Ο ΜΠΑΛΑΦΑΡΑΣ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ ΤΟ ΠΡΩΙ σήμερα μες στη ζέστη, είχαμε μιαν ανεπιθύμητην επίσκεψη. Έτσι του κατέβηκε του Μπαλαφάρα [1] να πάρει το επιτελείο του και νάρθει να επιθεωρήσει τον τομέα. Καταπόδι του ο Κοντούλης, ο ταγματάρχης του Μηχανικού, ο Πολίτης, ο δραγουμάνος του, ο γάλλος αξιωματικός του τομέα, κι ο λοχαγός μας φυσικά. Ο Μπαλαφάρας κάνει αυτές τις επίδειξες της παλικαριάς του δίχως κάσκα στο κεφάλι, με όλα τα χρυσαφικά στους ώμους και στο πηλίκιο. Όποτε τόνε χτυπήσει η λόξα παίρνει σβάρνα τα χαρακώματα, μέρα μεσημέρι, να δει « πως τα περνούν τα παιδιά του ». Η επιδειχτική περιφρόνηση αυτού του ανθρώπου προς το θάνατο είναι άλλο πράμα. Περπατά μες στο χαράκωμα με όλη την ησυχία του, μεγάλος κι αλύγιστος σαν πύργος, μ' ολάκερο το κεφάλι έξω από το προπέτασμα. Πάει κορδωμένος σαν σε παρέλαση. Δεν ξέρει κανείς τι να του θαμάξει. Την παλαβάδα ή την παλικαριά. Εννοείται πως κ' οι φουκαράδες οι αξιωματικοί που σέρνει μαζί του δεν κοτάνε να βγάλουν τσιμουδιά ενάντια σ' αυτές τις ανακεφαλιές. Τον ακολουθάνε λοιπόν και με την ψυχή στο στόμα αναγκάζουνται να περπατάνε κι αυτοί ολόρτοι και τεντωμένοι μέσα στην μπούκα του Περιστερίου.
Ο γάλλος αξιωματικός του τομέα μας γίνεται έξω φρενώ γι' αυτές τις ανισορροπίες, γιατί ξεσπούνε στην καμπούρα μας. Οι παρατηρητές απ' αντίκρυ διακρίνουν πολλές φορές το πηλίκιο του Μπαλαφάρα που αστραποβολά μες στον ήλιο με τα χρυσάφια του, τηλεφωνάνε στο πυροβολικό τους κι αρχίζει το γλέντι. Το χαράκωμα πολλές φορές γίνεται γης μαδιάμ από τις « γουρούνες ». Κι ο Μπαλαφάρας προχωρεί, σηκώνει αξιόπρεπα με τ' ανάστροφο του χεριού τις άκρες του μουστακιού του και προχωρεί.
— Δεν είναι τίποτα, λέει με την ξεσυρτή φωνή του που τονίζει όλες τις συλλαβές σα να τις επιθεωρεί. Είναι διεθνείς αβρότητες αυτές. Ο εχθρός τραβάει τιμητικές βολές προς τιμήν του Στρατηγού . . .
Αυτοί που τον συνοδεύουν είναι αναγκασμένοι να κάνουν πως γελούν μ' αυτά τ' αστεία, ο Θεός το ξέρει με τι λογής ανάκαρα. Μα πρέπει να δείξουν πως δεν πάνε παρακάτω στο κουράγιο, κι ας τους πάει πέντε κ' ένα. Το θάμα είναι πως ακόμα δεν του άγγισε τρίχα, μήτε μολύβι μήτε κανόνι. Τυχερός είναι, τ' αδιάκοπο περπάτημα είνα που τον κάνει «κινούμενο στόχο », δεν ξέρω. Αυτός μια φορά το πιστεύει πως δεν τόνε πιάνει το βόλι. Δεν λαβώθηκε ούτε στους Βαλκανικούς πολέμους που διοικούσε ένα τάγμα ευζωνάκια και τα ξέκαμε όλα σχεδόν σε μιάν επίθεση με τη λόγχη στο Μπιζάνι.
— Ο χάρος κυνηγά κείνους που τον αποφεύγουν, λέει. Είναι σαν τις ξεσκολισμένες κοκότες . . .
Αυτό λοιπόν το πανηγύρι των « τιμητικών βολών » τόχαμε και σήμερα με τον ερχομό του Μπαλαφάρα. Τον πήρανε μυρουδιά απ' αντίκρυ κι αρχίσανε βζζ-μπραγγ ! βζζ - μπραγγ ! να βαράνε το φτωχό μας χαράκωμα. Ο λοχαγός πρόλαβε, μόλις είδε τον Μπαλαφάρα, και διάταξε τους άντρες να τρυπώσουν όλοι στ' αμπριά. Μια στιγμή σκάει μια οβίδα έξω από το προκάλυμμα του χαρακώματος, στο μέρος του Στρατηγού. Μια πάξα της πήγε και χώθηκε σ' ένα γεώσακο και τίναξε χώματα πάνω στο πηλίκιο του.
Όλοι της συνοδείας του γένηκαν άσπροι σάν πανί. Ο Μπαλαφάρας σταμάτησε να μαλώσει αντίκρυ τους Βουλγάρους.
— Μα τ' είν' αυτά ! τ' είναι τώρ' αυτά ! Αυτό καταντά ασέβεια προς τους ανωτέρους !
Έβγαλε το πηλίκιο, το φύσηξε, το τίναξε με το νύχι από τον άμμο που τρύπωσε στάα χρυσά του κορδόνια κ'είπε στον υπασπιστή του ήσυχα - ήσυχα :
— Άιντε κάνε μου τη χάρη, κύριε υπασπιστά, πούσαι πιο σβέλτος και πιο νέος, να πεταχτείς μια στιγμή έξω από το χαράκωμα, να μου πάρεις κείνο το μεγάλο κομμάτι από το βλήμα, να δούμε . . . τι διαμετρήματος ήταν η λεγάμενη !
Αυτό πια ήταν που ήταν.
Οι αξιωματικοί κέρωσαν, κοιτάχτηκαν απελπισμένοι, κι ο υπασπιστής ο καημένος χαιρέτησε σαν τους Ρωμαίους μονομάχους και τοιμάστηκε να πηδήξει έξω. Για καλή του τύχη πετάχτηκε στη μέση ο γάλλος αξιωματικός. Με σεβασμό, μα και με ζωηρόν τόνο υπόδειξε στο Στρατηγό πως απαγορεύεται αυστηρά από τη Στρατιά να εκτίθεται έτσι άσκοπα η ζωή των στρατιωτικών, και πως θ' αναγκαστεί ν' αναφέρει όπου πρέπει αυτά που βλέπει εδώ σ' εμάς.
Ο Μπαλαφάρας τόνε χάιδεψε στη ράχη με τη χερούκλα του. — Καλά ντέε ! Δεν είπαμε δα, μον καμαράντ, και να χαλούμε καρδιές ! — και διάταξε τον αλλοσούσουμον από την τρομάρα του κύριο Πολίτη να μεταφράσει στο φραντσέζο αξιωματικό τα λόγια του, που τα συνόδευε με επεξηγηματικές χειρονομίες.
— Πες του, παιδί μου, πως εμείς οι Ρωμιοί, κι αυτοί εκεί αντίκρυ — οι λεβέντες — είμαστε παλιοί γνώριμοι και δεν παρεξηγιούμαστε. Δεν έχουμε συνόριση, πως ! Είναι παλιοί μακαντάσηδες, ντεζ ανσιέν κοννεσάνς, κομμάν !
Από την επίσκεψη του Μπαλαφάρα δεν είχαμε ευτυχώς κανένα θύμα. Μονάχα ένας λαβώθηκε στο μάτι από ένα λιθάρι που του σφεντόνισε η έκρηξη. Το κανονίδι βάσταξε ωστόσο όλο τ' απόγεμα. Όλη τη νύχτα ο λόχος, βλαστημώντας γενεές δεκατέσσερεις όλο το σόι του Μπαλαφάρα, ξημερώθηκε ξαναφκιάχνοντας τα χαλάσματα και καθαρίζοντας τα χώματα.
Ο γάλλος αξιωματικός του τομέα μας γίνεται έξω φρενώ γι' αυτές τις ανισορροπίες, γιατί ξεσπούνε στην καμπούρα μας. Οι παρατηρητές απ' αντίκρυ διακρίνουν πολλές φορές το πηλίκιο του Μπαλαφάρα που αστραποβολά μες στον ήλιο με τα χρυσάφια του, τηλεφωνάνε στο πυροβολικό τους κι αρχίζει το γλέντι. Το χαράκωμα πολλές φορές γίνεται γης μαδιάμ από τις « γουρούνες ». Κι ο Μπαλαφάρας προχωρεί, σηκώνει αξιόπρεπα με τ' ανάστροφο του χεριού τις άκρες του μουστακιού του και προχωρεί.
— Δεν είναι τίποτα, λέει με την ξεσυρτή φωνή του που τονίζει όλες τις συλλαβές σα να τις επιθεωρεί. Είναι διεθνείς αβρότητες αυτές. Ο εχθρός τραβάει τιμητικές βολές προς τιμήν του Στρατηγού . . .
Αυτοί που τον συνοδεύουν είναι αναγκασμένοι να κάνουν πως γελούν μ' αυτά τ' αστεία, ο Θεός το ξέρει με τι λογής ανάκαρα. Μα πρέπει να δείξουν πως δεν πάνε παρακάτω στο κουράγιο, κι ας τους πάει πέντε κ' ένα. Το θάμα είναι πως ακόμα δεν του άγγισε τρίχα, μήτε μολύβι μήτε κανόνι. Τυχερός είναι, τ' αδιάκοπο περπάτημα είνα που τον κάνει «κινούμενο στόχο », δεν ξέρω. Αυτός μια φορά το πιστεύει πως δεν τόνε πιάνει το βόλι. Δεν λαβώθηκε ούτε στους Βαλκανικούς πολέμους που διοικούσε ένα τάγμα ευζωνάκια και τα ξέκαμε όλα σχεδόν σε μιάν επίθεση με τη λόγχη στο Μπιζάνι.
— Ο χάρος κυνηγά κείνους που τον αποφεύγουν, λέει. Είναι σαν τις ξεσκολισμένες κοκότες . . .
Αυτό λοιπόν το πανηγύρι των « τιμητικών βολών » τόχαμε και σήμερα με τον ερχομό του Μπαλαφάρα. Τον πήρανε μυρουδιά απ' αντίκρυ κι αρχίσανε βζζ-μπραγγ ! βζζ - μπραγγ ! να βαράνε το φτωχό μας χαράκωμα. Ο λοχαγός πρόλαβε, μόλις είδε τον Μπαλαφάρα, και διάταξε τους άντρες να τρυπώσουν όλοι στ' αμπριά. Μια στιγμή σκάει μια οβίδα έξω από το προκάλυμμα του χαρακώματος, στο μέρος του Στρατηγού. Μια πάξα της πήγε και χώθηκε σ' ένα γεώσακο και τίναξε χώματα πάνω στο πηλίκιο του.
Όλοι της συνοδείας του γένηκαν άσπροι σάν πανί. Ο Μπαλαφάρας σταμάτησε να μαλώσει αντίκρυ τους Βουλγάρους.
— Μα τ' είν' αυτά ! τ' είναι τώρ' αυτά ! Αυτό καταντά ασέβεια προς τους ανωτέρους !
Έβγαλε το πηλίκιο, το φύσηξε, το τίναξε με το νύχι από τον άμμο που τρύπωσε στάα χρυσά του κορδόνια κ'είπε στον υπασπιστή του ήσυχα - ήσυχα :
— Άιντε κάνε μου τη χάρη, κύριε υπασπιστά, πούσαι πιο σβέλτος και πιο νέος, να πεταχτείς μια στιγμή έξω από το χαράκωμα, να μου πάρεις κείνο το μεγάλο κομμάτι από το βλήμα, να δούμε . . . τι διαμετρήματος ήταν η λεγάμενη !
Αυτό πια ήταν που ήταν.
Οι αξιωματικοί κέρωσαν, κοιτάχτηκαν απελπισμένοι, κι ο υπασπιστής ο καημένος χαιρέτησε σαν τους Ρωμαίους μονομάχους και τοιμάστηκε να πηδήξει έξω. Για καλή του τύχη πετάχτηκε στη μέση ο γάλλος αξιωματικός. Με σεβασμό, μα και με ζωηρόν τόνο υπόδειξε στο Στρατηγό πως απαγορεύεται αυστηρά από τη Στρατιά να εκτίθεται έτσι άσκοπα η ζωή των στρατιωτικών, και πως θ' αναγκαστεί ν' αναφέρει όπου πρέπει αυτά που βλέπει εδώ σ' εμάς.
Ο Μπαλαφάρας τόνε χάιδεψε στη ράχη με τη χερούκλα του. — Καλά ντέε ! Δεν είπαμε δα, μον καμαράντ, και να χαλούμε καρδιές ! — και διάταξε τον αλλοσούσουμον από την τρομάρα του κύριο Πολίτη να μεταφράσει στο φραντσέζο αξιωματικό τα λόγια του, που τα συνόδευε με επεξηγηματικές χειρονομίες.
— Πες του, παιδί μου, πως εμείς οι Ρωμιοί, κι αυτοί εκεί αντίκρυ — οι λεβέντες — είμαστε παλιοί γνώριμοι και δεν παρεξηγιούμαστε. Δεν έχουμε συνόριση, πως ! Είναι παλιοί μακαντάσηδες, ντεζ ανσιέν κοννεσάνς, κομμάν !
Από την επίσκεψη του Μπαλαφάρα δεν είχαμε ευτυχώς κανένα θύμα. Μονάχα ένας λαβώθηκε στο μάτι από ένα λιθάρι που του σφεντόνισε η έκρηξη. Το κανονίδι βάσταξε ωστόσο όλο τ' απόγεμα. Όλη τη νύχτα ο λόχος, βλαστημώντας γενεές δεκατέσσερεις όλο το σόι του Μπαλαφάρα, ξημερώθηκε ξαναφκιάχνοντας τα χαλάσματα και καθαρίζοντας τα χώματα.
ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙ που είχα όσο βαστούσε το κανονίδι ! Σα νύχτωσε πήγα και γω σέρνοντας το πόδι μαζί με τους άλλους στα έργα. Τράβηξα πέρα, στην άκρη του χαρακώματος. Εκεί που είναι η έβγαση των συρματοπλεγμάτων, κλεισμένη με τον αγκαθωτόν αχινό. Πήγα ψαχουλεύοντας στο μέρος που το χαράκωμα σηκώνεται όλο με γεώσακους. Εκεί. Στον τόπο που σερνόμουνα, κάθε φορά που μπορούσα, σαν κλέφτης και σαν εραστής, που άπλωνα το μπράτσο πίσω από έναν γεώσακο, έκλεινα τα μάτια και με κρυφό αναγάλλιο χάιδευα με τις ρώγες των δαχτυλιώ μου το άνθος της μυστικής παπαρούνας.
Τό χαράκωμα ήταν σέ κείνο το μέρος χάρβαλο, οι σάκοι ξεκοιλιασμένοι, σκορπισμένοι παντού. Ένας σίφουνας σα να πέρασε και τάκαμε όλα γης μαδιάμ. Μήτε σημαδάκι από την παπαρούνα μου. Ο πόλεμος τη βρήκε, την τσαλαπάτησε μ' όλη του τη χτηνωδία. Πήγα πίσω στ' αμπρί. Διάβαζα ένα ποίημα του Γιγάντη κ' έκλαιγα.
Και δεν ήξερα αν έκλαιγα για το Γιγάντη ή για το φτωχό λουλούδι που πήγε να μου φυτρώσει πάνω σ' ένα χαράκωμα, αντίκρυ στα πυροβολεία του Περιστερίου.
Όμως ο Μπαλαφάρας, εκείνος γυρίζει πάντα γεμάτος χρυσάφια, χωρίς να παθαίνει τίποτα. Ευχαριστημένος, χοντρός και άτρωτος . . .
Έλληνες στρατιώτες γιορτάζουν τη μεγάλη νίκη του Σκρα |
Τό χαράκωμα ήταν σέ κείνο το μέρος χάρβαλο, οι σάκοι ξεκοιλιασμένοι, σκορπισμένοι παντού. Ένας σίφουνας σα να πέρασε και τάκαμε όλα γης μαδιάμ. Μήτε σημαδάκι από την παπαρούνα μου. Ο πόλεμος τη βρήκε, την τσαλαπάτησε μ' όλη του τη χτηνωδία. Πήγα πίσω στ' αμπρί. Διάβαζα ένα ποίημα του Γιγάντη κ' έκλαιγα.
Και δεν ήξερα αν έκλαιγα για το Γιγάντη ή για το φτωχό λουλούδι που πήγε να μου φυτρώσει πάνω σ' ένα χαράκωμα, αντίκρυ στα πυροβολεία του Περιστερίου.
Όμως ο Μπαλαφάρας, εκείνος γυρίζει πάντα γεμάτος χρυσάφια, χωρίς να παθαίνει τίποτα. Ευχαριστημένος, χοντρός και άτρωτος . . .
[1] Σαφέστατη αναφορά στο στρατηγό Δημήτριο Ιωάννου Διοικητή της Μεραρχίας Αρχιπελάγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου