Νόβο - Μπούντα
Επρόκειτο ν' αντικαταστήσουμε τα δύο γερμανικά συντάγματα που είχαν πάρει το Νόβο-Μπούντα την επόμενη μέρα, 14 Φεβρουαρίου 1944, πριν το χάραμα. Ο διοικητής Λιππέρτ κι εγώ πήγαμε να συσκεφθούμε με το συνταγματάρχη επικεφαλή του τομέως.
LEON DEGRELLE ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΝΑΤΟΛΑΣ Μετάφραση: Κων/νος Χριστοφορίδης ΑΘΗΝΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2006 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΟΓΧΗ Σελ.460 |
Εις του Γερμανού συνταγματάρχη, η ατμόσφαιρα ήταν πένθιμη. Το χωριό είχε πέσει δίχως έναν πυροβολισμό. Τα δύο συντάγματα είχαν πλησιάσει στα κρυφά ακριβώς πριν την αυγή και ρίξει τους Σοβιετικούς, προσβεβλημένους από τα νώτα, σε πανικό. Οι εχθροί το είχαν βάλει στα πόδια εγκαταλείποντας μέχρι και τα αντιαρματικά τους πυροβόλα.
Οι Σοβιετικοί είχαν σύντομα επανακτήσει την αυτοκυριαρχία τους, (οστόσο.
Η αντεπίθεση τους είχε εδραιώσει ένα ευρύ τόξο από τα βορειοανατολικά ως τα νότια του Νόβο-Μπούντα.
Το Νόβο-Μπούντα είχε κατακτηθεί για λίγες ώρες, προκειμένου να προστατεύσει τη φάλαγγα που εξερχόταν του Kessel, η οποία ήταν να καταλάβει τη Σαντερόβκα και να περάσει ταχέως προς τα νοτιοδυτικά. Μα η Σαντερόβκα δεν είχε ακόμα καταληφθεί εντελώς. Πέραν της Σαντερόβκα, είχαμε ν' αναμένουμε πείσμονα αντίσταση τώρα που ο εχθρός είχε καταφέρει να φρενάρει τη γερμανική έφοδο για δύο ημέρες και μία νύκτα. Το Νόβο-Μπούντα, θέση για μία και μόνη μέρα, είχε έτσι γίνει κρίσιμης σημασίας. Εάν το Νόβο-Μπούντα έπεφτε, ο (241) εχθρός θα είχε μόνο να προχωρήσει τέσσερα χιλιόμετρα δυτικά για ν' αποκόψει το δρόμο πίσω από τη Σαντερόβκα. Η τελειωτική καταστροφή θα ήταν επικείμενη.
Ο Γερμανός συνταγματάρχης φοβόταν για τα χειρότερα. Ο τομέας μας ήταν μειωμένος σε πέντε μόνον πάντσερ και τα τελευταία μας αντιαρματικά πυροβόλα. Εκείνα ήταν σχεδόν χωρίς πυρομαχικά και ίσα-ίσα που θα μπορούσαμε να τα μετακινήσουμε, τόσο πολύς ήταν ο βόρβορος.
Οι τρεις χιλιάδες άνδρες των δυο συνταγμάτων από τη "Das Reich"3, οι οποίοι θα έφευγαν στο τέλος της νύκτας, ήταν ν' αντικατασταθούν από χίλιους Βαλλόνους στρατιώτες και μια ακαθόριστη στρατιά από μάγειρες, λογιστές, οδηγούς, μηχανικούς, διαχειριστές υπαξιωματικούς και τηλεφωνητές, με πλαγιοφυλακή το νομικό αξιωματικό, τον οδοντίατρο, το φαρμακοποιό και τον ταχυδρόμο, όλους μετατραπέντες σε ενισχύσεις για τους εννέα αποσκελετωμένους λόχους μας.
Οι Γερμανοί επιτελικοί αξιωματικοί περίμεναν, οι αγκώνες «πάνω στο τραπέζι, τα κεφάλια μέσα στα χέρια τους. Κανείς δεν ανάσαινε μια λέξη.
Αναρωτιόνταν κατά πόσο θα είχαν την τύχη να βγάλουν πέρα τη νύκτα χωρίς άλλη μια αντεπίθεση. Εμείς, από την άλλη μεριά, αναρωτιόμασταν κατά πόσο θα είχαμε την κακοτυχία να δούμε την επίθεση να εξαπολύεται αφού οι Γερμανοί, είχαν αποχωρήσει.
Η νύκτα έπεσε. Οι λόχοι μας έφθασαν μέσα στην καταχνιά, εξουθενωμένοι, έχοντας αφήσει πίσω βραδυπορούντες παντού μέσα στη λάσπη των πεδιάδων.
Οι άνδρες πήγαν μέσα σε οποιαδήποτε ίσμπα που βρήκαν στο Νόβο-Μπούντα. Οι περισσότεροι τους κατέρρευσαν σε γωνιές, πεθαμένοι σχεδόν. Οι πιο σκληροί έβγαλαν τα τζάκετς τους και τα παντελόνια τους, που έρεαν βρωμερό νερό, μπροστά από τις φωτιές από πορτοκαλί μίσχους καλαμποκιού.
Στις δύο η ώρα το πρωί θυροκρουσίες και φωνές αντήχησαν από πόρτα σε πόρτα. Δυστυχείς αγγελιοφόροι κινούνταν δύσκολα δια μέσου της λάσπης για να συναθροίσουν την ταξιαρχία.
Ξαναβάλαμε τα ρούχα μας. Ήταν σκληρά σαν ελάσματα σιδήρου. Ο κάθε ένας καθάρισε το τουφέκι του ή το υποπολυβόλο του όσο πιο καλά μπορούσε. Εκατοντάδες ανδρών παρετάχθησαν έξω από τις ίσμπες μέσα στην κρύα νύκτα, αμέσως και αναπόφευκτα κατρακύλησαν μέσα στο νερό του βυθισμένου μονοπατιού και προχώρησαν σκουντουφλώντας και βλαστημώντας.
Πήρε δυο ώρες σχεδόν να συγκεντρώσουμε τους λόχους. Καημένα παλικάρια, λασπωμένα ως το κόκκαλο, εξηντλημένα, μην έχοντας φάει το παραμικρό, μην έχοντας πιεί παρά το βρωμερό νερό του δρόμου. Είχαμε να τα οδηγήσουμε στις τρύπες από τις οποίες έβγαιναν τρικλίζοντας οι πεζικάριοι της Μεραρχίας "Das Reich". "Έλα γέρο, λάβε θέση, πάνω απ' όλα μην αποκοιμηθείς, κράτα τα μάτια σου ανοικτά, αυτοί είναι εκεί έξω!"(242) Ναι, αυτοί ήταν εκεί έξω, όχι μόνον Ευρωπαίοι Ρώσσοι, αλλά Μογγόλοι. Τάταροι, Καλμούχοι, Κιργίσιοι, έχοντας ζήσει για εβδομάδες σαν άγρια ζώα μέσα στη λάσπη. Είχαν κοιμηθεί σε σύδενδρα και φάει φαγητό αρπαγμένο από τα χωράφια με καλαμπόκι και ηλιοτρόπια της περασμένης χρονιάς.
Αυτοί ήταν εκεί έξω, σίγουροι για τους γεμιστήρες των υποπολυβόλων όπλων τους με τις εβδομήντα σφαίρες, σίγουροι για τους εκτοξευτές τους χειροβομβίδων, σίγουροι για τα Αρμόνια του Στάλιν" τους, των οποίων οι βολές των πυραύλων γέμιζαν τη νύκτα με τρόμο.
Αυτοί ήταν εκεί έξω.
Και τα δεκαπέντε άρματα μάχης τους ήταν εκεί έξω. Περιμέναμε, σε επαγρύπνηση μέσα στο σκοτάδι, για τον ήχο των ερπυστριών τους.
Οι ανώτεροι Γερμανοί αξιωματικοί, καθισμένοι μπροστά μας, περίμεναν για τις πέντε η ώρα. Μας είχαν δείξει την κατάσταση στο χάρτη.
Ένα χάσμα αρκετών χιλιομέτρων εκτεινόταν στα βορειοανατολικά. Στάθηκε αδύνατον το να εγκατασταθεί ένας σύνδεσμος σ' εκείνη την κατεύθυνση. Στα ανατολικά και νοτιοανατολικά οι θέσεις ήταν λεπτά απλωμένες στην παρυφή του χωριού στο οποίο ο εχθρός είχε απωθηθεί την προηγούμενη μέρα.
Μας έλειπε ξεκάθαρα ένα συνεχές μέτωπο. Είχαμε ακόμα τα πέντε παλαιά μας άρματα μάχης. Οφείλαμε να τα εκμεταλλευθούμε κατά τον καλύτερο τρόπο.
Ήταν σχεδόν πέντε η ώρα.
Ξαφνικά, ο Γερμανός συνταγματάρχης μας διέταξε να σιωπήσουμε. Ένας παρατεταμένος υπόκωφος θόρυβος από ερπύστριες αρμάτων μάχης υψώθηκε μέσα στη νύκτα που σιγοχανόταν.
Ο συνταγματάρχης σηκώθηκε, μάζεψε τους χάρτες του και έκανε ένα νεύμα στο επιτελείο του. Τα στρατεύματα του, αντικατεστημένα από τα δικά μας, είχαν αφήσει ήδη την κωμόπολη. Με το να παραμείνει με μας στο αποκορύφωμα της συγκρούσεως θα διακινδύνευε ν' αποκοπεί μακριά από τους στρατιώτες του. Μια στιγμή αργότερα είχε εξαφανισθεί.
Ο διοικητής Λιππέρτ, τα μάτια του καρφωμένα, άκουγε αφουγκραζόταν. Ο θόρυβος των αρμάτων σταμάτησε. Ήταν πάλι σιωπή. Τα εχθρικά άρματα είχαν μετακινηθεί, αυτό ήταν όλο.
Δύο ώρες πέρασαν χωρίς να συμβαίνει το παραμικρό.
Οι πλαγιοφυλακές μας, τρίβοντας τα κουρασμένα μάτια τους, παρακολουθούσαν ακόμα το λόφο πίσω από τον οποίο φυλάγονταν τα ρωσσικά άρματα. Πύραυλοι "Κατιούσα" έπλητταν την πολίχνη κάπου-κάπου.
Όφειλε να τελειώσει άσχημα.
Στις επτά η ώρα το μεγάλο επίπεδο μούγκρισμα των αρμάτων μάχης γέμισε το Νόβο-Μπούντα για δεύτερη φορά. ……………………………………........................
Ο καιρός είχε μεταβληθεί κατά πολύ. Η βροχή είχε σταματήσει να πέφτει από την πανσέληνο στο Κορσούν. Το κρύο, δειλά στην αρχή, είχε γίνει αρκετά δριμύ. Ο άνεμος σφύριζε κοφτερός σα βελόνες.
Κατά τη διάρκεια δυο εβδομάδων εξαντλητικών πορειών μέσα από πρωτοφανείς λάκκους λάσπης, οι άνδρες, με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι, είχαν εγκαταλείψει το μεγαλύτερο μέρος του χειμερινού τους υλικού. Αρνοπροβιές, καπιτοναρισμένα χιτώνια, σκελέες ύπνου, όλα είχαν πεταχθεί κομμάτι το κομμάτι, πορεία την πορεία. Οι περισσότεροι των στρατιωτών δεν είχαν πια ούτε ένα παλτό.
Στην πρωινή μεγάλη συμπλοκή κανείς δεν είχε νιώσει την παγωνιά. Αλλά τώρα μαστίγωνε τα πρόσωπα τους, ροκάνιζε τα κορμιά τους κάτω από τις ελαφρές, περασμένες με λάσπη στολές.
Η εχθρική αεροπορία εκμεταλλεύθηκε αμέσως το πλεονέκτημα του καθαρού ουρανού. Τα αεροπλάνα κατέβαιναν σε φασαριόζικα κύματα, περνώντας ξυστά από το γυμνό λόφο μας. Κάθε φορά έπρεπε να κολλήσουμε στο χώμα, ακόμη μαλακό, ενώ σφαίρες έπεφταν ολόγυρα μας, θραύοντας πέτρες και κλαδάκια.
Στην πόλη, επιθέσεις και αντεπιθέσεις ακολουθούσαν η μια την άλλη χωρίς διακοπή. Δεν είχαμε σχεδόν άλλα πυρομαχικά. Τα πολυβόλα διέθεταν κατά μέσο όρο πενήντα φυσίγγια ανά όπλο ν' απομένουν, αρκετά για να βάλλουν μια ριπή λίγων δευτερολέπτων.
Κάμποσα αποφασισμένα αποσπάσματα προσπάθησαν τότε να βελτιώσουν τγ θέση μας με το να τολμήσουν επιδρομές εκ του συστάδην.
Ο διοικητής μας, Ο μ π ε ρ σ τ ο υ ρ μ π α ν φ υ ρ ε ρ (Αντισυνταγματάρχης) Λυσιέν Λιππέρτ, που μόνος απ' όλους τους επιτελικούς αξιωματικούς μας ήταν ακόμα αλώβητος, οδήγησε ο ίδιος την έφοδο.
Ένας νεαρός Βέλγος αξιωματικός που απεφοίτησε από τη Στρατιωτ. Ακαδημία των Βρυξελλών επικεφαλής της τάξεως του, είχε προσέλθει στην αντικομμουνιστική σταυροφορία ως ένας αφοσιωμένος Χριστιανός ιππότης. Είχε μια θαυμαστά αγνή μορφή, μια ανοικτή χροιά επιδερμίδος και σοβαρά, γαλανά μάτια. Αντισυνταγματάρχης στα είκοσι εννέα, ζούσε μόνο για το πιστεύω του.
Την ημέρα εκείνη ο Λυσιέν Λιππέρτ, ένας φύσει ήρωας, επέδειξε έναν ηρωισμό τέτοιο που θα έκανε κάποιον να αναριγήσει. Ήταν, παρά ταύτα, ένας πολύ ήρεμος νέος άνδρας που ποτέ δε μιλούσε ή ενεργούσε ιδιοτελώς.
Τώρα διαισθάνθηκε πως ήταν όλα ή τίποτα.
Με μια χούφτα Βαλλόνων διέσχισε το κέντρο του Νόβο-Μπούντα και ανακατέλαβε μια ομάδα ισμπών που κατηφόριζαν προς τα νοτιοανατολικά. Ο εχθρός θα κρυβόταν, κατόπιν θα επανεμφανιζόταν σε δέκα μεριές, σε κάθε γωνιά μιας παράγκας, πίσω από κάθε δένδρο ή κάθε υψωματάκι. Ελεύθεροι σκοπευτές θέριζαν τους στρατιώτες μας.
Έπρεπε να διασχίσουν αρκετά ακόμα μέτρα για να φθάσουν ένα σπίτι. Ο Λυσιέν Λιππέρτ όρμησε μπροστά και κατάφερε να φθάσει ως την πόρτα.
Εκείνο το δευτερόλεπτο έβγαλε ένα τρομακτικό ουρλιαχτό, που ακούσθηκε παντού, το υπεράνθρωπο ουρλιαχτό ενός ανθρώπου του οποίου η ζωή ξαφνικά αποσπάται βιαίως από αυτόν. Με το στήθος του ρημαγμένο από την πελώρια τρύπα μιας εκρηκτικής σφαίρας, ο Λυσιέν Λιππέρτ έπεσε στα γόνατα του σαν πέτρα.
Έβαλε τα χέρια του σκεπάζοντας το μέτωπο του. Διέθετε ακόμη την εκπληκτική διαύγεια του να μαζέψει το κεπί του από το έδαφος και να το βάλει πίσω στο κεφάλι του, έτσι ώστε να πεθάνει κατά πως πρέπει.
Η ίσμπα κοντά στην οποία είχε υποκύψει υπερασπιζόταν σφοδρώς μέχρι που οι δακρυσμένοι στρατιώτες μας είχαν τελειώσει το θάψιμο του εντός αυτής. Ο εχθρός ξαναπήρε την περιοχή, αλλά η βαλλονική λεγεών δεν ήθελε ν' αφήσει το νεκρό διοικητή της στα χέρια των Κομμουνιστών. Στη διάρκεια της νύκτας ο Ανθυπολοχαγός Θύσσεν, ο βραχίονας του να πυορροεί διαπερασμένος από μια σφαίρα την 6η Φεβρουαρίου, σύρθηκε έρποντας μαζί με τους εθελοντές, όρμησαν στον εχθρό, ανακατέλαβαν την ίσμπα, ξέθαψαν το πτώμα και το έφεραν πίσω, μέσα από πυρά πολυβόλων στις θέσεις μας.
Τον ξαπλώσαμε έξω μεταξύ λίγων σανιδων. Αποφασίσαμε να κάνουμε τη διάσπαση μεταφέροντας το κορμί του μαζί μας. Εάν δεν τα καταφέρναμε, πιστοί στη μνήμη του, θα πεθαίναμε πάνω στο φέρετρο του.
Σαντερόβκα.
Ο βρόγχος συνέχιζε να σφίγγει γύρω από το Kessel.
Την Τρίτη το πρωί, 15 Φεβρουαρίου του 1944, η κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί.
Η Σανιερόβκα είχε παρθεί μετά από τρεις ημέρες και δυο νύκτες φοβερής σώμα με σώμα μάχης, μα αυτό λίγα άλλαξε.
Η καυτή αναγκαιότης ήταν να διασπάσουμε τις σοβιετικές γραμμές. Τα γερμανικά πάντσερ έρχονταν για να μας σώσουν από τα νοτιοανατολικά και έπρεπε να τα φθάσουμε.
Η μεραρχία μας δεν είχε προωθηθεί περισσότερα των τριών χιλιομέτρων νοτίως της Σαντερόβκα. Σε αντιδιαστολή, ο εχθρός είχε πάρει το Κορσούν. Τη 12η Φεβρουαρίου είχαμε απολέσει τρεις φορές περισσότερο έδαφος στα βόρεια του Kessel απ' όσο είχαν (απολέσει) οι Σοβιετικοί στα νότια.
Ήμασταν περιορισμένοι σε μια περιοχή όχι μεγαλύτερη των εξήντα τετραγωνικών χιλιομέτρων, εντός της οποίας έρεε ένα ανθρώπινο παλιρροιακό κύμα. Για κάθε άνδρα που πολεμούσε, επτά ή οκτώ άνδρες περίμεναν, στριμωγμένοι μέσα σε αυτή την τελευταία κοιλάδα. Εκεί ήταν οι οδηγοί από χιλιάδες φορτηγά, βυθισμένα στη λάσπη κατά τη διάρκεια της υποχωρήσεως. Εκεί ήταν το προσωπικό των επικουρικών υπηρεσιών: διαχείριση, εφοδιασμός, νοσοκομεία, μηχανουργεία, το Feldpost.
Το χωριό της Σαντερόβκα ήταν η πρωτεύουσα αυτού του στρατού, του κυνηγημένου για τις τελευταίες δεκαοκτώ ημέρες. Εκείνη η μικροσκοπική πρωτεύουσα, σφυροκοπημένη από εξήντα ώρες μάχης, είχε συρρικνωθεί σε καταρρέουσες ίσμπες και σπασμένα παράθυρα. Οι ίσμπες ήταν το διοικητήριο της Μεραρχίας "Wiking", καθενός από τα συντάγματα της και της ταξιαρχίας μας. Το διοικητήριο μας, χωρίς φωτιά ή τζάμια στα παράθυρα, απαρτιζόταν από δυο μικρά δωμάτια χωρίς δάπεδο. Γύρω στα ογδόντα άτομα ήταν συμπιεσμένα μέσα σ' αυτό, λίγοι επιζήσαντες του επιτελικού γραφείου, οι θνήσκοντες και πολυάριθμοι Γερμανοί ξεκομμένοι από τις μονάδες τους.
Η πληγή μου έκαιγε. Είχα έναν πυρετό 40 βαθμών Κελσίου. Ξαπλωμένος σε μια γωνιά, σκεπασμένος με μια αρνοπροβιά, όφειλα να κατευθύνω τη βαλλονική ταξιαρχία, η διοίκηση της οποίας μου είχε δοθεί το προηγούμενο βράδυ. Δεν υπήρχε πια ένας υπασπιστής ή ένας επιτελάρχης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου