ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ του 1912 ήλθε για επιθεώρηση ο στρατηγός Eydoux. Θυμάμαι πως είδε στη γραμμή ένα νέο στρατιώτη αγύμναστο παληας κλάσης 1904 ή 1905 που ήταν πολύ χονδρός ονομαζόμενος Παπασπύρου. Τον έθιξε ελαφρά στην κοιλιά και είπε πως πρέπει αυτό να φύγει για να είνε καλός στρατιώτης. Μέσα στο πρόγραμμα της εκπαίδευσης ήταν και τα μεγάλα γυμνάσια. Σ' αυτά έλαβαν μέρος και οι αξιωματικοί που ανήκαν στο Σύνταγμα αλλά ήταν αποσπασμένοι σε διάφορες υπηρεσίες. Στο λόχο μου ήρθε ο υπολοχαγός Σταυριανόπουλος Διον. και σ' ένα άλλο λόχο ο υπολοχαγός Γρηγοριάδης Νεόκοσμος, και οι δύο από την χαρτογραφική υπηρεσία. Πολύ πρωί στις 30 Απρίλη κινήσαμε και πήραμε το δρόμο προς την Πόρτα, περάσαμε τη γέφυρα του Πηνειού στον Καραβόσπορο και ύστερα στρίψαμε προς Στεφανοσαίους. Ο κανονισμός εφαρμόζονταν αυστηρά. Φορούσαμε όλοι οι οπλίτες τους γυλιούς γεμάτους με ό,τι είχαμε. Κατά το μεσημέρι φθάσαμε στη Λοξάδα κάτω από το χωριό Φανάρι οπού μείναμε 3—4 ώρες. Κατά την πορεία αυτή έκανε πολλή ζέστη και είχαμε τα πρώτα κρούσματα από ηλίαση. Εκεί, θυμάμαι, έκανα καφέ και πρόσφερα στο λοχαγό μου και τον υπολ. Σταυριανόπουλο. Μ' ευχαρίστησαν μα και ξαφνιάστηκαν μαζί γιατί αυτοί που είχαν κάνει χρόνια στη χαρτογραφική υπηρεσία και στο στρατό γενικά και οι αποσκευές τους κουβαλιόνταν σε μουλάρια, βρέθηκαν απαράσκευοι, ενώ εγώ κουβαλούσα στην πλάτη μου καμινέτο, μπρίκι, φλυντζάνια, καφέ, ζάχαρη. Είχαν φαίνεται την αντίληψη πώς στον πόλεμο δεν χρειάζονταν τέτοιες πολυτέλειες και οι μεγάλες ασκήσεις έμοιαζαν με πόλεμο όσο είνε δυνατό.
Το απόγευμα ξαναρχίσαμε την πορεία και νωρίς φθάσαμε στην Καρδίτσα όπου διανυκτερεύσαμε σε καταυλισμό που κάναμε με τα ατομικά αντίσκηνα. Το πρωί της πρωτομαγιάς ξανακινήσαμε και νωρίς το απόγευμα φθάσαμε στις Σοφάδες όπου καταυλιστήκαμε δίπλα στο ποτάμι Σοφαδίτη. Εκεί τακτοποιήσαμε καλύτερα τα πράγματα μας και συμπληρώσαμε κατά το δυνατόν τις ελλείψεις που μας παρουσιάστηκαν στις δυό πρώτες μέρες της πορείας. Την τρίτη μέρα 2 Μάη είχαμε μεγάλη πορεία (51) και αργά φθάσαμε στο χωριό Καραλάρ. Μας φάνηκε αφιλόξενο χωριό και δεν βρίσκαμε ούτε νερό. Ίσως στη γνώμη αυτή συντέλεσε και το ότι όλοι οι χωρικοί κοιμόντουσαν νωρίς, όπως συμβαίνει σ' όλα τα χωριά. Στις 3 Μάη ξαναρχίσαμε την πορεία αλλά με μέτρα προφυλακτικά γιατί το 2ο Σύνταγμα της Λαμίας είχε πιάσει τα υψώματα του Δομοκού και παρίστανε τον εχθρό. Όταν πλησιάσαμε προς τα ριζά πήραμε σχηματισμούς αραιούς για ν' αποφύγουμε τη βολή πυροβολικού και το απόγευμα φθάσαμε στους Μύλους του Δομοκού. Η πορεία μας γίνονταν μέσα στα χωράφια, η κούραση ήταν υπερβολική και επί πλέον το Σύνταγμα μας είχε 500 άνδρες άρρωστους από ηλίαση. Στην πρώτη αυτή σύγκρουση φάνηκαν οι αδυναμίες του στρατού μας, έλλειψη πείρας η άγνοια των διοικήσεων και Επιτελείων Μεραρχίας και Συνταγμάτων. Στις 4 Μάη το πρωί κινήσαμε, ανεβήκαμε τα υψώματα του Δομοκού και ύστερα αρχίσαμε κατεβαίνοντας στην αντίθετη πλευρά. Το βράδυ μείναμε στην Πλατανιά. Την άλλη μέρα συνεχίσαμε την πορεία και το βράδυ φθάσαμε στη Λαμία όπου συγκεντρώθηκε όλη η I Μεραρχία. Εκεί νομίζω, μείναμε μια μέρα για ανάπαυση. Τη μεθεπομένη ξαναρχίσαμε την πορεία, περάσαμε τον ίσιο δρόμο ως το Μουσταφάμπεη, που μας έκανε μεγάλη εντύπωση για την ισιάδα του και τις επόμενες μέρες συνεχίζοντας περάσαμε Έλευθεροχώρι — Γραβιά — Λειβαδιά. Περάσαμε δίπλα στο Λέοντα της Χαιρώνειας, μείναμε ένα βράδυ στο Μούλκι, που φοβόμαστε τα φείδια του και έτσι προχωρώντας σε κανονικά διαστήματα πορείας φθάσαμε στους Άγιους Θεόδωρους Θηβών. Κατά το πέρασμα μας από το Κηφισσοχώρι μας έκανε εντύπωση ότι στα μπακάλικα και άλλα μαγαζιά σερβίριζαν κορίτσια.
Στην περιοχή των Θηβών είχαμε μάχη με τη II Μεραρχία των Αθηνών και ύστερα κριτική στην Τανάγρα.
Τις ασκήσεις παρακολουθούσε ο τότε διάδοχος του Θρόνου με το επιτελείο του. Ύστερα από νόμο που είχε ψηφισθεί από τη Βουλή με υποστήριξη και επιμονή του τότε Πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου, παρά την αντίρρηση πολλών βουλευτών ο διάδοχος είχε ανακληθεί στο στρατό και αναλάβει υπηρεσία νομίζω σαν Γενικός Επιθεωρητής, επίσης και οι πρίγκηπες. Μετά την κριτική πού έκαναν οι γάλλοι αξιωματικοί μίλησε ο διάδοχος και είπε περίπου πως το στρατό τον βρήκε όπως τον άφησε και δεν είδε καμμιά πρόοδο. Αυτό δεν ήταν σωστό και μάλιστα έκανε κακή εντύπωση στη Γαλλική αποστολή. Συζητήθηκε δε πολύ μέσα στο στρατό με όχι ευνοϊκό πνεύμα για τον διάδοχο. Έγινε μια άλλη μάχη στην περιοχή Μαλακάσας και τέλος κατά τις 20 Μάη φθάσαμε στην (52) Αθήνα σε καταυλισμό. Ύστερα από δυο μέρες φύγαμε με βαπόρια για το Βόλο και μεταφερθήκαμε ατά Τρίκαλα με το σιδηρόδρομο.
Τα γυμνάσια αυτά αποδείχθηκαν πολύ ωφέλιμα για την προπαρασκευή των στελεχών ιδιαίτερα για τον πόλεμο του 1912 που έγινε ύστερα από 4 μήνες περίπου.
Το καλοκαίρι του 1912 έφυγα για την Αθήνα προκειμένου να δώσω εξετάσεις εισαγωγικές για τη σχολή των Ευελπίδων. Ο λοχαγός μου ρώτησε αν ήθελα να με βοηθήσει σε τίποτα, δηλαδή να μου δώσει κανένα συστατικό γράμμα για τους καθηγητές της σχολής γιατί πριν έρθει στο Σύνταγμα υπηρετούσε στη σχολή και τους ήξερε. Τον ευχαρίστησα αλλά απάντησα πώς δεν θέλω τίποτα. Η μάνα μου μ' εφοδίασε με γράμμα για τον τότε βουλευτή και υπουργό Αποστ. Αλεξανδρή που ήταν συγγενής μας και είχε βγάλει το γυμνάσιο φιλοξενούμενος στο σπίτι του πατέρα της καθώς και με άλλο γράμμα για τον υποδιοικητή της σχολής από έναν γνωστό του.
Ήξερα από προηγούμενο επεισόδιο πως ο Αλεξανδρής δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για προσωπικά ζητήματα, ισχυριζόμενος πως δεν έχει καιρό, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κλπ.
Δεν χρησιμοποίησα ούτε αυτά τα γράμματα. Είχα την αφέλεια να πιστεύω πως αν ήμουνα ικανός θα έμπαινα στη σχολή.
Πριν αρχίσουμε τις εξετάσεις συνάντησα τον ανθυπολοχαγό του Συν) τόςπτωχότερες τάξεις, αλλά η κάστα του στρατού ήθελε τη σχολή προνόμιο της.
Έμεινα και έδωκα εξετάσεις αλλά απέτυχα. Στους 12 δεν μπήκε κανείς υπαξιωματικός. Μόνον στους 40 επιτυχόντες μπήκαν 4 υπαξιωματικοί πού υπηρετούσαν στην Αθήνα. Είχαν προπαρασκευασθεί σε φροντιστήρια και είχαν κάποια υποστήριξη των ανωτέρων τους. Αυτοί ήταν οι υπαξιωμ. Γιαννακόπουλος II. του μηχανικού. Χαλόφτης Πλούταρχος, Ζαχαριουδάκης και Ρεβύδης του Πυροβολικού. Αυτοί υστέρα από τον πόλεμο μπήκαν στη σχολή γιατί αποφασίσθηκε να μπουν όλοι οι επιτυχόντες.
Απ' αυτούς ο Γιαννακόπουλος έγινε επιλοχίας σαν πρώτος (53) στην τάξη του, οι δε άλλοι είχαν επίσης καλή σειρά. Η αποτυχία αυτή μ' απογοήτευσε και αποφάσισα να φύγω από το στρατό μόλις τέλειωνε η τριετία που είχα ορκισθεί να υπηρετήσω. Δεν ήθελα να παραμείνω περισσότερο και αποφάσισα να ξαναγυρίσω στα νομικά.
Όταν γύρισα στο σύνταγμα πήρα διαταγή να φύγω πάλι για την Αθήνα για εκπαίδευση στα πολυβόλα. Το σύνταγμα είχε ορίσει για την εκπαίδευση αυτή το λοχαγό Γ. Μητσόπουλον, υπολοχαγόν Γρηγ. Σταμελάκον, ανθυπολ. Νικόλ. Μπούκιον, τον λοχία Αρχιμήδη Δεσποτόπουλο και μένα.
Φύγαμε για την Αθήνα, μέσα Αυγούστου περίπου, και παρουσιασθήκαμε στο 1ο Πεζικό Σύνταγμα όπου άρχισε η εκπαίδευση στα πολυβόλα Σβαρτσλόζε υπό την διεύθυνση του λοχαγού της Γαλλικής αποστολής Ρομιέ. Η εκπαίδευση βάσταξε περίπου ένα μήνα και είχαμε μάθει αρκετά τη χρήση των πολυβόλων.
Το πρωί της 15 Σεπτέμβρη μας κάλεσαν στο Σύνταγμα και ο Ρομιέ μας είπε πως τέλειωσε η εκπαίδευση και πώς στις 16 το βράδυ έπρεπε να βρισκόμαστε στα Συντάγματα μας. Είμασταν από όλα τα Συν) τα Πεζικού και την Ταξιαρχία Ιππικού ανάλογοι εκπαιδευόμενοι. Πραγματικά το πρωί ξεκινήσαμε με το τραίνο και το βράδυ φθάσαμε στα Τρίκαλα. Κατά τα μεσάνυχτα ακούω το σάλπισμα του συναγερμού. Ντύνομαι και τρέχω στο στρατώνα. Είχε κηρυχθεί επιστράτευση γενική και μπήκε σ' ενέργεια το σχέδιο της.
Ο λόχος με διάταξε να παρουσιασθώ στα πολυβόλα. Ο λοχαγός μου παράλαβε υπασπιστής στο Σύνταγμα. Μέσα στο προαύλιο του στρατώνα βρήκα τον καινούργιο λοχαγό μου και τους άλλους δύο αξιωματικούς, μαζέψαμε τους άνδρες και τα ζώα που μας δώσανε και από τις αποθήκες πήραμε τα υλικά. Αντί για πολυβόλα Σβαρτσλόζε που είχαμε μάθει βρήκαμε παληά πολυβόλα Μαξίμ. Αρχίσαμε να γεμίζουμε τις ταινίες και κατά το μεσημέρι είμασταν έτοιμοι για ξεκίνημα. Το Σύνταγμα μας με τη δύναμη που είχε έπρεπε να φύγει αμέσως για τα σύνορα στην περιοχή Αλήφακα Κουτσόχειρο, να καταλάβει τα οχυρά και να προστατέψει την επιστράτευση. Οι έφεδροι άρχισαν να προσέρχονται μ' ενθουσιασμό. Είμασταν έτοιμοι και μου περίσσευε κάμποση ώρα ως την αναχώρηση. Έτρεξα σπίτι μου να πάρω τα ρούχα μου και ν' αποχαιρετήσω τους δικούς μου. Έφαγα γρήγορα, χαιρέτησα όλους και ξεκίνησα όλος χαρά για το στρατώνα. Η δασκάλα Κατίνα Συμεών που έμενε στο σκολειό με την αδελφή της Ευγενία, μούδωσε ένα φυλαχτό, μια παναγίτσα με κάτι ξυλαράκια και πρόκες μέσα σ΄ ένα σακκουλάκι. Τόσο το συνείθισα που πάντα (54) βρίσκονταν στην τσέπη μου για 38 χρόνια. Τάχασα στο ΒΕΤΟ το Δεκέμβρη του 49 στις νύχτες των βασανιστηρίων. Η μάνα μου κουνούσε το κεφάλι της λέγοντας: «νομίζεις πως πας εκδρομή και χαίρεσαι». Πηδώντας και χαρούμενος πέρασα στης θειας Αγορίτσας και τους χαιρέτησα.
Στις 12 το μεσημέρι της 17 Σεπτέμβρη το Σύνταγμα συγκεντρώθηκε και μπήκε σε πορεία για το Αλήφακα ακολουθώντας το δημόσιο δρόμο Τρίκαλα — Λάρισα. Σύμφωνα με το σχέδιο επιστράτευσης έμεινε στα Τρίκαλα μια μικρή δύναμη για να υποδεχτεί τους εφέδρους και να Οργανώσει τις εφεδρικές μονάδες. Η δύναμη αυτή ήταν ένας ταγματάρχης, ο στρατολόγος, ταμίας, διαχειριστής και αξιωματικός επιστράτευσης του Συν) τος με το προσωπικό τους και ένας αξιωματικός, ένας υπαξιωματικός και 4 στρατιώτες για κάθε λόχο.
Το απόγευμα φθάσαμε στο χωριό Τσιότι, αφήκαμε το δρόμο και πήραμε τον καρρόδρομο για το Αλήφακα. Περάσαμε το γεφύρι του Αλή Εφέντη στο Σαλαμπριά και στο σουρούπωμα φθάσαμε στο Τουρσουνλάρ.
Από το άλλο πρωί αφού προσανατολισθήκαμε κάπως με το υλικό, αρχίσαμε να εκπαιδεύουμε το προσωπικό. Σε δύο μέρες αρχίσαμε και τη βολή. Ακόμα δεν είχαμε συνειθίσει στο υλικό όταν με κάλεσε ο λοχαγός και μου ανάθεσε να πάρω το υλικό φορτωμένο στα μουλάρια και για προσωπικό μονάχα τούς οδηγούς των μουλαριών και να πάω στη Λάρισα πού σχηματίζονταν η εφεδρική VII Μεραρχία και να παραδώσω το υλικό στο λοχαγό Στέφ. Γουλόπουλο. Ύστερα απ' την παράδοση με τούς άνδρες και τα μουλάρια να γυρίσω στο Σύνταγμα. Πραγματικά πήγα στη Λάρισσα, παράδωκα τό υλικό και μέ τούς μουλαρτζήδες καβάλλα στά μουλάρια γύρισα στο Σύνταγμα. Τα πολυβόλα διαλύθηκαν και μεΐς πήγαμε καθένας στό λόχο του. Τις μέρες αυτές όλο και έρχονταν οι έφεδροι πού μας έστελναν άπό τά Τρίκαλα γιά νά συμπληρωθεί ή δύναμη του Συντάγματος. Κατά τις 23 ή 24 Σεπτέμβρη το Σύνταγμα έφυγε για το Καζακλάρ όπου συγκεντρώνονταν ολόκληρη η 1 Μεραρχία. Τον τομέα μας έπαιρνε άλλη μονάδα. Στις 26 του μήνα με καλούν στο Σύνταγμα και μου δίνουν διαταγή να πάω στη Λάρισα στο σιδηρ. σταθμό με δύο κάρρα και να παραλάβω τα πολυβόλα πού μας έστειλαν από την Αθήνα. Πραγματικά πήγα, παράλαβα τις κάσσες που είχαν μέσα το υλικό και γύρισα στο Σύνταγμα. Μας είχαν στείλει 4 καινούργια πολυβόλα Σβαρτσλόζε με τα ειδικά σαμάρια τους και όλα τα εξαρτήματα. Ξαναμαζέψαμε το προσωπικό και τα μουλάρια και αρχίσαμε εντατικά την εκπαίδευση. Είμασταν όλο χαρά γιατί το υλικό αυτό εκτός πού ήταν καινούργιο, ήταν ασύγκριτα καλύτερο, απλούστατο στο χειρισμό του και ύστερα το είχαμε μάθει καλά. Τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη ήρθε στο Καζακλάρ ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος που ήταν αρχιστράτηγος και επιθεώρησε το Σύνταγμα. Ο λοχαγός μου μ' ανέθεσε και εξήγησα στο διάδοχο τη λύση, αρμολόγηση και χειρισμό του πολυβόλου. Φάνηκε ευχαριστημένος.
Στις 5 Οκτώβρη στα χαράματα το σύνταγμα μπήκε σε πορεία για τα σύνορα και αρχίσαμε ν' ανεβαίνομε το βουνό προς τη διάβαση της Μελούνας. Την ώρα που κινούσαμε, όλοι αυτόματα, σαν να μας έδωκαν διαταγή, κάναμε το σταυρό μας. Όλοι χωρίς εξαίρεση και αυτοί που έκαναν πως δεν πίστευαν. Μπροστοφυλακή ήταν άλλο Σύνταγμα της Μεραρχίας μας. Σταματήσαμε λιγάκι, ακούσαμε μερικές ντουφεκιές, είδαμε ένα τούρκικο φυλάκιο που καίγονταν και ύστερα ησυχία. Η σύγκρουση για το πέρασμα της Μελούνας είχε τελειώσει. Εξακολουθήσαμε την πορεία. Την άλλη μέρα όταν περάσαμε την κορυφογραμμή και παίρναμε τον κατήφορο, ένας λαγός πετάχτηκε μπροστά μας. Τον τριγυρίσαμε και τον πιάσαμε ζωντανό γιατί τάχε χάσει και δεν ήξερε που να φύγει. Φυσικά το Σύνταγμα αναστατώθηκε και οι αξιωματικοί βάλαν τις φωνές. Ξαναμπήκαμε στις θέσεις μας και ξανακινήσαμε με σχόλια για το πιάσιμο του λαγού. Θεωρήθηκε καλό σημάδι και προειδοποίηση πως θα κερδίζαμε τη μάχη.
Περνώντας έξω μα και κοντά στο χωριό Τσαρίτσανη είδαμε κόσμο νάρχεται στη διεύθυνση μας. Ήταν οι Τσαριτσανιώτες άνδρες και γυναίκες που φορτωμένοι στάμνες γεμάτες ούζο έρχονταν να μας υποδεχτούν και να μας δροσίσουν. Ήταν χαρούμενοι και με μεγάλο ενθουσιασμό. Η συγκίνηση μας που βλέπαμε τους πρώτους "Έλληνες πού λευτερώθηκαν ήταν απερίγραπτη. Το κανόνι άρχισε να βροντάει. Προχωρώντας βλέπομε τον παπά του Συντάγματος Αρχιμανδρίτη Πολύκαρπο Ζάχο που συνόδευε ένα στρατιώτη μ' έναν επίδεσμο στο κεφάλι. Ήταν ο πρώτος τραυματίας και προειδοποίηση για το τι μας περίμενε στην προχώρηση μας.
Λίγο ύστερα από το μεσημέρι πήραμε διαταγή να προχωρήσουμε προς την Ελασσώνα, να καταλάβουμε θέση μέσα σ' ένα χωράφι φυτεμένο με μουριές και να υποστηρίξουμε την προχώρηση του Πεζικού.
Μοιρασθήκαμε σε μικρές φάλαγγες. Κάθε πολυβόλο σχημάτισε μια φάλαγγα το ένα μουλάρι πίσω από το άλλο και με διάστημα 50 μέτρα περίπου φάλαγγα από φάλαγγα κι' έτσι προχωρούσαμε για να ξεφύγουμε τη βολή του πυροβολικού. Περνώντας κοντά σε μια πεδινή πυροβολαρχία δική μας πού έριχνε φάγαμε μερικές κανονιές, μα περάσαμε χωρίς απώλειες.
Όταν άκουσα την πρώτη εχθρική οβίδα να σφυρίζει περνώντας από πάνω μου στην αρχή κατάλαβα ένα κρύο στο κορμί μου και έννοιωσα ένα αίσθημα φόβου. Αυτό βάστηξε μια στιγμή και ύστερα πήρα κουράγιο και τράβηξα μπρος. Το αίσθημα του φόβου υπάρχει γενικά σ' όλους μας κι' αυτό οφείλεται στον τρόπο της ανατροφής και εκπαίδευσής μ α ς. Όταν φτάσαμε στο χωράφι με τις μουριές κρυφτήκαμε και δεν μας έβλεπαν, αλλά μόλις προχωρήσαμε λιγάκι πέσαμε κάτω γιατί το χωράφι θερίζονταν από τα τουρκικά πολυβόλα που ήταν στημένα στα απέναντι υψώματα. Ξεφορτώσαμε αμέσως το υλικό βολής απ' τα μουλάρια και ο δεκανέας Παπαγυαλιάς πήρε τούς μουλαρτζήδες με τα μουλάρια και πήγε σε κατάλληλο μέρος εκεί κοντά να τα προφυλάξει. Εμείς οι άλλοι πήρε καθένας το κομμάτι ή κασσάκι πού έπρεπε και μπουσουλώντας πήγαμε να καταλάβουμε θέσεις πού αναγνώρισαν οι αξιωματικοί. Τα 4 πολυβόλα ήταν οργανωμένα σε δυό ουλαμούς που τους διοικούσαν τον ένα ο υπολοχαγός Σταματελάκος Γρηγ. και τον άλλον ο ανθυπολοχαγός Μπούκιος Νικόλαος. Ο λοχαγός Μητρόπουλος που μαζί είχαμε εκπαιδευθεί πήγε διοικητής στο 10ο Λόχο. Επειδή οι άνδρες δεν είχαν εκπαιδευθεί καλά, τα πολυβόλα χειριζόμαστε μείς πού τα ξέραμε καλύτερα. Το ένα χειρίζονταν ο Σταμελάκος και το άλλο εγώ. Στον άλλο ουλαμό ο Μπούκιος και ο Δεσποτόπουλος. Αρχίσαμε τη βολή πάνω στα απέναντι υψώματα που φαίνονταν κάτι σα χαρακώματα. Οι φαντάροι μας πήραν κουράγιο ακούγοντας τα κανόνια και τα πολυβόλα μας και εξόρμησαν στην επίθεση. Οι Τούρκοι άρχισαν γρήγορα να φεύγουν γιατί φοβήθηκαν μην κυκλωθούν από ,άλλο Σύνταγμα δικό μας που κινούνταν πολύ μακρυά δεξιά μας σε κυκλωτική κίνηση. Προχωρήσαμε, περάσαμε την πόλη Ελασσώνα και βγήκαμε στην απέναντι μεριά έξω από την πόλη οπού και καταυλιστήκαμε. Οι Τούρκοι δεν φαίνονταν πια. Μόνο ένας χότζας φανατικός κλείσθηκε στο τζαμί και πυροβολούσε και εκτός από την ανησυχία είχαμε και θύματα. Ένα τμήμα διατάχθηκε, κτύπησε το τζαμί και τον καθάρισε. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ό ανθυπολοχαγός Μπούκιος Νικόλαος κι' έτσι μείναμε μόνο με τον Σταματελάκο. Ο θάνατος του Μπούκιου μας λύπησε όλους. Δεν προέρχονταν από σχολή αλλ' έγινε αξιωματικός γιατί ξεκαθάρισε τη ληστοσυμμορία Σαντά. Ήταν ευγενικός, γενναίος και είχε σχετικά καλή μόρφωση. Πάνω απ' όλα ήταν και όμορφος. Όλοι στο Σύνταγμα τον αγαπούσαν.
Στα χαρακώματα που εγκαταλείψαν οι Τούρκοι, βρήκαμε μερικούς τενεκέδες βούτυρο, κρέας καβρουμά, τσουβάλια ρίζι, φασόλια. Στην αρχή φοβηθήκαμε να τα χρησιμοποιήσουμε από φόβο μην είνε δηλητηριασμένα,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου