Περισσότερο από ομάδες εφόδου στη πραγματικότητα πρόκειται για ομάδες αυτοκτονίας. Η εκτέλεση του στόχου δεν είναι αυτοσκοπός, αυτό που μετρά είναι η πράξη τιμωρίας με μια ξεκάθαρη μεταφυσική έννοια. Δεν πρόκειται για δολοφόνους που θα ξεπηδήσουν από το πουθενά, θα εκτελέσουν μια πράξη τρομοκρατίας και θα επιστρέψουν ασφαλείς στο πουθενά. Έρχονται για να εκτελέσουν στο όνομα μιας μεταφυσικής εντολής έναν εχθρό της Πατρίδας να εκπληρώσουν το χρέος τους απέναντι στο ίδιο τους το γένος και να πεθάνουν . Δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται δρόμος διαφυγής. Ο εκτελεστής πηγαίνει να αποδώσει τη δική του δικαιοσύνη και αδιαφορεί για τις συνέπειες. Δεν αφήνει γέφυρες πίσω του ικανές να τον οδηγήσουν σε δεύτερες σκέψεις .
Χρόνος πολύτιμος χάνεται με καινούριες συζητήσεις ............
Οι πρώτες συζητήσεις γίνονται στο σπίτι του Butnaru στο Ιάσιο σε ένα διευρυμένο κύκλο συνωμοτών (Corneliu Codreanu, Ion I. Mota, Ilie Gârneata, Tudose Popescu, Corneliu Georgescu, Radu Mironovici, Leonida Bandac, Vernichescu, Traian Breazu, Nicolae Dragos, dr. C. Danulescu, Ion Zelea Codreanu Corneliu Codreanu, Ιοη Ι. Mota, Ilie Gιrneatza, Radu Mironovici, Corneliu Georgescu)
Στις 8 Οκτωβρίου 1923 οι συζητήσεις για την λήψη των οριστικών αποφάσεων συνεχίζονται στο Βουκουρέστι στο σπίτι του Nicolae Dragos. Πέρα από τον Corneliu Codreanu και τον οικοδεσπότη Nicolae Dragos συμμετέχουν οι Ion I. Mota, Ilie Gârneata, Tudose Popescu, Corneliu Georgescu, Radu Mironovici, Leonida Bandac, Vernichescu, Traian Breazu, Δρ C. Danulescu, και ο καθηγητής Ion Zelea Codreanu). Αυτή τη φορά οι συνωμοτικοί μηχανισμοί δεν έχουν λειτουργήσει στον βαθμό που θα έπρεπε .
Απρόσκλητη μέσα στη νύκτα κάνει την εμφάνισή της η Αστυνομία. Κάποιος από τους συνωμότες προφανώς από αφέλεια ή συνειδητά έχει μιλήσει αν και όλα δείχνουν ότι η αστυνομία κρατά από ημέρες την επαφή με την ομάδα.. Η αστυνομία δεν κρατά στα χέρια της μόνο τους συνωμότες αλλά και τα περίστροφα με τα οποία θα προχωρούσαν στην υλοποίηση της απόφασής τους. Δεν χρειάζονται περισσότερα στοιχεία. Τα αστυνομικά αυτοκίνητα μεταφέρουν τους συνωμότες στην Αστυνομική Διεύθυνση.
«Για αρκετή ώρα στην στάση αυτή σκεπτόμασταν . Εμείς που πριν λίγο ήμασταν ελεύθεροι άνθρωποι, περήφανοι και αποφασισμένοι να σπάσουμε τις αλυσίδες που φυλάκιζαν το γένος μας τώρα καταντήσαμε τελείως ανίσχυροι υποχρεωμένοι να στεκόμαστε ακίνητοι με τα πρόσωπα στραμμένα στον τοίχο επειδή έτσι θέλησαν μερικοί αστυνομικοί, με τις τσέπες άδειες σαν να ήμασταν πορτοφολάδες, δίχως κολάρα, γραβάτες, μαντίλια και δακτυλίδια. Από εκείνη την ώρα θα άρχιζαν τα μεγάλα μας μαρτύρια πού σιγά-σιγά θα μας ξέσκιζαν την ίδια μας την καρδιά. Αυτά τα μαρτύρια άρχιζαν με την ταπείνωσή μας. Πιστεύω πώς δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο για έναν άνθρωπο της δράσεως πού ζει για την υπερηφάνεια και την τιμή, από το να αφοπλίζεται και στην συνέχεια να ταπεινώνεται. Σε κάθε περίπτωση ό θάνατος είναι ασυγκρίτως προτιμότερος.
Στην συνέχεια οδηγηθήκαμε σε μια αίθουσα με πάγκους και αφού καθίσαμε ο ένας από τον άλλο σε μια απόσταση πέντε μέτρων πλαισιωμένοι από τους αστυνομικούς πήραμε την διαταγή να μην κοιτάζει ο ένας τον άλλο. Σ’ αυτή την θέση παραμείναμε ώρες ολόκληρες• τέλος άρχισαν να μας φωνάζουν έναν-έναν για ανάκριση. Η ανάκριση γινόταν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο παρουσία του εισαγγελέως, του ανακριτού του στρατηγού Νικολεάνου καθώς και αντιπροσώπων κάποιων υπουργών. Τα χαράματα ήλθε και ή δική μου σειρά. Εκεί μου έδειξαν μερικά γράμματά μου καθώς και δύο καλάθια πού μέσα βρισκόντουσαν όλα τα περίστροφα που είχαμε κρύψει σε σίγουρο μέρος. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως τα είχαν βρει. Σκεφτόμουν: Από πού έμαθαν για τα περίστροφα; ‘Η ανάκριση άρχισε. Δεν γνώριζα αυτό πού οι άλλοι πριν από μένα είχαν καταθέσει γιατί δεν είχαμε προλάβει να συνεννοηθούμε. Ποτέ δεν μπορούσαμε να φανταστούμε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό αφού πρώτα στάθμισα την κατάσταση πήρα την απόφαση πού Θεωρούσα καλύτερη. Μια στιγμή δισταγμού.
«Όταν μου έκαναν την πρώτη ερώτηση τρία λεπτά μετά από την είσοδο μου εκεί μέσα, δεν μπορούσα ακόμη να εκτιμήσω την θέση πού είχα βρεθεί και συνεπώς να πάρω μια απόφαση. Ήμουν εξαντλημένος από την κούραση και την ψυχική ταραχή γι’ αυτό όταν μου ζήτησαν να απαντήσω, είπα: «- Κύριοι, σας παρακαλώ να μου δώσετε χρόνο ενός λεπτού πριν απαντήσω». Το πρόβλημα ήταν: ν’ αρνηθώ ή να μην αρνηθώ; Σ’ αυτό το λεπτό συγκέντρωσα όλες τις πνευματικές και ψυχικές μου δυνάμεις και πήρα την απόφαση να μην αρνηθώ.. Να ομολογήσω την αλήθεια! Δίχως φόβο ή δισταγμό. ‘Αντίθετα υπερβάλλοντας τις πραγματικές μας διαθέσεις.
-Ναι τα περίστροφα είναι δικά μας. Σκοπεύαμε να εκτελέσουμε τούς υπουργούς, τούς Ραβίνους και τούς ‘Εβραίους μεγαλοτραπεζίτες. ‘
Αμέσως άρχισα να τους ονομάζω με πρώτο και καλύτερο τον Αλεξάντρου Κωσταντινέσκου και τελειώνοντας με τούς ‘Εβραίους Μπλάνκ Φίντελρμαν, Μπερκοβίτσι, Χόνιγκμαν όλοι οι παρευρισκόμενοι γούρλωσαν τα μάτια παρασυρμένοι από την φρίκη. ‘Από την στάση τους κατάλαβα πώς οι άλλοι σύντροφοι Πού είχαν ανακριθεί πριν από μένα είχαν αρνηθεί τα πάντα .
-Και για ποιο λόγο κύριε θέλατε να τούς εκτελέσετε;
-Τους πρώτους γιατί πούλησαν την χώρα τους. Τούς δεύτερους επειδή είναι εχθροί και διαφθορείς.
-Και δεν μετανιώσατε;
-Δεν μετανιώσαμε... αν εμείς πέσουμε, μικρό το κακό• πίσω μας είναι χιλιάδες πού έχουν την ίδια γνώμη με μας.
Λέγοντας τις φράσεις αυτές ένοιωσα πως απελευθερωνόμουν από το αίσθημα της ταπείνωσης- αν τα είχα αρνηθεί θα βυθιζόμουν περισσότερο. Τώρα στηριζόμουν πάνω στην πίστη μου την ίδια πίστη πού με είχε φέρει ως εδώ και αντιμετώπιζα υπερήφανα την θλιβερή μοίρα που με περίμενε και εκείνους πού έμοιαζαν σαν τ’ αφεντικά πού Θα έκριναν την ζωή ή τον θάνατό μου.
Αρνούμενος θα έπρεπε να κρατήσω μια στάση παθητική, προσπαθώντας να προστατεύσω τον εαυτό μου από τις κατηγορίες που θα μου απέδιδαν.... Στην δίκη που θα ακολουθούσε με βάση τις γραπτές αποδείξεις πού είχαν στα χέρια τους, θα έπρεπε να γίνουμε μάρτυρες μιας ντροπιασμένης και οδυνηρής καταστάσεως, θα έπρεπε να αρνηθούμε τα ίδια μας τα γραπτά, την ίδια μας την πίστη, την αλήθεια.
Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την συνείδησή μας και την τιμή ολόκληρου του κινήματος. Σαν αντιπρόσωποι ενός μεγάλου φοιτητικού κινήματος δεν θα έπρεπε μήπως να έχουμε το κουράγιο και την υπευθυνότητα των πράξεων και των ιδεών μας;.... Τέλος μ’ έβαλαν να υπογράψω την κατάθεση που είχα συντάξει με τα ίδια μου τα χέρια. Την υπέγραψα. Τέλος όμως πρόσθεσε πως η ημερομηνία δράσεως δεν είχε καθαρισθεί μια που είχαμε συλληφθεί την ώρα της συζητήσεως.
Τότε οι ανακριτές με σταμάτησαν ζητώντας συνεχώς και περισσότερο, να διαγράψω αυτή την διευκρίνιση. Μόνο αργότερα κατάλαβα γιατί επέμεναν τόσο Η τελευταία αυτή διευκρίνηση κατέστρεψε από νομικής πλευράς ολόκληρο το οικοδόμημα του κατηγορητηρίου και αποτελούσε την γραμμή της υπερασπίσεως μας .
Μια συνωμοσία έχει ανάγκη από τέσσερα στοιχεία.
1- Μια οργάνωση πού αποβλέπει σ’ αυτόν τον σκοπό.
2- Την επισήμανση των θυμάτων.
3- Την συλλογή των όπλων.
4- Καθορισμός του χρόνου δράσεως.
Εμείς όμως δεν είχαμε καθορίσει την στιγμή· ήμασταν ακόμη στην φάση του σχεδιασμού. Το σημείο αυτό έχε κεφαλαιώδη σημασία γιατί μέχρι την στιγμή της δράσεως θα μπορούσαμε να αρρωστήσουμε, ή να έχουν πεθάνει τα άτομα πού είχαμε επισημάνει, ή να έπεφτε ή κυβέρνηση κ.λ.π. Ολόκληρη η γραμμή της υπερασπίσεώς μας βασιζόταν στο σημείο αυτό. Μετά την κατάθεσή μου οι αστυνομικοί με οδήγησαν σ’ ένα υπόγειο και με κλείδωσαν μέσα. Κατάλαβα πως οι σύντροφοί μου βρισκόντουσαν στα διπλανά κελιά. Χτύπησα τον τοίχο με την γροθιά μου και ρώτησα ποιος ήταν. Άκουσα να απαντούν: «ο Μότα». Ξάπλωσα στο σανίδι με πρόθεση να κοιμηθώ μια που ήμουν εξουθενωμένος από την κούραση, αλλά επειδή δεν είχα παλτό κρύωνα και άρχισα να τρέμω Έπειτα άρχισαν να «με τρώνε» οι ψείρες. Κυκλοφορούσαν κατά δεκάδες. Γύρισα το σανίδι ανάποδα αλλά αυτές ξανανέβηκαν. Αυτή η προσπάθεια να αναποδογυρίζω την σανίδα συνεχίστηκε μέχρι το πρωί. Άκουσα θόρυβο στην πόρτα• ήλθαν, μας έβγαλαν όλους έξω και έπειτα ο καθένας ξεχωριστά επιβιβαστήκατε σε αυτοκίνητα συνοδευόμενοι από τέσσερις χωροφύλακες. Τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν το ένα πίσω από το άλλο. «Όλοι μας βασανιζόμασταν από το ίδιο ερώτημα: Πού πηγαίνουμε; Διασχίσαμε αρκετούς άγνωστους δρόμους με τούς ανθρώπους πίσω μας να χαζεύουν. Βγαίνοντας από την Πρωτεύουσα τα αυτοκίνητα σταμάτησαν μπροστά από μια μεγάλη πόρτα πού πάνω της υπήρχε η επιγραφή «Φυλακές Βουκουρεστίου». Μας κατέβασαν και με την απειλή της ξιφολόγχης μας τοποθέτησαν σε μια απόσταση δέκα μέτρων τον ένα από τον άλλο . ’Από μέσα ακουγόταν θόρυβος από κλειδαριές και αλυσίδες. Τα μεγάλα πορτόφυλλα άνοιξαν. Μας οδήγησαν πάνω στην διεύθυνση και εκεί μας κοινοποίησαν τα εντάλματα της συλλήψεως. Τότε συνειδητοποιήσαμε πώς είχαμε συλληφθεί με την κατηγορία της « συνωμοσίας ενάντια στην ασφάλεια του Κράτους». Προβλεπόμενη ποινή: Καταναγκαστικά έργα. Οδηγηθήκαμε σε μια άλλη αυλή στην οποία δέσποζε μια ψηλή εκκλησία που βρισκόταν στο κέντρο. Γύρω υπήρχαν τοίχοι και δίπλα σ’ αυτούς κελιά και δωμάτια. Μου δώσανε ένα κελί στο βάθος, που είχε διαστάσεις 1Χ2 και με κλείδωσαν. Μέσα υπήρχε μόνο ένα ξυλοκρέβατο δίπλα στην πόρτα. Στον τοίχο ένα καγκελόφραχτο παράθυρο. Αναρωτιόμουν που να είχαν τους άλλους. Έπειτα ξάπλωσα στο σανίδι και αποκοιμήθηκα. Δύο ώρες αργότερα ξύπνησα τρέμοντας: Έκανε κρύο και στο κελί δεν έμπαινε ούτε μια ακτίνα ήλιου. Κοίταξα γύρω μου ζαλισμένος, δεν μπορούσα να πιστέψω πως βρισκόμουν εκεί μέσα. Είπα στον εαυτό μου: «Ποιος θα το φανταζόταν πως θα έφτανες στην κατάσταση αυτή.»
Ένα κύμα λύπης έσφιξε την καρδιά μου. Δεν κράτησε πολύ. Παρηγορήθηκα με την σκέψη ότι «Υποφέρουμε για το γένος». «Έπειτα για να ζεσταθώ άρχισα να κάνω ασκήσεις γυμναστικής. Γύρω στις 11 άκουσα βήματα. Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ένας φύλακας.’ Ήταν βλοσυρός και είχε γένια. Κοιτώντας με μια κακία μου έδωσε μαύρο ψωμί και μια γαβάθα σούπα.
Τον ρώτησα:
«- Κύριε φύλακα, μήπως μπορείτε να μου δώσετε ένα τσιγάρο;»
-Δεν έχω.
Έφυγε κλειδώνοντας, πίσω του την πόρτα. Έσπασα το μαύρο ψωμί και ρούφηξα μερικές κουταλιές σούπας. Ακούμπησα μετά την γαβάθα στο πάτωμα και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Δεν μπορούσα ακόμα να καταλάβω πως μας είχε συλλάβει η αστυνομία. Μήπως από λάθος κανείς μας είχε προδοθεί. Μήπως κάποιος μας είχε προδώσει; Άκουσα πάλι βήματα. Κοίταξα από το παράθυρο. «Ένας παπάς και αρκετοί κύριοι πλησίασαν στην πόρτα μου και άρχισαν:
-Λοιπόν κύριοι, πώς είναι δυνατόν εσείς, παιδιά μορφωμένα, να κάνατε κάτι τέτοιο;
-Προκειμένου να μην χαθεί ό Ρουμάνικος λαός πού αυτή την στιγμή πολιορκείται από τους ‘Εβραίους και υποκύπτει από την προδοσία, την διάβρωση και τα καμώματα των αρχηγών του είναι πιθανό κι αυτό που κάναμε.
-Όμως είχατε τόσους νόμιμους δρόμους!... »
-Προσπαθήσαμε να χρησιμοποιήσουμε τους νομίμους δρόμους πριν να φτάσουμε εδώ. Αν είχε μείνει ανοικτός έστω και ένας τώρα δεν θα βρισκόμασταν μέσα σ’ αυτά τα κελιά. »
«-Και τώρα νοιώθετε καλά; Θα πρέπει να υποφέρετε για την πράξη σας. »
«-Ίσως απ’ αυτά τα βάσανα να γεννηθεί κάτι καλύτερο για το γένος μας.»
Έφυγαν. Γύρω στις 4 ήλθε ένας φύλακας και μου έφερε μια σκουληκοφαγωμένη κουβέρτα και ένα σακί παραγεμισμένο με άχυρα για στρώμα.
Τα τακτοποίησα όσο μπορούσα καλύτερα. Έφαγα λίγο ψωμί και ξάπλωσα. Μου ήλθε στο μυαλό ή συζήτηση με τον παπά• είπα από μέσα μου: «Από τις διασκεδάσεις και την ανεμελιά των παιδιών του, το γένος ποτέ δεν κέρδισε τίποτα ενώ από τα βάσανά του πάντα δημιουργήθηκε κάτι καλύτερο. Είχα κατορθώσει να βρω ένα νόημα για τα πάθη μας πού ταυτόχρονα αποτελούσε ένα ηθικό υποστήριγμα για τις ώρες της θλίψης. Τότε σηκώθηκα, γονάτισα και προσευχήθηκα. -Κύριε! Παίρνουμε πάνω στους ώμους μας τις αμαρτίες αυτού του γένους. Δέξου τα σημερινά μας πάθη! Κάνε απ’ αυτά τα πάθη να ξεπηδήσει μια καλύτερη μέρα για το γένος μας. Θυμήθηκα έπειτα την μητέρα μου και τούς δικούς μου στο σπίτι• πιθανότατα είχαν πληροφορηθεί για την τύχη μου και θα ανησυχούσαν. Προσευχήθηκα γι’ αυτούς και ξάπλωσα. Παρ’ όλο πού είχα ξαπλώσει ντυμένος και είχα τυλιχτεί με την κουβέρτα, κρύωνα και κοιμόμουν άσχημα πάνω σ’ εκείνο το αχυρένιο στρώμα. Ξύπνησα στις 8 την ώρα που ο φύλακας άνοιγε την πόρτα ρωτώντας με αν ήθελα να βγω για μερικά λεπτά. Βγήκα και για να ζεσταθώ άρχισα να κάνω ασκήσεις γυμναστικής. Η δική μου γραμμή των κελιών βρισκόταν ψηλότερα από τις άλλες και απ’ εκεί μπορούσα να δω ολόκληρη την αυλή. Κάποια στιγμή ξεχώρισα κάποιο με την εθνική ενδυμασία να γυροφέρνει ανάμεσα στους κλέφτες Ήταν ο πατέρας μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τί ζητούσε εδώ; Μήπως τον είχαν συλλάβει; Του έκανα μερικά νοήματα και με είδε.
Ο φύλακας με σταμάτησε:
-Κύριε δεν επιτρέπονται τα νοήματα εδώ μέσα. Τον κοίταξα και του είπα:
-Σύντροφε, άφησε με, με τον Θεό και με τις δοκιμασίες του και μην μου προσθέτεις περισσότερες. Μπήκα πάλι στο κελί.»
Η Πολιτεία κρατά τα προσχήματα. Ακολουθώντας τους δρόμους της νομιμότητας τον λόγο έχει τώρα ο εισαγγελέας που θα αποφασίσει για την προφυλάκιση ή όχι των υπόπτων. Ανάμεσα όμως στις φυλακές και στο γραφείο του εισαγγελέα το επίσημο κράτος οργανώνει μια φιέστα με σκοπό να τους ταπεινώσει ακόμα περισσότερο, τους υποχρεώνει να πάνε πεζή , σιδηροδέσμιοι σαν κοινοί κακοποιοί, κυκλωμένοι από ένοπλους στρατιώτες . Λίγες οι φωνές της συμπαράστασης, πολλές οι βρισιές και οι ειρωνείες των ευυπόληπτων πολιτών ανεξαρτήτου θρησκεύματος.
Όπως είναι αναμενόμενο ο κ. Εισαγγελέας αποφασίζει την προφυλάκιση όλων........................
Υστέρα από δύο εβδομάδες τα πράγματα στη φυλακή καλυτερεύουν. Περισσότερο από κελιά οι χώροι στους οποίους οδηγούνται είναι θάλαμοι ευρύχωροι , στους οποίους μπορεί να μείνουν περισσότερο από ένα άτομα , Ο χώρος θερμαίνεται με τρεις σόμπες με τα καυσόξυλα και υπάρχει η ελευθερία παρασκευής φαγητού για όποιον το επιθυμεί. Συγκάτοικοι του Κοντρεάνου ο Ντράγκος και ο Ντανουλέσκου. Αυτοί οι δύο σύντροφοι δεν βαρύνονταν για την συνωμοσία αλλά μόνο με την κατηγορία της υπόθαλψης. Όταν υπάρχει καλή παρέα με κοινά ενδιαφέροντα ο καιρός περνά υποφερτά ακόμα και μέσα στη φυλακή.
Ο πατέρας μου είχε αποσπάσει την άδεια από την Διεύθυνση ώστε να μπορούμε κάθε πρωί στις 7 να πηγαίνουμε για να προσευχηθούμε στην εκκλησία που βρισκόταν στην αυλή των φυλακών. Εκεί όλοι γονατίζαμε μπροστά στο τέμπλο και ψάλαμε «το πάτερ ημών» και ο Τουντός Ποπέσκου έψελνε το «Υπεραγία Θεοτόκε.»
Εκεί βρίσκαμε παρηγοριά για την θλιβερή ζωή μας μέσα στην φυλακή και ελπίδα για το αύριο. Στη συνέχεια καθ’ ένας από μας ένα πρόγραμμα εργασίας. Ο Μότα είχε την ευθύνη της δίκης , ο Danulescu διάβαζε για τις εξετάσεις της ιατρικής . Εγώ επεξεργαζόμουν ένα σχέδιο πάνω στην οργάνωση της νεολαίας , εν όψει του εθνικού αγώνα: την οργάνωση των φοιτητικών κέντρων των νέων από τα χωριά και των μαθητών του Λυκείου ........................
Όλες αυτές τις προσπάθειες έπρεπε να αναπτυχθούν στο εσωτερικό του Συνδέσμου. «Ο σύνδεσμος ήταν η οργάνωσή μας και ο πολιτικός σχηματισμός , μια οργάνωση εκπαίδευσης και αγώνα» .θα πει αργότερα ο Κοντρεάνου. Το όνομα της Οργάνωσης αποφασίζεται στις 8 Νοεμβρίου ημέρα που οι Ορθόδοξοι χριστιανοί γιορτάζουν τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο Κοντρεάνου προτείνει να δοθεί το όνομα «Αρχάγγελος Μιχαήλ» .Εξέχουσα θέση μέσα στην οργάνωση θα έχει η Αδελφότητα του Σταυρού (Fratiile de Cruce) . Ο ίδιος ο Κοντρεάνου δίνει το στίγμα του επίλεκτου αυτού σχηματισμού. « Fratia de Cruce este un corp de elita al tinerimii având ca scop suprem de a crea buni ostasi României de mâine »,Αδελφότητα του Σταυρού είναι ένα εκλεκτό σώμα των Νέων με στόχο να δημιουργήσουν το απόλυτο καλό στρατιώτες της Ρουμανίας του αύριο "
Δύο μήνες περίπου μετά την σύλληψη τους έρχονται οι πρώτες αποφυλακίσεις. Η αρχή γίνεται με τους Ιοn Κοντρεάνου και ο Danulescu. Λίγες ημέρες μετά ακολουθούν οι Dragos, Bandac, Breazu και Vernicescu . Στις φυλακές παραμένουν ο Κορνήλιος Κοντρεάνου και άλλοι πέντε σύντροφοι που πρέπει να δικαστούν με την κατηγορία της “συνωμοσίας ενάντια στην ασφάλεια του Κράτους.»
Η δίκη που ακολουθεί έχει ένα επίλογο καταπληκτικό. Ο Codreanu, παρουσιάζεται μπροστά στους δικαστές του ντυμένος με την παραδοσιακή ενδυμασία. Αντιμετωπίζει με θάρρος τις κατηγορίες αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη του εγχειρήματος και αποδεικνύει την αναγκαιότητα της πράξης του. Από την άλλη πλευρά η Κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι οι ταραχές στον φοιτητικό χώρο μπορούν να προκαλέσουν άλλες ανεξέλεγκτες καταστάσεις και βιάζονται να προλάβουν.
Βασικός στόχος η διάλυση του φοιτητικού κινήματος. Η καρδιά του κινήματος χτυπά στο Ιάσιο και το Ιάσιο χρειάζεται έναν αστυνομικό Διευθυντή ικανό να επιβάλλει την τάξη. Ο Υπουργός των Εσωτερικών τον βρίσκει στο πρόσωπο του Manciu. Από την πρώτη ημέρα του διορισμού του στο Ιάσιο ο Manciu δείχνει σε όλους τις πραγματικές του διαθέσεις. Με εντολή του στις 10 Δεκεμβρίου η αστυνομία εισβάλλει στο Πανεπιστήμιο. Η επίσημη δικαιολογία ότι θέλει να προλάβει ταραχές' στην πραγματικότητα ο Manciu θέλει να δείξει την παντοδυναμία του. Στις 11 Δεκεμβρίου ο Manciu προκαλεί και πάλι. Δίχως να νοιάζεται για τους έκπληκτους περαστικούς της πολυσύχναστης οδού Κάρολ επιτίθεται απροκάλυπτα εναντίον μιας φοιτήτριας ,της Silvia Teodorescu. Επειδή η κοπέλα τολμά να χαρακτηρίσει τις πράξεις του βαρβαρισμούς βρίσκεται κατηγορούμενη για εξύβριση οργάνου της τάξης. Στις 14 Δεκεμβρίου ο Μάντσου με συνοδεία αυτή τη φορά παραμονεύουν έξω από το ξενοδοχείο Bejan. Στόχος τους ο φοιτητής Lefter από το Γαλάτσι . Τον κυκλώνουν τον χτυπούν αλύπητα. Αιμόφυρτο και αναίσθητο τον εγκαταλείπουν στην τύχη του. Είναι σίγουρο ότι όλα γίνονται βάσει σχεδίου. Θέλουν να έχουν μια αντίδραση που θα τους επιτρέψει ένα βολικό άλλοθι για μια ευρείς έκτασης εκκαθαριστική επιχείρηση. Στις 15 Δεκεμβρίου οι φυλακισμένοι εδώ και 60 ημέρες σύντροφοι Μotza, Girneatza ,Tudose Popescu και Rado Mironovici ξεκινούν απεργία πείνας και δίψας. Αποτελεσματικό όπλο πίεσης . Μπροστά στον κίνδυνο να αναδειχθούν σε μάρτυρες και σύμβολα του φοιτητικού αγώνα η κυβέρνηση επιχειρεί να κάποιες διαπραγματεύσεις. Για τον Κοντρεάνου τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Αν οι σύντροφοι πεθάνουν στην φυλακή τον λόγο θα τον έχουν τα περίστροφα. Μια έκκληση στους δρόμους του Ιασίου προειδοποιεί:
"Ο Θεός προίκισε τους νέους αυτούς ,τον ανθό και το μέλλον της χώρας ανάμεσα στα άλλα και με ατσαλένια θέληση. Για τον λόγο αυτό η απόφασή τους να πεθάνουν από ασιτία και δίψα για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις αδικίες που επιτελούνται σε βάρος τους και ενάντια στη υποδούλωση του γένους στους Εβραίους -με την μεσολάβηση ορισμένων πολιτικάντηδων- δεν είναι αστείο αλλά σοβαρή απόφαση Ελευθερία ή θάνατος! Αδέλφια Ρουμάνοι Θα περιμένουμε με χέρια σταυρωμένα να δούμε σε δύο τρεις ημέρες να περνούν μπροστά μας τέσσερα φέρετρα με τα λείψανα των ηρώων αυτών;"
Με πρόσχημα τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων οι φοιτητές αποφυλακίζονται.
Υποσημειώσεις:
[1] Συμπεριλαμβάνεται ο Gheorghe Gh. Mârzescu, που κάλυψε διάφορες σημαντικές θέσεις στο Εκτελεστικό του Brătianu και ο οποίος ήταν προσωπικά υπεύθυνος για το πρόγραμμα χειραφέτησης των Εβραίων..