ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Γιάσι, 22 Ιουνίου
Ο πόλεμος ενάντια στη Σοβιετική Ένωση άρχισε σήμερα, την αυγή. Είναι η πρώτη φορά εδώ και δύο μήνες, που ακούω πάλι τα κανόνια να βρυχιούνται. (Η τελευταία ήταν τον Απρίλιο, μπρος στα τείχη του Βελιγραδίου). Σ' αυτές εδώ τις πλατιές εκτάσεις, τις σπαρμένες με καλαμπόκι, σ' αυτά εδώ τα απέραντα δάση των ηλιοτροπίων, ο πόλεμος ξαναπροβάλλει μπρος μου μ' όλη του την μεταλλική τελειότητα, το σπινθήρισμα των ατσάλινων μηχανών του, το μονότονο, ομοιόμορφο βουητό των χιλιάδων μηχανημάτων του (Χόνεγκερ, Χίντεμιθ). Για μια ακόμα φορά η μυρουδιά της βενζίνης εξαφανίζει την οσμή ανθρώπων και αλόγων. (Χθες, καθώς πήγαινα κατά μήκος των σοβιετικών συνόρων, απ' το Γαλάτσι στο Γιάσι, ακολουθώντας την κοίτη του Προύθου, συναντήθηκα με ομάδες αυστηρών, αδιαπέραστων FELDGENDARNEN που στέκονταν στα σταυροδρόμια οπλισμένοι με τα κόκκινα κι άσπρα σήματα τους, ενώ οι μπρούτζινοι δίσκοι τους γυάλιζαν κρεμασμένοι απ' τους λαιμούς τους), Σ' ένα σταυροδρόμι έπεσα πάνω σε μια γερμανική στρατιωτική φάλαγγα και χρειάστηκε να περιμένω πάνω από δύο ώρες, ώσπου να περάσει.Ήταν μια μηχανοκίνητη μεραρχία. Μια ολόκληρη αρμάδα βαριών τανκς την συνόδευε και προπορεύονταν. Έρχονταν απ' την Ελλάδα. Είχε διαβεί απ' την Αττική, την Βοιωτία, την Θεσσαλία, την Μακεδονία, την Βουλγαρία, από την Ρουμανία. Απ' τις Δωρικές κολώνες του Παρθενώνα, στους ατσάλινους πυλώνες της Πιατλιέκλα. Οι στρατιώτες ταξίδευαν πάνω στ' ανοιχτά φορτηγά, καθισμένοι σε παράλληλους πάγκους, με τη ράχη γυρισμένη στον οδηγό. Τα πρόσωπα τους ήταν άσπρα απ' τη σκόνη. Στο κουβούκλιο κάθε φορτηγού είναι ζωγραφισμένος μ' άσπρη μπογιά, ένας μικρός Παρθενώνας - μια παιδιάστικη αναπαράσταση των Δωρικών κιόνων καμωμένη μ' άσπρο βερνίκι, πάνω στο σκούρο γκρι μέταλλο.
Ενστικτωδώς καταλαβαίνει κανείς πως κάτω από την μάσκα της σκόνης τα πρόσωπα των στρατιωτών ήταν καμένα και σημαδεμένα απ' τον ήλιο και τον άνεμο της Ελλάδας. Οι οπλίτες είχαν μια παράξενη ακαμψία. Μοιάζουν με αγάλματα. Ήταν τόσο σκονισμένοι που θα 'λεγε κανείς πως είναι καμωμένοι από μάρμαρο.
Ένας απ' αυτούς είχε μια κουκουβάγια, μια ζωντανή κουκουβάγια, που κάθονταν κουρνιασμένη στον καρπό του χεριού του. Προέρχονταν, χωρίς αμφιβολία, απ' την Αθήνα και θα ήταν μια από κείνες που φτερουγίζουν τα βράδια ανάμεσα στα ερείπια του Παρθενώνα. (Η παρουσία της μου θύμισε πως η κουκουβάγια ήταν το ιερό πουλί της Αθηνάς, της κουκουβαγιομάτας Αθηνάς, της γλαυκώπης Αθήνη). Κάθε τόσο αναφουρφούριζε και φτεροκοπούσε πασκίζοντας να διώξει από πάνω της τη σκόνη, μέσα στην τόση ασπρίλα τα μάτια της γυαλίζουν λαμπερά και ολοκάθαρα. Τα μάτια του Γερμανού που την κρατούσε ήταν κι αυτά το ίδιο λαμπερά και ολοκάθαρα, και πράγμα παράξενο μέσα σ' αυτά τα δυο ζευγάρια τόσο όμοια μάτια, φωλιάζει το ίδιο βλέμμα - μυστηριακό, ατέρμονο και ανεξήγητο.
Αμάξια από γκρίζο σίδερο περνάνε μουγκρίζοντας ανάμεσα στις λεύκες που στολίζουν την όχθη του Προύθου. Οι εξατμίσεις των τανκς φτύνουν γαλάζιο καπνό, 0 αγέρας είναι βαρύς από τον πιπεράτα αποπνικτικό γαλαζωπό ατμό, που μπλέκει με το πράσινο της χλόης και τις χρυσαφένιες ανταύγειες του καλαμποκιού. Κάτω από την τσιριχτή αψίδα των Στούκας οι κινούμενες φάλαγγες των τανκς μοιάζουν με λεπτές άσπρες γραμμές, χαραγμένες με κοντύλι πάνω στην πράσινη πλάκα του Μολδαβικού κάμπου.
Δεξιά όχθη του Προύθου, 23 Ιουνίου.
Πέρασα τη νύχτα μου σ' ένα χωριό της δεξιάς όχθης του Προύθου. Κάπου - κάπου, ανάμεσα στον ορυμαγδό της μαστιγωτικής βροχής Km to ουρλιαχτό των ξαπολυμένων στοιχείων, μπορώ και διακρίνω στον ορίζοντα τον κεραυνό των κανονιών, Διαρκεί λίνα δευτερόλεπτα και την επόμενη κιόλας στιγμή όλα βουλιάζουν στην απέραντη συμπαγή σιωπή, Μέσ' στο διασπαθισμένο από τις αστραπές σκοτάδι φάλαγγες αυτοκινήτων, τάγματα πεζικού και κανόνια συρμένα από δυνατά άλογα κυλούν πάνω στο δρόμο που περνάς μέσ' απ' το χωριό. Το μουγκρητό των μηχανών, το τριπόδιασμα των αλόγων, οι βραχνές φωνές των στρατιωτών γεμίζουν την νύχτα και δημιουργούν κείνο το αίσθημα της αγωνιώδους αναμονής που χαρακτηρίζει τις ώρες προετοιμασίας στις γραμμές του μετώπου. Ύστερα, καθώς το πρώτο ωχρό φως της αυγής σκορπίζεται στον ουρανό κι η ανατολή θαμποφέγγει, το μούγκρισμα των κανονιών ξανακούγεται. Μέσα απ' την γερή, βουβή ομίχλη που κρέμεται σαν μπαμπάκι απ' τα κλαδιά των δέντρων, ο ήλιος προβάλλει κι αρχίζει ν' ανεβαίνει απαλά, άχρωμος και πλαδαρός σαν κρόκος αυγού,
«ΙΝΑΙΝΤΕ, ΙΝΑΙΝΤΕ, ΒΑΙΤZΙ! SA MERGEM, SA MERGEM». Όρθιοι πάνω οτ' αμάξια τους οι στρατιώτες κροταλίζουν τα καμτσίκια τους και μαστιγώνουν τα αχνίζοντα πλευρά των αλόγων. «ΙΝΑΙΝΤΕ, ΙΝΑΙΝΤΕ, ΒΑΕΤΖΙ». «Μπρος παλικάρι μου, μπρος». Οι τροχοί τρίζουν και βουλιάζουν μες τη λάσπη ως τ' αξόνια τους. Κατά μήκος όλων των δρόμων που γειτονεύουν με τον Προύθο κυλούν ατέλειωτες φάλαγγες ρουμάνικων στρατιωτικών αμαξιών, συρμένων από κατσιασμένα, ετοιμόρροπα άλογα. Τ' αμάξια αυτά είναι CARUZZE, το είδος δηλ. των αμαξιών που χρησιμοποιούν ' οι Ρουμάνοι χωριάτες κι έχουν ένα μόνον αξόνι και κυρτά στο σχήμα του δρεπανιού πλευρά. «SA MERGEN, SA Μ ERG ΕΝ». Γερμανικές μηχανοκίνητες φάλαγγες προσπερνούν βρυχόμενες τούτες τις ( μακριές πομπές των κάρων. "WEG, WEG". "Παραμερίστε, παραμερίστε", ξελαρυγγίζονται οι οδηγοί των καμιονιών, γέρνοντας έξω απ' τα κουβούκλια τους. Τα κάρα γλιστρούν στους νερόλακκους, τα άλογα βουλιάζουν στην παχιά λάσπη, οι Ρουμάνοι φαντάροι ουρλιάζουν, βλαστημούν, γελάνε, κροταλίζουν τα καμτσίκια τους, μαστιγώνουν τα πλευρά των κοκαλιάρικων, τρεμουλιάρικων αλόγων, Τα μεταλλικά φτερά των γερμανικών αεροπλάνων που διαβαίνουν ακατάπαυστα σε γρήγορη διαδοχή, γδέρνουν τον ουρανό, χαράζοντας τόσο βαθιά το γυαλί του που λες κι είναι διαμάντια, Ο βόμβος των μηχανών τους κατακλύζει την στέπα, με τον απαλό, συριστικό ήχο της βροχής.
Κοντά στο Χούσι, 25 Ιουνίου.
Μ' όλο που ο πόλεμος έχει αρχίσει εδώ και τρεις μέρες, ο Κόκκινος Στρατός δεν έχει φανεί ακόμη. 0 όγκος των τανκς του, οι μηχανοκίνητες μονάδες του, οι μονάδες εφόδου, οι διμοιρίες των εξειδικευμένων οπλιτών του (που είναι γνωστοί με το όνομα STAKANOVITSI ή UDARNIKI) δεν έχουν αναλάβει μέχρι στιγμής καμιά δράση.
Τα στρατεύματα που βρίσκονται αντίκρυ μας είναι μονάδες καλύψεως. Δεν είναι πολυάριθμα, αλλά η ευκινησία τους και το πείσμα τους αντισταθμίζει την αριθμητική τους κατωτερότητα. Οι Ρώσοι στρατιώτες είναι πάν' απ' όλα μαχητές. Η υποχώρηση τους στην Βεσσαραβία δεν έχει καθόλου τον χαρακτήρα τυφλής φυγής. Είναι μια αργή, υπολογισμένη υποχώρηση ελαφρών μονάδων οπισθοφυλακής, οι οποίες κυρίως αποτελούνται από πολυβολητές, ίλες ιππικού και διμοιρίες μηχανικού. Είναι μια υποχώρηση μεθοδική και σχεδιασμένη από καιρό. Σημάδια βιαστικής αναχώρησης, ενδείξεις ότι ο εχθρός κατελήφθη απαράσκευος δεν είναι φανερά παρά στα σημεία όπου συναντά κανείς σημάδια μάχης με τη μορφή καμένων χωριατόσπιτων, ψόφιων αλόγων που σαπίζουν στους νερόλακκους, ξεκοΛιασμένων οχημάτων και κάποιων, σπάνιων πτωμάτων, που βρίσκονται πότε-πότε δω και εκεί. (Είναι αλήθεια πως τα πτώματα είναι τόσο ελάχιστα, που θα 'λεγες πως οι Ρώσοι έχουν διαταγή να παίρνουν μαζί τους τους νεκρούς τους). Με λίγα λόγια, είναι φανερό πως ο πόλεμος δεν βρήκε τους Ρώσους απροετοίμαστους από στρατιωτικής τουλάχιστον πλευράς. Πάντως, η μορφή του αγώνα, αυτές τις τρεις πρώτες μέρες, στάθηκε τέτοια, που να μη δίνη λαβές για την εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος. Μέχρι τώρα οι γερμανικές και ρουμανικές μεραρχίες συνεπλάκησαν με τις ρωσικές οπισθοφυλακές. Κατά τα φαινόμενα οι σοβιετικές στρατιές της Ουκρανίας δεν σκοπεύουν να δώσουν μάχη δυτικά του Δνείστερου, που αποτελεί μια φυσική γραμμή αμύνης, Ίσως προσπαθήσουν να καθυστερήσουν την γερμανική προέλαση, προσκολλούμενες στην δυτική όχθη του ποταμού, αλλά είναι φανερό πως ο αγώνας, η αληθινή μάχη, θα δοθεί κατά μήκος του Δνείστερου,
Κοντά στο Στεφανέτσι, 27 Ιουνίου.
Σήμερα συναντήθηκα με μια ομάδα Σοβιετικών αιχμαλώτων. Κατέβαιναν από ένα φορτηγό σταματημένο έξω από το γερμανικό φρουραρχείο. Ήταν φηλόκορμα παλικάρια, με ξυρισμένα κεφάλια και μακριές δερμάτινες χλαίνες. Έμοιαζαν πιότερο με μηχανικού παρά με στρατιώτες. Ζύγωσα τον πιο νέο κι άρχισα να του υποβάλω ερωτήσεις στα ρώσικα. Με κοιτάξει χωρίς ν' απαντά. Επέμενα να τον ρωτώ. Μ' ατένισε με λαμπερά και κρύα μάτια. «ΝΥΕ MOGU». «Δεν μπορώ, μου αποκρίθηκε, και στη φωνή του διακρίνονταν μια υποψία θυμού. Του πρόσφερα ένα τσιγάρο, που το πήρε εντελώς αδιάφορα, Μετά από δύο - τρεις ρουφηξιές, το πέταξε καταγής, κι ύστερα, σαν να 'θελε να δικαιολογηθεί γι' αυτή του την προσβλητική χειρονομία, μου 'στευλε ένα χαμόγελο, τόσο παράξενο και ντροπαλό, που θα προτιμούσα να μ' είχε κοιτάξει με απροκάλυπτο μίσος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΕΡΓΑΤΕΣ ΜΕ ΣΤΟΛΗ
Αριστερή όχθη του Προύθου, 29 Ιουνίου.
Σ' αυτές τις καταπράσινες εκτάσεις, που απλώνονται μίλια και μίλια όσο παίρνει το μάτι, ξεχνά κανείς λίγο λίγο την ανθρώπινη μυρουδιά, κι ό,τι του την θυμίζει είναι η αποφορά κάποιου πτώματος, που σαπίζει ξεχασμένο σε κάποιο χαντάκι, κάποιου χωριού, όπου οι Σοβιετικοί στρατιώτες αμύνθηκαν μέχρι τον τελευταίο, Μια μυρουδιά θανάτου, μα τόσο ζωντανή, τόσο υπαρκτή, που καταντά να 'ναι η μυρουδιά της ίδιας της ζωής.
Ολάκερη τη νύχτα ο σκοτεινός, φορτωμένος τραχύς ουρανός, ένας ουρανός καμωμένος θα 'λεγες από μαντέμι, βάραινε πάνω στην πεδιάδα σαν πρέσα χαλυβουργείου. Το γερμανικό στρατόπεδο δίπλα στη λίμνη ξύπνησε σύναυγα μ' ένα θόρυβο που θύμιζε μηχανουργείο εργοστασίου. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για στρατόπεδο αλλά για ιδιότυπη κατασκήνωση, που αποτελείται από είκοσι περίπου φορτηγά και τέσσερα βαριά PANZERWA6EN, τοποθετημένα σε σχήμα τετράγωνου, στο κέντρο ενός ξέφωτου, πλάι στο δρόμο. Με το που σηκώθηκαν οι Γερμανοί, οπλισμένοι με πένσες, τανάλιες, κατσαβίδια, σφυριά και κλειδιά, στρώθηκαν στη δουλειά κι άρχισαν να παλεύουν με τις μηχανές τους, Ο ρόγχος των εξατμίσεων και των καρμπυρατέρ πνίγει τα χλιμιντρίσματα των αλόγων μιας ρουμάνικης ίλης ιππικού που είχε διανυκτερεύσει πλάι στην γερμανική κατασκήνωση. Από τη λίμνη έρχονται τα γέλια κι οι φωνές των Γερμανών στρατιωτών που κολυμπούν, πλατσουρίζουν, πιτσιλιούνται και παίζουν κυνηγώντας ο ένας τον άλλον στις όχθες της. Παραπάνω, τ' άλογα της ρουμανικής ίλης μαζεμένα γύρω απ' την ποτίστρα τους, ποδοκτυπούν ανυπόμονα το έδαφος, σκορπίζοντας ολόγυρα τους μεγάλα κομμάτια λάσπης. Στη ρουμανική κατασκήνωση οι στρατιώτες έχουν ανάψει φωτιά και ψήνουν καφέ.
Ένας Γερμανός λοχίας, σκεπασμένος ως τα γόνατα μ' ένα δίχτυ καμουφλάζ, περπατά ανάμεσα στα χόρτα, πηγαίνοντας κατά το δρυμό, με το κεφάλι σκυφτό, σάμπως να ψάχνει για κάτι. Τα PANZERWAGEN και τα φορτηγά είναι κι αυτά σκεπασμένα με δίχτυα καμουφλάζ. Οι Γερμανοί με τους μεγάλους μπερέδες τους, φορεμένους λοξά, (σε κάθε μπερέ υπάρχει ένα ατσαλένιο έμβλημα, σε σχήμα νεκροκεφαλής) κινούνται γύρω στα οχήματα τους, ελέγχουν τις ερπύστριες των τανκς, δοκιμάζουν τους τροχούς, χτυπώντας τους μ' ένα σφυράκι, ακριβώς όπως κάνουν οι σιδηροδρομικοί......
(Μετάφραση Βαγγέλη Κατσάνη)
Κοντά στο Στεφανέτσι, 27 Ιουνίου.
Σήμερα συναντήθηκα με μια ομάδα Σοβιετικών αιχμαλώτων. Κατέβαιναν από ένα φορτηγό σταματημένο έξω από το γερμανικό φρουραρχείο. Ήταν φηλόκορμα παλικάρια, με ξυρισμένα κεφάλια και μακριές δερμάτινες χλαίνες. Έμοιαζαν πιότερο με μηχανικού παρά με στρατιώτες. Ζύγωσα τον πιο νέο κι άρχισα να του υποβάλω ερωτήσεις στα ρώσικα. Με κοιτάξει χωρίς ν' απαντά. Επέμενα να τον ρωτώ. Μ' ατένισε με λαμπερά και κρύα μάτια. «ΝΥΕ MOGU». «Δεν μπορώ, μου αποκρίθηκε, και στη φωνή του διακρίνονταν μια υποψία θυμού. Του πρόσφερα ένα τσιγάρο, που το πήρε εντελώς αδιάφορα, Μετά από δύο - τρεις ρουφηξιές, το πέταξε καταγής, κι ύστερα, σαν να 'θελε να δικαιολογηθεί γι' αυτή του την προσβλητική χειρονομία, μου 'στευλε ένα χαμόγελο, τόσο παράξενο και ντροπαλό, που θα προτιμούσα να μ' είχε κοιτάξει με απροκάλυπτο μίσος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΕΡΓΑΤΕΣ ΜΕ ΣΤΟΛΗ
Αριστερή όχθη του Προύθου, 29 Ιουνίου.
Σ' αυτές τις καταπράσινες εκτάσεις, που απλώνονται μίλια και μίλια όσο παίρνει το μάτι, ξεχνά κανείς λίγο λίγο την ανθρώπινη μυρουδιά, κι ό,τι του την θυμίζει είναι η αποφορά κάποιου πτώματος, που σαπίζει ξεχασμένο σε κάποιο χαντάκι, κάποιου χωριού, όπου οι Σοβιετικοί στρατιώτες αμύνθηκαν μέχρι τον τελευταίο, Μια μυρουδιά θανάτου, μα τόσο ζωντανή, τόσο υπαρκτή, που καταντά να 'ναι η μυρουδιά της ίδιας της ζωής.
Ολάκερη τη νύχτα ο σκοτεινός, φορτωμένος τραχύς ουρανός, ένας ουρανός καμωμένος θα 'λεγες από μαντέμι, βάραινε πάνω στην πεδιάδα σαν πρέσα χαλυβουργείου. Το γερμανικό στρατόπεδο δίπλα στη λίμνη ξύπνησε σύναυγα μ' ένα θόρυβο που θύμιζε μηχανουργείο εργοστασίου. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για στρατόπεδο αλλά για ιδιότυπη κατασκήνωση, που αποτελείται από είκοσι περίπου φορτηγά και τέσσερα βαριά PANZERWA6EN, τοποθετημένα σε σχήμα τετράγωνου, στο κέντρο ενός ξέφωτου, πλάι στο δρόμο. Με το που σηκώθηκαν οι Γερμανοί, οπλισμένοι με πένσες, τανάλιες, κατσαβίδια, σφυριά και κλειδιά, στρώθηκαν στη δουλειά κι άρχισαν να παλεύουν με τις μηχανές τους, Ο ρόγχος των εξατμίσεων και των καρμπυρατέρ πνίγει τα χλιμιντρίσματα των αλόγων μιας ρουμάνικης ίλης ιππικού που είχε διανυκτερεύσει πλάι στην γερμανική κατασκήνωση. Από τη λίμνη έρχονται τα γέλια κι οι φωνές των Γερμανών στρατιωτών που κολυμπούν, πλατσουρίζουν, πιτσιλιούνται και παίζουν κυνηγώντας ο ένας τον άλλον στις όχθες της. Παραπάνω, τ' άλογα της ρουμανικής ίλης μαζεμένα γύρω απ' την ποτίστρα τους, ποδοκτυπούν ανυπόμονα το έδαφος, σκορπίζοντας ολόγυρα τους μεγάλα κομμάτια λάσπης. Στη ρουμανική κατασκήνωση οι στρατιώτες έχουν ανάψει φωτιά και ψήνουν καφέ.
Ένας Γερμανός λοχίας, σκεπασμένος ως τα γόνατα μ' ένα δίχτυ καμουφλάζ, περπατά ανάμεσα στα χόρτα, πηγαίνοντας κατά το δρυμό, με το κεφάλι σκυφτό, σάμπως να ψάχνει για κάτι. Τα PANZERWAGEN και τα φορτηγά είναι κι αυτά σκεπασμένα με δίχτυα καμουφλάζ. Οι Γερμανοί με τους μεγάλους μπερέδες τους, φορεμένους λοξά, (σε κάθε μπερέ υπάρχει ένα ατσαλένιο έμβλημα, σε σχήμα νεκροκεφαλής) κινούνται γύρω στα οχήματα τους, ελέγχουν τις ερπύστριες των τανκς, δοκιμάζουν τους τροχούς, χτυπώντας τους μ' ένα σφυράκι, ακριβώς όπως κάνουν οι σιδηροδρομικοί......
(Μετάφραση Βαγγέλη Κατσάνη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου