Η χειρόγραφος αυτή «Διακήρυξις» δεν πρόλαβε να επιδοθή, ούτε να κυκλοφορήση πέρα από τους επτά που την υπογράφουν. Προδόθηκε η περιφορά της και κατασχέθηκε στα χέρια του Ν. Γ. Πολίτη. Ακολούθησαν διώξεις και ανακρίσεις, που εσταμάτησαν με την επέμβαση του τότε πρωθυπουργού Σπ. Λάμπρου, συναδέλφου του Ν. Γ. Πολίτη στο Πανεπιστήμιο. Το κείμενο εσχεδιάσθηκε από τον Α. Παπαναστασίου (πληροφορία Κ. Τριανταφυλλοπούλου). Μετά τις υπογραφές ακολουθεί ένα σύντομο κείμενο—αυτό ιδιόγραφο του Α. Παπαναστασίου—προωρισμένο φαίνεται να υπογραφή και από άλλους ομοϊδεάτες που συμφωνούσαν με την ομαδική αυτή εκδήλωση.
3 Οκτωβρίου 1916
Βασιλεύ,
Αι μεγάλαι. συμφοραί, αίτινες επισωρεύονται καθ' ημέραν εις το Έθνος και το Κράτος και αι μεγαλύτεραι, ακόμη αι διακρινόμεναι πλέον καθαρά εις τον ορίζοντα, αναγκάζουν και ημάς, εργάτας της επιστήμης και της τέχνης και υπαλλήλους της Πολιτείας, ευρισκομένους μακράν της πολιτικής διαπάλης, να σας είπωμεν δημοσία την γνώμην μας, η οποία πιέζει το στήθος μας
Η Ελλάς χάνεται. Και αιτία του χαμού της είναι η πολιτική της ουδετερότητος. Η πολιτική αύτη εντελώς αντίθετος εις την ιστορίαν, τας παραδόσεις, τας νομίμους βλέψεις του Ελληνισμού και τας συνθήκας υπό τας οποίας διαβιοί, απειλεί αυτήν την υπόστασίν του. Η πολιτική αυτή μας εχώρισεν από τούς γενναίους συμμάχους μας και από τας μεγάλας εκείνας Δυνάμεις, των οποίων η ισχυρά συνδρομή εβοήθησε της πατρίδος μας την απελευθέρωσιν, και εις τας οποίας πάντοτε εις τας δυσκόλους ημέρας κατεφεύγομεν και. ευρίσκομεν προστασίαν. Ούτως απεμονώθημεν, ενώ οι αδυσώπητοι εχθροί μας κρατύνονται και μας συντρίβουν. Αρκετοί από ημάς οφείλομεν την μόρφωσίν μας εις Γερμανικά Πανεπιστήμια και είμεθα έμπλεοι θαυμασμού και ευγνωμοσύνης προς την πνευματικήν Γερμανίαν, την οποίαν θεωρούμεν δευτέραν πατρίδα μας. Τούτο δεν μας εμποδίζει ν' αναγνωρίσωμεν, ότι η Γερμανία, διευθυνομένη από μίαν αχαλίνωτον στρατοκρατίαν, ευρίσκεται εν τω αδίκω, εξαπέλυσεν εις τον κόσμον το πνεύμα της καταστροφής και του αλληλοσπαραγμού χάριν ενός κοσμοκρατορικού ονείρου. Η πραγμάτωσις αυτού του ονείρου θα επέφερε γενικώς εθνικάς καταδυναστεύσεις και ανακοπήν του πολιτισμού και ειδικώς καταστροφήν του Έθνους μας ένεκα των εις την εγγύς Ανατολήν πασιγνώστων βλέψεων της Γερμανίας και των υπερφιάλων και τυραννικών αξιώσεων των Βαλκανικών συμμάχων της. Δια τούτο ο αγών των προστατίδων Δυνάμεων και των συμμάχων των δεν είναι μόνον γενικώς αγών δίκαιος, αγών υπέρ των Εθνικών Ελευθεριών και του πολιτισμού, αλλά και ο μόνος αγών, ο οποίος, εάν συντρέξωμεν και ημείς, ημπορεί να μας εξασφαλίση την εθνικήν αποκατάστασιν και εις το μέλλον παγίαν ειρήνην.
Τούτο δεν είναι μόνον ιδική μας πεποίθησις, αλλά της μεγίστης πλειοψηφίας του Έθνους. Δεν πρέπει δε να Σε παραπλανούν ως προ τούτο μερικαί αντίθετοι φωναι ή η αδράνεια μεγάλου μέρους του Έθνους. Κατά τούς πρώτους μήνας του παγκοσμίου πολέμου, οπότε η Γερμανία πάνοπλος και γοργή συνέτριβεν εις όλα τα μέτωπα τους αντιπάλους της και οι εχθροί του Ελληνισμού δεν είχαν ακόμη αναμιχθή εις τον πόλεμον, δεν έτάρασσεν τό γενικόν των προστάτιδων Δυνάμεοον αίσθημα καμία παραφωνία. Αλλά βραδύτερον επέδραμεν η Γερμανική προπαγάνδα και ηγόρασεν ο,τι προσεφέρετο προς πώλησιν. Και με την συνδρομήν εξαγορασθέντων ή απατηθέντων ομοεθνών μας όχι μόνον εσκοτίσθη η ατμόσφαιρα, αλλά και εις μέγα μέρος του στρατευσίμου πληθυσμού, εξηντλημένου από την πολύμηνον και άγονον επιστράτευσιν , ενεφυσήθη πνεύμα αποθαρρύνσεως και μικροψυχίας, και τούτο εις εποχήν εντάσεως του παγκοσμίου αγώνος και εξαπλώσεως του εις την χώραν μας, οπότε έχει ανάγκην υπέρ ποτε και άλλοτε το 'Εθνος ψυχικού σθένους δια να διατήρηση την θέσιν του εις τον κόσμον.
H δε αδράνεια, την οποίαν παρουσιάζει μέγα μέρος του πληθυσμού, προέρχεται κυρίως από την πεποίθησιν ότι δεν είναι δυνατόν παρά από στιγμής εις στιγμήν ν' άκολουθήση το κράτος πολιτικήν έθνικήν, πεποίθησιν τοσούτο μάλλον δικαιολογημένην καθ' όσον εκτός του ότι τα πράγματα ωθούν αναγκαστικώς εις τοιαύτην πολιτικήν, συχναί παρέχονται επίσημοι διαβεβαιώσεις ότι διεξάγονται διαπραγματεύσεις περί εξόδου εκ της ουδετερότητος.
Αλλ' η μεγάλη υπομονή και ευπιστία δεν είναι κοιναί εις όλους τους ανθρώπους ουδέ σώζουν το Έθνος. Και αφού αφέθησαν ανοικτά τα σύνορα και παρεδόθησαν τα φρούρια μας εις τους προαιώνιους εχθρούς, αφού κατεπατήθη και ερημώθη η Ανατολική Μακεδονία και αφού τέλος παρά τας εγγράφους υποσχέσεις κατελήφθησαν αι πόλεις μας, ηχμαλωτίσθη ο στρατός μας και ηρπάγη άφθονον πολεμικόν υλικόν μας, μέγα μέρος του Έθνους εκινήθη ως εξ ορμεμφύτου να οργανώση την εθνικήν άμυναν. Ούτως εδιχάσθη η Ελλάς ενώ έπρεπεν ηνωμένη και αποφασιστική να ορμήση κατά των απίστων επιδρομέων.
Βασιλεύ,
Εις σε απόκειται να ενώσης πάλιν την Ελλάδα, να οπλίσης τον στρατόν της με θάρρος και ενθουσιασμόν και να του δείξης τον δρόμον του καθήκοντος,τον δρόμον των μεγάλων αγώνων και θυσιών, αλλά συγχρόνως και της νίκης και του λαμπρού και του ασφαλούς μέλλοντος.
Η ουδετερότης είναι βεβαίως καλή, διότι είναι γλυκεία η ειρήνη. Αλλ' η ουδετερότης είναι πλέον αδύνατος αφού όλη η Ευρώπη αγωνίζεται, αφού ο πό λεμος εξετάθη εις την χώραν μας και διεξάγεται δι' αυτήν. Εκτός τούτου όταν ημείς βλέπομεν με εσταυρωμένας τας χείρας να καταλαμβάνεται παρά τα συμπεφωνημένα η χώρα μας, να αιχμαλωτίζεται ο στρατός μας και να αρπά ζεται το πολεμικόν υλικόν μας, μένομεν ουδέτεροι ή τηρούμεν στάσιν εχθρικήν προς τας προστάτιδας Δυνάμεις ; Τοιαύται πράξεις, αι οποίαι μας ατι μάζουν, ήγειραν την δυσπιστίαν εις τας προστάτιδας Δυνάμεις και προεκάλεσαν την λήψιν εκ μέρους αυτών μέτρων, τα οποία προσβάλλουν ευλόγως την εθνικήν φιλοτιμίαν. Τοιαύτης ουδετερότητος δεν είναι μυριάκις προτιμότερος ο πόλεμος ; Η αμφίβολος ατομική ραστώνη της σήμερον άγει ασφα λώς εις φθοράν του κοινωνικού συνόλου και εις αποσύνθεσιν Έθνους εις την συντήρησιν και ανύψωσιν του οποίου ειργάσθησαν αιώνες. Εάν ομοίως εσκέπτοντο οι οδηγοί της γενεάς του Εικοσιένα, ούτε συ, Βασιλεύ, θα εκάθησο σήμερον επί Ελληνικού θρόνου, ούτε ημείς θα είμεθα ελεύθεροι Έλληνες. Στοιχειώδης λοιπόν πρόνοια επιβάλλει να συντρέξωμεν και ημείς να δη μιουργηθή εις την Βαλκανικήν κατάστασις σύμφωνος προς τα εθνικά μας συμφέροντα, όπερ θα ήτο τελείως αδύνατον αν τυχόν συνετρίβετο η Ρουμανία και αι επί του εδάφους μας στρατιωτικαί δυνάμεις των συμμάχου της ή εάν η Ελλάς παρέμενεν εις την ουδετερότητα.
Ημείς δεν πιστεύομεν, Βασιλεύ, ότι Συ, γέννημα και θρέμμα της Ελλάδος, επιθυμείς την παράλυσιν των στρατιωτικών της δυνάμεων και την επικράτησιν των εχθρών της. Αλλ' ως εκ της θέσεώς σου είναι δυνατόν να μη βλέπης καθαρά τα πράγματα τοσούτο μάλλον καθ' όσον περί τον θρόνον εσκοτίσθη επιτηδείως η ατμόσφαιρα. Διά τούτο θεωρούμεν καθήκον μας να Σου είπωμεν : μία είναι η οδός της σωτηρίας. Μη διστάσης να την ακολουθήσης. Εμπιστεύθητι το Έθνος και τον εαυτόν Σου εις τας Εθνικάς Δυνάμεις και εις τα μεγάλα εκείνα Κράτη, τα οποία τόσα έπραξαν και υπέρ της Ελλάδος και υπέρ της Δυναστείας. Ας μη ταράξουν την σκέψιν Σου ζητήματα προσωπικά.
Εις την συνείδησιν του Εθνους θα ανέλθη πολύ υψηλότερα εκείνος όστις θα δειχθή υποχωρητικός και θα το ενώση διά τον μέγαν αγώνα. Συλλογίσου ότι τούτο, αφού δυστυχώς ευρισκόμεθα έξω του κοινοβουλευτικού μας πολι τεύματος, Συ ημπορείς να το κάμης.
Μή θέλησης, Βασιλεύ, με δισταγμούς και αναβολάς να κλείσης την ένδοξον ιστορίαν Σου με μίαν μαύρην και άδοξον σελίδα, μαύρην και άδοξον και δια το Έθνος.
Εν Αθήναις τη 3 Όκτωβρίου 1916 .
Της Υμετέρας Μεγαλειότητος πιστοί υπήκοοι Ν. Πολίτης, καθηγητής Πανεπιστημίου
Κ. Χατζόπουλος, λογοτέχνης
Α. Μυλωνάς, γεν. γραμματεύς Υπ. Εθν. Οικονομίας
Κ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εψηφισμένος έκτ. καθηγ. Πανεπιστημίου
Ν. Κιτσίκης, καθηγητής Πολυτεχνείου
Κ. Βαρβαρέσσος διευθυντής εν τω Υπ. Εθν. Οικονομίας
Θρ. Γ. Πετιμεζάς, καθηγητής Πανεπιστημίου
Οι υπογεγραμμένοι, εργάται της επιστήμης και της τέχνης μακράν της κομματικής διαπάλης, αισθανόμεθα την ανάγκην να εκφράσωμεν τον πόνον μας δια την τροπήν την οποίαν έχουν λάβει τα Εθνικά πράγματα.
Και τόσον μάλλον θλιβόμεθα, όσον η κατάστασις αύτη είναι απόρροια όχι μοιραίων και αναπότρεπτων αιτίων, αλλά οικτρά παραγνώρισις της υπέρ τατης αρχής, ότι ούτε πρόσωπα ούτε θεσμοί αποτελούν σκοπούς καθ' εαυτούς, χάριν των οποίων επιτρέπεται να θυσιάζονται έθνη και ηθικαί αξίαι.
Από της απόψεως ταύτης και μόνης αναχωρούντες αναγνωρίζομεν την διά της ανωτέρω διακηρύξεως τονιζομένην ανάγκην ομαδικής εκδηλώσεως προς ανακοπήν του δρόμου εις τον οποίον συρόμεθα και ως Έθνος και ως λαός.
Η ουδετερότης είναι βεβαίως καλή, διότι είναι γλυκεία η ειρήνη. Αλλ' η ουδετερότης είναι πλέον αδύνατος αφού όλη η Ευρώπη αγωνίζεται, αφού ο πό λεμος εξετάθη εις την χώραν μας και διεξάγεται δι' αυτήν. Εκτός τούτου όταν ημείς βλέπομεν με εσταυρωμένας τας χείρας να καταλαμβάνεται παρά τα συμπεφωνημένα η χώρα μας, να αιχμαλωτίζεται ο στρατός μας και να αρπά ζεται το πολεμικόν υλικόν μας, μένομεν ουδέτεροι ή τηρούμεν στάσιν εχθρικήν προς τας προστάτιδας Δυνάμεις ; Τοιαύται πράξεις, αι οποίαι μας ατι μάζουν, ήγειραν την δυσπιστίαν εις τας προστάτιδας Δυνάμεις και προεκάλεσαν την λήψιν εκ μέρους αυτών μέτρων, τα οποία προσβάλλουν ευλόγως την εθνικήν φιλοτιμίαν. Τοιαύτης ουδετερότητος δεν είναι μυριάκις προτιμότερος ο πόλεμος ; Η αμφίβολος ατομική ραστώνη της σήμερον άγει ασφα λώς εις φθοράν του κοινωνικού συνόλου και εις αποσύνθεσιν Έθνους εις την συντήρησιν και ανύψωσιν του οποίου ειργάσθησαν αιώνες. Εάν ομοίως εσκέπτοντο οι οδηγοί της γενεάς του Εικοσιένα, ούτε συ, Βασιλεύ, θα εκάθησο σήμερον επί Ελληνικού θρόνου, ούτε ημείς θα είμεθα ελεύθεροι Έλληνες. Στοιχειώδης λοιπόν πρόνοια επιβάλλει να συντρέξωμεν και ημείς να δη μιουργηθή εις την Βαλκανικήν κατάστασις σύμφωνος προς τα εθνικά μας συμφέροντα, όπερ θα ήτο τελείως αδύνατον αν τυχόν συνετρίβετο η Ρουμανία και αι επί του εδάφους μας στρατιωτικαί δυνάμεις των συμμάχου της ή εάν η Ελλάς παρέμενεν εις την ουδετερότητα.
Ημείς δεν πιστεύομεν, Βασιλεύ, ότι Συ, γέννημα και θρέμμα της Ελλάδος, επιθυμείς την παράλυσιν των στρατιωτικών της δυνάμεων και την επικράτησιν των εχθρών της. Αλλ' ως εκ της θέσεώς σου είναι δυνατόν να μη βλέπης καθαρά τα πράγματα τοσούτο μάλλον καθ' όσον περί τον θρόνον εσκοτίσθη επιτηδείως η ατμόσφαιρα. Διά τούτο θεωρούμεν καθήκον μας να Σου είπωμεν : μία είναι η οδός της σωτηρίας. Μη διστάσης να την ακολουθήσης. Εμπιστεύθητι το Έθνος και τον εαυτόν Σου εις τας Εθνικάς Δυνάμεις και εις τα μεγάλα εκείνα Κράτη, τα οποία τόσα έπραξαν και υπέρ της Ελλάδος και υπέρ της Δυναστείας. Ας μη ταράξουν την σκέψιν Σου ζητήματα προσωπικά.
Εις την συνείδησιν του Εθνους θα ανέλθη πολύ υψηλότερα εκείνος όστις θα δειχθή υποχωρητικός και θα το ενώση διά τον μέγαν αγώνα. Συλλογίσου ότι τούτο, αφού δυστυχώς ευρισκόμεθα έξω του κοινοβουλευτικού μας πολι τεύματος, Συ ημπορείς να το κάμης.
Μή θέλησης, Βασιλεύ, με δισταγμούς και αναβολάς να κλείσης την ένδοξον ιστορίαν Σου με μίαν μαύρην και άδοξον σελίδα, μαύρην και άδοξον και δια το Έθνος.
Εν Αθήναις τη 3 Όκτωβρίου 1916 .
Της Υμετέρας Μεγαλειότητος πιστοί υπήκοοι Ν. Πολίτης, καθηγητής Πανεπιστημίου
Κ. Χατζόπουλος, λογοτέχνης
Α. Μυλωνάς, γεν. γραμματεύς Υπ. Εθν. Οικονομίας
Κ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εψηφισμένος έκτ. καθηγ. Πανεπιστημίου
Ν. Κιτσίκης, καθηγητής Πολυτεχνείου
Κ. Βαρβαρέσσος διευθυντής εν τω Υπ. Εθν. Οικονομίας
Θρ. Γ. Πετιμεζάς, καθηγητής Πανεπιστημίου
Οι υπογεγραμμένοι, εργάται της επιστήμης και της τέχνης μακράν της κομματικής διαπάλης, αισθανόμεθα την ανάγκην να εκφράσωμεν τον πόνον μας δια την τροπήν την οποίαν έχουν λάβει τα Εθνικά πράγματα.
Και τόσον μάλλον θλιβόμεθα, όσον η κατάστασις αύτη είναι απόρροια όχι μοιραίων και αναπότρεπτων αιτίων, αλλά οικτρά παραγνώρισις της υπέρ τατης αρχής, ότι ούτε πρόσωπα ούτε θεσμοί αποτελούν σκοπούς καθ' εαυτούς, χάριν των οποίων επιτρέπεται να θυσιάζονται έθνη και ηθικαί αξίαι.
Από της απόψεως ταύτης και μόνης αναχωρούντες αναγνωρίζομεν την διά της ανωτέρω διακηρύξεως τονιζομένην ανάγκην ομαδικής εκδηλώσεως προς ανακοπήν του δρόμου εις τον οποίον συρόμεθα και ως Έθνος και ως λαός.