Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΚΩΝ/ΝΟΣ Φ.ΣΚΟΚΟΣ: Ο ΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

(Αναμνήσεις της επιστρατείας του 1881).

Όταν εκλήθην ν' αποτίσω κ' εγώ τον φόρον του αίματος τόσον εμέθυσα από ενθουσιασμόν — διότι ησθανόμην ότι η πα­τρίς όλη εκυκλοφόρει ως καμπανίτης εις τας φλέβας μου — ώστε και αυτή ακόμη η φυσιογνωμία του χωροφύλακος και του ενωμοτάρχου μοι εφάνη συμπαθής και αξιέραστος. 
Θα με χλευάσετε ίσως ' αλλά τί να γίνη ! Ημείς οι επαρχιώται έχομεν, βλέπετε, την ανοησίαν ενίοτε να ηλεκτριζώμεθα εις την λέξιν : πατρίς. 
Ο δήμαρχος μας — καλή του ώρα ! — πρακτικός και φρό­νιμος άνθρωπος, επρότεινεν εις την μητέρα μου να μ' εξαιρέση διότι — ως ισχυρίζετο— είχε τα μέσα με την κυβέρνησιν, η οποία του εχρεώστει δύω βουλευτάς ιδικούς του. Αλλ' εγώ εθεώρησα ως ύβριν την καλοκάγαθον προσφοράν του. 
Εξάπαντος θα με εξέλαβεν ως τρελλόν ή ηλίθιον. 
Αφήκα την μελέτην μου, εζήτησα την ευλογίαν της μη­τρός μου, κατεφίλησα τα μικρά μου αδέλφια, και με το πρώ­τον ατμόπλοιον ανεχώρησα πετών εις Αθήνας. 

** 
— Μπρε ! πώς 'βρέθηκες εδώ ; μου λέγει ο βουλευτής της επαρχίας συναντήσας με εις την αυλήν του Φρουραρχείου. 
Υπερήφανος και δακρύων από συγκίνησιν τω απήντησα ότι ήλθον να χύσω το αίμα μου δια την πατρίδα ! 
Με ητένισε μειδιών και με έσυρεν εις τινα γωνίαν της αυλής : 
— Θέλεις να σ' εξαιρέσω και σένα ; Η επιτροπή είνε 'δική μας. Ναι μεν είσαι ολοστρόγγυλος από υγεία, αλλ' έννοια σου ! Πες πως πάσχεις από ι σ χ ί α σ ι ν' είνε νόσημα που δεν φαί­νεται. 
— Καλέ τί λέγεις; αστεϊζεσαι ; εγώ ανίκανος που αισθά­νομαι τόση φλόγα και ζωή στα στήθη μου ; 
— Άμε να χαθής, βλάκα ! μου είπε και μου έστρεψε τα νώτα .... 

** 
Ενεγράφην εις το πεζικόν. 
Ο επιλοχίας με παρέλαβε μετ' άλλων εις την αποθήκην του τάγματος δια να μας ενδύση την στολήν του στρατιώτου. 
Με έχωσαν εντός πολυπτύχων σάκκων, μου εφόρτωσαν εν ζεύγος αρβυλών εις τους πόδας, ζυγίζον υπέρ την οκάν, και επέθηκαν μετέωρον έν πιλίκιον επί της κεφαλής μου. 
_ Ιδού η στολή σου ! μοι είπον. 
Στολή, επί τη θέα τής οποίας θα ηυτοκτόνει βεβαίως ο κ. Λαμπίκης. 
— Κύριε λοχία. . . . —απεπειράθην να παρατηρήσω. 
— Σουτ ! τσιμουδιά! αυτό θα 'πη στρατιώτης ! νά δα η ώρα να σου πάρωμε και μέτρο ! Καλό - κακό, συ δεν έχεις δικαίωμα να εξετάσης ! 
Είχε δίκαιον. 
Από της στιγμής εκείνης εδιδασκόμην ότι ο πολίτης άμα σαβανωθή εντός της στρατιωτικής στολής, παύει να ήνε πρό­σωπον και γίνεται έπιπλο, δια να μη είπω κολοκύθι! 
Εγώ τουλάχιστον ήμην — αν όχι μηδενικόν — ο αριθμός 47 του λόχου. 
— Αριθμός 47 ! 
—Παρών ! έπρεπε να φωνάξω,
Ο κύριος λοχίας είχε τον στρογγυλόν και ευώδη αριθμόν 100, πολύ δικαίως, διότι—πρέπει να το ομολογήσω — ποτέ δεν μας έδερνε κατά το μάθημα της θεωρίας. 

** 
Εις τον στρατώνα, όπου το εσπέρας έπεσα να κοιμηθώ, φαίνεται ότι δεν εστρατωνίζετο μόνον το τάγμα μου, αλλά και άπειρα άλλα τάγματα και συντάγματα . . . κορέων αιμοδιψών. 
Έν σύνταγμα τουλάχιστον κατηυλίσθη όλην την νύκτα επί του σώματος μου. 
-Κύριε επιλοχία, αυτοί οι κοργιοί..... 
-Σκασμός ! Δεν ήλθες δια να χύσης το αίμα σου για την πατρίδα; πρέπει να συνειθίσης από τώρα! 
Είχε δίκαιον. Δεν επρόκειτο περί του φόρου του αίματος; 

Ευτυχώς τα γυμνάσια του λόχου είχον τελειώσει πριν μας αποτελειώση ο λοχίας στο τρέξιμο υπό τον ζέοντα ήλιον, όστις μας ερρευστοποίει τόσον, ώστε ο φόρος του αίματος εκινδύνευε να προεξοφληθή δια του φόρου του. . . ιδρώτος. 
Αι! τώρα πλέον θα με χρησιμοποίηση δια τας ανάγκας της η Πατρίς ! εσκέφθην εν εμοί. 

Αλλά προ τούτου έσχον την τιμήν να χρησιμοποιηθώ υπό του κυρίου λοχίου, όστις μοι ενεπιστεύετο το λουστράρισμα των υποδημάτων του και την μεταφοράν της κουραμάνας εις της εξαδέλφης του, τέως παχύσαρκου παραμάνας εκ της πο-λυγύναικος Άνδρου. 
Πρωίαν τινα ανακαλύπτω ότι ο υπολοχαγός του λόχου μου ήτον ο παλαιός επιστάτης των κτημάτων του πατρος μου , ο Στρατής! 
Όταν ήμην μικρό τρελλούτσικο, μ' έπερνε στα γόνατά του και με διεσκέδαζε. Ενθυμούμαι μίαν φοράν ότι με είχε παρα­καλέσει να μεσιτεύσω εις τον πατέρα μου να μη τον διώξη. 
— Καλέ τί κάμνεις, κύριε Στρατή, έπειτα από τόσα χρόνια ! 
— Βρε, ποιος σούδωκε το δικαίωμα να μιλάς έτσι στους αξιωματικούς; Αι ! Δέκα 'μέραις κράτησι ! να σου δείξω εγώ κούτσουρο ! 
Είχε δίκαιον. Έπρεπε να γνωρίζω ότι η στρατιωτική επι­στήμη έχει υπερφυσικήν δύναμιν, μεταβάλλουσα τα κούτσουρα εις ανθρώπους και τους ανθρώπους εις κούτσουρα . 

Παρητήθην της κουραμάνας μου. Αλλ' οφείλω να ομολογήσω ότι εις αποζημίωσιν είχον ενίοτε άδειαν διανυκτερεύσεως.... 

Ο καιρός εν τούτοις παρήρχετο κ εγώ δεν έβλεπα πότε ν' ανάψη το τουφέκι στη Θεσσαλία, να χυθώ εις τας φλόγας του πολέμου, και να υπηρετήσω τας ανάγκας της πατρίδος. 



Αλλ' είχα κάμει τον λογαριασμόν χωρίς τον ξενοδόχον, χωρίς δηλαδή να υποπτευθώ ότι, αν είχεν η πατρίς ανάγκην των βρα­χιόνων μου, επίσης όμως είχεν ανάγκην των χειρών και των πο­δών μου και η. . .κυρία λοχαγού, η οποία μου είχεν αναθέσει τα καθήκοντα της ε σ ω τ ε ρι κ ή ς υ π η ρ ε σ ί α ς, εις τον νεροχύτης, εις την μπουγάδαν, εις τα ψώνια της αγοράς και εις την παιδαγώγησιν των δύο χαριεστάτων μικρών.. . διαβόλων της, τα όποια έβγαινα στον περίπατον και μου εβγαινον αμοιβαίως την πίστι! 

** 
Ο κύριος λοχαγός είχε πράγματι στρατιωτικήν εύπείθειαν εις την κυρίαν λοχαγού, προ της όποιας ετρέμεν από. . .σέβας. 
Αύτη έδιδε τα προστάγματα εις το σπήτι. Μίαν ημέραν διολιθήσας έθραυσα εν πινάκιον. Η κυρία εθεώρησε καλόν εις εξόφλησιν να μου θραύση την κεφαλήν δια της σιδεράς εσχάρας ήν έκράτει την στιγμήν εκείνην, και ιδού, μετά τους αιμοχαρείς κοργιούς, απέτινον ήδη δευτέραν φοράν τον φ ό ρ ο ν του αί­ματος. 
Εν τω μεταξύ φθάνει και ο υφιστάμενος της κυρίας, εις ον δια­τάσσει έφοδον κατ εμού. 
Ο κύριος λοχαγός μετά προθυμίας ηκόνισε το ξίφος του επί της ράχεώς μου με κάμποσες διπλαριαίς. 
— Ά ! μα κύριε λοχαγέ ! αυτό πλέον είνε απάνθρωπον ! Εγώ ήλθα να προσφέρω την ζωήν μου εις το έθνος και όχι να με σκοτώσετε στο ξύλο ! 
— Τώρα σου δείχνω εγώ, κοπρόσκυλο ! 
Και μεταβαίνει εις τον διοικητήν του τάγματος επιδίδων κατ' εμού μήνυσιν επί εξυβρίσει και β ι ο π ρ α γ ί α κατ' ανωτέρου εν καιρώ υπηρεσίας. 
** 
Είνε ανάγκη αρά γε να σας είπω ότι ερρίφθην εις τας φύ­λακας του φρουραρχείου ; 
Έμεινα επτά μήνας έως ού περαιώθη η ανάκρισις και εισα­χθώ εις δίκην. 
Εν τω μεταξύ η μήτηρ μου αφίνει τα δύο μικρά κλαίοντα με την αδελφήν μου, δανείζεται ολίγα χρήματα, καταφθάνει ασθμαίνουσα εις Αθήνας, και πίπτει εις τα γόνατα του βουλευτού μας : 
— Για το θεό , κύριε βουλευτή, από το θεό και στα χέρια σου ! 
— Το παληόπαιδο ! καλά τα παθαίνει ! Μήπως δεν του είπα εγώ να τον εξαιρέσω από την αρχή ; Έννοια σου όμως ' θα προσπαθήσω να αθωωθή. 
Και πράγματι ενήργησε μετά ζέσεως. Το δε Στρατοδικεί ον σ κ ε φ θ έ ν κατά τον νόμον, ι δ ό ν τα άρθρα—δεν ενθυμούμαι ποία, — ώ εάν έβλεπε και την αιματηράν σκηνήν της εσχά­ρας — ακούσαν. . . διεξελθόν την δικογραφίαν, απεφά­σισε μετά επτά μηνών πολυστένακτον προφυλάκισιν να με κηρύξη αθώον! 'Σ πολλά 'τη ! Κι' αυτό μεγάλη του κα­λώσύνη ! 

** 
Και ο πόλεμος ; ο φόρος του α ί μ. α τ ο ς ; Είχον αναβληθεί επ' αόριστον. 
Έκτοτε επέρασαν πέντε περίπου έτη, χωρίς όμως να μου περάσουν και οι ρευματισμοί, παρέμειναν δε μόνον αι αναμνή­σεις και τα ίχνη των επί του κρανίου μου ούλων της εσχάρας. 
Προ ολίγων ημερών με εκάλεσε πάλιν η πατρίς εις τα όπλα δια τον φόρον του αίματος. 
Ευρίσκω τον βουλευτήν μας : 
— Σε παρακαλώ να ενεργήσης να εξαιρεθώ' τώρα υπάρχει πραγματικός λόγος εξαιρέσεως. Με καλούν δια τον φόρον του αίματος ενώ εγώ από την πρώτη επιστρατεία με κατήντησαν όλως διόλου αναιμικόν ! . 

Αθήναι, τη 29 Σεπτεμβρίου, 1885
Οδυσσεύς Θερμοκέφαλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου