1. «Κατόπιν της τόσον ραγδαίως εξελισσομένης καταστάσεως, ο βασιλεύς εκάλεσε χθες τον Βρετανόν πρεσβευτήν και του εξέθεσε τας κατωτέρω απόψεις και αιτήματα της ελληνικής κυβερνήσεως, με την παράκλησιν όπως τεθούν αμέσως υπ΄ όψει της βρετανικής κυβερνήσεως, τύχουν δε όσον οίον τε τάχιστα λύσεως :
α) Εις περίπτωσιν καταλήψεως των Αθηνών, ο ελληνικός στόλος δεν δύναται να παραμείνη εις Σαλαμίνα, και δέον κατά συνέπειαν να καθορισθούν από τούδε αι βάσεις αυτού δια την ως άνω περίπτωσιν. Δια τούτο εξητάσθη το θέμα υπό συμβουλίου ναυάρχων, το οποίον, υπό την διαμορφουμένην εις την Ανατολικήν Μεσόγειον κατάστασιν, κρίνει ανεπιφυλάκτως ότι ο στόλος δεν δύναται να έχη άλλο ορμητήριον παρά την Αλεξάνδρειαν. Η Σούδα αποκλείεται λόγω των κινδύνων τους οποίους παρουσιάζει ο λιμήν ούτος. Επί πλέον είναι φυσικόν να έχη ο ελληνικός στόλος το αυτό ορμητήριον μετά του βρετανικού. Κανονιζομένου τούτου κατ' αρχήν, θα υπολείπεται να ρυθμισθή μεταξύ των δύο Επιτελείων ποία πλοία εκ του ελληνικού στόλου δύνανται να χρησιμοποιηθούν και ποίαι άλλαι βοηθητικαί μονάδες, άλλα στοιχεία και εφεδρικόν προσωπικόν δέον να συνοδεύσουν τον ελληνικόν στόλον εις Αλεξάνδρειαν.
β) Εις την Πελοπόννησον ευρίσκονται ήδη 40.000 άνδρες προς εκγύμνασιν. Υπό μίαν δυσμενή εξέλιξιν των πραγμάτων, ο στρατός ούτος δεν θα ηδύνατο να τερματίση εκεί την εκγύμνασίν του ούτως ώστε να χρησιμοποιηθή εις τον περαιτέρω αγώνα τον οποίον η Ελλάς είναι αποφασισμένη να συνέχιση παρά το πλευρόν της Μεγάλης Βρετανίας μέχρι της τελικής νίκης. Δεδομένου ότι η τοιαύτη εκγύμνασις δεν δύναται να συνεχισθή, ως ήδη διαμορφούται η κατάστασις, ούτε εις Κρήτην ούτε εις άλλην τινά ελληνικήν νήσον, προτείνομεν εις την Μεγάλην Βρετανίαν όπως ο στρατός ούτος μεταφερθή εις Κύπρον, ίνα, αφού συμπλήρωση εκεί την εκπαίδευσίν του, χρησιμοποιηθή όπου αι περαιτέρω ανάγκαι του πολέμου θα το απήτουν.
γ) Η εξέλιξις της καταστάσεως μας αναγκάζει να επανέλθωμεν επί της προτάσεως, την οποίαν είχαμεν κάμει εις τον Βρετανόν υπουργόν των Εξωτερικών [226] όπως θεωρηθή έστω και προσωρινώς εν τμήμα της Κύπρου ως ελληνικόν, ίνα ο βασιλεύς και η ελληνική κυβέρνησις, όταν υποχρεωθούν τυχόν να εγκαταλείψουν την ηπειρωτικήν Ελλάδα και δεν υπάρχη πλέον η αναγκαία ασφάλεια εις Κρήτην, μεταβούν ακολούθως εις Κύπρον, ίνα εκείθεν ασκή ο βασιλεύς βασιλικήν εξουσίαν.
Ο βασιλεύς δεν παρέλειψε να τονίση την μεγίστην σπουδαιότητα των ως άνω ζητημάτων και την ανάγκην αμέσου εξετάσεως αυτών, παρεκάλεσε δε τον Βρετανόν πρεσβευτήν όπως τύχη το τυχύτερον δυνατόν απαντήσεως της βρετανικής κυβερνήσεως. Ο Βρετανός πρεσβευτής κατενόησε πλήρως την σπουδαιότητα πάντων των ανωτέρω, και υπεσχέθη να τηλεγραφήση αμέσως εις την κυβέρνησίν του, συνηγόρων υπέρ των ημετέρων απόψεων. Παρακαλούμεν να ιδήτε και σεις προσωπικώς και επειγόντως τον πρωθυπουργόν και τον υπουργόν τών Εξωτερικών, να τονίσητε την σοβαρότητα της καταστάσεως ως αύτη εξελίσσεται κατόπιν των ατυχημάτων του γιουγκοσλαυϊκού στρατού, και να υποστηρίξητε τας απόψεις μας» [227].
2. «Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός των Εξωτερικών είναι εκτός του Λονδίνου [228]. Επεκοινώνησα σήμερον με τον υφυπουργόν των Εξωτερικών, ο οποίος μου ανεκοίνωσε την σταλείσαν χθες προς τον εις Αθήνας Βρετανόν πρεσβευτήν απάντησιν :
α) Σύμφωνοι.
β) Όσον και αν είναι σκόπιμος η χρησιμοποίησις των υπό εκγύμνασιν 40.000 ανδρών, προτεραιότης δέον να δοθή εις τους γυμνασμένους, και εις περίπτωσιν δυσμενούς εξελίξεως θα ήτο μεγίστη η ανάγκη μεταγωγικών. Ευρίσκονται ήδη εις συνεννοήσεις με τον κυβερνήτην της Κύπρου, διότι δέον να εξετασθή η δυνατότης της εκεί εγκαταστάσεως και μέσων εφοδιασμού ενός τόσον μεγάλου αριθμού ανδρών. Επίσης εξετάζουν και από στρατιωτικής απόψεως το ζήτημα της ασφαλείας των.
γ) Έχουν υπ όψει τας συμφωνίας μετ΄ άλλων κρατών [229], κατά τας οποίας αι ξέναι κυβερνήσεις απολαύουν ετεροδικίας και ασκούν πλήρη εξουσίαν.
Απεκόμισα την εντύπωσιν ότι επί του τρίτου τούτου σημείου δεν φαίνονται ευδιάθετοι δι έστω και προσωρινήν αναγνώρισιν τμήματος της Κύπρου ως ελληνικού. Η απάντησις αύτη δέον να θεωρηθή προκαταρκτική, εν αναμονή του αποτελέσματος των συνεννοήσεων με τον κυβερνήτην της Κύπρου. Θα συναντήσω τον πρωθυπουργόν και τον υπουργόν των Εξωτερικών πιθανώς μεθαύριον» [230].
3. «Ο Βρετανός πρεσβευτής μου ανεκοίνωσεν ότι η κυβέρνησίς του συνεννοείται επειγόντως με την Κύπρον δι' ενδεχομένην εγκατάστασιν εκεί του βασιλέως και της κυβερνήσεως. Προσέθεσεν ότι η θέσις μας θα ήτο ομοία προς την των άλλων συμμαχικών κυβερνήσεων των εγκατεστημένων εις την Μεγάλην Βρετανίαν και ότι η κυβέρνησίς του δεν αντιμετωπίζει την μεταβίβασιν κυριαρχίας επί τμήματος της Κύπρου. Απήντησα ότι η απάντησις δεν μας ικανοποιεί. Ουδόλως επιδιώκομεν να επωφεληθώμεν του κρισίμου της στιγμής ίνα θέσωμεν ζήτημα Κύπρου, αλλά ζητούμεν μικρόν τμήμα αυτής ίνα ο βασιλεύς ασκή κυριαρχίαν από ελληνικού εδάφους. Εις περίπτωσιν αρνήσεως, ο βασιλεύς θα μεταβή εις ελληνικήν νήσον αδιαφορών δια τους κινδύνους. Ο πρεσβευτής υπεσχέθη να τηλεγραφήση υποστηρίζων. Ίδατε επειγόντως τον υπουργόν των Εξωτερικών και επιμείνατε». [231]
4. «Είδα προ ολίγου τον υπουργόν των Εξωτερικών [232], εις τον οποίον ανεκοίνωσα την απογοήτευσιν την οποίαν επροκάλεσεν η απάντησίς του και την απόφασιν του βασιλέως να μεταβή εν ανάγκη εις ελληνικήν νήσον, και παρεκάλεσα επιμόνως να αναθεωρηθή η απόφασις της βρετανικής κυβερνήσεως και να γίνη δεκτή η πρότασίς σας. Ο υπουργός μου απήντησεν ότι ελυπείτο πολύ διότι η απάντησίς του δεν εκρίθη ικανοποιητική και, αναφερόμενος εις τας προγενεστέρας συνομιλίας [233], μου είπεν ότι σας είχεν ήδη παραστήσει τας δυσχερείας της αποδοχής της προτάσεως σας. Προσέθεσεν ότι τίθεται εις λίαν στενόχωρον θέσιν διότι επιθυμία του είναι να πράξη παν το δυνατόν, θεωρεί δε την απόφασιν του βασιλέως λίαν παρακεκινδυνευμένην. Ο υπουργός μου είπεν ότι ουδέν εμπόδιον εβλεπεν εις την άσκησιν των δικαιωμάτων του βασιλέως κατά την ενδεχομένην εις Κύπρον παραμονήν αυτού, υπό τας ιδίας συνθηκας με τους εις Λονδίνον διαμένοντας ξένους αρχηγούς κρατών.
Επέμεινα εκ νέου ότι από απόψεως γοήτρου, εις τας παρούσας στιγμάς, ενεδείκνυτο μία χειρονομία από μέρους της κυβερνήσεως του. Ο υπουργός, προφανώς στενοχωρημένος, μου είπεν ότι δεν ηδύνατο να μου δώση απάντησιν πριν ή συνεννοηθή μετά του υπουργικού συμβουλίου, τo οποίον θα συνήρχετο την εσπέραν ταύτην και προ του οποίου θα έφερε το ζήτημα, αλλά μου ετόνισεν ότι δεν πρέπει να τρέφω αίσιοδοξίαν, διότι τo ζήτημα είναι λίαν πολύπλοκον και δυσχερές . Όσον αφορά την μεταφοράν των εις Πελοπόννησον αγυμνάστων, εις την οποίαν αποδίδουν σπουδαιότητα, εισηγήθη εάν δεν θα ήτο σκόπιμον να γίνη η μεταφορά εις Κρήτην και κατόπιν εκείθεν εις Κύπρον, τοιαύτην δε εισήγησιν σας διεβίβασαν και δια του εις Αθήνας Βρετανού πρεσβευτού. Υπεσχέθη να μου γνωρίση αύριον νεώτερα, κατόπιν του υπουργικού συμβουλίου» [234].
5. «Συμφώνως προς το χθεσινόν τηλεγράφημα μου, είδα σήμερον τον υπουργόν των Εξωτερικών. Δεν μετεβλήθη η άποψις αυτών επί του κυρίου σημείου. Αύριον θα μου επιδοθή σημείωμα περί της θέσεως των ενταύθα ξένων κυβερνήσεων» [235].
6. «Ηρώτησα σήμερον τον κοινοβουλευτικόν υφυπουργόν των Εξωτερικών περί των απόψεων της κυβερνήσεως του όσον αφορά την Κρήτην. Μου είπεν ότι απεβιβάσθη ήδη εκεί τμήμα βρετανικού στρατού και ότι θα δυνηθούν να την κρατήσουν. Εις παρατήρησίν μου ότι το ζήτημα της αεροπορικής αμύνης ήτο το προέχον, μου είπεν ότι θα καταβάλουν πάσαν δυνατήν προσπάθειαν προς τούτο. Ουδεμίαν έχω αμφιβολίαν ότι τοιαύτη είναι η επιθυμία των, δεν γνωρίζω όμως κατά πόσον θα δυνηθούν να την πραγματοποιήσουν. Περί Κύπρου δεν γίνεται πλέον λόγος, διότι η αεροπορική προστασία της θα ήτο έτι δυσχερεστέρα. Είχαν και έχουν πάντοτε υπ' όψει την Παλαιστίνην, αν η παραμονή εις Κρήτην καταστή απολύτως αδύνατος» [236].
Υποσημειώσεις:
β) Εις την Πελοπόννησον ευρίσκονται ήδη 40.000 άνδρες προς εκγύμνασιν. Υπό μίαν δυσμενή εξέλιξιν των πραγμάτων, ο στρατός ούτος δεν θα ηδύνατο να τερματίση εκεί την εκγύμνασίν του ούτως ώστε να χρησιμοποιηθή εις τον περαιτέρω αγώνα τον οποίον η Ελλάς είναι αποφασισμένη να συνέχιση παρά το πλευρόν της Μεγάλης Βρετανίας μέχρι της τελικής νίκης. Δεδομένου ότι η τοιαύτη εκγύμνασις δεν δύναται να συνεχισθή, ως ήδη διαμορφούται η κατάστασις, ούτε εις Κρήτην ούτε εις άλλην τινά ελληνικήν νήσον, προτείνομεν εις την Μεγάλην Βρετανίαν όπως ο στρατός ούτος μεταφερθή εις Κύπρον, ίνα, αφού συμπλήρωση εκεί την εκπαίδευσίν του, χρησιμοποιηθή όπου αι περαιτέρω ανάγκαι του πολέμου θα το απήτουν.
γ) Η εξέλιξις της καταστάσεως μας αναγκάζει να επανέλθωμεν επί της προτάσεως, την οποίαν είχαμεν κάμει εις τον Βρετανόν υπουργόν των Εξωτερικών [226] όπως θεωρηθή έστω και προσωρινώς εν τμήμα της Κύπρου ως ελληνικόν, ίνα ο βασιλεύς και η ελληνική κυβέρνησις, όταν υποχρεωθούν τυχόν να εγκαταλείψουν την ηπειρωτικήν Ελλάδα και δεν υπάρχη πλέον η αναγκαία ασφάλεια εις Κρήτην, μεταβούν ακολούθως εις Κύπρον, ίνα εκείθεν ασκή ο βασιλεύς βασιλικήν εξουσίαν.
Ο βασιλεύς δεν παρέλειψε να τονίση την μεγίστην σπουδαιότητα των ως άνω ζητημάτων και την ανάγκην αμέσου εξετάσεως αυτών, παρεκάλεσε δε τον Βρετανόν πρεσβευτήν όπως τύχη το τυχύτερον δυνατόν απαντήσεως της βρετανικής κυβερνήσεως. Ο Βρετανός πρεσβευτής κατενόησε πλήρως την σπουδαιότητα πάντων των ανωτέρω, και υπεσχέθη να τηλεγραφήση αμέσως εις την κυβέρνησίν του, συνηγόρων υπέρ των ημετέρων απόψεων. Παρακαλούμεν να ιδήτε και σεις προσωπικώς και επειγόντως τον πρωθυπουργόν και τον υπουργόν τών Εξωτερικών, να τονίσητε την σοβαρότητα της καταστάσεως ως αύτη εξελίσσεται κατόπιν των ατυχημάτων του γιουγκοσλαυϊκού στρατού, και να υποστηρίξητε τας απόψεις μας» [227].
2. «Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός των Εξωτερικών είναι εκτός του Λονδίνου [228]. Επεκοινώνησα σήμερον με τον υφυπουργόν των Εξωτερικών, ο οποίος μου ανεκοίνωσε την σταλείσαν χθες προς τον εις Αθήνας Βρετανόν πρεσβευτήν απάντησιν :
α) Σύμφωνοι.
β) Όσον και αν είναι σκόπιμος η χρησιμοποίησις των υπό εκγύμνασιν 40.000 ανδρών, προτεραιότης δέον να δοθή εις τους γυμνασμένους, και εις περίπτωσιν δυσμενούς εξελίξεως θα ήτο μεγίστη η ανάγκη μεταγωγικών. Ευρίσκονται ήδη εις συνεννοήσεις με τον κυβερνήτην της Κύπρου, διότι δέον να εξετασθή η δυνατότης της εκεί εγκαταστάσεως και μέσων εφοδιασμού ενός τόσον μεγάλου αριθμού ανδρών. Επίσης εξετάζουν και από στρατιωτικής απόψεως το ζήτημα της ασφαλείας των.
γ) Έχουν υπ όψει τας συμφωνίας μετ΄ άλλων κρατών [229], κατά τας οποίας αι ξέναι κυβερνήσεις απολαύουν ετεροδικίας και ασκούν πλήρη εξουσίαν.
Απεκόμισα την εντύπωσιν ότι επί του τρίτου τούτου σημείου δεν φαίνονται ευδιάθετοι δι έστω και προσωρινήν αναγνώρισιν τμήματος της Κύπρου ως ελληνικού. Η απάντησις αύτη δέον να θεωρηθή προκαταρκτική, εν αναμονή του αποτελέσματος των συνεννοήσεων με τον κυβερνήτην της Κύπρου. Θα συναντήσω τον πρωθυπουργόν και τον υπουργόν των Εξωτερικών πιθανώς μεθαύριον» [230].
3. «Ο Βρετανός πρεσβευτής μου ανεκοίνωσεν ότι η κυβέρνησίς του συνεννοείται επειγόντως με την Κύπρον δι' ενδεχομένην εγκατάστασιν εκεί του βασιλέως και της κυβερνήσεως. Προσέθεσεν ότι η θέσις μας θα ήτο ομοία προς την των άλλων συμμαχικών κυβερνήσεων των εγκατεστημένων εις την Μεγάλην Βρετανίαν και ότι η κυβέρνησίς του δεν αντιμετωπίζει την μεταβίβασιν κυριαρχίας επί τμήματος της Κύπρου. Απήντησα ότι η απάντησις δεν μας ικανοποιεί. Ουδόλως επιδιώκομεν να επωφεληθώμεν του κρισίμου της στιγμής ίνα θέσωμεν ζήτημα Κύπρου, αλλά ζητούμεν μικρόν τμήμα αυτής ίνα ο βασιλεύς ασκή κυριαρχίαν από ελληνικού εδάφους. Εις περίπτωσιν αρνήσεως, ο βασιλεύς θα μεταβή εις ελληνικήν νήσον αδιαφορών δια τους κινδύνους. Ο πρεσβευτής υπεσχέθη να τηλεγραφήση υποστηρίζων. Ίδατε επειγόντως τον υπουργόν των Εξωτερικών και επιμείνατε». [231]
4. «Είδα προ ολίγου τον υπουργόν των Εξωτερικών [232], εις τον οποίον ανεκοίνωσα την απογοήτευσιν την οποίαν επροκάλεσεν η απάντησίς του και την απόφασιν του βασιλέως να μεταβή εν ανάγκη εις ελληνικήν νήσον, και παρεκάλεσα επιμόνως να αναθεωρηθή η απόφασις της βρετανικής κυβερνήσεως και να γίνη δεκτή η πρότασίς σας. Ο υπουργός μου απήντησεν ότι ελυπείτο πολύ διότι η απάντησίς του δεν εκρίθη ικανοποιητική και, αναφερόμενος εις τας προγενεστέρας συνομιλίας [233], μου είπεν ότι σας είχεν ήδη παραστήσει τας δυσχερείας της αποδοχής της προτάσεως σας. Προσέθεσεν ότι τίθεται εις λίαν στενόχωρον θέσιν διότι επιθυμία του είναι να πράξη παν το δυνατόν, θεωρεί δε την απόφασιν του βασιλέως λίαν παρακεκινδυνευμένην. Ο υπουργός μου είπεν ότι ουδέν εμπόδιον εβλεπεν εις την άσκησιν των δικαιωμάτων του βασιλέως κατά την ενδεχομένην εις Κύπρον παραμονήν αυτού, υπό τας ιδίας συνθηκας με τους εις Λονδίνον διαμένοντας ξένους αρχηγούς κρατών.
Επέμεινα εκ νέου ότι από απόψεως γοήτρου, εις τας παρούσας στιγμάς, ενεδείκνυτο μία χειρονομία από μέρους της κυβερνήσεως του. Ο υπουργός, προφανώς στενοχωρημένος, μου είπεν ότι δεν ηδύνατο να μου δώση απάντησιν πριν ή συνεννοηθή μετά του υπουργικού συμβουλίου, τo οποίον θα συνήρχετο την εσπέραν ταύτην και προ του οποίου θα έφερε το ζήτημα, αλλά μου ετόνισεν ότι δεν πρέπει να τρέφω αίσιοδοξίαν, διότι τo ζήτημα είναι λίαν πολύπλοκον και δυσχερές . Όσον αφορά την μεταφοράν των εις Πελοπόννησον αγυμνάστων, εις την οποίαν αποδίδουν σπουδαιότητα, εισηγήθη εάν δεν θα ήτο σκόπιμον να γίνη η μεταφορά εις Κρήτην και κατόπιν εκείθεν εις Κύπρον, τοιαύτην δε εισήγησιν σας διεβίβασαν και δια του εις Αθήνας Βρετανού πρεσβευτού. Υπεσχέθη να μου γνωρίση αύριον νεώτερα, κατόπιν του υπουργικού συμβουλίου» [234].
5. «Συμφώνως προς το χθεσινόν τηλεγράφημα μου, είδα σήμερον τον υπουργόν των Εξωτερικών. Δεν μετεβλήθη η άποψις αυτών επί του κυρίου σημείου. Αύριον θα μου επιδοθή σημείωμα περί της θέσεως των ενταύθα ξένων κυβερνήσεων» [235].
6. «Ηρώτησα σήμερον τον κοινοβουλευτικόν υφυπουργόν των Εξωτερικών περί των απόψεων της κυβερνήσεως του όσον αφορά την Κρήτην. Μου είπεν ότι απεβιβάσθη ήδη εκεί τμήμα βρετανικού στρατού και ότι θα δυνηθούν να την κρατήσουν. Εις παρατήρησίν μου ότι το ζήτημα της αεροπορικής αμύνης ήτο το προέχον, μου είπεν ότι θα καταβάλουν πάσαν δυνατήν προσπάθειαν προς τούτο. Ουδεμίαν έχω αμφιβολίαν ότι τοιαύτη είναι η επιθυμία των, δεν γνωρίζω όμως κατά πόσον θα δυνηθούν να την πραγματοποιήσουν. Περί Κύπρου δεν γίνεται πλέον λόγος, διότι η αεροπορική προστασία της θα ήτο έτι δυσχερεστέρα. Είχαν και έχουν πάντοτε υπ' όψει την Παλαιστίνην, αν η παραμονή εις Κρήτην καταστή απολύτως αδύνατος» [236].
Υποσημειώσεις:
[226] Την 31ην Μαρτίου 1941 εις Αθήνας, ίδε σημ. 182.
[227] Τηλεγράφημα εξ Αθηνών της 12ης Απριλίου 1941 του Έλληνος πρωθυπουργού προς την πρεσβείαν Λονδίνου.
[228] Η 13η Απριλίου 1941 ήτο ημέρα Κυριακή. . .
[229] Προφανώς της Πολωνίας, Νορβηγίας, Ολλανδίας, Βελγίου, Λουξεμβούργου.
[230] ΙΙρεσβεία Λονδίνου, 13 "Απριλίου 1941. Τον υπουργόν των Εξωτερικών είδεν ο Έλλην πρεσβευτής την επαύριον, ίδε κατωτέρω.
[231] Τηλεγράφημα εξ Αθηνών της 13ης Απριλίου 1941 του Έλληνος πρωθυπουργού προς την πρεσβείαν Λονδίνου, διασταυρωθέν με το προηγούμενον.
[232] Ίδε σημ. 230.
[233] Ίδε σημ, 226.
[234] Πρεσβεία Λονδίνου, 14 Απριλίου 1941.
[235] Πρεσβεία Λονδίνου, 15 Απριλίου 1941.
[236] Πρεσβεία Λονδίνου, 29 Απριλίου 1941.
[227] Τηλεγράφημα εξ Αθηνών της 12ης Απριλίου 1941 του Έλληνος πρωθυπουργού προς την πρεσβείαν Λονδίνου.
[228] Η 13η Απριλίου 1941 ήτο ημέρα Κυριακή. . .
[229] Προφανώς της Πολωνίας, Νορβηγίας, Ολλανδίας, Βελγίου, Λουξεμβούργου.
[230] ΙΙρεσβεία Λονδίνου, 13 "Απριλίου 1941. Τον υπουργόν των Εξωτερικών είδεν ο Έλλην πρεσβευτής την επαύριον, ίδε κατωτέρω.
[231] Τηλεγράφημα εξ Αθηνών της 13ης Απριλίου 1941 του Έλληνος πρωθυπουργού προς την πρεσβείαν Λονδίνου, διασταυρωθέν με το προηγούμενον.
[232] Ίδε σημ. 230.
[233] Ίδε σημ, 226.
[234] Πρεσβεία Λονδίνου, 14 Απριλίου 1941.
[235] Πρεσβεία Λονδίνου, 15 Απριλίου 1941.
[236] Πρεσβεία Λονδίνου, 29 Απριλίου 1941.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου