πληροφόρησε πως κ' η Σκύρος ήτανε λεύθερη.
« — Δεν έχουμε Γερμανούς ούτε στη Σκιάθο, ούτε στη Σκύρο», μας λέγαν «ελάτε στη Σκύρο να φάμε και γουρουνόπουλο !».
«—Καλά-καλά.. !», αποκρινόμαστε μεις, για να μην τούς κακοκαρδίσουμε.
Μ' αυτοί θέλαν να τους ορίσουμε και τη μέρα, αν τύχη και την ώρα, για να τοιμάσουν οι άνθρωποι το γουρουνόπουλο! Έλα να τους ξηγήσης τώρα συ, πως και γιατί ένα υποβρύχιο δε μπορεί να δίνη ραντεβού...
Μας πρόσφεραν μυτζήθρα και κρεμμύδια, κ' εμείς, αφού τους μοιράσαμε κονσέρβες και τσιγάρα, τους αφήσαμε λεύθερους.
Ο οπλονόμος γκρίνιαζε — όπως πάντα — γιατί τα κρεμμύδια θα μύριζαν εν καταδύσει. Μα ο μάγερας ο Τοκακλίδης έτριβε τα χέρια του από χαρά γιατί θάκανε στιφάδο! Πού νάξερε, ο άμοιρος, πως ο Λάσκος τώχε για το πιο χρουσούζικο φαγητό. Γιατί κάποτε που ταξίδευε— καπετάνιος εμπορικού, φορτωμένου κρεμμύδια— τόνε βούλιαξε γερμανικό υποβρύχιο, την ώρα ακριβώς που έτρωγε στιφάδο !..
Την άλλη νύχτα περνούσαμε με δυνατή φεγγαράδα ανάμεσα Σκόπελο και Χελιδρόμια. Το στενό αυτό έχει άνοιγμα μονάχα μισό μίλλι. Βιαζόμαστε να προφθάσουμε το «Simfra» στο μπουγάζι της Σκιάθου.
΄Ηταν τέσσερις το πρωΐ και σιμώναμε το νησί, όταν κατέβηκα να ξαπλώσω λιγάκι, χαρούμενος οπού η κακομελέτητη 13η είχε περάσει ευχάριστα. Σε λίγο όμως ήρθε και με ξύπνησε ο Ηorgan. Ένα σήμα απ' τη Βηρυττό ακύρωνε τον τομέα της περιπολίας μας και μας έστελνε βορεινά της Νικαριάς γιατ' ήταν ενδεχόμενο να περνούσαν από εκεί γερμανικές ενισχύσεις για τη Σάμο. Οι σύμμαχοι είχαν αρχίσει επιχειρήσεις στα Δωδεκάννησα, γιατί οι εκεί Ιταλοί δεν είχαν υπογράψει την ανακωχή του Μπαντόλιο, στη Σάμο δε, που ήταν κιόλας ελεύθερη, είχε αποβιβασθή ένα ελληνικό τάγμα και τμήμα του Ιερού Λόχου. Κι' ο «Κατσώνης» είχε ανοιχτό λογαριασμό με το καλό νησί. Όταν τον Ιούνιο ρίξαμε τις τορπίλλες μας στο Καρλόβασι, το ιταλικό φορτηγό που ήταν στο λιμάνι δε χτυπήθηκε. Ευκαιρία, λοιπόν, να κάναμε τώρα ό,τι δε μπορέσαμε τότε. Πώς όμως, οπού την ώρα που διαβάζαμε το σήμα απείχαμε δυο ολάκερα εισοσιτετράωρα απ' την Νικαριά και σε μισή ώρα θα ξημέρωνε ;
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να μείνουμε στο στενό της Σκιάθου ώσπου να νυχτώση και να περιμένουμε το «Simfra». Το μεγάλο μεταγωγικό, με τόσους αδειούχους μέσα, άξιζε περισσότερο απ' τα 20, 30, το πολύ, μίλλια που θα κερδίζαμε αν πλέαμε όλη τη μέρα εν καταδύσει προς τη Νικαριά. Εξ άλλου την καθυστέρησι αυτή θα την καλύπταμε τη νύχτα με τις μηχανές, φορτίζοντας λιγώτερες ώρες τις μπαταρίες.
Ήταν μεσημέρι, 14 Σεπτεμβρίου, του Σταυρού. Περιπολούσαμε, στο στενό ανάμεσα απ' τη Σκιάθο και τις ανατολικές ακτές του Πηλίου. Όλοι ανυπόμονοι, όλοι βασανιζόμενοι απ' το ίδιο ερώτημα : «θα πέρναγε, το Simfra;». Γιατί, αν ως που να νυχτώση δε φαινόταν, δε μπορούσαμε να περιμένουμ' άλλο. - Κάποια στιγμή ο Τρουπάκης, που κοίταζε απ το περισκόπιο, σταυροκοπιέται... «—Γρήγορα τον Κυβερνήτη !», λέγει...
Άμα πήγε ο Λάσκος και κοίταξε κι' αυτός, «— ό Θεός μας φύλαξε!», είπε- «τέτοια χρονιάρα μέρα!..».
Τ' είχε συμβή ;
Είχαμε περάσει ανάμεσ' από δυο νάρκες, πού έπλεαν στην επιφάνεια! Θάχαν ξεκολλήσει απ' το εκεί κοντά μας συμμαχικό ναρκοπέδιο...
Η υπόλοιπη μέρα πέρασε ήσυχα. Τίποτα δε φάνηκε στο περισκόπιο. Ούτε τα υδρόφωνα άκουσαν κανέναν ήχο, μ' όλο που οι τηλεγραφηταί είχαν βάλει από μόνοι τους διπλά ακουστικά και κάναν διπλή βάρδια.
Σουρούπωνε πια και το «Simfra » πουθενά να φανή. Αλλάξαμε πορεία για να βγούμε απ' το μπουγάζι, όταν το περισκόπιο έπιασε ένα μικρό καΐκι που ρυμουλκούσε το βαρκάκι του. Η διαταγή περιπολίας ώριζε : «Κατά την διάρκειαν της περιπολίας σας πρέπει να ενεργήτε κατά τρόπον ώστε η παρουσία σας να γίνεται γνωστή εις τον εχθρόν, ίνα επέρχεται, ούτω, σύγ-χυσις εις την ναυσιπλοΐαν».
Πες, λοιπόν, γι' αυτό, αφού τώρα πια εγκαταλείπαμε εκείνον τον τομέα, πες για να πάρη πληροφορίες, ο Κυβερνήτης, θέλησε να σταματήση το καΐκι.
Το πλησιάσαμε πολύ κι' αναδυθήκαμε μεμιάς δίπλα του. Οι πέντε άνδρες — το πλήρωμα του — τόσο πολύ τρόμαξαν, ώστε πήδηξαν αμέσως στο βαρκάκι, έλυσαν τη μπαρούμα κι' άφησαν το σκάφος ξυλάρμενο.
Μα μήπως οι δικοί μας ; Μόλις, ανεβαίνοντας στη γέφυρα, είδαν καπνό κατά το βοριά, τάχασαν.
«— Το Simfra», φώναξαν όλοι με μια φωνή.
Ο Κυβερνήτης ρώτησε τους καϊκτσήδες μήπως ξέρουν από τι καράβι είναι ο καπνός.
«—Μεταγωγικό απ' τη Θεσσαλονίκη», του απάντησαν.
— Κ' εσείς από πού ;
—Απ' τη Θεσσαλονίκη.
— Πότε- φύγατε ;
— Χτες βράδυ.
Αν και ένας απ' τους 52 άνδρες του «Κατσώνη» αμφέβαλλε ως εκείνη τη στιγμή, τώρα πείστηκε κι' αυτός πως το καράβι που ερχόταν ήταν το «Simfra».
Ο Κυβερνήτης είπε στο καΐκι να τραβηχτή αμέσως προς το μπουγάζι της Σκιάθου κ' εμείς καταδυθήκαμε και, έτοιμοι για επίθεσι, πλέαμε κατά τον καπνό.... Οπού, πάνω στην κατάδυσι, νάσου και σταματά ο κινητήρας — έναν τον είχαμε — και μένουμε ακυβέρνητοι!
Χύνετ' ευθύς ο Ράντος να δη, κ' ευτυχώς βρίσκει πως ήταν από εμπλοκή των χειριστικών μοχλών. Τούς ξεσφηνώνει μάνι-μάνι κι' ο «Κατσώνης» ξαναβρίσκει την πορεία και το βάθος του.
Η ψυχή μου πήγε στον τόπο της !
Στο αναμεταξύ από πάνω απ' τον πυργίσκο ο Κυβερνήτης, ανυπόμονος, τα βάζει μαζί μου, που το καράβι άργησε να πάρη βάθος. Όταν του εξήγησα τι είχε συμβή, συμφώνησε πως έπρεπε να βάλουμε σε κίνησι και τον άλλον κινητήρα, ώστε, σε περίπτωσι ανάγκης, να μη βρεθούμε πάλι ολότελα ακυβέρνητοι. Συνδέσαμε, λοιπόν, και τον αριστερόν κινητήρα, με κίνδυνο τώρα, αν πάθαινε βραχυκύκλωμα, να πάρη φωτιά ολόκληρο το ηλεκτροστάσιο.
Φανερό πως όλοι κει μέσα, απ' τον Κυβερνήτη ως τον τελευταίο ναύτη, κάναν ό,τι μπορούσαν για να μη γυρίσουμε πριν απ' την ώρα μας, κι' άπραχτοι, στη Βάσι. Διαρροές είχαμε. Βλάβες είχαμε. Αναποδιές είχαμε. Μα οιΚατσώνηδες έναν είχαν σκοπό : το σκοπό της περιπολίας. Και μια ψυχή : του Κυβερνήτη τους.
Καθώς προχωρούσαμε εν καταδύσει, σκοτείνιασε. Στις 8 δεν έβλεπες πια τίποτε απ' το περισκόπιο.Αναδυθήκαμε κ' η ομοχειρία του πυροβόλου πήγε στη θέσι της. (Το Μανόπουλο τον αντικατέστησε κείνο το βράδυ ο Αναγνωστόπουλος στα κλεισιοσκόπια γιατί είχε χτυπήσει τα δάχτυλα του σ' ένα «χάλα» του περισκοπίου).
Ο Κυβερνήτης, ο Τρουπάκης, ο Μυκόνιος, ο Λαμπρινούδης κι' ο Χαρίδης ήτανε στη γέφυρα και προσπαθούσαν, με τα κυάλια, να βρουν τον εχθρό και να δουν τί πορεία ακολουθεί.
Σε λίγο ο Λάσκος πληροφορεί με το φωναγωγό πως θα επιτεθή σ' ένα εμπορικό. (Τώχε ως αρχή, και στις πιο κρίσιμες ακόμα στιγμές να κρατάη ενήμερο το πλήρωμα).
Εμείς κάτω είχαμε ετοιμάσει τους τορπιλλοσωλήνες και τρίβαμε τα χέρια από ευχαρίστησι.
«Θα χτυπήσουμε τώρα το «Simfra», αναλογιζόμαστε, «και μετά, άλλα γλέντια στη Νικαριά !»
Οι τορπιλληταί άνοιξαν κρυφά — γιατί κείνη την ώρα απαγορεύουνταν.....-τους σωλήνες και φίλησαν τις τορπίλλες τους. Έπρεπε αυτή τη φορά να τους βγάλουν ασπροπρόσωπους κι' όχι σα με το «San Isidoro» στην Κύθνο...
Με τ' αυτί κολλημένο στο φωναγωγό της γέφυρας,, περιμέναμε μ' αγωνία να καταλάβουμε κ' εμείς από κει, τί γίνονταν στην επιφάνεια...
Προχωρούσαμε έτσι με τις μηχανές, όταν άξαφνα το πλοίο έκανε σήμα αναγνωρίσεως! Μας είχανε πάρει χαμπάρι, οι άθλιοι, προτού προφτάσουμε να τους ρίξωμε τις τορπίλλες μας, μα δε μπορούσαν να καταλάβουν τί είχαν μπροστά τους.
Ο Κυβερνήτης διέταξε αμέσως «ταχεία κατάδυσι» ! ΄Ολοι απ' τη γέφυρα πήδηξαν στον πυργίσκο. Το πώμα έκλεισε, τα εξαεριστικά άνοιξαν και, γρήγορα-γρήγορα, κρυφτήκαμε κάτω απ' τη θάλασσα.
Ό πυργίσκος ζητούσε τώρα πληροφορίες απ' την υποτύπωσι για τη θέσι μας. Ανησυχούσαν μήπως, με τους χειρισμούς της επιθέσεως και το ρεύμα του καναλιού, βρεθούμε μες στο ναρκοπέδιο. Πριν, καλά-καλά, βεβαιωθούμε, ακούμε τον Αναστόπουλο, που καθόταν με τ' ακουστικά στα υδρόφωνα, να λέη πως το εχθρικό καράβι εκπέμπει με Αsdic. Με Αsdic ; Ώστε το Αsdic δεν ήταν πια αποκλειστικό προνόμιο των Συμμάχων; Και πώς;.. Μα δεν προφτάσαμε να λύσουμε τις απορίες μας και δεχτήκαμε την πρώτη δέσμη βομβών βυθού!
Να πάρη ο διάβολος το «Simfra », που με τόσο σατανικές συμπτώσεις δε λέω !......- μας είχε κολλήσει και μας καθήλωσε εκεί σα μαγνήτης!
Η έκρηξις έκανε έναν κρότο υπόκωφο και σκληρό. Ο γερο-«Κατσώνης» τραντάχτηκε ολόκληρος και τρίξαν οι αρμοί του. Όμως κρατήθηκε στο βάθος του! Οι λαμπτήρες έσπασαν. Πηχτό σκοτάδι απλώθηκε παντού. Κρότοι και χτύποι ακούστηκαν απ' τα διάφορα διαμερίσματα, καθώς τα πράγματα πέφταν και κυλούσαν.
Ανάψαμε αμέσως το βοηθητικό φωτισμό. Με το χλωμό του φως, το προσωπικό αναθάρρεψε.
Τώρα δεχτήκαμε τη δεύτερη και σε λίγο, από πολύ κοντά, την τρίτη δέσμη... Η πρυμναία κ' η κάθοδος του πυργίσκου άνοιξαν, και μείναν εδεκεί σφηνωμένες ! Το νερό, με την πίεσι που είχε σ' εκείνο το βάθος, άρχισε να μπαίνη με ορμή από τ' ανοίγματα. Οι πυξίδες αναποδογύρισαν. Ένα κουδούνι κόλλησε κι' άρχισε να χτυπάη σα δαιμονισμένο. Σπάσαν τα βαθύμετρα. Κόλλησαν τα πηδάλια. Στους πίνακες διανομής, τις μπαταρίες, τούς κινητήρες — που δεν ήθελαν και πολύ για ν' αχρηστευθούν ολότελα — σημειώθηκαν οι πρώτες πυρκαγές από βραχυκυκλώματα. Ήμασταν ακυβέρνητοι και διαρρέαμε. Και τώρα στο έλεος του Θεού!
Ο Κυβερνήτης διέταξε ανάδυσι. Ο Χρυσοχέρης άνοιξε το επιστόμιο του αέρα εκδιώξεως και, αληθινά χρυσοχέρης, είδε με χαρά, κι' αυτός κ' εμείς, το υποβρύχιο ν' ανεβαίνη στην επιφάνεια. Και, καθώς ξενέρισε η γέφυρα, τα νερά σταμάτησαν να μπαίνουν απ' τη σφηνωμένη κάθοδο του πυργίσκου. Τότε, όσοι ήταν εκεί σπάσανε με σίδερα τον μηχανισμό και βγήκανε στη γέφυρα.
Απ' τη χαμηλή όμως πρυμναία κάθοδο το καράβι εξακολουθούσε να διαρρέη. Οι τέσσερις άνδρες που ήταν μέσα διατάχθηκαν να βγουν στο ηλεκτροστάσιο και να κλείσουν τη στεγανή πόρτα, για να μη κατακλυσθή ολόκληρο το υποβρύχιο.
Έτσι πούχαν έρθει τα πράγματα — όσο γινόταν πιο στραβά κι' ανάποδα — τί άλλο μας έμενε παρά να κατεβάσουμε τη σημαία μας. Όμως ο Βασίλης ο Λάσκος δεν ήταν από κείνους, και το πλήρωμα του «Κατσώνη» δεν είχε μάθει κι' ούτε ήθελε να μάθη πως την υποστέλλουν. Άλλωστε άμα η στάμνα πάη πολλές φορές στη βρύση θα σπάση και κάποτε. Έπειτα τί έλεγε το τραγούδι των Κατσώνηδων, που μόνοι τους τώχαν ταιριάξει οι ναύτες κ' οι υπαξιωματικοί και το τραγουδούσαν σε κάθε γιορτή, κάθε γλέντι ;
Με τον «Κατσώνη» μας, παιδιά,
και με γενναίον αρχηγό
είμαστ΄ αποφασισμένοι
να ταφούμε στο βυθό
Ούτε νταίβις, ούτε μάσκες
είναι χρήσιμες για μας
αφού πάντα κυβερνήτης
εIναι ο Βασίλης μας.
Μπρος για τα σαράντα μέτρα,
μπρος, ακόμα πιο βαθειά,
με τέτοιον ύπαρχο γενναίο,
του «Κατσώνη» τα παιδιά!
«Ιδού, τώρα, η Ρόδος, ιδού και το πήδημα! κύριε γενναίε ύπαρχε», είπα μέσα μου, ακούγοντας από πάνω το κανονίδι πούχε αρχίσει. Πρώτοι ρίξαμ' εμείς.
Οι Γερμανοί ξαφνιάστηκαν. Στην αρχή έκαναν με τις μηχανές τους ανάποδα. Οι δικές μας δεν έπαιρναν εύκολα μπρος χωρίς να τις γυρίσουν οι κινητήρες. Μα, κι' όταν ο Ξένος κατάφερε να κινήση πρώτα τη δεξιά κ' έπειτα την αριστερή μηχανή, δεν είχαμε μεγάλη ταχύτητα, κ' έτσι σε λίγο η κορβέττα βρέθηκε πρύμα μας, οπού το κανόνι του «Κατσώνη» δεν είχε πια τομέα βολής ! Ο Λαμπρινούδης κι' ο Χαρίδης προσπαθούσαν ν' απασχολήσουν τον εχθρό ρίχνοντας με το πρυμναίο πολυβόλο. Η γέφυρα μας όμως ήταν από γεννησι-μιού της ανοιχτή πρύμα κ' οι εχθρικές σφαίρες τους εσάρωσαν. Πληγώνεται βαρειά ο Χαρίδης και πέφτει ο Παύλος σκοτωμένος!.. Καϋμένε Παύλο, τόσο νέος! Μήτε ν' άρχίσης καλά-καλά τη σταδιοδρομία του πάππου σου!.. Στην ανδρεία όμως, που δε διδάσκεται, στάθηκες στο ύψος της δικής του!
Ο εχθρός παραθάρρεψε. Φυσικά! Σαν το καράβι μας δεν έρριχνε, έστριψε κ' ήρθε αριστερά μας. Πλησίαζε με το πλευρό κατά μας και δος του στη γέφυρα του «Κατσώνη» μ' ό,τι είχε και δεν είχε!
Οι λαμαρίνες γύρω απ' τον πυργίσκο πύρωσαν. Μερικά μπρούντζα ξεφλούδισαν απ' το χρώμα που τάχαμε βάψει για να μη γυαλίζουν.
Πάει κι' ο Στέφανος! Πέφτοντας σκέπασε με το σώμα του τους φωναγωγούς και καμμιά διαταγή δεν ήρθε πια κάτω!
Η ομοχειρία του πυροβόλου αφανίστηκε. Πρώτος έπεσε ο σκοπευτής ο Στάμου! Τί να το κάνεις που οι χειρισταί διευθύνσεως και κλείστρου, ο Τσίγκρος κι' ο Αντωνίου, είχαν περισσέψει ;—πάλι καλά τα παιδιά!— γιατί, όντας απ' τη δεξιά μεριά, προφυλάγουνταν κάπως, απ' το ίδιο το κανόνι.
Τώρα όμως η κορβέττα μπήκε ξανά στον τομέα βολής του πυροβόλου μας. Ο Τσίγκρος σημάδευε. Ο Αντωνίου στο κλείστρο. Γεμισταί όμως ; πού γεμισταί ; Ο Γκιόκας κατάχαμα, μ' ένα μονάχα ποδάρι (τ' άλλο του τώχε κόψει ένα βλήμα! ). Ποιός λοιπόν να γεμίση; Ο ίδιος ο Κυβερνήτης! Ναι! Πάει ατός του και γεμίζει! Και το κανόνι του «Κατσώνη» ξαναρίχνει...
Μα αργά πια! Ο εχθρός μας είχε κοντοζυγώσει και, καθώς ο Λάσκος ήταν πανύψηλος και δε φυλαγόταν, τον χτυπάει ένα βλήμα και τόνε ρίχνει νεκρό, δίπλα στ' αγαπημένο του κανόνι!
Κατάπρυμα η σημαία του «Κατσώνη», υγρή ακόμα απ' την πρόσφατη ανάδυσι, πότιζε με στάλες άρμης το κατάστρωμα, λες κ' έκλαιγε με χοντρά δάκρυα το μεγάλο το χαμό !..
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ
Όνομα ελληνικού υποβρυχίου με τα παρακάτω στοιχεία:
Μήκος 62 μ. 10, πλάτος 5 μ, 40 ,βύθισμα 4 μ, εκτόπισμα στην επιφάνεια 605 τον. σε κατάδυση 775 τον. Συντελεστής πλευστότητας 21%. Μέγιστη ταχύτητα στην επιφάνεια 14 μιλ. και σε κατάδυση 9,5 μιλ. Πυροβολικό ένα των 0,076, ένα των 0,040,αντιαεροπλοϊκό ,δύο μυδραλλιοβόλα, Τορπιλλοβλητικοί σωλήνες,τέσσερεις πρωραίοι και δύο πρυμναίοι. Πλήρωμα 3 αξιωματικοί και 36 υπαξιωματικοί και ναύτες .
Όνομα ελληνικού υποβρυχίου με τα παρακάτω στοιχεία:
Μήκος 62 μ. 10, πλάτος 5 μ, 40 ,βύθισμα 4 μ, εκτόπισμα στην επιφάνεια 605 τον. σε κατάδυση 775 τον. Συντελεστής πλευστότητας 21%. Μέγιστη ταχύτητα στην επιφάνεια 14 μιλ. και σε κατάδυση 9,5 μιλ. Πυροβολικό ένα των 0,076, ένα των 0,040,αντιαεροπλοϊκό ,δύο μυδραλλιοβόλα, Τορπιλλοβλητικοί σωλήνες,τέσσερεις πρωραίοι και δύο πρυμναίοι. Πλήρωμα 3 αξιωματικοί και 36 υπαξιωματικοί και ναύτες .
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΛΑΣΚΟΣ
Γεννήθηκε στην Ελευσίνα στα 1899. Στα 1916 κατετάγη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Στα 1931 προήχθη στο βαθμό του
πλωτάρχη και στη συνέχεια διορίστηκε κυβερνήτης του υποβρυχίου "Κατσώνης" .Αποστρατεύτηκε μετά το κίνημα του 1935.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 , ύστερα από αίτησή του επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία. Με το βαθμό του αντιπλοιάρχου υπηρέτησε σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου σαν κυβερνήτης του μεταγωγικού "Μαρίτ-Μαρέσκ" συμμετέχοντας σε διάφορες νηοπομπές. Αμέσως μετά τη κατάληψη της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα καταφεύγει στη Μέση Ανατολή .Συνεχίζει τον αγώνα σαν κυβερνήτης του υποβρυχίου "Κατσώνης" και επιτελεί μια σειρά από πολεμικά κατορθώματα στα νερά του Αιγαίου. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 το "Κατσώνης" γίνεται αντιληπτό από γερμανικό καταδρομικό κοντά στη Σκιάθο. Στη προσπάθειά του να ξεφύγει επιχειρεί κατάδυση αλλά οι βόμβες βυθού που ρίχνονται από το εχθρικό πλοίο το τραυματίζουν καίρια. Ο Λάσκος διατάζει ταχεία ανάδυση και το τραυματισμένο υποβρύχιο με υψωμένη τη σημαία, επιτίθεται εναντίον του γερμανικού καταδρομικού .Ο ίδιος χειρίζεται το πυροβόλο σαν απλός οπλίτης και τραυματίζεται θανάσιμα ενώ λίγο αργότερα το υποβρύχιο βυθίζεται. . Μετά την απελευθέρωση προήχθη μετά θάνατον στο βαθμό του Πλοιάρχου και του απενεμήθη το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας.
Από τα 6 περιπολικά που η Αμερικανική Κυβέρνηση παραχώρησε στο Ελληνικό Ναυτικό στα 1948 το ένα βαπτίστηκε με το όνομα του .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου