Ειρηνική και βίαιη επανάσταση
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ
Philosophie der Welterevolution,
Beitrag zu einer Anthologie der
Revolutionstheorien
Μεταφραση
από την Αγγλική έκδοση Γ.Κ.Π
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΛΚΟΣ ΑΘΗΝΑ 1973
|
Ανάμεσα στα 1860 και 1870 οι ιδέες τους αποκτούν περισσότερη ευλυγισία, αναφέρουν συχνά ότι διαφορετικοί δρόμοι είναι δυνατοί πού εξαρτώνται από τις συνθήκες κάθε χώρας. Μόνο πού κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες για τις εκμεταλλεύτριες τάξεις, γιατί αυτές πάντα, οποίες κι" αν είναι οι περιστάσεις, κάνουν ότι μπορούν για να εμποδίσουν τη νίκη της εργατικής τάξης.
Έτσι, για την Αγγλία, και ο Μαρξ και ο Έγκελς παραδέχονταν ότι θα μπορούσε ίσως κανείς «να εξαγοράσει όλη τη συμμορία», — χωρίς βέβαια να τρέφουν καμμιά αυταπάτη σχετικά με τη «συμμορία» αύτη. Το 1886, στον Πρόλογο της Αγγλικής έκδοσης του Κεφαλαίου ο Έγκελς ανέφερε ότι ο Μαρξ, μέσα απ' τις μελέτες του της οικονομικής ιστορίας άλλα και της οικονομικής κατάστασης της Αγγλίας, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι «τουλάχιστον στην Ευρώπη, η Αγγλία είναι η μόνη χώρα όπου η αναπόφευκτη κοινωνική επανάσταση θα μπορέσει ίσως να πραγματοποιηθεί μόνο με μέσα ειρηνικά και νόμιμα. Ποτέ δεν παρέλειπε βέβαια να προσθέτει ότι δεν περίμενε να δει την κυρίαρχη τάξη να υποτάσσεται χωρίς μιαν εξέγερση «των αφεντάδων» εναντίον αυτής της ειρηνικής και νόμιμης επανάστασης.
Ο Μαρξ και ο Έγκελς οραματίζονταν την δυνατότητα μιας ειρηνικής επανάστασης όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και στην Αμερική, όπου, την εποχή εκείνη, δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί ένας στρατιωτικο-γραφειοκρατικός κρατικός μηχανισμός. Αυτή είναι η πραγματική έννοια της παρατήρησης που κάνει ο Μαρξ στο γράμμα του, προς τον φίλο του Κυgelmann, στις 12 Απριλίου 1871, ότι «στην Ευρώπη», η συντριβή του κρατικού μηχανισμού είναι το ουσιώδες προοίμιο -κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης. Με περισσότερη ακρίβεια διετύπωσε την θέση του σε μια συνέντευξη στο «Τhe World" , στις 3 Ιουλίου 1871, λίγο δηλαδή έπειτα από τα γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού:
«Σε κάθε μέρος του κόσμου, διαφορετικές πλευρές του προβλήματος έρχονται στην επιφάνεια. Οι εργάτες τις παίρνουν υπ' όψη τους και προσεγγίζουν τη λύση με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Οι εργατικές οργανώσεις δεν είναι δυνατόν να είναι απόλυτα όμοιες, ως την τελευταία λεπτομέρεια, στο Νιουκάσλ και τη Βαρκελώνη, στο Λονδίνο και το Βερολίνο. Στην Αγγλία, π.χ. η εργατική τάξη είναι ελεύθερη να αναπτύξει την πολιτική της δύναμη όπως θέλει - Μια εξέγερση θα αποτελούσε ανοησία όταν οι στόχοι μπορούν να πραγματοποιηθούν πιο γρήγορα, και πιο σίγουρα με ειρηνική κινητοποίηση. Στην Γαλλία, αντίθετα, το πλήθος των καταπιεστικών νόμων και ο θανάσιμος ανταγωνισμός μεταξύ των τάξεων φαίνεται ότι απαιτεί μία βίαιη λύση των κοινωνικών αντιθέσεων- Το αν μια τέτοια λύση υιοθετηθεί πραγματικά, αυτό είναι ένα θέμα που άφορα την εργατική τάξη της χώρας- Η Διεθνής δεν είναι αυτή πού θα υπαγορεύσει λύσεις σ' αυτό το ζήτημα και μόλις και μετά βίας θα δώσει κάποια συμβουλή»[1].
Αυτό συμφωνεί με τα όσα ανέφερε στο Συνέδριο της Διεθνούς στο Λονδίνο, στις 21 Σεπτεμβρίου 1871, σχετικά με τη δυνατότητα εκλογής ανάμεσα σε δύο λύσεις:
«Πρέπει να εξηγήσουμε στις κυβερνήσεις: Ξέρουμε ότι είστε ή ένοπλη ισχύς στραμμένη εναντίον του προλεταριάτου- θα βαδίσουμε εναντίον σας με τρόπο ειρηνικό όπου αυτό μας είναι δυνατόν, και με όπλα όπου πια. γίνεται αναπόφευκτο»[2].
Αξίζει να αναφέρουμε σαν ένα ακόμα παράδειγμα, μια ομιλία του στο "Άμστερνταμ στις 15 Σεπτεμβρίου 1872, υστέρα από το Συνέδριο της Διεθνούς στη Χάγη:
«Ο εργάτης πρέπει κάποτε να καταλάβει την πολιτική εξουσία για να οικοδομήσει τη νέα οργάνωση της εργασίας. Πρέπει να ανατρέψει το παληό πολιτικό σύστημα που στηρίζει τους παληούς θεσμούς αν δεν θέλει, σαν τούς πρώτους Χριστιανούς που περιφρονούσαν και παραμελούσαν αυτά τα πράγματα, να παραιτηθεί από την επίγεια «Βασιλεία των Ουρανών».
Δεν ισχυριζόμαστε όμως ότι οι τρόποι για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι οι ίδιοι παντού. Καταλαβαίνουμε ότι πρέπει κανείς να λάβει ύπ' όψη τούς θεσμούς, τις συνήθειες και τις παραδόσεις των διαφόρων χωρών, και δεν αρνιόμαστε ότι υπάρχουν χώρες όπως η Αμερική και η Αγγλία — και αν ήμουν περισσότερο εξοικειωμένος με τις δικές σας συνθήκες θα μπορούσα να συμπεριλάβω και την Ολλανδία — όπου οι εργάτες· μπορούν να φθάσουν τούς στόχους τους με μέσα ειρηνικά. Μολονότι αυτό μπορεί να είναι σωστό, πρέπει επίσης να παραδεχθούμε ότι στα περισσότερα Ευρωπαϊκά κράτη ο μοχλός της επαναστατικής αλλαγής δεν μπορεί παρά να είναι ή βία. Στη βία πρέπει μια μέρα να καταφύγουμε για να μπορέσουμε να εγκαθιδρύσουμε την κυριαρχία της εργατικής τάξης»[3]
Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε την κριτική του Έγκελς για το Πρόγραμμα Εrfurt (1891) όπου παρατηρεί ότι σε πολλές προηγμένες, κοινοβουλευτικές χώρες όπως η Αγγλία και η Γαλλία (σε αντίθεση με τη Γερμανία) θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί σα δυνατή τη μετάβαση απ' την παληά κοινωνία στη νέα με μέσα ειρηνικά. Ο Έγκελς ήταν αναμφισβήτητα επηρεασμένος από τις σχετικά ειρηνικές εξελίξεις ανάμεσα στα 1880 και 1890, όταν το εργατικό κίνημα απλωνόταν και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κέρδιζαν μεγάλες εκλογικές νίκες. Γι' αυτό όταν έδινε συμβουλές στα κόμματα πίστευε ότι κύριο καθήκον του ήταν, σε αντίθεση με τούς αναρχικούς και τους σεκταριστές, να -προσαρμόσει την τακτική του εργατικού κινήματος σ' αυτή «την θαυμάσια και σίγουρη εξέλιξη πού προχωρεί με την ηρεμία και την αναποδραστότητα ενός φυσικού φαινομένου»[4].
Θα έπρεπε, δηλαδή, χωρίς να εγκαταλειφθεί σαν αρχή η χρήση της επαναστατικής βίας. και χωρίς ψευδαισθήσεις σχετικά με τις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας, να χρησιμοποιήσουν την νομιμότητα και τις δυνατότητες πού προσέφερε η δημοκρατία.
Αυτή η στάση του Έγκελς εκφράζεται και με το γεγονός ότι προοδευτικά απέδιδε όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στην κατάκτηση και την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Στην «Καταγωγή της Οικογένειας» αυτό εμφανίζεται απλώς σαν το μέτρο ωριμότητας της εργατικής τάξης. Στον Πρόλογο για «Την Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία» (1892) χαρακτηρίζεται σαν ένα επίτευγμα πού πρέπει να χρησιμοποιηθεί προς όφελος της εργατικής τάξης. Στα 1894, σε ένα γράμμα προς το Συνέδριο των Αυστριακών Σοσιαλδημοκρατών στην Βιέννη, παρομοιάζεται με ένα όπλο που στα χέρια του ταξικά συνειδητοποιημένου προλεταριάτου σκοπεύει μακρύτερα και ακριβέστερα απ ότι ένα μικρού διαμετρήματος αυτόματο όπλο στα χέρια ενός καλογυμνασμένου στρατού. Και στην Εισαγωγή στο βιβλίο του Μαρξ «Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία» (1895) Ο Έγκελς ανέφερε ότι ή καθολική ψηφοφορία, πού μέχρι τότε ήταν ένα μέσον εξαπάτησης, έγινε τώρα ένα όργανο για τη χειραφέτηση των μαζών- Υπογράμμιζε πόσο απαραίτητη ήταν ή οργάνωση προεκλογικής εκστρατείας καθώς και πόσο σημαντική ή χρησιμοποίηση του βήματος της Βουλής.
Ο Έγκελς ποτέ δεν έτρεφε αυταπάτες σχετικά με την επιθυμία των εκμεταλλευτριών τάξεων να διατηρήσουν την ησυχία και ουδέποτε απεκήρυξε τη χρήση της επαναστατικής βίας. Συμβούλευε την εργατική τάξη να εκμεταλλευθεί τις σχετικά ειρηνικές εξελίξεις εκείνων των ετών, και, όπως έγραφε το 1892, να «μην πυροβολήσει πρώτη»·
Στην ιδία πασίγνωστη εισαγωγή στο βιβλίο «Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία» (πού ή Εκτελεστική Επιτροπή του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος δέχτηκε να κυκλοφορήσει μόνο σε μια ακρωτηριασμένη, λογοκριμένη μορφή) δ 'Έγκελς τονίζει ρητά ότι το προλεταριάτο δεν παραιτείται από την επανάσταση, ότι το δικαίωμα για επανάσταση είναι το μόνο πραγματικό «ιστορικό δικαίωμα». Όμως ή «τακτική των οδοφραγμάτων» των παλαιοτέρων επαναστάσεων, οδηγημένη από μικρές ομάδες αποφασισμένων ανδρών, είχε πια ξεπεραστεί. Γι° αυτό, το κίνημα έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες στρατιωτικές και ιστορικές συνθήκες και να αναγνωρίσει ότι ό μετασχηματισμός της κοινωνίας θα πραγματωθεί με την βοήθεια πλατειών μαζών πού θα έχουν πια καταλάβει περί τίνος πρόκειται.
Ο Λένιν ξεκινά από τη θέση ότι, στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, λόγιο της γενικής ανάπτυξης της εκτελεστικής εξουσίας, «η απελευθέρωση των καταπιεσμένων τάξεων··· είναι αδύνατη χωρίς βίαιη επανάσταση («Κράτος και Επανάσταση») , ότι η προλεταριακή επανάσταση είναι αδιανόητη χωρίς εμφύλιο πόλεμο («Τα Άμεσα Καθήκοντα της Σοβιετικής Κυβέρνησης») , χωρίς «την βίαιη ανατροπή της αστικής τάξης» (θέσεις πού ανακοινώθηκαν στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς) . Σε μια διένεξη με τον Όττο Μπάουερ (τον Φεβρουάριο του 1920) ο Λένιν έκανε την παραχώρηση να δεχθεί ότι ήταν δυνατόν σε κάποια χώρα. οι εκμεταλλεύτριες τάξεις να παραιτηθούν απ' τα κυριαρχικά δικαιώματα τους οικειοθελώς στην περίπτωση που η εργατική τάξη θα είχε ήδη επικρατήσει σε γειτονικές χώρες και σε μεγάλες δυνάμεις. Μόνο κάτω από τέτοιες ειδικές συνθήκες — που όμως με την εγκαθίδρυση μιας ομάδας σοσιαλιστικών κρατών παύουν φυσικά να είναι τόσο ειδικές όσο πριν — ο Λένιν θεωρούσε δυνατή μια ειρηνική μετάβαση στο σοσιαλισμό, πού να βασίζεται: σε μια «απόλυτα εξασφαλισμένη νίκη του προλεταριάτου, στην απέραντα απελπιστική κατάσταση των καπιταλιστών, στην αδήριτη γι' αυτούς αναγκαιότητα να επιδείξουν την πιο ευσυνείδητη ευπείθεια και στην προθυμία τους να την θέσουν σε πράξη».[5]
Είναι, επομένως, ενδιαφέρον ότι ακόμα και το 1917 ο Λένιν μελετούσε την δυνατότητα μιας ειρηνικής πορείας προς το σοσιαλισμό, την επικράτηση δηλαδή της Ρωσσικής εργατικής τάξης χωρίς εμφύλιο πόλεμο. Ύστερα απ' την επανάσταση του Φεβρουαρίου, στις θέσεις του Απριλίου, έθεσε σαν καθήκον στους Μπολσεβίκους να κερδίσουν την πλειοψηφία μέσα ατά Σοβιέτ, και να χρησιμοποιήσουν αυτή την πολύτιμη ευκαιρία για να οδηγήσουν τους εργάτες στην εξουσία χωρίς εμφύλιο πόλεμο. Υπερασπίστηκε παθιασμένα τις θέσεις του Απριλίου εναντίον της κατηγορίας ότι οδηγούσαν σε εμφύλιο πόλεμο- Αντίθετα, οδηγούσαν το κόμμα προς μια «ειρηνική επαναστατική περίοδο» προς μια «ειρηνική εξέλιξη» της επανάστασης («Σχετικά με τα Συνθήματα») Εκείνη την εποχή (Φεβρουάριος — Ιούλιος 1917) καμιά τάξη δεν είχε την ικανότητα να εναντιωθεί στις αποφάσεις της πλειοψηφίας μέσα στα Σοβιέτ. «Αυτός ο δρόμος θα ήταν ολιγώτερο οδυνηρό; και γι' αυτό έπρεπε να παλαίψουμε γι' αυτόν μ' όλη μας την ενεργητικότητα». [6]
Όταν η κυβέρνηση τσάκισε την διαδήλωση του Ιουλίου, ο Στάλιν δήλωσε στο Έκτο Συνέδριο του Κόμματος ότι η ειρηνική φάση της επανάστασης είχε τελειώσει- Όταν όμως τον Αύγουστο του 1917, με την εξέγερση του Κορνίλοβ, παρατηρήθηκε μέσα στις γραμμές των Μπολσεβίκων και των Σοσιαλεπαναστατών, μια στροφή προς τα αριστερά, ο Λένιν επανήλθε στη δυνατότητα μιας «σταδιακής, ειρηνικής, ήρεμης» εξέλιξης προς το σοσιαλισμό («Ένα Κεντρικό Πρόβλημα της Επανάστασης») . Προσφέρθηκε να επανασυστήσει τη συμμαχία με τούς Σοσιαλεπαναστάτες και τους Μενσεβίκους εναντίον των Καντέ και της μπουρζουαζίας, συμμαχία που είχε αποδειχθεί τόσο πολύτιμη για την καταστολή του κινήματος Κορνίλοβ.
«Μόνο μια συμμαχία των Μπολσεβίκων με τούς Σοσιαλεπαναστάτες και τούς Μενσεβίκους, μόνο ή άμεση μεταβίβαση κάθε εξουσίας στα Σοβιέτ θα αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσσία, γιατί είναι αδιανόητο ότι ή αστική τάξη θα ανοίξει πρώτη πόλεμο ενάντια σε. μια τέτοια συμμαχία, ενάντια στα Σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών, των στρατιωτών και των χωρικών».
«Η ειρηνική εξέλιξη κάθε επανάστασης είναι, γενικά, πολύ σπάνια και πολύ δύσκολη». Όμως «σε μια τέτοια εξαιρετική στιγμή της ιστορίας, η ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης είναι δυνατή και πιθανή αν κάθε εξουσία μεταβιβασθεί στα Σοβιέτ». Τότε ή πάλη ανάμεσα στα κόμματα μέσα στα Σοβιέτ θα διεξαχθεί ειρηνικά. «Εμείς οι Μπολσεβίκοι, θα πράξουμε ότι είναι δυνατόν για να εξασφαλίσουμε αυτήν την ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης». "Αν όμως, κατέληγε δ Λένιν, οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες αρνηθούν την προσφορά της συμμαχίας και συνεχίσουν την πολιτική της συνθηκολόγησης με την αντίδραση, τότε δ εμφύλιος •πόλεμος θα είναι αναπόφευκτος»[7].
Στο σημαντικό του έργο «Τα καθήκοντα της Επανάστασης» (26-27 Σεπτεμβρίου — παλαιού ημερολογίου, 9-10 'Οκτωβρίου του ισχύοντος) το τελευταίο κεφάλαιο τιτλοφορείται: «Η ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης». Ο Λένιν λέει εκεί μέσα ότι αυτή «είναι ή τελευταία ευκαιρία για να διασφαλισθεί ή ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης». Εάν τα Σοβιέτ πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, τα εννιά δέκατα του πληθυσμού θα το δεχθούν με ενθουσιασμό και οι εκμεταλλεύτριες τάξεις δεν θα μπορέσουν να προβάλουν καμιά αντίσταση.
«Μια δυνατότητα πού πολύ σπάνια συναντιέται μέσα στην ιστορία των επαναστάσεων ανοίγεται τώρα για την δημοκρατία της Ρωσσίας, τα Σοβιέτ και τα κόμματα των Σοσιαλεπαναστατών και των Μενσεβίκων». να εξασφαλίσουν την ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης, ειρηνική εκλογή αντιπροσώπων από το λαό, ειρηνική πάλη των κομμάτων μέσα στα Σοβιέτ' τα προγράμματα των διαφόρων κομμάτων θα κρίνονται στην πράξη και η εξουσία θα περνά ειρηνικά από το ένα κόμμα στα άλλο».
Εάν αυτή ή ευκαιρία χαθεί, καταλήγει ο Λένιν, ο εμφύλιος πόλεμος είναι αναπόφευκτος. Η νίκη είναι βέβαια απόλυτα εξασφαλισμένη μόνο που θα έρθει ύστερα από βαρείες θυσίες. Γι' αυτό ήταν τόσο σημαντικό να αδράξουν αυτήν την ευκαιρία για την ειρηνική ανάπτυξη της επανάστασης.[8]
Η πολιτική μιας ειρηνικής πορείας προς το σοσιαλισμό δεν σήμαινε βέβαια πρόοδο χωρίς αγώνες. Ήταν μια πολιτικά για την αλλαγή των πραγμάτων χωρίς εμφύλιο πόλεμο — μ ε τον λ ι γ ώ τ ε ρ ο οδυνηρό τρόπο όπως έλεγε συχνά ο Λένιν — που προέβλεπε ρητά την ύπαρξη πολλών κομμάτων μέσα στο σύστημα εξουσίας της εργατικής τάξης. Μόνο και μόνο γιατί οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες συντάχθηκαν με την αντεπανάσταση και τις ξένες επεμβάσεις, τσακίστηκαν όπως κι' αυτές (όπως υπογράμμιζε ο Όττο Μπάουερ).
Ή τωρινή διάσταση γνωμών μέσα στο Κομμουνιστικό κίνημα αναζωπύρωσε τις παληές συζητήσεις για τη δυνατότητα ειρηνικής εξέλιξης μιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Πολλοί απ' αυτούς πού λένε ότι είναι δυνατή επιδεικνύουν αρκετές λαϊκές δημοκρατίες, τόσο στην Ευρώπη όσο και την Ασία, όπου για τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής δεν προηγήθηκε εμφύλιος πόλεμος. Όσοι πιστεύουν ότι μια ειρηνική εξέλιξη είναι αδύνατη αντιτείνουν ότι στις χώρες αυτές το έργο που είχε να επιτελέσει Ο εμφύλιος πόλεμος και κυρίως το πρόβλημα της συντριβής της κρατικής μηχανής, λύθηκαν από τον πόλεμο και τη στρατιωτική βοήθεια των Σοβιετικών στρατευμάτων· Είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα για όλες τις περιπτώσεις με τον απλό χαρακτηρισμό: ειρηνικές ή μη ειρηνικές (με τη βοήθεια εμφύλιου πολέμου)·
Αν αναφερθούμε σ' εκείνες τις εθνικές, αντί-ιμπεριαλιστικές επαναστάσεις που ακολούθησαν σοσιαλιστικό προσανατολισμό, είναι φανερό ότι σε μερικές χώρες όπως το Βιετνάμ και την Αλγερία, ας πούμε, οι βάσεις είχαν μπει με τους μεγάλους ένοπλους αγώνες, ενώ σε άλλες, όπως τη Γουινέα, τη Γκάνα και το Μαλί, ή εξέλιξη ακολούθησε μια μάλλον ειρηνική πορεία.
Σχετικά με τις προηγμένες χώρες, είναι αλήθεια ότι, αν εξαιρέσουμε την ειδική περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας, δεν υπάρχει ως τώρα κανένα παράδειγμα ειρηνικής σοσιαλιστικής επανάστασης. Ούτε όμως υπάρχει και κανένα παράδειγμα όπου η εργατική τάξη επικρατεί ύστερα από εμφύλιο πόλεμο, η σοσιαλιστική επανάσταση, δηλαδή, θριαμβεύει με την βία. Η ιδέα μιας κατά μέτωπον ένοπλης σύγκρουσης δεν ταιριάζει με τα ένστικτα των δυνάμεων που θα πρέπει να την φέρουν σε πέρας. Αυτό όμως δεν ισοδυναμεί με την ύπαρξη κάποιου νόμου που αποκλείει τη σύγκρουση ούτως ή άλλως. Όπως και νάχουν τα πράγματα, εδώ το πρόβλημα του κράτους, της εθνικοποίησης κλπ·, είναι πολύ πιο περίπλοκο παρ' ότι στις καθυστερημένες χώρες και γι αυτό σκοπεύω να επανέλθω στο θέμα αυτό με κάποια άλλη ευκαιρία. Αρκεί όμως να συνοψίσω εδώ λέγοντας ότι υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλία δρόμων προς τη σοσιαλιστική επανάσταση, της οποίας η ουσία είναι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, πού δεν μπορούμε να τους περιορίσουμε σ' αυτούς που ακολουθήθηκαν μέχρι τώρα από τις επαναστάσεις, είτε στις προηγμένες είτε στις υπανάπτυκτες χώρες.
[1] Μαρξ-Έγκελς WERKE, Τομ. XVII, σελ. 641.
[2] Ιbi d σελ. 652.
[3] ΙbidΤόμ. XVIII, σ. 160.
[4] Επιστολή στον ΒΕΒΕΙ, 24 Οχτωβρ. 1891.
[5] «Άπαντα», Τόμ. 30, σελ. 361 (Σημειώσεις ενός Δημοσιολόγου).
[6] «Άπαντα», Τόμ. 25, σελ. 185.
[7]«Άπαντα», Τόμ. 26, σελ. 36, 37, 42 («Ρωσσική Επανάσταση και Εμφύλιος Πόλεμος»),
[8]«Άπαντα», Τόμ. 26, σελ. 67-68
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου