—
Οι Τούρκοι ! Έρχονται οι Τούρκοι !
Τότε
γίνηκε μέσα του μια ταχύτατη κι υποτυπωδώς λογική εργασία. Οι Τούρκοι είναι οι
άνθρωποι που πρόκειται να τον σκοτώσουν. Κι αυτός δεν θέλει να πεθάνη' θέλει να
ζήση. Για να ζήση, πρέπει να φύγη, να μην τον εύρουν οι Τούρκοι' και να φύγη κατά
την αντίθετη μεριά απ' όπου έρχονται οι Τούρκοι. Η φωνή που ειδοποίησε «
έρχονται οι Τούρκοι » αντήχησε πίσωθέ του' το λοιπόν, οι Τούρκοι έρχονται από
κείνο το μέρος. Για να τους αποφύγη, πρέπει να φύγη αντίθετα, δηλαδή προς τα
μπρος. Αυτό είναι !
Το
ζωικό ένστιχτο της ενέργειας δούλεψε παράλληλα με τη λογική. Ο φυσιολογικός
κύκλος ενστίχτου, σκέψης και δράσης έκλεισε σε αψεγάδιαστη καμπύλη. Τίποτα δεν
μπόρεσε να σταματήση τις συνέπειες του. Κι ο Ποτούλης Μπλιούρας σηκώθηκε και
χίμηξε προς τα μπρος, να φύγη, να γλιτώση απ' τους Τούρκους, που έρχονται
πίσωθέ του να τον σκοτώσουν.
Με
τη διαφορά, πως οι Τούρκοι δεν έρχονταν από κει που νόμισε, αλλ' από την
αντίθετη μεριά. Μέσα στη νάρκη της γενικής ατονίας, ξέχασε πως οι βάρδιες που
φώναξαν για τον ερχομό τους βρίσκονταν στο βουναλάκι, πίσω απ την πρώτη γραμμή
των Ελλήνων. Λησμόνησε πως οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να 'ρθουν παρά μονάχα από
κει που έρχονταν. Και προσπαθώντας ν' αποφύγη τους Τούρκους, έπεσε απάνω
τους.
Άξαφνα
είδε τέσσερεις σπαήδες να του κόβουν το δρόμο. Είχαν σταματήσει τ άλογα
τους και κοίταξαν ξαφνιασμένοι τον τρελό που χιμούσε τρεχάτος κατά πάνω τους.
Δεν καταλάβαιναν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, θάρρεψαν πως ορμούσε να τους επιτεθή'
και τράβηξαν τα χατζάρια.
Μα
κι ο Μπλιούρας σταμάτησε. Ούτε αυτός μπορούσε να καταλάβη. Πίσω του πρέπει να
'ρχονταν οι Τούρκοι, κι άλλους Τούρκους βρίσκει μπροστά του. Ίσως πάλι να μη
έρχονταν πίσω του Τούρκοι' μα και να πισωδρομούσε, οι σπαήδες που βρίσκονταν
μπροστά του θα χιμούσαν και θα τον σκότωναν. Κι εκείνος δεν ήθελε να πεθάνη. Αλλά
πώς να γλιτώση ; Δεν ήταν άλλος τρόπος : έπρεπε να σκοτώση τους Τούρκους, πριν
προφτάσουν να τον σκοτώσουν. Αυτό ήταν ! Έβγαλαν αυτοί τα χατζάρια ; Τράβηξε κι
αυτός το γιαταγάνι' και με άγρια φωνή χίμηξε απάνω τους κι άρχισε να τους
χτυπάη, να χτυπάη, να χτυπάη. Τους σκότωσε και τους τέσσερεις. Τον πρώτο τον ξεκοίλιασε'
του δεύτερου του 'κοψε το χέρι' έχωσε το γιαταγάνι στην κοιλιά του αλόγου του
τρίτου, και πέφτοντας το ζώο στο γκρεμό παράσυρε και τον καβαλάρη. Ο τέταρτος
έκανε να φύγη, μα ο Μπλιούρας πρόφτασε και τον πυροβόλησε με την πιστόλα.
Κι
ύστερα γίνηκε μια ανακατοσούρα. Από το Ντερβένι πρόβαλαν κι άλλοι Τούρκοι,
πολλοί Τούρκοι, όλοι με τα χατζάρια στο χέρι, όλοι με μοναδική πρόθεση να σκοτώσουν
τον Ποτούλη Μπλιούρα. Αλλά δεν τα κατάφερναν, γιατί πρόφταινε και τους έσφαζε ο
Μπλιούρας. Η αλήθεια είναι πως έτρεξε να τον βοηθήση κι ο Γεωργικόπουλος στη
σφαγή, κι ο Ασημάκης Προβατάς, κι οι άλλοι. Για μια στιγμή τους είδε που
έσφαζαν Τούρκους. Από κει τους έχασε' δεν έβρισκε καιρό να παρακολουθήση. Είχε
τη δική του δουλειά να κοιτάξη' είχε τη ζωή του να γλιτώση. Κι έσφαζε
Τούρκους.
Από
κει, το πράμα άρχισε να τον διασκεδάζη. Ξέχασε πώς πολεμούσε για το τομάρι
του. Είχε το συναίσθημα πως η ζωή του δεν κινδύνευε πια. Μα και να κινδύνευε,
καρφί δεν του καιγόταν ! Αυτό το συναίσθημα ν' ανοίγης κοιλιές, να τσακίζης παΐδια,
να πελεκίζης καύκαλα .". . Κι υστέρα ήταν το αίμα. Είχε μια παράξενη οσμή,
κι ήταν δροσερό μεσ' στη χλιάδα του . . . Όλο το κορμί του είχε βουτηχτή στο
αίμα, στα χυμένα μυαλά. Ένα άντερο είχε τυλιχτή στον καρπό του δεξιού του
χεριού, μα δεν τον ενοχλούσε. Εκείνο που τον ενοχλούσε, ήταν το μαύρο πανί που
σκέπαζε το μισό του πρόσωπο. Με χειρονομία γοργή το πέταξε μακριά, και γυάλιζε
στο φως το ζερβί του μάτι. Τώρα είχε δυο μάτια, κι έβλεπε πολύ καλύτερα να
σκοτώνη. Και σκότωνε. Κάτω η γης είχε πήξει στους σκοτωμένους Τούρκους. Μα δεν
τον εμπόδιζε αυτό, πατούσε πάνω στα κουφάρια με σιγουράδα κι άνεση. Κάτι το
λαστιχένιο, *το ευχάριστο. Εξάλλου, ο ήλιος είχε γείρει, και δρόσισε ο αέρας.
Τώρα μπορεί να δουλεύη κανείς ξεκούραστα. Α ! Να κι οι αραπάδες ! Ας τους
σφάξωμε κι αυτούς ! Και τους έσφαξε ...
Πόση
ώρα βάστηξε αυτό ; Δεν μπορεί να θυμηθή' Είχε μεθύσει. Ποτέ στη ζωή του δεν
είχε νιώσει ένα συναίσθημα τόσο ευφορικό, τόσο δυναμικό. Κάθε συνείδηση κι
ασυνειδησία έφυγαν, και παράτησαν γυμνό το είναι του στη μεγάλη ηδονή του
θανάτου. Ανάσαινε το χλιό αέρα του βραδυού' κοιτούσε τους δειλινούς μενεξέδες,
που πέφταν στις πλαγιές των ολόγυρα βουνών μούγκριζε κάτι σαν τραγούδι
πρωτόγονης κι υπέρτατης χαράς' και σκότωνε. Η παλάμη του είχε γίνει ένα με τη
λαβή του γιαταγανιού' τα μούσκουλα του δεξιού μπράτσου του πονούσαν από το
αδιάκοπο χτύπημα, που γινόταν με παλμό ασυνείδητο, μηχανικό. Και διψούσε, και
πεινούσε' μα δεν είχε καιρό. Αργότερα, θα δούμε. Τώρα σκότωνε.
Κι
άξαφνα σταμάτησε να σκοτώνη. Στην αρχή, κι αυτός δεν κατάλαβε γιατί σταμάτησε.
Μα το πράμα ήταν φως - φανάρι : δεν υπήρχαν πια Τούρκοι! Τους είχε σκοτώσει,
όλους. Ίσως κι ο Γεωργικόπουλος, ίσως κι ο Ασημάκης να σκότωσαν καναδυό. Μα τους
άλλους τους σκότωσε αυτός — ήταν απόλυτα σίγουρος. Χαμογέλασ' ευχαριστημένος.
Πάει κι αυτό ! Τώρα μπορεί να κοιμηθή ήσυχος . . .
Και
με μιας το μεθύσι ξεδιάλυνε. Η συνείδηση όλων-των πάντων του 'ρθε σε κύματα
βίαια, απανωτά, που τον κλόνισαν, τον λιγοψύχησαν.
—
Ποιος είμαι ; Πού βρίσκομαι ! Τί έκανα ; Τί θα κάνω ;
Με
νεύρο τετανικό έκανε στροφή απότομη. Το παλιό συναίσθημα ξύπνησε κυρίαρχο με το
πέρασμα της νάρκης. Να φύγη ! Να φύγη !
Αλλά
δεν έφυγε. Καθώς έστριψε, είδε απέναντί του τον Κολοκοτρώνη, ψηλό, άγριο,
τρομερό, με την κόκκινη, περικεφαλαία στα ψαρά μαλλιά. Δίπλα του στεκόταν ο
Γεωργικόπουλος. Κι ο Γεωργικόπουλος έδειχνε με το δάχτυλο αυτόν, τον
Ποτούλη Μπλιούρα, στον Κολοκοτρώνη κι έλεγε :
— Αυτός
είναι !
Τότε
όλα έσπασαν μέσα του. Βαρέθηκε ! Ναι, βαρέθηκε ! Ό,τι είναι να γίνη, ας γίνη.
Να πεθάνη ! Να ησυχάση ! Να γλιτώση ! Πέταξε το γιαταγάνι κατά γης, κι είπε με
φωνή σκληρή σαν ατσάλι :
— Ναι
! Εγώ είμαι ! Ο Μίχαλος ο Ρούσης, ο εξωμότης, ο προδότης ! Σκοτώστε με, να
ησυχάσω και γω και σεις !
Ο
Κολοκοτρώνης προχώρησε κατά πάνω του' μα δεν τον σκότωσε. Μόνο τον αγκάλιασε, τον
φίλησε στα δυο μάγουλα και του είπε :
— Το
σφάλμα σου το ξαγόρασες σήμερα, Μίχαλε Ρούση. Δεν είσαι ούτε προδότης, ουτ'
εξωμότης. Είσαι Έλληνας ! Είσαι ήρωας !