Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΡΘΟΥΡ ΚΑΙΣΤΛΕΡ: ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΤΑΥΡΟ


ΑΡΘΟΥΡ ΚΑΙΣΤΛΕΡ:
ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ
 ΣΤΑΥΡΟ
Μετάφραση
ΤΑΚΗ ΜΕΝΔΡΑΚΟΥ
ΠΑΠΥΡΟς 1972
Σελ  186
Κάποιο απόγευμα, μια βδομάδα περίπου μετά την αναχώρηση της Σόνιας το κουδούνι της πόρτας έκοψε τους μονόλογους του Πέτερ — γεγονός σπάνιο από τη μέρα που είχε απομείνει μόνος στο διαμέρισμα. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρυσε τον Μπέρναντ. Εί­χαν πολλές φορές διασταυρωθή στο δρόμο, αλλά ποτέ δεν μίλησε ο ένας στον άλλον. Ο Πέτερ ήξερε ότι ο Μπέρναντ ήταν κάποτε πε­λάτης της Σόνιας κι ότι εργαζόταν σε κάποια σκοτεινή υπηρεσία της εχθρικής πρεσβείας. 
«Μπορώ να μπω; Δεν θα πυροβολήσω» είπε μ' ένα αχνό νευρικό χαμόγελο. Δεν φορούσε καπέλο. Το λεπτό, αθλητικό κορμί του,(132) άψογα ντυμένο, είχε τo ίδιο ύψος με του Πέτερ. Για ένα - δυο δευτερόλεπτα κοιτάχτηκαν στα μάτια. 
«Η γιατρός Μπόλγκαρ έφυγε πριν από μια βδομάδα» είπε ο Πέτερ. 
«Ξέρω. Της είχα δανείσει μερικά βιβλία και σκέφτηκα μήπως τα άφησε για να τα πάρω». 
Ο Πέτερ θυμήθηκε πως η Σόνια είχε αφήσει ένα σωρό βιβλία που τα είχε δανειστή από διάφορους καο με τη συνηθισμένη αφροντισιά της, δεν τα είχε επιστρέψει. Φεύγοντας, είχε προειδοποιήσει τον Πέτερ πως οι ενδιαφερόμενοι μπορεί κάποτε να τα ζητούσαν. 
«Περάστε να ρίξετε μια ματιά». 
Μπήκαν στο λίβινγκ - ρουμ, όπου ο Μπέρναντ συστήθηκε με μιαν ελαφρή καί τυπική υπόκλιση: 
«Είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω το πρώτο σας γεύμα σ' αυτή τη χώρα από ένα τραπέζι στην πλατεία μαζί με τη γιατρό Μπόλγκαρ. Αν θυμάμαι καλά, φορούσατε μια μικρή σημαία στο πέτο». 
Πριν από έξη βδομάδες ο Πέτερ θα είχε πάρει φωτιά, αλλά τώρα είπε ξερά: «Η μνήμη σας δέν σας απατάει». 
Δεν αισθάνθηκε καμιά ιδιαίτερη συγκίνηση — ούτε μίσος, ούτε ντροπή. Το μόνο που ένιωσε ήταν μια έντονη περιέργεια να συζη­τήση μ' αυτόν τον άνθρωπο από την άλλη πλευρά του χαρακώμα­τος. Στη διάρκεια της πρόσφατης κουβέντας με τον εαυτό του είχε αρχίσει να συνειδητοποιή ότι στην ουσία δεν ήξερε τίποτε από τη ζωή της Άλλης Πλευράς. 
Βιβλία, φυλλάδια, ομιλίες — ναι , αλλά όλα αυτά μιλούσαν ελά­χιστα για την εσωτερική ύφανση της ύπαρξης τους, την οσμή και τη γεύση της ατμοσφαίρας τους. Ο Μπέρναντ έψαχνε στη βιβλιο­θήκη κι ο Πέτερ παρακολουθούσε τη λεπτή του φιγούρα και ήταν σαν να έβλεπε πλάσμα από άλλον πλανήτη. Γρήγορα ο Μπέρ­ναντ βρήκε τα βιβλία του' — δυό τόμους ενός μοντέρνου Γάλλου ποιητή — και στράφηκε στον Πέτερ: 
«Τί κάνει εκείνη η χαριτωμένη κοπέλα που σας είχα δη μαζί;» ρώτησε κι ακούμπησε στη βιβλιοθήκη. 
«Η Οντέτ; Έχει φύγει για την Αμερική». «Και ετοιμάζεστε να την ακολουθήσετε;» 
«Σέ δεκαπέντε μέρες. 
Ακολούθησε σιωπή. Ο Μπέρ­ναντ τον κοίταζε περίεργα. Στο τέλος του είπε σπρώχνοντας νευρικά τα μαλλιά του προς τα   πίσω.«Φίλε μου, να ξέρατε πόσο τυχερός είστε που αποτραβιέστε από όλα αυτά!»
«Αποτραβιέμαι; Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ. Αλλά αν με θεωρήτε τυχερό, γιατί δεν κάνετε κι εσείς το ίδιο;»(133)
«Ίσως γιατί δεν έχω φτάσει ακόμα στο δικό σας επίπεδο  στωικής υποταγής» απάντησε ο Μπέρναντ μ' ένα χαμόγελο.
«Φυσικά, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη δική μου και στην δική σας περίπτωση. Εσείς προσπαθήσατε ν' αντιστρατευτήτε την τάξη και τις  παραδόσεις σας, ενώ εγώ τους έμεινα πιστός. Εγώ δεν χρειάζομαι κανένα Ιδιαίτερο ψυχολογικό κίνητρο για τη συμπεριφορά μου, ενώ εσείς χρειάζεστε».
«Ανοησίες» διαμαρτυρήθηκε ο Πέτερ. «Οι  παραδόσεις του  δικού μας κινήματος είναι πολύ πιο παλιές από του δικού σας».
«Σωστά, αλλά δεν είναι παραδόσεις της τάξης σας και της  ανατροφής σας».
«Και τί μ' αυτό; Υπάρχουν κάποιες έννοιες, σαν τη Δικαιοσύνη και την Ισότητα, που μπορούν το ίδιο αποφασιστικά να καθορίζουν  τη συμπεριφορά σου, όπως η τάξη σου και η ανατροφή σου-
«Ίσως ναι, ίσως όχι» είπε ο Μπέρναντ. «Τη δική σας όμως συμπεριφορά την καθόρισαν οι αφηρημένες αυτές έννοιες ή κίνητρα κάποιων εντελώς προσωπικών σας χαρακτηριστικών, που ανήκουν στη σφαίρα της γιατρού Μπόλγκαρ;»

«Η περίπτωση μου δεν μπορεί ν' αποδείξη τίποτα» είπε με έξαψη ο Πέτερ.
«Σωστά, ας την αφήσουμε λοιπόν απ' έξω» συμβιβάστηκε ο Μπέρναντ με το διαλλακτικό του χαμόγελο, «αν και, ξέρετε, η περίπτωση σας είναι αρκετά χαρακτηριστική για την πλειοψηφία της — όπως τη λέτε — επαναστατικής σας ιντελλιγκέντσιας, σε όσους απομένουν ακόμα από αυτήν στην Ευρώπη». 
«Θέλετε να πήτε, σε όσους δέν προφτάσατε να εξοντώσετε;» 
«Σωστά. Σε όσους δεν προφτάσαμε να εξοντώσουμε. Αλλά πριν φτάσουμε ακόμα εκεί, είχα το προνόμιο να τους μελετήσω — εντε­λώς επαγγελματικά κι έτσι να μιλάω...». 
Σώπασε, αφήνοντας αμφίβολο το είδος του επαγγέλματος του, αλλά στον Πέτερ δεν έμενε καμιά αμφιβολία ότι ο Μπέρναντ ήταν προβοκάτορας ή πληροφοριοδότης. Στεκόταν ακόμα ακουμπισμένος στη βιβλιοθήκη, κοιτάζοντας με το ψυχρό και περίεργο βλέμμα του τον Πέτερ, που καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα της Σόνιας. 

«Οπωσδήποτε» συνέχισε ο Μπέρναντ, «μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως είχα την ευκαιρία να κάνω άνετα τις παρατήρησεις μου. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το ακαλαίσθητο στα κορίτσια σας. Φυσικά υπήρχαν και εξαιρέσεις, αλλά γενικά το θηλυκό στοιχείο στις Συγκεντρώσεις του κόμματος σας, στις διαλέξεις, και στις συζητήσεις, θύμιζε συλλογή από νευρωτι­κές Σταχτοπούτες που ήθελαν ν' ανατρέψουν ,μια κοινωνία, όπου κανείς δεν τις ζήτησε νa χορέψουν. Όσο για τους άντρες, δεν είχαν, και μεγάλη διαφορά. Ίσως δεν θα έπρεπε να λέω "άντρες",(134) γιατί ο επικρατέστερος τύπος μέσα στο πλήθος σας ήταν ο αιώνιος έφηβος. Αν τους πλησίαζες, ανακάλυπτες στους περισσότερους από αυτούς κάποια αδυναμία, που τους εμπόδιζε να ολοκληρώσουν την ανάπτυξή τους. Φυσικά, ήταν έξυπνοι, πολύ πιο έξυπνοι από τους δικούς μας, αλλά μ' έναν τρόπο στρυφνό και πολύπλοκο. Τι πομπή επιτηδευμένων, φίλε μου! Ανάμεσα τους υπήρχαν οι δειλοί φανατικοί της βίας, οι φλογεροί ακόλαστοι, οι αδέξιοι Δαν­τών, οι διαλεκτικοί που προπαγάνδιζαν την προλεταριακή απλότητα, οι εξαγνισμένοι Οιδίποδες, οι ζηλότυποι νεώτεροι αδελφοί, που αναζητούσαν μιαν αφηρημένη αδελφότητα, οι αρσενικές γεροντο­κόρες, πού ποτέ δεν τους είχε προταθή η Εξουσία. Καί όλοι αυτοί ήθελαν να ρίξουν το δέντρο, γιατί δεν έφταναν τους καρπούς του». 
«Ανοησίες» τον έκοψε ο Πέτερ. «Είχαμε ανάμεσα μας τον πιο ξεχωριστό κόσμο, που αρνήθηκε, θεληματικά να σκαρφαλώση στο δέντρο». 
«Σωστά. Ήταν ξεχωριστοί και έξυπνοι, αλλά πάντα κάτι τους ανάγκαζε να γίνονται "άουτσάιντερς" κι επαναστάτες. Δεν ήταν το μειονέκτημα της καταγωγής που εμπόδιζε τη σταδιοδρομία, ας πούμε, στον γιο ενός ανθρακωρύχου. Ούτε ήταν βασικά τα μεγά­λα αισθήματα για τους γιους των ανθρακωρύχων — μην προσπαθήτε να μου πουλήσετε κάτι τέτοιο. Όλοι μας ξέρουμε ότι ο χα­ρακτήρας ενός ατόμου διαμορφώνεται από την κληρονομικότητα και το περιβάλλον, πριν φτάση στα δέκα του χρόνια. Η μοντέρνα ψυχολογία μάλιστα υποστηρίζει ότι αυτό γίνεται πριν από τα πέν­τε χρόνια. Αλλά η ηλικία όπου μαθαίνουμε για τους γιους των ανθρακωρύχων και για τις διάφορες κοινωνικές θεωρίες είναι, ας πούμε, γύρω στα δεκαπέντε, το νωρίτερο. Έτσι, φτάνουμε στο συμ­πέρασμα ότι δεν είναι η θεωρία που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του επαναστάτη, αλλά ότι ο χαρακτήρας του τον κάνει δεκτικό στις επαναστατικές θεωρίες. Φτάνουμε λοιπόν στο σημείο να πι­στέψουμε ότι όλη η υπόθεση είναι θέμα έρευνας ψυχολόγων και όχι κοινωνιολόγων — quod erat demonstrandum". (Όπερ έδει δείξαι). 
«Ώστε πιστεύετε σοβαρά» τον έκοψε και πάλι ο Πέτερ «ότι όλη η ανθρώπινη πρόοδος, από τους Γκράκχους ως τη Γαλλική Επα­νάσταση, συντελέστηκε από νευρωτικούς και ματαιόδοξους, που ήθελαν να κάνουν καρριέρα;» 
Άρχισε να ζεσταίνεται από τη συζήτηση κι όσο έβραζε το αί­μα του, τόσο πιο πολύ μισούσε τον Μπέρναντ. Ό,τι μισούσε σ' αυ­τόν δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι ήταν ένας πληροφοριοδότης, που είχε συντελέσει στην καταστροφή των όσων είχαν πετύχει αυτός (136) και oι σύντροφοι του, αλλά η άσεμνη χάρη του προσώπου τoυ,το πονηρό, προκλητικό του χαμόγελο και, πάνω απ' όλα, η ψυχρή λογική των επιχειρημάτων του — ένας τρόπος πνευματικής προσέγγισης, παράξενα ανάλογης με εκείνην των άλλοτε φίλων του Πέτερ. 
«Η Γαλλική Επανάσταση» συνέχισε ατάραχος ο Μπέρναντ, ήταν μια επανάσταση μιας Τρίτης Τάξης. Ο Δαντών, ο Ροβεσπιέρος και ο Μαρά ήταν μέλη αυτής της τάξης και ενεργούσαν για λογαριασμό της. Στην εποχή μας όμως τα μέλη της επαναστατικής ιντελλιγκέντσιας έπρεπε να κάνουν ταξικό χαρακίρι πριν προσχωρήσουν στις γραμμές του κινήματος σας. Φυσικά, για τον γιο του ανθρακωρύχου ήταν κάτι διαφορετικό. Οι εργάτες, στο επαναστατικό κίνημα ήταν η εμπροσθοφυλακή της τάξης τους, ενώ εσείς ήσαστε η ομάδα αυτοκτονίας της δικής σας τάξης. Σαν αντίθεση στις Σταχτοπούτες σας με τις μπλε κάλτσες, έβλεπε κανένας να βαδίζουν στις διαδηλώσεις σας και μερικές όμορφες εργάτριες, γεμάτες σφριγηλά και λαμπερά νιάτα —στον τύπο των δικών μας κοριτσιών— και αυτές ήταν οι πρώτες που έρχονταν κοντά μας. Τις ενοχλούσαν αφάνταστα οι τύποι σαν κι εσάς. Καταλάβαιναν από ένστικτο ότι υπήρχε κάτι παράξενο και αφύσικο στην επιθυμία σας "να προσχωρήσετε στο προλεταριάτο", όταν όλοι αγωνίζονταν να ξεφύγουν από αυτό. Για σας τα οδοφράγμα­τα ήταν, μια διέξοδος στην υστερία σας, ενώ για εκείνους ήταν το λογικό μέσο για να πετύχουν το στόχο τους. Στους κύκλους σας, η λατρεία για τους εργάτες είχε το λόγο της — θαυμάζατε και φθονούσατε τα αγόρια και τα κορίτσια των εργοστασίων, γιατί η δράση τους είχε βάσεις υγιεινές και λογικές, ενώ εσείς αγωνιζό­σαστε σπασμωδικά. Όποια κι αν ήταν τα προσωπικά σας κίνη­τρα, μένατε πάντα οι δυστυχισμένοι Κοριαλανοί της πάλης των τάξεων». 
«Και τί έχετε να πήτε για τον Λαφαγιέτ και όλους εκείνους τους Γάλλους αριστοκράτες που προσχώρησαν στην Επανάσταση;» 
«Σας είπα: πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις. Είχατε κάποιους φημι­σμένους διανοούμενους, συγγραφείς και τα παρόμοια στο σταύλο σας για να τους δείχνετε. Μερικοί από αυτούς, φυσικά, δεν είχαν ιδέα από όλη την υπόθεση. Παίρνανε μέρος στις συνεδριάσεις σας πιστεύοντας ότι πρόκειται για φιλανθρωπική γιορτή. Άλλοι πά­λι βαρέθηκαν να κουρνιάζουν στην κορυφή του δέντρου και σκέ­φθηκαν πως θα ήταν διασκεδαστικό να παίξουν, για αλλαγή, τον επαναστάτη. Οπωσδήποτε, αυτοί ήταν ελάχιστοι. Πιστέψτε, φίλε μου, αν η ανάγκη της Δικαιοσύνης και της Ελευθερίας ήταν πρω­ταρχικά ένστικτα της ανθρώπινης ράτσας, αν οι ηθικές παρορμή­σεις ήταν τόσο γνήσιες όσο και οι γενετήσιες, τότε η Αριστερή (136) ιντελλιγκέντσια θα είχε κάποιο άλλο χαρακτήρα — θα ήσαν οι καινούργιοι Προμηθείς που θα κλέβατε τη φλόγα από τους θεούς, και όχι ένας συρφετός νευρωτικών που ραδιουργούν, καυγαδίζουν και πέφτουν από τη μια ήττα στην άλλη. Οι μόνοι λο­γικοί ανάμεσα σας ήταν εκείνοι που προέρχονταν από τις στερημένες τάξεις και που προτιμούσαν τις περισσότερες φορές το μονοπάτι για την υπουργική έδρα ή το αναπαυτικό γραφείο του πολιτι­κού επιτρόπου της επανάστασης. Όπως και να έχη το πράγμα, όλοι αυτοί ανήκουν στο παρελθόν. Ήταν το γαγγραινιασμένο μέ­λος της φυλής, που εμείς δεν είχαμε παρά να το κουνήσουμε λίγο για να πέση...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου