ΑΡΘΟΥΡ ΚΑΙΣΤΛΕΡ ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΔΡΕΑ ΡΙΚΑΚΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ ΣΕΛ 207 |
Τ' αμάξι σταμάτησε στην άκρη ενός αγρού. Κατεβήκαμε. Για τελευταία φορά, πέρασε απ' το νου μου αυτή η σκέψη: τώρα θα βγάλουν τα περίστροφα τους και θα με σκοτώσουνε μετα άκουσα το θόρυβο ενός μοτέρ, κι ένα μικρό μονοπλάνο, ανοιχτό από πάνω, φάνηκε πίσω από ένα δασάκι και κύλησε προς το μέρος μας.
Ένας μηχανικός κατέβηκε και χαιρέτησε. Ο άντρας με τα μαύρα σκαρφάλωσε στη θέση του πιλότου, ο μηχανικός με βοήθησε να καθίσω κοντά του' οι αστυνομικοί άρπαξαν από ένα φτερό κι άρχισαν να σπρώχνουν.
Κυλήσαμε πάνω στον αγρό ' το αεροδρόμιο απλωνόταν πίσω απ' το δασάκι. Ένα κοπάδι ολόκληρο ατσάλινων πουλιών αναπαυόταν στο χορτάρι, με τα φτερά ανοιχτά.
Ο καμπαλέρο τράβηξε ένα μοχλό, η γη μας εγκατάλειψε στα λοξά και μάκρυνε από κάτω μας.
Ήμαστε καθισμένοι σ' ένα αεροπλανάκι απίθανα μικρό, ένα Μπέιμπυ Ντάγκλας ανοικτό, ντελικάτο σαν παιχνίδι. Ανεβαίναμε όλο και πιο ψηλά, ο ορίζοντας πλάταινε, η Σεβίλλη κουβαριαζόταν χαμηλά πίσω μας. Ο καμπαλέρο με το μαύρο πουκάμισο σούφρωνε τα χείλια του' δεν άκουγα τίποτε, άλλα έβλεπα ότι σφύριζε κάποιο σκοπό.
— Πού πάμε, Σενιόρ; ούρλιαξα.
— Σε μιαν άλλη πόλη, Σενιόρ, απάντησε ουρλιάζοντας.
Ανεβαίναμε όλο και ψηλότερα. Σαν αλυσίδα, μια οροσειρά υψωνότανε για να μας συναντήσει. Τούφες- άσπρα σύννεφα πλανιόνταν ολόγυρα μας. Ο καμπαλέρο με τα μαύρα έδειξε με το δάχτυλο κάτω χαμηλά.
—Όλα αυτά, είναι ή Εθνικιστική Ισπανία, Σενιόρ, ούρλιαξε. Εκεί, όλοι οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι.
— Τί; ούρλιαξα.
— Ευτυχισμένοι, ούρλιαξε. Ευτυχισμένοι κι ελεύθεροι.
— Τί; ούρλιαξα.
— Ελεύθεροι!
Σωπάσαμε, μονάχα το μοτέρ βούιζε. Οι άσπρες τούφες ενώθηκαν από κάτω μας σχηματίζοντας μια λευκή επιφάνεια' η γη δεν φαινόταν άλλο. Ο καμπαλέρο ήταν καθισμένος με τα πόδια ανοιχτά, και το μοχλό του πηδαλίου ανάμεσα στα γόνατα, κάνοντας χειρονομίες.
— Στην πατρίδα σας, οι φτωχοί παλεύουν ενάντια στους πλούσιους. Εμείς έχουμε ένα άλλο σύστημα. Δε ρωτάμε τον καθένα αν είναι πλούσιος ή φτωχός, αλλά αν είναι καλός ή κακός. Οι καλοί φτωχοί κι οι καλοί πλούσιοι σχηματίζουν ένα κόμμα. Οι κακοί φτωχοί κι οι κακοί πλούσιοι, το άλλο. Ιδού, η αλήθεια για την Ισπανία, Σενιόρ.
— Πώς τους ξεχωρίζετε; ρώτησα.
— Τί; ούρλιαξε.
— Ρωτάω πώς τους ξεχωρίζετε.
Ανεβήκαμε κι άλλο, θα πρέπει να βρισκόμαστε τώρα πάνω απ' τα βουνά. Το μοτέρ βούιζε' για λίγο δεν άκουγα το σύντροφο μου.
— Στο βάθος της καρδιάς τους, φώναξε ο καμπαλέρο με το μαύρο πουκάμισο, όλοι οι Σπανιόλοι είναι με το μέρος μας. Όταν οι κόκκινοι τουφέκιζαν τους δικούς μας, η τελευταία κραυγή τους ήταν «viva España». Είδα να τουφεκίζουν μερικούς κόκκινους, κι εκείνοι φώναζαν την τελευταία στιγμή: «viva España». Τη στιγμή του θανάτου λέει κανείς την αλήθεια. Βλέπετε, λοιπόν, Σενιόρ, ότι έχω δίκιο.
— Κοιτάζατε; ούρλιαξα.
— Τί; ούρλιαξε.
—Αν κοιτάζατε την ώρα που τους τουφέκιζαν.
Πετούσαμε πάνω απ' την άσπρη επιφάνεια της πάχνης' δεν βλέπαμε από κάτω μας παρά αυτή τη λευκή επιφάνεια κι είχαμε την εντύπωση πως αρμενίζαμε επιτόπου.
Ο καμπαλέρο εξακολουθούσε να χειρονομεί, η μηχανή δούλευε μονάχη της. Δεν είχαμε τίποτε να κάνουμε' ήμαστε απλούστατα καθισμένοι εκεί, σε μιαν ιπτάμενη σανίδα που πλανιόταν πάνω απ' τα σύννεφα κι εμείς κοιτούσαμε κάτω.
—Όταν βρίσκεσαι δω πάνω, φώναξε ο άντρας με τα μαύρα, σκέφτεσαι πολύ πάνω στη ζωή και το θάνατο. Οι κόκκινοι είναι, όλοι τους δειλοί, δεν ξέρουν ούτε πως να πεθαίνουν. Μπορείτε να φανταστείτε το συναίσθημα να είσαι νεκρός;
— Πριν γεννηθούμε, ήμαστε όλοι νεκροί, ούρλιαξα.
— Τί; ούρλιαξε.
— Είπα: πριν γεννηθούμε ήμαστε όλοι νεκροί.
— Πράγματι, ούρλιαξε, τότε, όμως, γιατί φοβόμαστε το θάνατο;
— Δε φοβήθηκα ποτέ το θάνατο, μονάχα τη στιγμή που θα πεθάνω, ούρλιαξα.
— Με μένα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, ούρλιαξε ο άντρας με το μαύρο πουκάμισο.
Στην άσπρη επιφάνεια από κάτω μας φάνηκαν κάτι ανοίγματα. Ένα ρεύμα αέρα μας χτύπησε, το μονοπλάνο άρχισε να χοροπηδάει σαν πουλάρι. Τα χέρια του καμπαλέρο ήταν απασχολημένα, σώπασε.
Ένιωθα πως είχα πάλι πυρετό. Αν ο καμπαλέρο έκανε τώρα ένα λάθος, η γη θα ορμούσε πάνω μας και θα μας τσάκιζε, θα ήταν ένα όμορφο τέλος, σκέφτηκα, ένα τέλος σχεδόν μυθολογικό. Ο θάνατος δεν φοβίζει, αυτό που τρομάζει είναι το να πεθάνεις' έτσι δεν γίνεται με όλους τους ανθρώπους; Ο καμπαλέρο όμως βεβαιώνει ότι, με κείνον, συμβαίνει το αντίθετο.
Ο καμπαλέρο είναι πολύ επιδέξιος με το πηδάλιο' το δίχως άλλο είναι το ίδιο επιδέξιος και στο βομβάρδισμα. Και ο Κάρλος είναι αξιωματικός και δεν φοβάται τη στιγμή που θα πεθάνει. Μπροστά στην ιδέα του θανάτου όμως, τα πόδια του πάθαιναν αγκύλωση, κι ήταν αδύναμος σαν παιδάκι που δεν ξέρει ακόμα να περπατήσει.
Ο Κάρλος κι ο καμπαλέρο γνωρίζουν καλά πως να πεθαίνουν' είναι αξιωματικοί και το να πεθαίνουν είναι το επάγγελμα τους. Τους γύμνασαν και τους εκπαίδευσαν γι' αυτό, ξέρουν απ' έξω κι ανακατωτά πως πρέπει να πεθαίνουν με χάρη.
Ο μικρός Νικόλας δεν πέθανε, σίγουρα, με χάρη. Ήταν πολίτης. Οι εθνοφρουροί της αυλής, κι εκείνοι, ήταν πολίτες. Δεν είχαν προγυμναστεί στο να πεθαίνουν. Το να πεθαίνουν τούς φόβιζε. Κει πάνω στα σύννεφα ο καμπαλέρο έκανε ελιγμούς κι έρριχνε με χάρη βόμβες στα κεφάλια τους' έπεφταν μπρούμητα, έκρυβαν το πρόσωπο τους μες τη λάσπη, κι έτρεμαν απ' το φόβο τους. Συχνά, όταν το μυδράλιο άρχιζε να γαυγίζει, έκαναν το πιο φυσικό πράγμα, το 'βαζαν- στα πόδια' τη στιγμή που τους τουφέκιζαν, φώναζαν βοήθεια και ζητούσαν τη μητέρα τους. Αγαπούσαν το ποδόσφαιρο, μασούλιζαν ωμά μαρούλια κι ονειρευόντουσαν να μάθουν ανάγνωση όταν θα τέλειωνε ο πόλεμος. Όνειρο τους ήταν να κατοικούν μονάχα τρεις σε κάθε δωμάτιο, και ν' αγοράσουν ένα κυριακάτικο κοστούμι κι ένα ρολόϊ γιατί, όταν ο πόλεμος θα τέλειωνε, η ζωή θα 'ρχιζε επιτέλους και γι' αυτούς. Πίστευαν ότι πρέπει να ζει κανείς, κι ότι πρέπει ακόμα και να πολεμάς για να ζήσεις, ακόμα και να πεθαίνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Πίστευαν σ' όλα αυτά, κι όπως το πίστευαν μ' όλο τους το είναι, όπως η ύπαρξή τους η ίδια εξαρτιόταν απ' αυτή την πίστη, δεν φοβόντουσαν το θάνατο. Φοβόντουσαν όμως πολύ τη στιγμή του θανάτου. Γιατί ήταν πολίτες, στρατιώτες του λαού, στρατιώτες της ζωής κι όχι του θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου